Του ΧΡΙΣΤΟΥ Κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ *
Πολύ μελάνι εξακολουθεί να ρέει γύρω από τις σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ, ιδιαίτερα όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά τα θλιβερά επεισόδια στα διεθνή ύδατα ανοιχτά της Λωρίδας της Γάζας.

Η αλήθεια ωστόσο είναι ότι τα τελευταία χρόνια οι δύο χώρες βρίσκονται σε διαδικασία αμοιβαίας αποξένωσης, παρ’ ότι οι δεσμοί τους στο στρατιωτικό, οικονομικό και διπλωματικό επίπεδο ήταν και εξακολουθούν να παραμένουν εντυπωσιακά στενοί.

Πράγματι, ούτε το Ισραήλ ούτε όμως και η Τουρκία μπορούν να προχωρήσουν στους μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς τους στην περιοχή χωρίς τη μεταξύ τους στενή συνεργασία και -ιδίως- την αμφίδρομη εμπιστοσύνη που αναπτύχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες. Με την Ουάσιγκτον στη θέση του πρωτεύοντος καταλύτη, η επιδεινούμενη κρίση μεταξύ Αγκυρας και Ιερουσαλήμ αποτελεί ένα πολιτικό παράδοξο, έναν γεωστρατηγικό γρίφο, που, αν δεν αποκωδικοποιηθεί εγκαίρως, μπορεί να οδηγήσει τις διμερείς -και όχι μόνο- σχέσεις:

**είτε σε μια οριστική ρήξη (με ό,τι αυτό θα συνεπάγεται για το αμοιβαίο συμφέρον των δύο χωρών, την περιφερειακή σταθερότητα και τα κεκτημένα της Δύσης στην περιοχή),

**είτε στην επανεκτίμηση της τουρκο-ισραηλινής συνεργασίας, η οποία με αφορμή τα επεισόδια της Γάζας (παλιότερα και πρόσφατα) κατέγραψε τις χειρότερες επιδόσεις της τα τελευταία πενήντα χρόνια.

Μπορεί την ένταση στη διακύμανση της τουρκο-ισραηλινής κρίσης να τη δίνει με τις ενέργειές της η κυβέρνηση της Ιερουσαλήμ, αλλά τον τόνο σίγουρα τον καθορίζει η κυβέρνηση της Αγκυρας και ειδικότερα ο κ. Ερντογάν. Παρ’ ότι στην πραγματικότητα ο Τούρκος πρωθυπουργός δεν ξεπέρασε σε ρητορική -και οργή- τον οποιονδήποτε άλλο μέσο επικριτή του Ισραήλ, εν τούτοις είναι αυτός που ως κυρίαρχος ενορχηστρωτής της τουρκικής πολιτικής σκηνής -και ιδίως ως ισλαμιστής- συγκεντρώνει τις αντιδράσεις της ισραηλινής κυβέρνησης και των ανά την υφήλιο πανίσχυρων φιλοεβραϊκών ομάδων πίεσης. Και τούτο διότι οι επικρίσεις του κ. Ερντογάν κατά του εβραϊκού κράτους έχουν αφενός τεράστια απήχηση στον ισλαμικό κόσμο, αφετέρου υποδηλώνουν τη σαφή πρόθεση της Αγκυρας να υπερισχύσει:

**στην ενεργειακή -και όχι μόνο- εξουσία της περιοχής και

**στον έλεγχο της περιφερειακής σταθερότητας.

Εξάλλου η γενικότερη συμπεριφορά της κυβέρνησης της Τουρκίας έναντι του Ιράν, ιδίως μάλιστα η από μέρους της θετική προσέγγιση των πυρηνικών φιλοδοξιών του θεοκρατικού καθεστώτος της Τεχεράνης, είναι που κάνει τον Τούρκο πρωθυπουργό -και όχι το σύνολο του πολιτικο-στρατιωτικού συστήματος της χώρας- κόκκινο πανί στα μάτια των Ισραηλινών και των συμμάχων τους.

Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οι δυσκολίες που εγείρονται ενώπιον του κ. Ερντογάν είναι για τους αναλυτές όχι μόνο αναμενόμενες, αλλά περισσότερες -και οξύτερες- από εκείνες που καλείται να αντιμετωπίσει ο ανυποχώρητα και διαχρονικά σκληροπυρηνικός πρωθυπουργός του Ισραήλ.

Πράγματι ο ηγέτης της Τουρκίας ευρίσκεται προς το παρόν μπροστά σε δεδομένα που καθιστούν επισφαλή τόσο το μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα όσο και τη διπλωματία των μηδενικών προβλημάτων της χώρας του με τους γείτονές της. Τα δεδομένα αυτά δεν είναι τόσο η προσπάθεια ανασυγκρότησης του αντιπολιτευτικού μετώπου (που παρά τις αλλαγές ηγεσίας παραμένει αδύναμο), ούτε η σύγκρουση της διακυβέρνησής του με τη δικαστική εξουσία (που εξακολουθεί να αμφισβητεί τη νομιμότητα των κυβερνητικών χειρισμών σε συναφή με αυτήν ζητήματα), αλλά η κοινωνική αναταραχή που αρχίζει να διογκώνεται εξαιτίας της αναζωπύρωσης του κουρδικού προβλήματος.

Το κυβερνών κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης βρίσκεται για πρώτη φορά από την άνοδό του στην εξουσία το 2002 σε καμπή. Τα ποσοστά του στο εκλογικό σώμα πέφτουν και η δημοτικότητα του ικανότατου κ. Ερντογάν απειλείται με συρρίκνωση. Το Κουρδικό, από τα χρόνια του Μουσταφά Κεμάλ ήδη, υπήρξε ο καταλύτης όλων των πολιτικών εξελίξεων στη χώρα του και ιδίως εκείνων που έφεραν τον στρατό στο προσκήνιό της. Είναι άγνωστο προς το παρόν πώς και πόσο οι νέες συγκρούσεις με το ΠΚΚ και τα φέρετρα που αυξάνονται εκατέρωθεν του μετώπου των συγκρούσεων θα αλλάξουν για ακόμη μία φορά τα δεδομένα στη διαπάλη της εξουσίας στην Τουρκία.

Ομως όσο η Δύση και το Ισραήλ χρειάζονται οπωσδήποτε τη συμβολή της Τουρκίας για την προάσπιση των συμφερόντων τους στη Μ. Ανατολή και τη ΝΑ Ασία (ιδίως Συρία, Ιράκ, Ιράν), άλλο τόσο και η Τουρκία χρειάζεται τον δυτικό παράγοντα και το Ισραήλ για να ελέγξει τους Κούρδους στα σύνορά της με το Ιράκ και το Ιράν. Η στρατιωτική μηχανή της, παρ’ ότι ισχυρή και αξιόπιστη, είναι παντελώς «συμβατική» χωρίς την αμερικανο-ισραηλινή υψηλή τεχνολογία, που επιτρέπει πληροφορίες απόλυτης αξιοπιστίας και χτυπήματα χειρουργικής ακρίβειας….

Μήπως τελικά ο κώδικας επικοινωνίας Ιερουσαλήμ-Αγκυρας, παρά τις προς κατανάλωση ρητορικές και τις ακολουθητέες πρακτικές, θα υποκύψει τελικά στο παλιό δοκιμασμένο διπλωματικό παίγνιο που λέγεται «αμοιβαίο συμφέρον»;

* Δημοσιογράφος, συγγραφέας
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ