Εφυγε ξαφνικά την περασμένη Τετάρτη ανυπομονώντας να σμίξει με την απο καιρού φευγάτη κόρη της Κωνσταντίνα. Πέταξε ανάλαφρα σαν πουλάκι χωρίς να περιμένει να φανούμε στο κατώφλι της ο Αποστόλης της κι εγώ.»Ο κύκλος έκλεισε» είπε στους κοντινούς της φίλους, που ήταν κοντά της τις τελευταίες ώρες.. Δε μπορούσε να περιμένει άλλο, περιμενε πολύ για το μεγάλο ταξίδι προς την αιωνιότητα, «ένθα απέδρα πάσα οδύνη, λύπη, θλίψη και στεναγμός»

Η κηδεία της απο το ναό των Αγίων Αναργύρων, όπου βρέθηκε ως πρεσβυτέρα επί μισόν αιώνα πλάι στον πατέρα μας,’ηταν πανδημη.Οι συντοπίτες μας ήρθαν στον τελευταίο αποχαιρετισμό αποτίοντας φόρο τιμής στην παπαδιά τους,που τους αγκάλιασε σαν μητέρα.

Η Φιλαρμονική έπαιζε ένα καλοκαιρινό πένθιμο εμβατήριο, που ξεχυνόταν στο χώρο σαν αύρα μέσα στο καυτό καταμεσήμερο. Σαν σε ταινία του Φελλίνι με φόντο τη Δημοτική Βιβλιοθήκη η πομπή πορεύτηκε μεγαλόπρεπα προς το ναό μας.
Παραμυθία κόμιζε ο λόγος του μητροπολίτου Λευκάδος κ. Θεόφιλου, ο οποίος μίλησε για την πρεσβυτέρα Μαρία όπως τη γνώρισε μέσα στα δύο χρόνια της ποιμαντορίας του στη Λευκάδα. Ο χριστιανικός του λόγος για την αιωνιότητα γέμισε την καρδιά μας με αγαλλίαση.

Συγκίνηση σκόρπισαν τα λόγια του μικρου της αδελφού Αλέξανδρου Κακαβούλη, τον οποίο η Μαριγούλα λάτρευε σαν παιδί της. Ο Αλεκάκης της μίλησε για τους θανάτους,που σημάδεψαν τις ζωές τους, για τον κοινό Γολγοθά της πρόωρης απώλειας της μάννας τους και των αδερφιών τους παπα-Νίκου, Παρασκευής και Αντρέα Κακαβούλη.
Είπε για τις αρετές της Μαρίας τους, που ήταν ο συνεκτικός κρίκος ολάκερης της οικογένειας.Αναφέρθηκε στην ευρύτερη μόρφωση της αδελφής του, που παρότι απόφοιτος του δημοτικού, είχε διαβάσει όλη την κλασική λογοτεχνία. Μορφωμένη απο θέση κι όχι απο σχολειά, την ονόμασε.

Κι ύστερα ήρθε η Βιβή Κοψιδά-Βρεττού, η αδελφή, η φίλη, η γυναίκα που η μητέρα λάτρευε ως συνομιλήτρια.Μαζί με την Αννα αποτελούσαν τις δροσοσταλιές των πονεμένων ημερών της στη Λευκάδα.

Η Βιβή χτύπησε ακριβως στην καρδιά. Ο πόνος για τη μάννα μου λεγόταν Κωνσταντίνα, η ξενητειά Ιουστίνη…

‘Έφυγες την ώρα που το καλοκαιρινό φολκλόρ της ζωής υπόσχεται συνέχειες και γυρισμούς-μιαν ασίγαστη, βουερή δημογραφία της ζωής, τις άπειρες μεταμορφώσεις της και τη σταθερότητα της βούλησής της: για συνέχεια… Άνοιξες τη φιλόξενη πόρτα της ενορίας μας – κεφάλαιο της ζωής σου που τίμησες δίπλα στον προικισμένο λειτουργό του. Την άνοιξες για να χαιρετήσεις τους ενορίτες και τις ενορίτισσες-τον γνώριμο κόσμο σου που σκυμμένος στη λύπη μετέχει τώρα στον καλπασμό του ύπνου σου.

Ασκήθηκες ενάρετα στη γεωμετρία του χρόνου, εσύ μυήθηκες από νωρίς στη γεωγραφία του φιλοσοφημένου πόνου. Βάρυνε στη γενιά σου ο πόνος της ιστορίας, η απώλεια-εκείνο το σκοτεινό σημάδι μιας άδηλης μέρας, ισότιμης με την άλλη, την ευφρόσυνη μέρα. Τις αξιώθηκες υπέρμετρα και τις δύο. Και τις αγάπησες ισότιμα και τις δύο. Τις ενέγραψες στοργικά σαν κεφάλαιο ανεπίστρεπτο στην οσιότητα της μνήμης σου, στη ροή του παρόντος χρόνου σου. «Με περόνες πόνου όλες σου οι αγάπες» όπως οι ωδίνες της κυοφορίας που γίνεται ύπαρξη. Και ο δικός σου πόνος έγινε ύπαρξη. Τον σύνθεσες σε πολλές μουσικές κλίμακες, σε πολλά ελεγεία. Του έδωσες πολλά ονόματα-στο τέλος καταστάλαξες: τον βάφτισες: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ. Και του φύλαξες βάρδιες αγρύπνιας, νύχτες και μέρες καρτέρι υπομονής. Που δεν ήταν οι ήττες των ανυποψίαστων ανθρώπων, η υποτέλεια του άφευκτου. Ήταν το μέτρο μιας φιλοσοφημένης ανάγνωσης της ζωής, το ηθικό διαμέτρημα μιας γλώσσας λαϊκής που συλλαβίζει αργά στη διάρκεια του χρόνου της το μεγαλείο σπάνιας αρετής. Ήτανε χάρισμα σε σένα η αρετή, όπως την προσδιορίζει η θρησκεία μας, όπως την υλοποιούν, βίωμα ύψιστης θητείας στην αγωγή της, οι σοφοί και οι λαϊκές φυλλάδες κι όλοι οι μυημένοι στον αγώνα της. «Μετρημένο τόπο έχουν οι σοφοί»-το πρέπον μέτρο στην πολύγλωσση περιπέτεια του γήινου ταξιδιού σου, μέτρο της νόησης και μέτρο της ψυχής σου. Το δάνειζες αυτό το μέτρο απλόχερα στις χαρές και στις ενάντιες ώρες. Το δίδασκες στην οικογένεια, στα παιδιά, στον Αποστόλη, στην Ιουστίνη, την Κωνσταντίνα, στους συγγενείς, στην ανθισμένη από σένα γειτονιά, στην ενορία του παπά Νίκου μας-αυτή την κιβωτό που σφάλισε τη λευκή παιδικότητα και την έκαμε περιπολία μιας μακράς ενηλικίωσης. Αμείφθηκες με κείνο το γαλήνιο ύφος της ανταπόδοσης, με τις χαρές της περιουσίας των παιδιών, που στροβιλίζονται πάνω στο χάρτη της δικής τους πρόβας στη ζωή. Φέροντας την ανεξάρτητη σκευή μιας διδαχής της ελευθερίας που την παραχώρησες όταν κατάλαβες πως θα τύχει του πρέποντος μέτρου.
Αγάπησες την ξενιτιά και την αποδημία και φιλιώθηκες μαζί της. Είδες την πανάρχαια προκοπή της να ανακυκλώνει το θαύμα της στα δικά σου παιδιά. Στον Αποστόλη, στην Ιουστίνη, στο Θόδωρο, στον Αλέξανδρο, «ωραίο ως Έλληνα». Την αποκάλεσες οριστικά ΙΟΥΣΤΙΝΗ και υποκλίθηκες στην ακαταπόνητη βούληση για ανεμπόδιστη δημιουργία. Ένα σύμπαν χαράς οι μετρημένες και οι απρόσμενες επιστροφές. Στήριξες το καλό χωρίς όρια. Δεν αναγνώριζες εχθρούς, μόνον ανθρώπους που είχαν χάσει ή ποτέ δεν είχαν βρει το νόημα και που εμείς όλοι οι άλλοι ήταν κάτι που τους το οφείλαμε, διακριτική αποστολή της κοινωνικότητάς μας…
Με απλωμένο χέρι στη χειρονομία της αθέατης ευγένειάς σου, θα καιροφυλακτούμε τους αστερισμούς της απέθαντης ομορφιάς: της λέξης και της πράξης σου. Καλό σου ταξίδι…»