Του Γ.Ε. Σέκερη, πρέσβη ε.τ.

Η νίκη του «ναι» με το εντυπωσιακό ποσοστό του 58% στο τουρκικό δημοψήφισμα της 12ης Σεπτεμβρίου αποτελεί αναμφίβολα μείζονα επιτυχία της κυβέρνησης του Κόμματος της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης και προσωπικώς του αρχηγού του και πρωθυπουργού. Βέβαια, αυτές καθ’ εαυτές οι εγκριθείσες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις δεν επιφέρουν ριζικές τομές στην τουρκική συνταγματική τάξη. Η διεύρυνση του ρόλου της εκτελεστικής εξουσίας στην ανάδειξη των ανωτάτων κλιμακίων της δικαστικής και ο περιορισμός της δικαστικής αυτοτέλειας των Ενόπλων Δυνάμεων ψαλιδίζουν ασφαλώς το κεμαλικό κατεστημένο – χωρίς, ωστόσο, να το αποδυναμώνουν. [i]

Η σημασία, όμως, της λαϊκής ετυμηγορίας πρέπει κυρίως να αναζητηθεί στον τομέα του συμβολισμού. Κατά την έκφραση αρθρογράφου μεγάλης βρετανικής εφημερίδας, «η ψηφοφορία μετετράπη ουσιαστικά σε δημοψήφισμα για την οκταετή διακυβέρνηση του πρωθυπουργού Ρεσέπ Ταγίπ Ερντογάν». Ενώ, όπως έγκυρη αμερικανική εφημερίδα διαπιστώνει σε κύριο άρθρο της, «[σ]την πραγματικότητα, οι συνταγματικές αλλαγές είναι σύμφωνες με τους δημοκρατικούς κανόνες.

Ενισχύουν τα ατομικά δικαιώματα, τον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, τα συνδικάτα. Θέτουν τους στρατιωτικούς – οι οποίοι απέπεμψαν τέσσερις κυβερνήσεις τα τελευταία πενήντα χρόνια – υπό πρόσθετο πολιτικό έλεγχο. Αλλά στην Τουρκία αφηρημένη αλήθεια και πολιτική πραγματικότητα δεν είναι το ίδιο. Η πραγματικότητα είναι ότι πρόκειται για μια διχασμένη χώρα, ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της οποίας είναι όλο και πιο καχύποπτο έναντι της κυβέρνησης ».[ii]

 

Οπωσδήποτε, όμως η επικράτηση του κυβερνώντος κόμματος σε μια κρίσιμη ψηφοφορία βελτιώνει κατ’ αρχήν και τις προοπτικές του σε σχέση με τις προσεχείς βουλευτικές εκλογές – οι οποίες, σύμφωνα με το σύνταγμα, θα διεξαχθούν το αργότερο τον προσεχή Ιούλιο, χωρίς να αποκλείεται και η πρόωρη προσφυγή στις κάλπες. Πολλά όμως θα εξαρτηθούν από το πως, ενδιαμέσως, η ισλαμογενής κυβέρνηση θα χειρισθεί: Τις σχέσεις της με τις δικαστικές και, ιδίως, με τις στρατιωτικές αρχές – οι οποίες διαθέτουν πάντοτε ισχυρότατα ερείσματα στον κρατικό μηχανισμό και την κοινή γνώμη. Το κρίσιμης εθνικής σημασίας Κουρδικό – ως προς το οποίο η μέχρι τούδε πολιτική του κυβερνώντος κόμματος έχει αποδειχθεί ανακόλουθη και αναποτελεσματική. Αλλά και ζητήματα, όπως η διένεξη περί την «μαντήλα» – τη συμβολική σημασία και τις συνακόλουθες αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις των οποίων ο δυτικός παρατηρητής δυσκολεύεται ενίοτε να αντιληφθεί. Θα θελήσει – ή και θα μπορέσει – ο κ. Ερντογάν να πολιτευθεί κατά τρόπο αποτρέποντα μια ακραία πόλωση; Η οποία, σημειωτέον, δεν θα λειτουργήσει κατ’ ανάγκην υπέρ αυτού, ούτε εκλογικώς – χαρακτηριστικά, η προσπάθειά τηου να μετριάσει την οξύτητα της διαμάχης περί την συνταγματική μεταρρύθμιση προ της 12ης Σεπτεμβρίου ευνόησε την υπόθεσή του –, αλλ’ ούτε και στην ακραία περίπτωση μιας δυναμικής αντιπαράθεσής του με το στρατιωτικό κατεστημένο.

Είναι προφανές ότι στην Τουρκία συντελούνται τον τελευταίο καιρό ιστορικές αλλαγές. Άγνωστο, ωστόσο, παραμένει, αν θα οδηγήσουν στον επιθυμητό στόχο ενός ευνομούμενου, μετριοπαθούς, δυτικού τύπου καθεστώτος, ή αν, αντιθέτως, επαληθευθούν οι σκοτεινές προβλέψεις για την, μέσω δημοκρατικών εκλογικών διαδικασιών, επικράτηση ενός σκοταδιστικού Ισλάμ. Ενώ δεν μπορεί να αποκλεισθεί και το, ομολογουμένως απίθανο αυτή τη στιγμή, ενδεχόμενο, η χώρα να βυθισθεί σε μια απρόβλεπτων συνεπειών εμφύλια διαμάχη.

***

Εν τω μεταξύ, οι ξένες πρωτεύουσες εστιάζουν κυρίως την προσοχή τους στις επιπτώσεις των εσωτερικών δρωμένων στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Με τους Δυτικούς ιδιαίτερα, να διακατέχονται από ανησυχία για ορισμένες διεθνείς επιλογές του διδύμου Ερντογάν-Νταβούτογλου, τις οποίες κρίνουν ασύμβατες με τον ευρω-ατλαντικό προσανατολισμό της Άγκυρας.

Είναι γνωστόν ότι, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, χάρις στη γεωγραφική της θέση, τη στρατιωτική της ισχύ και το ιδιάζον φιλοδυτικό, στρατοκρατικό εν πολλοίς, καθεστώς της, η Τουρκία λειτούργησε ως πολύτιμος στρατηγικός σύμμαχος της Δύσης και ιδίως των ΗΠΑ, τόσο εντός του ΝΑΤΟ, όσο και διμερώς. Ήδη, όμως, από την εποχή Οζάλ και, ιδίως, αφότου ανήλθε στην εξουσία το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, η τουρκική εξωτερική πολιτική τείνει να χειραφετηθεί από τη δυτική στρατηγική κηδεμονία – και δη διττώς: Προωθώντας, αφ’ ενός, τα στενώς τουρκικά εθνικά συμφέροντα εις βάρος, εν ανάγκη, ευρύτερων δυτικών. Και, αφ’ ετέρου, ενσωματώνοντας στις βασικές συνιστώσες της τον παράγοντα Ισλάμ. Συνακόλουθα δε – και παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις του κ. Ερντογάν και των συνεργατών του – κατατείνει εμπράκτως στη χάραξη ενός ισλαμο-εθνικιστικού δόγματος, το οποίο σε ικανό βαθμό αποτελεί αντανάκλαση των υπό διαμόρφωση νέων εσωτερικών συσχετισμών.

Μια θεαματική εκδήλωση της τάσης αυτής προς αυξημένη ελευθερία ενεργείας υπήρξε η άρνηση των Τούρκων, την άνοιξη του 2003, να συναινέσουν στη διέλευση από την επικράτειά τους μέρους των αμερικανικών δυνάμεων που εισέβαλαν στο Ιράκ. Ο κλονισμός, ωστόσο, που η – αναπάντεχη από αμερικανικής πλευράς– αυτή απόφαση προκάλεσε στις αμερικανο-τουρκικές σχέσεις αποδείχθηκε παροδικός. Και τούτο διότι κατέστη προφανές ότι οι Τούρκοι ιθύνοντες είχαν ενεργήσει εν τη πεποιθήσει ότι διακυβεύονται μείζονα συμφέροντα της χώρας τους – αφορώντα ειδικότερα στο ζωτικής για την Τουρκία σημασίας Κουρδικό. Αλλά και διότι εν συνεχεία η Άγκυρα, προσγειωθείσα στη νέα πραγματικότητα, εναρμόνισε την πολιτική της με την αμερικανική, όχι μόνο ως προς το Ιρακινό, αλλά και σε σχέση με τις λοιπές προκλήσεις που η Ουάσιγκτον αντιμετωπίζει στην ευρύτερη Μέση Ανατολή – από το Παλαιστίνη έως το Αφγανιστάν.

Αυτά μέχρις ότου η βίαιη φραστική σύγκρουση του Τούρκου πρωθυπουργού με τον Ισραηλινό πρόεδρο στο Νταβός την 29η Ιανουαρίου του περασμένου έτους πυροδότησε μια σειρά από τουρκικές ενέργειες, οι οποίες προβληματίζουν πλέον τους Δυτικούς για τις πραγματικές προθέσεις την τουρκικής ηγεσίας – για την ύπαρξη, όπως το θέτουν ορισμένοι σχολιαστές, «κρυφής ατζέντας» των κυβερνώντων ισλαμιστών. Με ιδιαίτερα ανησυχητικές από δυτικής σκοπιάς: Τις οξείες τουρκικές διπλωματικές επιθέσεις κατά του Ισραήλ – κορυφωθείσες μετά το αιματηρό επεισόδιο του Μαβί Μαρμαρά, ως προς τη γένεση, όμως, του οποίου η Άγκυρα δεν είναι άμοιρη ευθυνών. Την καταψήφιση από τον Τούρκο εκπρόσωπο στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ των διεθνών κυρώσεων κατά του Ιράν, και γενικότερα την απόκλιση της Άγκυρας από τη δυτική γραμμή έναντι του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος. Και την καλλιέργεια επιστήθιων σχέσεων με οργανώσεις όπως η Χαμάς και η Χεζμπολάχ, τις οποίες οι δυτικές κυβερνήσεις χαρακτηρίζουν τρομοκρατικές και θεωρούν εμπόδιο στη μεσανατολική ειρήνευση. Ενώ, η, εν ονόματι της ισλαμικής αλληλεγγύης, υπεράσπιση από τον κ. Ερντογάν του καταζητούμενου από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης για εγκλήματα πολέμου Σουδανού προέδρου, ή του γνωστού για την εκτόξευση απειλών εξόντωσης του εβραϊκού κράτους Ιρανού συναδέλφου του, ασφαλώς δεν έχει συμβάλει στην άμβλυνση των δυτικών ανησυχιών.

***

Εν τούτοις, παρά τους προβληματισμούς των αυτούς – και εν μέρει υπό το κράτος τους – οι Δυτικοί καταβάλλουν σύντονες προσπάθειες για να αποτρέψουν την αποξένωση από τον ευρωατλαντικό κόσμο ενός κράτους στο οποίο εξακολουθούν να αποδίδουν μείζονα στρατηγική, γεωπολιτική και γεωοικονομική σπουδαιότητα. [iii] Εξ ου και ο θετικός, έως και ενθουσιώδης, σχολιασμός των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος της 12ης Σεπτεμβρίου, τόσο από τις μεγάλες δυτικές πρωτεύουσες, όσο και από τους εκπροσώπους δυτικών διεθνών οργανισμών όπως η ΕΕ και το Συμβούλιο της Ευρώπης.[iv]

Η βούληση δε αυτή να προσδεθεί ασφαλώς η Τουρκία στη Δύση εξηγεί σε μεγάλο βαθμό και τη στήριξη που οι ΗΠΑ και ορισμένα κοινοτικά κράτη, με προεξάρχον το Ηνωμένο Βασίλειο, παρέχουν στην κοινοτική υποψηφιότητα της Άγκυρας.[v] Την οποία, όμως, από την πλευρά τους, οι Γάλλοι και οι Γερμανοί ιθύνοντες, όπως και αρκετές άλλες κοινοτικές κυβερνήσεις, χωρίς να αμφισβητούν τη σημασία του τουρκικού παράγοντα, αντιμετωπίζουν με άκρα επιφυλακτικότητα ή και διάθεση απορριπτική. [vi] Ανταποκρινόμενοι κατά τούτο στην εθνική τους, όπως και στην ευρύτερη ευρωκοινοτική, κοινή γνώμη – ανήσυχη για τον όγκο, το σχετικώς χαμηλό βιοτικό επίπεδο και, πρωτίστως ίσως, τη μουσουλμανική ταυτότητα του τουρκικού πληθυσμού, αλλά και διακατεχόμενη από μια γενικότερη «διευρυντική κόπωση».[vii] Ενώ ορισμένοι σημαίνοντες δυτικοί αναλυτές επικαλούνται ως πρόσθετο επιχείρημα κατά της τουρκικής ένταξης την, λόγω γεωγραφικής, μεταξύ άλλων, θέσης, εμπλοκή της Άγκυρας σε διενέξεις και συγκρούσεις ξένες ή και αντίθετες προς τα συμφέροντα της Κοινοτικής Ευρώπης – αντιστρέφοντας έτσι το υπέρ της εισδοχής της Τουρκίας γεωπολιτικό επιχείρημα.[viii]

***

Η τουρκική ηγεσία, από την πλευρά της, όχι μόνο διαψεύδει τα περί απομάκρυνσής της από τη Δύση – ισχυρίζεται ότι, αντιθέτως, οι πρωτοβουλίες της συμπλέουν με τις δυτικές στρατηγικές επιδιώξεις – αλλά και εξακολουθεί να προβάλλει την κοινοτική ένταξη ως κεντρικό της στόχο. Με τον κ. Ερντογάν και τους συνεργάτες του να την έχουν μάλιστα επικαλεσθεί ως βασικό επιχείρημα υπέρ της συνταγματικής αναθεώρησης. Το πιθανότερο, όμως, είναι ότι ο Τούρκος πρωθυπουργός έχει πλήρη επίγνωση των ενδεχομένως ανυπέρβλητων προσκομμάτων στον ευρωπαϊκό δρόμο της χώρας του, ότι το ενδιαφέρον του για την πλήρη ένταξη σε ένα πολιτιστικό χώρο ξένο προς το κοσμοείδωλό του είναι περιορισμένο, και ότι εκμεταλλεύεται την κοινοτική προοπτική κυρίως για να εξυπηρετήσει εσωτερικές σκοπιμότητές του.

Όπως, άλλωστε, φαίνεται να πράττουν πλέον και οι κεμαλικοί του αντίπαλοι . Οι οποίοι, μολονότι παραδοσιακά υπέρμαχοι του εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας, συνειδητοποιούν συν τω χρόνω ότι η συμμόρφωση με τις κοινοτικές υποδείξεις λειτουργεί εις βάρος της πολιτικής επιρροής τους – χωρίς, κατά τα λοιπά, να υφίσταται και ρεαλιστική προοπτική ικανοποίησης του τουρκικού ενταξιακού αιτήματος. Ενώ και η τουρκική κοινή γνώμη, αρχικά ένθερμος θιασώτης της κοινοτικής ένταξης, όλο και περισσότερο αποστασιοποιείται από μιαν Ευρώπη, της οποίας την παρελκυστική στάση εκλαμβάνει ως προσβλητική για την Τουρκία.[ix]

Υπό τις συνθήκες δε αυτές, πρέπει να αναμένεται ότι η αμφισημία περί τα ευρω-τουρκικά θα συνεχισθεί – με την Άκγυρα, πάντοτε μεν σημαντικό, αν και αμφιλεγόμενης πλέον αξιοπιστίας, δυτικό στρατηγικό εταίρο, αλλά εκτός του ευρωενωσιακού νυμφώνος.

***

Η χώρα μας δεν έχει λόγο, και ούτε θα ήταν φρόνιμο, να λάβει θέση έναντι των εσωτερικών διεργασιών στη γείτονα. Το αν οι Τούρκοι προτιμούν να στρατοκρατούνται ή να θεοκρατούνται είναι δική τους υπόθεση. Ενώ άκρως αβέβαιο παραμένει το κατά πόσον θα κατορθώσουν να οικοδομήσουν στο εγγύς μέλλον μια υποδειγματική δημοκρατία – κάτι που ομολογουμένως ούτε καν εμείς, υπό πολύ ευνοϊκότερες ωστόσο συνθήκες, έχουμε πλήρως επιτύχει.

Η εσωτερική τουρκική σκηνή μας ενδιαφέρει στο μέτρο που επιδρά στα εθνικά μας συμφέροντα. Υπό το πρίσμα δε αυτό, με δεδομένη πλέον και την αποδυνάμωση της κοινοτικής προοπτικής της Άγκυρας, ουσιαστικές διαφορές μεταξύ του κεμαλικού κατεστημένου και του κυβερνώντος κόμματος δεν διαφαίνονται. Τα Ελληνοτουρκικά είναι κυρίως στρατηγικής και, σε μικρότερο βαθμό, οικονομικής υφής – και άρα σε πολύ περιορισμένο βαθμό επηρεάζονται από την ιδεολογική απόχρωση του τουρκικού καθεστώτος.

Ειδικότερα, η ενίοτε προβαλλόμενη άποψη ότι το πολιτικό Ισλάμ θα αποδειχθεί ευκολότερος συνομιλητής για την Αθήνα είναι αυθαίρετη – δεν στηρίζεται με πειστική επιχειρηματολογία. Βέβαια, κάποιες διαφορές αντίληψης μεταξύ κεμαλιστών και ισλαμιστών για ζητήματα ελληνικού εθνικού ενδιαφέροντος – όχι άλλωστε κατ’ ανάγκην θετικές από τη σκοπιά μας – ενδέχεται να υφίστανται. Ενώ, επί παραδείγματι, το Κυπριακό απασχολεί τους στρατιωτικούς για στρατηγικούς κυρίως λόγους, οι Ισλαμιστές το προσεγγίζουν και υπό θρησκευτικό πρίσμα – εκλαμβάνοντας τους Τούρκους της Μεγαλονήσου ως τμήμα της ευρύτερης μουσουλμανικής κοινότητας. Επίσης: Στο πλαίσιο της μάχης που διεξάγει υπέρ των θρησκευτικών αξιών εντός του τουρκικού πολιτικού συστήματος, το κυβερνών κόμμα ενδεχομένως να ήταν διατεθειμένο να επιδείξει μεγαλύτερη κατανόηση για ορισμένα αιτήματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Στην παρούσα τουλάχιστον φάση. Διότι τίποτε δεν εγγυάται ότι θα εξακολουθούσε να τηρεί την ίδια – όλως σχετική άλλωστε – «φιλελεύθερη» γραμμή έναντι των μη μουσουλμανικών θρησκευτικών θεσμών, εάν εδραιωνόταν. Εν πάση όμως περιπτώσει, οι ενδεχόμενες αυτές διαφοροποιήσεις στην άλλη πλευρά του Αιγαίου ουδόλως μεταβάλλουν τους βασικούς όρους διεξαγωγής των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Κατά τα λοιπά, Ελλάδα και Τουρκία έχουν αμοιβαίο συμφέρον να θέσουν τέρμα σε μια αντιπαράθεση που τις έφερε επανειλημμένως στα πρόθυρα μιας ολέθριας και για τους δύο λαούς στρατιωτικής σύγκρουσης. Τόσο δε οι παράμετροι, όσο και οι δυνατές λύσεις, των προβλημάτων που τις χωρίζουν είναι από μακρού γνωστές.

 


[i] Το κείμενο αυτό αποτελεί προδημοσίευση από το προσεχές τεύχος των «Εθνικών Επάλξεων», περιοδικής έκδοσης του Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Αμύνης.

[ii] Βλ. αντιστοίχως: Turkey’s too important to dismiss its referendum as a rowdy squabble, Simon Tisdall, guardian.co.uk, 9-9-2010. Και Referendum in Turkey raises fears of too much Islam in government, “Christian Science Monitor”, 10-9-2010.

[iii] Δύο σημαντικά κείμενα εν προκειμένω είναι η ομιλία του Βρετανού πρωθυπουργού στην Άγκυρα την 27η Ιουλίου 2010, ανηρτημένη στον ιστότοπό του http://www.number10.gov.uk/, και το κοινό άρθρο των υπουργών εξωτερικών της Βρετανίας και της Φινλανδίας στην “Financial Times” της 8ης Σεπτεμβρίου 2010, υπό τον τίτλο Turkey can be a boon in Burssels. Ο κ. Κάμερον αποκαλεί την Τουρκία «ζωτικής σημασίας για την οικονομία μας, την ασφάλειά μας και την πολιτική και διπλωματία μας», εξαίρει τον δυναμισμό της οικονομίας της, και προβάλλει τη δυνατότητά της να λειτουργήσει «ως μεγάλος ενοποιός μεταξύ Ανατολής και Δύσης», αλλά και ως «φύλακας του στρατοπέδου» του δυτικού κόσμου. Ενώ οι κ.κ. Hague και Stubb επιμένουν ειδικότερα στον δυναμισμό της τουρκικής οικονομίας («ο ΟΟΣΑ προβλέπει ότι, έως το 2050 η Τουρκία θα είναι η δεύτερη σε μέγεθος οικονομία στην Ευρώπη») και στη χρησιμότητα για την ΕΕ της «ήπιας ισχύος» της Άγκυρας σε σχέση με μείζονα προβλήματα στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.

[iv] Βλ. Western powers back Turkish referendum results, “Hurriyet Daily News”, 13-9-2010.

[v] Οι Βρετανοί προσδοκούν επί πλέον ότι η ένταξη της Τουρκίας, αφ’ ενός, θα αποτρέψει οριστικά την ομοσπονδοποίηση της ΕΕ, και, αφ΄ ετέρου, θα διευκολύνει τη νομική και πολιτική κατοχύρωση του καθεστώτος και της λειτουργίας των βάσεών τους στο κυπριακό έδαφος.

[vi] Επ’ ευκαιρία επίσκεψης του Γάλλου προέδρου στο Βερολίνο τον Μάιο 2009, η καγκελάριος κυρία Μέρκελ προέβη στην ακόλουθη δήλωση, την οποία δεν έχει έκτοτε ανακαλέσει ή αναθεωρήσει: «Οφείλουμε να πούμε στον λαό κατά την [επικείμενη τότε ] ευρωπαϊκή προεκλογική εκστρατεία…ότι η κοινή θέση μας είναι: μια προνομιακή σχέση.» Και από την πλευρά του ο κ. Σαρκοζί,, σε συνέντευξή του προς τη γερμανική εφημερίδα Bild am Sonntag, απεφάνθη ότι η Ευρώπη πρέπει «να σταματήσει να δίνει υποσχέσεις στην Τουρκία και να μελετήσει τη δημιουργία ενός κοινού οικονομικού και ανθρώπινου χώρου». Βλ. French leaders emphasize opposition to Turkey joining EU, “Hurriyet Daily News”, 11-5-2009. Δεν στερείται δε σημασίας το ότι, δυόμισι χρόνια νωρίτερα, ο κ. Σαρκοζί είχε απερίφραστα δηλώσει ότι η θέση της Τουρκίας δεν είναι στην Ευρώπη, αλλά στη Μικρά Ασία. Βλ. σχετικώς, μεταξύ άλλων, άρθρο του γνωστού Τουρκολόγου Soner Cagaptay υπό τον τίτλο Sakorzys Policy on Turkeys E.U. Accession: Bad for France? στο τεύχος του Δεκεμβρίου 2007 του περιοδικού “Focus Quarterly”. Ενώ, η γερμανική επιφυλακτικότητα επιβεβαιώθηκε με την ευκαιρία της επίσκεψης στην Τουρκία τον περασμένο Ιούλιο του υπουργού εξωτερικών κ Βέστερβελε. Βλ. Westerwelle gegen raschen Beitritt der Tuerkei, “Frankfurter Allgemeine”, FAZ.NET, 27-2-2010 και Westerwelle in Istanbul, στο φύλλο της 29ης Ιουλίου 2010 της ίδιας εφημερίδας.

[vii] Από σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης των κρατών-μελών της ΕΕ διενεργηθείσα το 2006 προέκυψε ότι μόνο οι Σουηδοί ευνοούν κατά πλειοψηφίαν την εισδοχή της Τουρκίας. Χαρακτηριστικά, στο κατ’ εξοχήν υποστηρικτικό της τουρκικής ένταξης Ηνωμένο Βασίλειο, το 52% εκ των ερωτηθέντων ετάχθη κατά, και μόνο το 30% υπέρ αυτής. Βλ. Bagehot’s Notebook, David Cameron’s disingenuous defence of Turkey, “The Economist”, 27-2-2010. Ενώ, σύμφωνα με την έγκυρη έρευνα Transatlantic Trends 2009 του “German Marshall Fund of the United States”, , οι Ευρωπαίοι πολίτες, με την οριακή εξαίρεση των Ρουμάνων, «πιστεύουν ότι η Τουρκία έχει τόσο διαφορετικές αξίες, ώστε δεν αποτελεί πραγματικά μέρος της Δύσης.» Με την άποψη αυτή να συντάσσεται, ειδικότερα, το 77% των Γερμανών και το 68% των Γάλλων

[viii] Βλ. στην “Financial Times” της 25ης Αυγούστου 2010, υπό τον τίτλο Turkey is a bridge too far Europe μια άκρως ενδιαφέρουσα ανάλυση του Josef Joffe, στην οποία ο γνωστός Γερμανός διεθνολόγος και εκδότης-διευθυντής του περιοδικού Die Zeit, ανασκευάζοντας το επιχείρημα ότι, εντασσόμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Τουρκία θα λειτουργήσει ως «γέφυρα» προς την περιοχή της, επισημαίνει ότι αντιθέτως «η ΕΕ θα εγκολπωθεί μια χώρα …όμορη με τη Μέση Ανατολή, το πιο επικίνδυνο μέρος του κόσμου». Πιθανολογώντας δε ότι η Άγκυρα, ωθούμενη από τα συμφέροντα και τις βλέψεις της, θα εμπλακεί σε επικίνδυνους από ευρωπαϊκής σκοπιάς περιφερειακούς ανταγωνισμούς, προσθέτει τα ακόλουθα, τα οποία παρουσιάζουν και ευρύτερο ενδιαφέρον: «Η ΕΕ…δεν είναι μια πραγματική αυτοκρατορία, ικανή να επιβάλει την τάξη εντός και εκτός των συνόρων της. Προϋποθέτει τη σταθερότητα. Είναι μια «αυτοκρατορία διά του παραδείγματος…στερούμενη μεγάλων φιλοδοξιών ή μεγάλης στρατηγικής

[ix] Σύμφωνα με την προαναφερθείσα έρευνα του “German Marshall Fund”, το 2009 «[μ]όνο 32% των Τούρκων είχε θετική γνώμη για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μόλις το 26% έκρινε επιθυμητό οι Βρυξέλλες να ασκήσουν ισχυρή ηγεσία στα παγκόσμια πράγματα. Και ένας στους δύο (43%), θεωρούσε ότι οι Τούρκοι πρέπει να ενεργούν μονομερώς μάλλον, παρά από κοινού με την Ευρωπαϊκή Ένωση». «Μόνο δε το 34% των Τούρκων αισθανόταν ότι έχει κοινές αξίες με τη Δύση.» Ενώ από την ίδια έρευνα προκύπτει, ότι μόνο το 48% του τουρκικού πληθυσμού, έναντι του 73% το 2004, ευνοεί πλέον την κοινοτική ένταξη της Τουρκίας – την πραγματοποίηση της οποίας, άλλωστε, το 65% θεωρεί απίθανη. Συμπεραίνουν δε οι συντάκτες της σχετικής έκθεσης ότι «[η] Τουρκία είναι …αποξενωμένη από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ως προς πλείονα ζητήματα…ο τουρκικός λαός δεν συμβαδίζει με τους Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς»..