Περισσότερη Ευρώπη είναι καλύτερο και για την Ευρώπη και για τις Ηνωμένες Πολιτείες.

του Βασίλη Κασκαρέλη, Πρέσβη της Ελλάδας στις Ηνωμένες Πολιτείες

«Για τις μελλοντικές σου αποφάσεις να έχεις ως παράδειγμα τα περασμένα: διότι μπορείς γρηγορότερα να διακρίνεις το άγνωστο με βάση το γνωστό»,[1] συμβούλεψε ο Ισοκράτης τον Δημόνικο, το νεαρό γιο του φίλου του Ιππόνικου, πριν από δυο χιλιάδες τετρακόσια χρόνια περίπου. Είναι, βέβαια, σαφές πως δεν είχε κατά νου τη σχέση μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά, όπως ισχύει για τα περισσότερα έργα του Ισοκράτη, τα αποφθέγματά του υπερβαίνουν τις περιστάσεις και το χρόνο και προσφέρονται για την άντληση ωφέλιμων μαθημάτων.

Πριν από λίγους μήνες εορτάστηκε η εικοστή επέτειος της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου. Δεν επρόκειτο μόνο για εξέλιξη που προκάλεσε δέος στη Γερμανία, την Ευρώπη και τη Δύση και θρίαμβο όλων των αξιών που υποστηρίζαμε από τον τερματισμό του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και μετά. Διότι, είναι αδιαμφισβήτητο ότι η πτώση του Τείχους, ενώ σηματοδότησε το τέλος της σοβιετικής απειλής, μεταμόρφωσε επίσης τη φύση και το εστιακό σημείο της διατλαντικής σχέσης.

Ως Γενικός Πρόξενος της Ελλάδας στο Βερολίνο τότε, είχα το προνόμιο να παραστώ ο

ίδιος μάρτυς του συγκλονιστικού αυτού ιστορικού γεγονότος. Η μετέπειτα υπηρεσία μου στην ελληνική αντιπροσωπεία στα Ηνωμένα Έθνη, ως Μόνιμος Αντιπρόσωπος της χώρας μου στο ΝΑΤΟ και κατόπιν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τώρα ως πρέσβης στην Ουάσιγκτον, μου επέτρεψε να παρακολουθήσω στενά την εξέλιξη των διατλαντικών σχέσεων.

Ενίοτε, συναντώ Αμερικανούς συναδέλφους μου που αισθάνονται απογοητευμένοι από την αναποτελεσματικότητα της ΕΕ, όπως οι ίδιοι συχνά την εκλαμβάνουν – πράγμα, που για να είμαι ειλικρινής, δεν αποτελεί πάντα ανακριβή διαπίστωση. Έχω γίνει αποδέκτης επιχειρημάτων τους ότι οι Ευρωπαίοι σπαταλούν υπερβολικό χρόνο σε θεσμικές και τεχνοκρατικές λεπτομέρειες παρά στην κατάστρωση ευρύτερου στρατηγικού οράματος και στην επιδίωξε εξεύρεσης τρόπων για τον επιμερισμό των κοινών ευθυνών και βαρών. Καμιά φορά έχω επίσης  την αίσθηση ότι το ενδιαφέρον της Ουάσιγκτον για τα ευρωπαϊκά πράγματα ενίοτε φθίνει η δε Ένωση απεικονίζεται ως συνάθροιση αδύναμων και αναποτελεσματικών κρατών που δεν είναι ούτε ευέλικτα ούτε συλλογικά βοηθητικά.

Από την άλλη μεριά, οι Ευρωπαίοι συχνά έχουν εκφράσει την απογοήτευσή τους, ιδιαίτερα μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, σχετικά με το γεγονός ότι η εξωτερική πολιτική της Αμερικής σε ορισμένες περιπτώσεις φάνηκε να αποκλίνει και να απομακρύνεται από τον βασικό πυρήνα των αξιών και των αρχών μας. Ας επισημάνω επίσης και την άποψη για την αμερικανική τακτική του «διαίρει και βασίλευε» καθώς και την ad hoc σταχυολόγηση συμμάχων. Εν συντομία, διαμορφώθηκε η αντίληψη ότι η διατλαντική κοινότητα είναι, από γεωπολιτική άποψη, διχασμένη, όπως ανάγλυφα παρουσιάζει το ζήτημα ο Robert Kagan σε γνωστό του βιβλίο, υποστηρίζοντας ότι «οι Αμερικανοί κατάγονται από τον Άρη και οι Ευρωπαίοι από την Αφροδίτη».[2]

Οι ανωτέρω ισχυρισμοί εμπεριέχουν και υπερβολή αλλά και δόση αλήθειας. Ωστόσο, ενώ υπάρχουν Αμερικανοί συνάδελφοι και διανοητές που υποστηρίζουν ότι η Ευρώπη ανήκει στο παρελθόν και προτρέπουν την Αμερική να επικεντρωθεί στην ανάπτυξη των σχέσεών της με την Κίνα και την Ινδία, δεν έχω ακόμη ακούσει κάποιον που να αρνείται ή να απαξιώνει τη θεμελιώδη σημασία της διατλαντικής σχέσης. Η συντριπτική πλειοψηφία στα κέντρα αποφάσεων αναγνωρίζει ότι η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι φυσικοί σύμμαχοι, καθώς και οι πιο σημαντικοί πολιτικοί και εμπορικοί εταίροι, με ενοποιητική βάση τις κοινές αξίες και τις αντιλήψεις περί των σημερινών απειλών. Όσο δε για την Ευρώπη ρητώς υποστηρίζει στη Στρατηγική της για την Ασφάλεια[3] ότι η διατλαντική σχέση είναι αναντικατάστατη. Πράγματι, ελάχιστοι είναι οι τομείς εκείνοι όπου συμφέροντα και αντικειμενικοί στόχοι Αμερικής και Ευρώπης δεν συμπίπτουν και όπου δεν θα είχε κανείς τίποτα να κερδίσει από έναν μεγαλύτερο βαθμό συνεργασίας.

Υπηρετούσα ακόμη στις Βρυξέλλες όταν η δεύτερη κυβέρνηση του προέδρου Τζωρτζ Μπους επέδειξε προθυμία να προσεγγίσει την Ευρώπη. Οι επίσημες συναντήσεις συμπληρώνονταν από πολλές ανεπίσημες επισκέψεις και επαφές, διασφαλίζοντας καθημερινές σχεδόν και ουσιαστικές ανταλλαγές απόψεων και αποκαθιστώντας τη συνεργασία, με προσανατολισμό την παραγωγή συγκεκριμένων αποτελεσμάτων. Θα μπορούσε, βέβαια, κανείς να ισχυριστεί ότι αυτή η νέα προσέγγιση οφειλόταν απλώς στη στρατιωτική και διπλωματική υπερεπέκταση της Αμερικής, που είχε πλέον προφανή ανάγκη από συμμάχους για κάποια ανακούφιση. Όμως, ακόμη κι αν δεχτεί κανείς μια τέτοια ερμηνεία, η ίδια εμμέσως συνεπάγεται ότι η Ε.Ε. μπορεί και παρέχει κάποιο βαθμό ανακούφισης και βοήθειας μέσα σε ένα επικίνδυνο, πολύπλοκο και περίπλοκο διεθνές περιβάλλον ασφάλειας, το οποίο δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά με μονομερή και μονοδιάστατη προσέγγιση.

Ενδυνάμωση της Συνεργασίας

eu-usa2Σε όλες τις επαφές και συνομιλίες μου εδώ στην Ουάσιγκτον διαπίστωσα την επιθυμία για ενδυνάμωση της συνεργασίας μεταξύ Η.Π.Α και Ε.Ε. Τόσο οι κυβερνήσεις όσο και το αμερικανικό κοινό αισθάνονται όλο και περισσότερο άνετα με την ιδέα μιας πιο στιβαρής και αποτελεσματικής Ευρώπης στην παγκόσμια σκηνή. Στο Κογκρέσο υπάρχει κοινοβουλευτική ομάδα (caucus) Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, η οποία συχνά διοργανώνει ακροάσεις σχετικά με τη συνεργασία Ε.Ε. και Αμερικής στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Ο τομέας της επιχειρηματικής και εμπορικής συνεργασίας παραμένει ο πιο σημαντικός στον κόσμο, σημείωσε δε δυναμική αύξηση στην περασμένη δεκαετία δημιουργώντας 6 εκ. θέσεις εργασίας εκατέρωθεν του Ατλαντικού. Ας σημειώσω επίσης ότι η διατλαντική οικονομική εταιρική σχέση των $4.28 τρις , η πιο ευρεία και διαρκής οικονομική σχέση στον κόσμο, αντιστοιχεί στο ήμισυ σχεδόν της παγκόσμιας οικονομίας.

Βέβαια, υπάρχουν διακεκριμένες και αξιόλογες φωνές που υποστηρίζουν ότι οι διατλαντικές σχέσεις πρέπει να προχωρήσουν ακόμη περισσότερο. Αναφέρω απλώς, ως παραδείγματα, τον Charlie Ries, πρώην πρέσβη της Αμερικής στην Αθήνα, ο οποίος έχει υποστηρίξει ότι θα βοηθούσε τα μέγιστα τη σχέση Αμερικής – Ε.Ε. αν αυτή υποστηριζόταν από ένα «μεγάλο τολμηρό στόχο», όπως διαπραγμάτευση μιας συμφωνίας δασμών και ελευθέρου εμπορίου μεταξύ των δυο πλευρών, καθώς επίσης και τον William Antholis,[4] του Brookings, που εύγλωττα έχει υποστηρίξει και ταχτεί υπέρ της χάραξης μιας νέας πορείας στη διατλαντική συνεργασία και στη συνένωση των δυνάμεων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.

Στη σύνοδο κορυφής Ε.Ε.-Η.Π.Α. στις 3 Νοεμβρίου 2009, αποφασίστηκε η σύσταση «Ενεργειακού Συμβουλίου Ε.Ε.-Η.Π.Α. υπουργικού επιπέδου για να βελτιώσει την ενεργειακή ασφάλεια και να συμβάλλει στην επίτευξη των φιλόδοξων στόχων μας σχετικά με την κλιματική αλλαγή». Η ασφάλεια του κυβερνοχώρου, θέματα αντιμικροβιακής αντίστασης, δικαιοσύνη και εσωτερικές υποθέσεις καθώς και το θέμα της μη διασποράς πυρηνικών όπλων και όπλων μαζικής καταστροφής ήταν οι άλλοι σημαντικοί τομείς που συμπλήρωσαν την πάντα πυκνή και φορτωμένη ημερήσια διάταξη θεμάτων εξωτερικής πολιτικής των συνόδων αυτών.[5]

Πράγματι, στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, Αμερικανοί και Ευρωπαίοι διπλωμάτες συνενώνουν επί παραδείγματι ενεργά τις δυνάμεις τους στην προσπάθεια αντιμετώπισης του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν και στο θέμα της εξασφάλισης ενός καλύτερου μέλλοντος για τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη. Η Ε.Ε συμμετέχει επίσης και υποστηρίζει προσπάθειες για την αναζωογόνηση της ειρηνευτικής διαδικασίας στη Μέση Ανατολή, αποσκοπώντας στη δημιουργία βιώσιμου και δημοκρατικού κράτους των Παλαιστινίων  σε αρμονική συνύπαρξη με το Ισραήλ, σε κλίμα ειρήνης και ασφάλειας. Η πρόσφατη έναρξη απ’ ευθείας διαπραγματεύσεων στις αρχές Σεπτεμβρίου στην Ουάσιγκτον μετά από εργώδεις προσπάθειες δεν μπορεί παρά να χαιρετιστεί ως μια πολύ θετική εξέλιξη, παρά τις κατανοητές αβεβαιότητες που φαίνεται να την περιστοιχίζουν. Το σχέδιο εργασίας Ε.Ε.-Η.Π.Α. για τη διαχείριση κρίσεων και την πρόληψη συγκρούσεων, το οποίο ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο του 2008, εφαρμόζεται με συγκεκριμένα βήματα σε πολλούς τομείς-κλειδιά, συμπεριλαμβανομένης και της έγκαιρης προειδοποίησης. Στην πραγματικότητα, για πρώτη φορά, οι Ηνωμένες Πολιτείες συμβάλλουν σημαντικά σε επιχείρηση διαχείρισης κρίσεων της Ε.Ε. (στην EULEX στο Κοσσυφοπέδιο).

Στο Αφγανιστάν, μολονότι στην Ουάσιγκτον ανησυχούν ή μεμψιμοιρούν σχετικά με την ποσότητα και ποιότητα της ευρωπαϊκής συμβολής, γεγονός είναι ότι ευρωπαϊκές χώρες συμμετέχουν, ατομικά και συλλογικά, στην προσπάθεια σταθεροποίησης της χώρας. Υπάρχει επίσης στενή συνεργασία για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και τη διασπορά όπλων μαζικής καταστροφής. Στον οικονομικό τομέα, Ευρώπη και Αμερική εργάζονται εταιρικά για την προώθηση των στόχων της Ανάπτυξης του Γύρου της Ντόχα (Doha Development Round) ενώ με το Διατλαντικό Οικονομικό Συμβούλιο  (Transatlantic Economic Council) διασφαλίζουν την πιο αποτελεσματική λειτουργία της διατλαντικής αγοράς.

Η Συνθήκη της Λισαβόνας

LisbonTreatyLogoΕπί πλέον, ευοίωνες είναι οι προοπτικές για περαιτέρω πρόοδο: η Συνθήκη της Λισαβόνας έχει πλέον επικυρωθεί κι έχει τεθεί σε εφαρμογή, καθιστώντας ικανή την Ευρώπη να διαδραματίζει έναν πιο επιβεβαιωτικό και αποτελεσματικό ρόλο στη διεθνή αρένα. Οι χώρες του ΝΑΤΟ επεξεργάζονται ένα νέο στρατηγικό δόγμα, το οποίο αναμένεται να εγκριθεί στην προσεχή σύνοδο κορυφής[6] της Οργανισμού, επιβεβαιώνοντας την ενότητα δράσης βασισμένης στις αρχές, αξίες και στόχους της συμμαχίας. Ορισμένα προβληματικά σημεία σχετικά με το ρόλο και τις φιλοδοξίες της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας (ESDP) έχουν πλέον διευκρινιστεί ενώ η Γαλλία επέστρεψε στη στρατιωτική δομή του ΝΑΤΟ.

Αναφορικά με τη Συνθήκη της Λισαβόνας θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ενδυναμώνει την ικανότητα της Ευρώπης να έχει μια και σαφέστερη φωνή, πράγμα που αναμένεται να έχει άμεσες και μακρόπνοες συνέπειες στη συνεργασία Ε.Ε.-Η.Π.Α. Με τον τερματισμό της εναλλασσόμενης προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, είναι βέβαιο ότι οι προσπάθειες της Ευρώπης να αξιοποιήσει πλήρως τις δυνατότητές της δεν θα διακρίνονται από τα σκαμπανεβάσματα που αναπόφευκτα δημιουργεί η εναλλαγή της προεδρίας κάθε έξι μήνες. Συνάμα, το γεγονός αυτό προσφέρει μόνιμους συνομιλητές στις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον. Ο νέος Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου διασφαλίζει τη συνέχεια και τη στενή παρακολούθηση της εφαρμογής των αποφάσεων που λαμβάνονται στις συνόδους κορυφής Ε.Ε.-Η.Π.Α., ούτως ώστε οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων να επανέρχονται τακτικά σε αυτές. Το ίδιο θα μπορούσε κανείς να πει ότι ισχύει και στην περίπτωση του Ύπατου Αντιπροσώπου, ο οποίος, ως αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα είναι σε θέση να υιοθετεί μια πιο σφαιρική προσέγγιση απέναντι στην εξωτερική πολιτική της Ένωσης, συνδυάζοντας την πολιτική του επιρροή με τους αναγκαίους οικονομικούς και αναπτυξιακούς πόρους. Μολονότι η απογοήτευση των Αμερικανών σχετικά με την αδυναμία της Ευρώπης να αυξήσει τις στρατιωτικές της ικανότητες είναι κατανοητή και κατά πάσα πιθανότητα θα συνεχιστεί λόγω της οικονομικής κρίσης και της συνακόλουθης πίεσης επί των κρατικών προϋπολογισμών, εάν επιδιώξουμε να συνενώσουμε τους διαθέσιμους πόρους και να μειώσουμε περιττές αλληλοεπικαλύψεις σε πολλούς τομείς τότε μπορούμε να αντισταθμίσουμε την έλλειψη των αναγκαίων οικονομικών πόρων. Απ’ αυτήν την άποψη τόσο ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Άμυνας (European Defense Agency) όσο και οι διατάξεις της Συνθήκης της Λισαβόνας για τη Μόνιμη Δομημένη Συνεργασία (Permanent Structured Cooperation) θα μπορούσαν να προσφέρουν πολλά.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η παρουσία μιας Ευρώπης που διακρίνεται από μεγαλύτερη συνοχή και δυνατότητες θα πρέπει να είναι ευπρόσδεκτη από τις Η.Π.Α. Ένα από τα σημαντικά μαθήματα που η Ε.Ε. διδάχτηκε από τις πρόσφατες εμπειρίες της στον τομέα της διαχείρισης κρίσεων είναι η ανάγκη επεξεργασίας μιας ευρύτερης αντίληψης επιμερισμού ευθυνών και βαρών, η οποία να εμπεριέχει ένα διευρυμένο οπλοστάσιο μέσων διακυβέρνησης καθώς και εργαλείων και μέσων για την αντιμετώπιση της κατάστασης μετά τον τερματισμό των συγκρούσεων. Οι σημερινές παγκόσμιες απειλές, από τη διεθνή τρομοκρατία μέχρι την κατάρρευση κρατών, μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο με ένα κατάλληλο συνδυασμό πολιτικών και στρατιωτικών δεξιοτήτων και ικανοτήτων. Ορθώς σήμερα δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στην αντιμετώπιση των αιτιών που δημιουργούν κρίσεις και προκλήσεις. Η έγκαιρη προειδοποίηση και η πρόληψη των συγκρούσεων οδηγούν σε ορθολογικότερες δαπάνες για την άμεση αντιμετώπιση των προκλήσεων ασφάλειας πριν αυτές φτάσουν σε κρίσιμο σημείο.

Επομένως, η Ε.Ε. εξελίσσεται σταδιακά σε φορέα διαχείρισης κρίσεων μοναδικής σημασίας και απ’ αυτήν την άποψη αποτελεί ιδανικό στρατηγικό εταίρο των Η.Π.Α. Εκτός από τα $36 δις εξωτερικής βοήθειας που δίνει ετησίως, η εμπλοκή της Ε.Ε. σε καταστάσεις διαχείρισης κρίσης αυξάνεται συνεχώς, αν ληφθεί υπόψη ο αριθμός αποστολών  και επιχειρησιακών δράσεων στο πλαίσιο της ΕΠΑΑ και την παγκόσμια στην κυριολεξία διάσταση ασφάλειας της συμβολής της, όπως, επί παραδείγματι, στην Ινδονησία (Άτσεχ), τη Μέση Ανατολή και την Αφρική.

Πέντε Άξονες Συνεργασίας

Κατά την άποψή μου, εάν θέλαμε να εξετάσουμε την περαιτέρω ανάπτυξη της διατλαντικής σχέσης, νομίζω ότι θα πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή στις κάτωθι πτυχές:

  1. τα εμφανή όρια στις διμερείς σχέσεις της Αμερικής με μεμονωμένα κράτη-μέρη της Ε.Ε.
  2. την αναζήτηση κατάλληλου πλαισίου για τον διατλαντικό διάλογο
  3. την ανάγκη κοινής στρατηγικής αντίληψης ως καθοδηγητικού άξονα όλων των κοινών δράσεων.
  4. την ομαλή και υγιή σχέση μεταξύ Ε.Ε. και ΝΑΤΟ, και
  5. την πραγματική ανάγκη της Ευρώπης να λειτουργεί συνεκτικά και στο εσωτερικό της και στις δοσοληψίες της με τις Η.Π.Α.

eu-usa3Κατ’ αρχήν, νομίζω ότι αποτελεί  αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι τα κράτη-μέλη της Ε.Ε., αν στηριχθούν αποκλειστικά και μόνο στις δικές τους εθνικές δυνατότητες, δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τις σημερινές πολύπλοκες προκλήσεις και τις παγκόσμιες συνέπειές τους ούτε μπορεί να ζητήσει κανείς απ’ αυτές να προσφέρουν πέραν από τις δυνατότητές τους. Επί παραδείγματι, οι ελληνικές αρχές βρίσκονται σήμερα υπό τρομακτική πίεση καθώς πασχίζουν να αντιμετωπίσουν το τεράστιο κύμα παράνομων μεταναστών καθώς και τα συνακόλουθα τεράστια οικονομικά, κοινωνικά και ανθρωπιστικά προβλήματα και τα προβλήματα ασφάλειας που δημιουργούνται, η αντιμετώπιση των οποίων υπερβαίνει τις δυνατότητες της χώρας. Ιδιαίτερα, οι ελληνικές δυνάμεις ασφαλείας έχουν ξεπεράσει τα όριά τους αν μη τι άλλο διότι στη υποθετική περίπτωση που  ένας και μοναδικός μετανάστης μεταξύ των 150.000 περίπου που εισέρχονται παράνομα στη χώρα κάθε χρόνο αποδειχθεί ότι είναι τρομοκράτης, το γεγονός αυτό θα αποτελούσε κακό οιωνό όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για τις Ευρωπαίους εταίρους της και πιθανόν και για τις Η.Π.Α. Παράλληλα, η Ελλάδα επιθυμεί να διαθέσει περισσότερους πόρους για την αντιμετώπιση της παράνομης διακίνησης προσώπων εντός των συνόρων της και να συνεχίσει φυσικά τη συνεργασία της στο θέμα του παγκόσμιου αγώνα κατά της τρομοκρατίας. Θα επιθυμούσε επίσης να αυξήσει τη συμβολή της στις διεθνείς αποστολές στο Κοσσυφοπέδιο και το Αφγανιστάν. Ωστόσο, θα πρέπει κανείς να λάβει υπόψη του ότι οι δυνατότητες της Ελλάδας, όπως φυσικά και όποιας άλλης χώρας, δεν είναι απεριόριστες, ιδιαίτερα μάλιστα υπό το φως της σημερινής δημοσιονομικής κατάστασης.

Ενώ η Ελλάδα ουδέποτε θα απεκδυθεί των υποχρεώσεών της, είναι βέβαιο ότι οι συντονισμένες ενέργειες με τους άλλους είκοσι έξι εταίρους μας στην Ε.Ε. σε όλα τα μέτωπα, συμπεριλαμβανομένης και της προστασίας των συνόρων των κρατών-μελών, (η παρουσία και δράση στην Ελλάδα της FRONTEX αποτελεί θετική εξέλιξη και επιβεβαιώνει τη σημασία των ανωτέρω παρατηρήσεων) μπορούν να προσφέρουν και πράγματι προσφέρουν προστιθέμενη αξία στις εθνικές μας προσπάθειες. Η κοινοτική αρμοδιότητα και δράση στον τομέα της δικαιοσύνης και των εσωτερικών Υποθέσεων διευρύνεται σταθερά. Οι Η.Π.Α. ενθαρρύνουν την τάση αυτή, αλλά και σε αυτόν τον τομέα χρειάζεται να γίνουν ακόμη περισσότερα. Στο θέμα της αντιτρομοκρατίας π.χ., υπάρχουν πολλοί τομείς, όπως η ανταλλαγή πληροφοριών όπου η συνεργασία μπορεί να είναι πιο αποτελεσματική. Πάντα απορούσα για το γεγονός ότι υπάρχει καλύτερη συνεργασία στον τομέα αυτό μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε. και των Η.Π.Α. σε ατομικό επίπεδο παρά μεταξύ των είκοσι επτά κρατών-μελών της Ένωσης συλλογικά. Περισσότερη Ευρώπη είναι καλύτερο και για την Ευρώπη και για τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Δεύτερον, έχω την αίσθηση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίζουν να προβληματίζονται σχετικά με τον καλύτερο τρόπο διάρθρωσης της σχέσης τους με την Ευρώπη, μολονότι η άμεση στρατηγική τους σχέση με την Ε.Ε. έχει αρκούντως δείξει την αξία της. Σ’ αυτό το σημείο, αισθάνομαι την ανάγκη να στραφώ και πάλι προς τον Ισοκράτη, που υποστήριζε ότι «η φύση είναι καλύτερη από τη σύμβαση».[7]

Εξάλλου, ο δομικός μηχανισμός της σχέσης Ε.Ε.-Η.Π.Α. είναι εξαιρετικά πυκνός και στέρεος, όπως βέβαια πρέπει να είναι, περιλαμβάνοντας τη Νέα Διατλαντκή Ατζέντα (New Transatlantic Agenda), τη Διατλαντκή Οικονομική Εταιρική Σχέση (Transatlantic Economic Partnership), ετήσιες συνόδους κορυφής ή εξαμηνιαίες συναντήσεις σε υπουργικό επίπεδο καθώς και συναντήσεις υψηλού επιπέδου του Διατλαντικού Οικονομικού Συμβουλίου. Περαιτέρω, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αναπτύξει στενές διμερείς σχέσεις με άλλους σημαντικούς διεθνείς φορείς δράσης και χώρες, με στόχους και κοινές πρωτοβουλίες, μολονότι, θα πρέπει να επισημάνω, ότι οι σχέσεις αυτές ούτε κατά διάνοια έχουν το θεσμοποιημένο  χαρακτήρα των σχέσεων με την Ε.Ε.

Πιστεύω ότι αντικειμενικός στόχος πρέπει να είναι η διασφάλιση της αναγκαίας πολιτικής συνεργασίας μεταξύ Ε.Ε. και Η.Π.Α. αποφεύγοντας όμως διαδικασίες που είναι υπερβολικά γραφειοκρατικές, βραδυκίνητες και κατά συνέπεια δεν είναι προσανατολισμένες στην επίτευξη αποτελεσμάτων. Πάντως, από πολλές απόψεις, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι βρισκόμαστε σε σωστό δρόμο. Στα πρόσφατα χρόνια, η συχνότητα πιο άτυπων, χαμηλού επιπέδου και ad hoc επιχειρησιακών επαφών συντέλεσε στη δημιουργία βαθύτερης αμοιβαίας κατανόησης των προτεραιοτήτων και των πολιτικών της κάθε πλευράς και βελτίωσε τον συντονισμό του σχεδιασμού πολιτικής και βοήθειας. Ο τακτικός και άμεσος διάλογος σε υψηλό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων αναβαθμίστηκε σε στρατηγικά θέματα-κλειδιά, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα την χρήσιμη ανταλλαγή πληροφοριών, την συντονισμένη δράση και την από κοινού έγκαιρη εξέταση και στάθμιση των προκλήσεων στον τομέα της ασφάλειας. Ο διάλογος αυτός, ασφαλώς, δεν αποτελεί μέσον αυτόματης ευθυγράμμισης των απόψεων της μιας πλευράς στις απόψεις της άλλης. Ωστόσο, παρήγαγε, κατά τρόπο συστηματικό και συνεπές, ρεαλιστικές και λειτουργικές λύσεις. (Απτά παραδείγματα το Κοσσυφοπέδιο, η Βοσνία, η καταπολέμηση της πειρατείας έξω από τις ακτές της Σομαλίας κ.τ.λ.).

Τρίτον, έχω παρακολουθήσει, εκατέρωθεν του Ατλαντικού, ατέλειωτες συζητήσεις και διαμάχες σχετικά με τη θεμελιώδη ανάγκη προώθησης της συνεργασίας στο εννοιολογικό επίπεδο για την κατάστρωση κάποιας μεγάλης στρατηγικής (grand strategy), η οποία και θα παρείχε το θεμέλιο λίθο και καθοδηγητικό οδηγό για τις κοινές μας δράσεις. Θα ήμουν ο τελευταίος που θα υποστήριζα ότι ένας τέτοιος διάλογος στο στρατηγικό επίπεδο μεταξύ Ε.Ε. και Η.Π.Α δεν θα έπρεπε να διεξάγεται τόσο συχνά όσο κρίνεται αναγκαίο και εφικτό. Ωστόσο, με βάση τη δική μου διπλωματική εμπειρία, θα υποστήριζα ότι, αντί της σπατάλης πολύτιμου χρόνου και ενέργειας σε προσπάθειες επίτευξης κοινής θεωρητικής κατανόησης και άποψης, η οποία έτσι κι αλλιώς ξεπερνιέται de facto από τις εξελίξεις, τα ίδια τα γεγονότα, χρειάζεται να είμαστε ρεαλιστές και να προσπαθούμε να βελτιώνουμε τη συνεργασία μας, στους τομείς που είναι εφικτό, με συγκεκριμένες, εστιασμένες δράσεις, έχοντας ως προσανατολισμό την επίτευξη συγκεκριμένων αποτελεσμάτων. Στο σημερινό κόσμο, με τις τόσες πολύπλοκες προκλήσεις ασφάλειας, απλώς η πραγματικότητα είναι εξαιρετικά πολύπλοκη για να επιδέχεται μια και μοναδική, συχνά δε υπερβολική, εννοιολογημένη συνταγή. Τεχνητά κριτήρια δεν έχουν συνέπεια μεταξύ των και απλώς δεν λειτουργούν. Δεν μπορεί να υπάρξει μια και μοναδική ανάλυση ούτε κάποιος αποκλειστικός ορισμός σχετικά με τον επιμερισμό των κοινών ευθυνών και βαρών μεταξύ των δυο πλευρών. Συγκεκριμένες καταστάσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται ad hoc, ήτοι κατά περίπτωση.

Μια συγκεκριμένη πρόταση θα ήταν ο εκάστοτε Υπουργός Εξωτερικών των Η.Π.Α. να συμμετέχει σε συναντήσεις τύπου Gymnich με τους ευρωπαίους ομολόγους του για να συζητούν σημαντικά θέματα σε άτυπο περιβάλλον και ατμόσφαιρα, ας πούμε για δυο ημέρες. Ένα τέτοιο γεγονός θα έδινε την ευκαιρία για ανταλλαγή απόψεων σε βάθος χωρίς τους συνήθεις χρονικούς περιορισμούς που αναπόφευκτα ισχύουν στο σημερινό τύπο συναντήσεων των δυο  πλευρών. Σ’ αυτές παρατηρούμε ότι από τη μεριά ο αμερικανός ΥΠΕΞ παρουσιάζει μια συμπυκνωμένη εκδοχή της αμερικανικής άποψης και από την άλλη οι λίγοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι που είναι σε θέση να απαντήσουν, επειδή ακριβώς ελάχιστο χρόνο έχουν στη διάθεσή τους ακόμη και να αναφερθούν ακροθιγώς στα διάφορα θέματα, επικεντρώνουν την προσπάθειά τους στο να αποφεύγουν κάθε εμπλοκή σε ανώφελες διαφωνίες και συγκρούσεις με τον διακεκριμένο συνομιλητή τους.

Τέταρτον, ως λογική συνέπεια της ανωτέρω επιχειρηματολογίας μου, θα πρέπει να αποδραματοποιήσουμε τη σχέση Ε.Ε.- ΝΑΤΟ, η οποία έχει αποφέρει αρκετούς καρπούς παρά τις υπάρχουσες  γνωστές δυσκολίες. Στην Ουάσιγκτον, αλλά και σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, υπάρχει κάποια φυσική τάση να δίνεται έμφαση στο ρόλο του ΝΑΤΟ ως πρωταρχικού πλαισίου των διατλαντικών σχέσεων. Μολονότι ελάχιστοι θα αμφέβαλλαν για την κρίσιμη σημασία που έχει η συμμαχία και για τις σχέσεις της Ευρώπης με τις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι φανερό, για μένα τουλάχιστον, ότι η άμεση στρατηγική εμπλοκή και σχέση με την Ε.Ε. μπορεί να είναι εξίσου χρήσιμη. Ο λόγος είναι απλός. Τόσα πολλά σημαντικά θέματα εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ένωσης (θα μπορούσα ενδεικτικά να αναφέρω τους τομείς της ενέργειας, του περιβάλλοντος, της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων, της οικονομίας και του εμπορίου, της κοινής εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας) που η de facto συνεργασία μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών απλώς δεν μπορεί να συντελεστεί μόνο στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Ακόμη και στον τομέα της διαχείρισης κρίσεων, γίνεται πλέον ευρέως αποδεκτό ότι η ΕΠΑΑ μπορεί να είναι αποτελεσματική – και θα μπορούσε να είναι ακόμη περισσότερο αποτελεσματική – εάν είναι εξοπλισμένη με συγκεκριμένες δυνατότητες, συμπεριλαμβανομένων και δομών διοίκησης και ελέγχου (command-and-control). Η εμπειρία δείχνει επίσης ότι θα υπάρξουν περιπτώσεις κατά τις οποίες το ΝΑΤΟ δεν θα είναι σε θέση να προσφέρει την κατάλληλη επιλογή, αν μη τι άλλο διότι η Ε.Ε. μπορεί να είναι πιο ευπρόσδεκτη και αποδεκτή σε πολλά μέρη του κόσμου.

Ευτυχώς, απομακρυνόμαστε, αργά μεν αλλά σταθερά, από το ψευδές δίλημμα το οποίο αρχικά ταλάνισε τη σχέση Ε.Ε.-ΝΑΤΟ. «Όπως ακριβώς βλέπουμε τη μέλισσα να κάθεται σε όλα τα φυτά και να παίρνει απ’ το καθένα ό, τι καλύτερο υπάρχει, έτσι πρέπει και αυτοί που επιθυμούν να μορφωθούν……από παντού όμως να επιλέγουν τα ωφέλιμα»,[8] θα έλεγα, καταφεύγοντας και πάλι στον Ισοκράτη. Αλλά και σήμερα αναλυτές υποστηρίζουν ότι «δεν μπορεί να υπάρξει διακεκριμένος ‘Ευρωπαϊκός’ τρόπος χωρίς να θέτει σε κίνδυνο το συνεργατικό Ευρω-Ατλαντικό σχέδιο και αντιστρόφως δεν μπορεί να υπάρξει συνεκτικός ‘Ατλαντικός’ τρόπος παρά μόνο αν γίνει αποδεκτό ότι υπάρχουν ιδιαίτερες ευρωπαϊκές προτιμήσεις και ανάγκες, ακόμη κι αυτές είναι ξεχωριστές από τις προτιμήσεις και τις ανάγκες ων Ηνωμένων Πολιτειών.»[9] Γεγονός παραμένει ότι στα πρόσφατα χρόνια υπήρξε πολύ καλή πρακτική συνεργασία και στις Βρυξέλλες και επί του πεδίου, χάρις στις προσπάθειες των γενικών γραμματέων και το προσωπικό των δυο οργανισμών. Η τάση αυτή θα πρέπει να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο έναντι των τυπικών συναντήσεων που τελικά ελάχιστα προσφέρουν.

Πέμπτον, από την πλευρά της Ε.Ε, είναι επιτακτικό να επιδιώξουμε και να επιτύχουμε μεγαλύτερη θεσμική και πολιτική ενσωμάτωση, να ενισχύσουμε τις στρατιωτικές και πολιτικές μας ικανότητες και εργαλεία και να συνάψουμε καλύτερες σχέσεις εργασίας και συνεργασίες με τους σημαντικότερους εταίρους μας. Συνοπτικά, θα πρέπει να αποκτήσουμε μεγαλύτερη συνοχή και να γίνουμε πιο ισχυροί και ικανοί και πιο δραστήριοι. Εξαρτάται από την ίδια την Ευρώπη να αξιοποιήσει στο έπακρο τη Συνθήκη της Λισαβόνας και να παρουσιάσει μια πιο συνεκτική και ενιαία άποψη και στάση και έναντι του κόσμου και έναντι των Η.Π.Α. Απαραίτητη, βέβαια, προϋπόθεση για την αναζωογόνηση της αρχιτεκτονικής ασφάλειας είναι η Ευρώπη να ομιλεί με μια φωνή. Αποτελεί το μοναδικό τρόπο για να καταστεί η Ε.Ε. πιο αξιόπιστος, έγκυρος και ισχυρός εταίρος όταν καλείται να ανταποκριθεί στις αμερικανικές δεσμεύσεις σε όλον τον κόσμο.

Ανάγκη Δημόσιας Διπλωματίας

Στην Ουάσιγκτον, υπάρχει προφανής ανάγκη για πιο αποτελεσματική δημόσια διπλωματία και συνολική ισχυρότερη παρουσία της Ε.Ε. Η Ένωση δεν είναι επαρκώς προετοιμασμένη για να κάνει αυτά που πρέπει να κάνει ώστε να προβάλει και να προωθεί αποτελεσματικά την εξωτερική της πολιτική στους κύκλους της Ουάσιγκτον, στα κέντρα διαμόρφωσης των αποφάσεων. Εάν θέλουμε να μας γνωρίσουν καλύτερα στην αμερικανική πρωτεύουσα ως υπολογίσιμο φορέα εξωτερικής πολιτικής, πρέπει ακριβώς να προσεγγίσουμε και να εμπλέξουμε όλους εκείνους τους σημαντικούς παράγοντες που συμμετέχουν στα κέντρα λήψης αποφάσεων: τα νομοθετικά σώματα, τις δεξαμενές σκέψης, τα ΜΜΕ και την κοινή γνώμη της χώρας. Επί του παρόντος, ελάχιστα ενεργοί είμαστε στους τομείς αυτούς. Επιπλέον, θα πρέπει να προσπαθήσουμε επισταμένα να εξηγήσουμε τον τρόπο εσωτερικής λειτουργίας της Ε.Ε., τους ρόλους και τις αρμοδιότητες των διαφόρων οργάνων της. Διότι, αρκετά συχνά, οι Αμερικανοί συνομιλητές μας δικαίως βρίσκονται σε σύγχυση σχετικά με το ποιος κάνει στις Βρυξέλλες τι και πώς.

Ζήτει δε τα βελτίω

Ολοκληρώνοντας τις σκέψεις αυτές, θα ήθελα επίσης να αναφερθώ σε μια άποψη, μεταξύ των πολλών που κυκλοφορούν και παρουσιάζουν ενδιαφέρον, για τις σχέσεις Ε.Ε.-Η.Π.Α., η οποία και με εντυπωσίασε ιδιαίτερα από τη στιγμή που ανέλαβα τα καθήκοντά μου στην Ουάσιγκτον, πριν ένα χρόνο περίπου. Με συμβούλευσαν (και με προέτρεψαν) να ξεχάσω τα λεγόμενα περί «ιστορίας και κοινών αξιών» και να συνειδητοποιήσω ότι Η.Π.Α. και Ε.Ε. απλώς δεν έχουν άλλη επιλογή από το εργαστούν από κοινού, εφόσον και οι δυο χρειάζεται να διαχειριστούν τη σχετική παρακμή τους στην παγκόσμια σκηνή και κατά συνέπεια έχουν ανάγκη αμοιβαίας στήριξης για να περιορίσουν τις ζημίες τους. Θα πρέπει να παραδεχθώ ότι, μολονότι βρίσκω ότι η άποψη αυτή έχει κάποια βάση, εν τούτοις νομίζω ότι είναι αχρείαστα απαισιόδοξη. Πιστεύω ακράδαντα ότι μπορούμε να πρέπει να εμφυσήσουμε περισσότερη φιλοδοξία στη διατλαντική σχέση.

Γεγονός είναι ότι Ε.Ε. και Η.Π.Α. αναλογούν μόνο στο 10% του παγκόσμιου πληθυσμού. Οι πόροι που όλο και περισσότερο σπανίζουν, η ενεργειακή εξάρτηση, η δυσοίωνη οικονομική κατάσταση, η κλιματική αλλαγή, οι κλιμακούμενες μεταναστευτικές πιέσεις και αναρίθμητες άλλες στενά συνυφασμένες απειλές, δεν προμηνύουν ευχάριστα πράγματα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων εντός ενός διεθνούς περιβάλλοντος το οποίο χαρακτηρίζεται από σοβαρή ρευστότητα από την εποχή της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου – και φαίνεται να γίνεται καθημερινά όλο και πιο απειλητικό. Οι κοινωνίες μας θα πρέπει άμεσα να αντιμετωπίσουν ορισμένες σοβαρές και νέες προκλήσεις και δεν πρέπει να παραγνωρίσουν τις απόψεις που υποστηρίζουν ότι εάν οι οικονομίες μας θέλουν να επιπλεύσουν θα πρέπει να υποστούν ριζικές δομικές αλλαγές.

Είναι ηλίου φαεινότερο ότι οι προκλήσεις αυτές δεν αφορούν μόνο στην Ε.Ε. και στις Η.Π.Α. Ολόκληρος ο κόσμος βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπος με αυτές. Γι αυτό, παραμένω πεπεισμένος ότι μόνο η συλλογική πολιτική προσέγγιση, βασισμένη στις κοινές μας διατλαντικές αξίες, μπορεί να μας προμηθεύσει την κλείδα για να επιτύχουμε ικανοποιητικές και μακράς διάρκειας λύσεις στα πολλά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε. «Η αρετή είναι το σεμνότερο και ασφαλέστερο όλων των αποκτημάτων»[10] του ανθρώπου, είπε ο Ισοκράτης.

Η εξάπλωση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, η αντιμετώπιση της διεθνούς τρομοκρατίας, η σταθεροποίηση ασθενών και αποτυχημένων κρατών και η επίλυση περιφερειακών συγκρούσεων, η θέσπιση νέων μορφών παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης, η καταπολέμηση της φτώχειας και των ανισοτήτων, η αποτροπή της διασποράς όπλων μαζικής καταστροφής, η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και της ενεργειακής ασφάλειας, η συνεργασία για να παραμένει σταθερή και ανοιχτή η παγκόσμια οικονομία: πράγματι, δυσθεώρητα προβλήματα, δυσχερής η αποστολή, κολοσσιαία τα καθήκοντα και οι κοινές ευθύνες. Εργαζόμενες από κοινού  και από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού, συνεργαζόμενες με άλλους σημαντικούς παίκτες στη διεθνή σκηνή, Ε.Ε. και Η.Π.Α. μπορούν, πράγματι, να συνεχίσουν να έχουν την ξεχωριστή τους θετική επιρροή στα παγκόσμια πράγματα.

Ωστόσο, η προσδοκία ενός καλύτερου μέλλοντος για τους Αμερικανούς και τους Ευρωπαίους, αλλά και για τον υπόλοιπο κόσμο, απαιτεί μια συνολική, επιχειρησιακή και αποτελεσματική εταιρική σχέση Ε.Ε.-Η.Π.Α, η οποία, ιδιαίτερα σήμερα, υπό το φως των προκλήσεων που αντιμετωπίζουμε, έχει όσο ποτέ άλλοτε κρίσιμη και αποφασιστική σημασία. Κατά τη μέθοδο του Ισοκράτη, για να κλείσω επιγραμματικά με μια ακόμη ρήση του σοφού αυτού ανδρός, «να παραδέχεσαι τα παρόντα, αλλά να ζητάς τα καλύτερα».[11] Ισχύει απόλυτα για τη διατλαντική σχέση και πρέπει να ισχύει αναφορικά με τους τρόπους περαιτέρω ενίσχυσης και προώθησης της σχέσης αυτής.

*Ο Βασίλης Κασκαρέλης είναι ο πρέσβης της Ελλάδας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έχει υπηρετήσει πρόσφατα ως Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ (2000-2004) και την Ευρωπαϊκή Ένωση (2004-2009).

**Το κείμενο αποτελεί απόδοση άρθρου του, με ορισμένες προσθήκες και αναφορές, που δημοσιεύτηκε στο τριμηνιαίο περιοδικό Mediterranean Quarterly που εκδίδεται στην Ουάσιγκτον με τίτλο The Nature and Scope of the U.S-E.U. Relationship, τ. 21:1 (άνοιξη 2010).



[1] «Βουλευόμενος παραδείγματα ποιού τα παρεληλυθότα των μελλόντων: το γαρ αφανές εκ του φανερού ταχίστην έχει την διάγνωσιν», Ισοκράτης, Προς Δημόνικον.

[2] Βλ. Robert Kagan, On Paradise and Power: America and Europe in the New World Order, Vintage, 2004

[3] Βλ. A Secure Europe in a Better World, κείμενο που υιοθετήθηκε στη σύνοδο κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις Βρυξέλλες (12/12/2003).

[4] Βλ. William Antholis, Climate Change, Trade and Competitiveness: Is a Collision Inevitable?, Brookings Institution Press, 2009.

[5] Όπως ανακοινώθηκε πρόσφατα από το Λευκό Οίκο και τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ρομπάι, ο πρόεδρος Ομπάμα θα συμμετάσχει στη Σύνοδο κορυφής Ε.Ε.-Η.Π.Α η οποία συγκαλείται στη Λισαβόνα στις 20 Νοεμβρίου 2010.

[6] Ο πρόεδρος Ομπάμα θα συμμετάσχει στη σύνοδο κορυφής που συγκαλείται στη Λισαβόνα  στις 19 και 20 Νοεμβρίου 2010.

[7] «ηγείτο γαρ είναι προς εταιρείαν πολλώ κρείτω φύσιν….», Ισοκράτης, Προς Δημόνικον.

[8] «΄Ωσπερ γαρ την μέλιτταν ορώμεν εφ’ άπαντα μεν τα βλαστήματα καθιζάνουσαν, αφ’ εκάστου δε τα βέλτιστα λαμβάνουσαν, ούτω δει και τους παιδείας ορεγομένους….πανταχόθεν δε τα χρήσιμα συλλέγειν», Ισοκράτης, Προς Δημόνικον.

[9] Βλ. Simon Serfaty and Sven Bishop, A Shared Strategy for a Euro-Atlantic Partnership of Equals (Washington, DC: Center for Strategic and International Studies, 20/7/2009).

[10] «…..της αρετής…., ης ουδέν κτήμα σεμνότερον ουδέν βεβαιότερόν έστιν», Ισοκράτης, Προς Δημόνικον.

[11] «Στέργε μεν τα παρόντα, ζήτει δε τα βελτίω», Ισοκράτης, Προς Δημόνικον.