Sophie Shihab-Le Monde
Αν υπάρχει ένα ερώτημα που ερεθίζει τους Τούρκους αυτές τις ημέρες, είναι εκείνο που τίθεται πάλι στο εξωτερικό σε συνέχεια των κρίσεων με το Ισραήλ και το Ιράν που έβαλε την Άγκυρα να αντιτίθεται με τους παραδοσιακούς συμμάχους της: : « Εγκαταλείπει ο τουρκικός πυλώνας τη Ουάσινγκτον και τις Βρυξέλλες για τη Δαμασκό και τη Τεχεράνη; Προχωρεί προς τον ισλαμισμό;»

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ
1923
Ο Μουσταφά Κεμάλ γίνεται πρόεδρος της Δημοκρατίας. Δημιουργεί το κόμμα Λαικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (CHP), κόμμα εθνικιστικό και λαικό.

1949
Η Τουρκία αναγνωρίζει το κράτος του Ισραήλ.

1952
Η Τουρκία προσχωρεί στο ΝΑΤΟ.

1960
Στρατιωτικό πραξικόπημα.

1980
Νέο στρατιωτικό πραξικόπημα. Η καταστολή χτυπάει την άκρα αριστερά και τους Κούρδους, αλλά διατηρεί τους υπέρ-εθνικιστές.

1994
Άνοδος των ισλαμιστών του Κόμματος της Ευημερίας (Refah).

1996
Έναρξη ισχύος της τελωνειακής ένωσης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και της Τουρκίας. Η Τουρκία και το Ισραήλ υπογράφουν τρεις συμφωνίες στρατιωτικής συνεργασίας. Τον Μάρτιο, υπέγραψαν μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου.

1999
Η Ευρωπαϊκή Σύνοδος Κορυφής του Ελσίνκι αναγνωρίζει το καθεστώς υποψηφιότητας της Τουρκίας της ΕΕ.

2002
Το μετριοπαθή ισλαμικό κόμμα AKP κερδίζει τις βουλευτικές εκλογές.

2009
Στο Νταβός, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν καταγγέλλει την ισραηλινή στρατιωτική επιχείρηση στη Γάζα, Δεκέμβριο 2008-Ιανουάριο 2009.

31 Μάιου 2010
Επίθεση Ισραηλινών στρατευμάτων εναντίον του Marmara Mavi.

Οι Τούρκοι ηγέτες, προερχόμενοι από ισλαμικό κόμμα, εξαγριώνονται. Αφοσιωμένοι στις “οικουμενικές αξίες” και δυναμωμένοι από τις εκλογικές τους επιτυχίες από το 2002, αρνούνται οποιαδήποτε αλλαγή κατεύθυνσης στην εξωτερική πολιτική, υπενθυμίζοντας ότι μπορούσαν, σε αντίθεση με τους κεμαλιστές προκατόχους τους, να επισπεύσουν τις μεταρρυθμίσεις για την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Επιβεβαιώνουν σήμερα – τουλάχιστον στους Ευρωπαίους συνομιλητές τους – ότι αυτή η ένταξη, μια διαδικασία όμως κοντά στο μηδέν, “παραμένει η προτεραιότητά τους”.

Η υποστήριξη της τουρκικής κυβέρνησης στο στολίσκο για την ελεύθερη Γάζα.
Εξηγώντας μια τέτοια επιμονή, εκπληκτική μετά των Γάλλο-γερμανικών αρνήσεων μετά των κρίσεων στην Ευρώπη και το αυξανόμενο βάρος της Ασίας, ο Mehmet Ali Birand, ο γνωστός Τούρκος αρθρογράφος διαβεβαιώνει ότι αυτοί οι ηγέτες “γνωρίζουν πολύ καλά ότι είναι άσκοπο να εγκαταλείπουν την Δύση προς την Ανατολή, διότι οι Άραβες και άλλοι μουσουλμάνοι δεν θα ήταν περισσότερο προσελκυσμένοι από μια μη-υποψήφια Τουρκία για την Ευρωπαϊκή Ένωση, που θα φώναζε, θα ούρλιαζε, θα είχε μια αδύναμη οικονομία και θα ελεγχόταν από ένα ριζικό Ισλάμ”.

Μέχρι στιγμής όμως, ο πρωθυπουργός, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, παραμένει υποστηρικτής των θορυβωδών δηλώσεων και τολμά να καταγγείλει τους επικριτές του ως “πράκτορες μιας κακόβουλης προπαγάνδας” από τη Τελ-Αβίβ. Διότι το Ισραήλ, μετά από τη εύρη καταδίκη του για τη δολοφονική επιδρομή στις 31 Μαΐου κατά του Marmara Mavi, το τουρκικό πλοίο δρομολογημένο προς τη λωρίδα της Γάζας, επωφελήθηκε από μια μηδιατική αντεπίθεση, κατηγορώντας το καθεστώς της Αγκύρας να έχει συμμαχήσει με τους τρομοκράτες της Χαμάς”.

Οι φόβοι της Δύσης.
Η υποστήριξη της τουρκικής κυβέρνησης στο ΗΗΙ, η ισλαμική ΜΚΟ συν-οργανώτρια του στολίσκου για τη Γάζα, δεν αμφιβάλεται – τουλάχιστον όχι από τους αγωνιστές Τσετσένους που την θεωρούν να είναι υπό τον έλεγχο των τουρκικών υπηρεσιών. Αλλά ο κ. Ερντογάν δεν αποκρύβει ότι ελπίζει να προσελκύσει τη Χαμάς στο πολιτικό παιχνίδι, υπενθυμίζοντας ότι ο Γιασέρ Αραφάτ θεωρούταν τρομοκράτη πριν να λάβει το βραβείο Νόμπελ ειρήνης…

Δέκα ημέρες μετά την υπόθεση της επίθεσης του Ισραηλινού στρατού εναντίον του στολίσκου, το “όχι” της Τουρκίας κατά των νέων κυρώσεων του ΟΓΕ κατά του Ιράν, έχουν ενισχυθεί οι φόβοι της Δύσης να έχει χάσει ένα πολύτιμο σύμμαχο – στο Ιράκ, το Αφγανιστάν και αλλού. Ο κ. Ερντογάν, από τη πλευρά του, δηλώνει ότι οι μόνοι που ανησυχούν είναι αυτοί που “είναι ανίκανοι να κατανοήσουν το νέο ρόλο της Τουρκίας, και της πολύ-κατευθυνούσης εξωτερικής πολιτικής της”.

Μια αποκομπλεξαρισμένη διπλωματία.
Διότι εάν δεν υπάρχει αλλαγή άξονα – “θα έπρεπε πρώτα να υπάρχει τέτοιος άξονας”, λένε εκείνοι που γνωρίζουν τα προβλήματα με το ΝΑΤΟ και με την Ευρωπαϊκή Ένωση – υπάρχει μια νέα τουρκική διπλωματία: χωρίς κόμπλεξ, νέα-αδέσμευτή, ακόμα και «Γκωλική». Είναι το αποτέλεσμα του τέλους του σιδηρούν παραπετάσματος, που απομόνωνε την Τουρκία από τους γείτονες της, όπως και του εκδημοκρατισμού και της οικονομίας της αγοράς που κέρδισαν αυτή τη χώρα εις βάρος της εξουσίας του στρατού.

Ήδη το 2003, το τουρκικό Κοινοβούλιο είχε πει όχι στη διέλευση των αμερικανικών στρατευμάτων προς το Ιράκ, προκαλώντας μια μεγάλη κρίση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ το AKP, το κόμμα που μόλις είχε έρθει στην εξουσία, δεν είχε σχέση με αυτή την απόφαση. Κατάφερε να τη ξεπεράσει, και προσπαθεί να κάνει το ίδιο τώρα με τη Ουάσινγκτον για τη τρέχουσα κρίση.

Χωρίς να απαρνηθεί τις επιλογές του, από εδώ και τώρα καθορισμένες από τον υπερκινητικό Υπουργό Εξωτερικών, Αχμέτ Νταβούτογλου: πρώτα, να αναπτύξει μια ζώνη “σταθερότητα και συνεργασία με όλους τους γείτονές”, επομένως συμπεριλαμβανόμενα η Συρία και το Ιράν. Ο κ. Αχμέτ Νταβούτογλου τολμά να εφαρμόσει μια διπλωματία “Νότου-Νότου” στο καυτό φάκελο του Ιράν. Αλλά διαβεβαιώνει ότι πράττει με την ενθάρρυνση της Ουάσινγκτον. Διωγμένος, χαρακτηρισμένος ως αφελής, επιμένει να συνεργάζεται με τη Δύση, σε αντίθεση με τις παλαιές πρακτικές των αδέσμευτων.

Τα ζωτικά συμφέροντα της Άγκυρας.
Ο Πρόεδρος, Abdullah Gül, αναγνώρισε έξαλλου το βάσιμο των Δυτικών επιφυλάξεων σχετικά με τη ιρανό-τουρκική-βραζιλιάνικης συμφωνίας, δηλώνοντας στο Le Monde ότι δεν “είναι η λύση του προβλήματος, αλλά ένα βήμα για τη δημιουργία εμπιστοσύνης” και να συνεχίσουν οι διαπραγματεύσεις. Όχι από συμπάθεια για το Ιράν, “ιστορικός αντίπαλος των Τούρκων”, υπενθυμίζει ο εμπειρογνώμονας Ali Kazancigil, αλλά επειδή διακυβεύονται τα ζωτικά συμφέροντα της: η Τουρκία θα ήταν στη πρώτη γραμμή σε περίπτωση πολέμου κατά του Ιράν και κομμένη από το δεύτερο προμηθευτή αερίου της, μετά από τη Ρωσία.

Η προσέγγιση της Άγκυρας με αυτό τον άλλον ιστορικόν εχθρό, που είναι η Μόσχα υπαγορεύεται επίσης από την υπέρ-εξάρτηση της από το ρωσικό φυσικό αέριο. “Δεν μπορεί να κατηγορούν το AKP να έχει παραδοθεί, στην περίπτωση αυτή, στις μουσουλμανικές τάσεις του…”, παρατηρεί ο Soli Ozel, πολιτικολόγος από το πανεπιστήμιο Bilgi. Κατ’ αυτού, “ακόμη κι αν παρατηρηθεί ένα ιδεολογικό φόντο με τη σημερινή τουρκική πολιτική, όταν πρόκειται για το Ισραήλ, η αυξανόμενη συμμετοχή της στις περιφερειακές υποθέσεις πριν από όλα υπαγορεύεται από τα συμφέροντά της και πρέπει να θεωρείται ως τέτοια”. Το μαρτυρεί ο αριθμός των επιχειρηματιών στα επίσημα ταξίδια. Ο Νταβούτογλου έχει επισκεφθεί πάνω από 100 χώρες σε ένα χρόνο, έως την Ασία, Αφρική και Λατινική Αμερική – νέες ζώνες για τους Τούρκους, όπου μόνο προηγήθηκαν οι εκπαιδευτικοί της οργάνωσης του Fethullah Gülen, ενεργή στην Τουρκία και στο εξωτερικό.

Διαφωνίες στην κυβέρνηση.
Αυτός ο μετριοπαθής μουσουλμάνος, φίλος των ΗΠΑ όπου διαμένει, εξέπληξε τους Τούρκους με τη κριτική του για τη δράση της ΗΗΙ. Οι επιφυλάξεις από έναν σημαίνοντα άνθρωπο από τότε που βρίσκεται στην εξορία, έχουν βοηθήσει να ηρεμήσει ο κόσμος βαλόντας όμως στο φώς της διασημότητας και τις διαφωνίες μέσα στη κυβέρνηση. Αυτό, ενώ στην Τουρκία, άρχισε να ανησυχήσει κανείς για τους κίνδυνους αποκλίσεων λόγω της ρητορικής του κ. Ερντογάν και να λένε ότι το κουρδικό ζήτημα ήταν πιθανώς πιο επείγων από εκείνο της Γάζας.

Έτσι, «που πάει η Τουρκία;». Τα πάντα εξαρτώνται από τις προσεχείς εκλογές του 2011 – αν δεν προωθούνται για το φθινόπωρο. Ο απειλούμενος για πρώτη φορά πρωθυπουργός θα μπορούσε να επιδιώξει να ανεβάσει το στοίχημα.

Αλλά μια νέα κυβέρνηση θα ήταν σίγουρα πιο εθνικιστική ακόμη, αν δεν είναι ισλαμική. Γεγονός που, κατά της άποψης των καλύτερων παρατηρητών, αποτελεί ένας μεγαλύτερος κίνδυνος.

«Είναι επομένως πιο αναγκαίο από ποτέ να πάψει κανείς να αναρωτηθεί πού πηγαίνει η Τουρκία, για να δεσμευθεί μαζί της, επειδή ο καιρός που θα μπορούσε κανείς να αγνοήσει τους προκύπτοντες δράστες τελειώνει», προειδοποιεί ένας ευρωπαϊκός διπλωμάτης.

*Η Sophie Shihab είναι μεγάλη δημοσιογράφος στη καθημερινή εφημερίδα Le Monde, όπου είναι κυρίως ειδική για τη Ρωσία. Στη δεκαετία του 90 είχε σταλεί σαν ειδική αποσταλμένη της εφημερίδας στη Μόσχα. Κάλυψε το πρώτο πόλεμο της Τσετσενίας και την αρχή του δεύτερου. Ήταν μία από τους σπάνιους δημοσιογράφους που συνέχιζε να πάει τακτικά στη Τσετσενία μετά το 1999, παρά το κλείσιμο των συνόρων.

Μεταφράστηκε από τα γαλλικά από C.H. για το Ινφογνώμων Πολιτικά.