defencepoint.gr

Το Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας έδωσε στη δημοσιότητα ανάλυση για το νέο στρατηγικό δόγμα της Ατλαντικής Συμμαχίας, θέτοντας ζητήματα που χρήζουν επίσημης απάντησης…

Ακολουθεί το ενδιαφέρον Κείμενο Εργασίας του Ινστιτούτου:

Η νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας και ελληνική αναιμική συμμετοχή

Οι υπουργοί Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας βρέθηκαν στις Βρυξέλλες όπου συμμετείχαν στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, η οποία αντικείμενο είχε τις διεργασίες οι οποίες βρίσκονται σε εξέλιξη στο πλαίσιο καθορισμού του στρατηγικού δόγματος του ΝΑΤΟ την ερχόμενη δεκαετία.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση που εξέδωσαν τα υπουργεία από κοινού, «συζήτησαν το νέο στρατηγικό δόγμα, τη νέα δομή δυνάμεων, το ζήτημα της αντιπυραυλικής ασφάλειας, τη μεταρρύθμιση των οργανισμών της Συμμαχίας, τις σχέσεις ΝΑΤΟ- ΕΕ, τις διαδικασίες εξοικονόμησης πόρων και όλα τα συναφή θέματα που θα οριστικοποιηθούν στη σύνοδο των Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων του ΝΑΤΟ».

Σύμφωνα με την ίδια ανακοίνωση, «η Ελλάδα αξιολόγησε καταρχήν θετικά το παρόν σχέδιο του νέου στρατηγικού δόγματος που παρουσίασε στα κράτη-μέλη ο Γενικός Γραμματέας, ενώ το νέο μοντέλο δομής διοίκησης, που εκπόνησε επιτροπή ανωτάτων αξιωματικών που εκπροσωπούσαν τα κράτη-μέλη, θα αποτελέσει αντικείμενο περαιτέρω επεξεργασίας», ενώ στην παρούσα φάση της διαδικασίας, «τα σχέδια των ως άνω κειμένων που βρίσκονται υπό επεξεργασία ανταποκρίνονται στις επιλογές που έχει κάνει η χώρα μας».

Στη Σύνοδο Κορυφής εξετάστηκαν οι προτάσεις της «ομάδα των ειδικών» που έχει συστήσει το ΝΑΤΟ με επικεφαλής την πρώην υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μαντλίν Ολμπαράιτ, για να μελετήσει το στρατηγικό δόγμα του ΝΑΤΟ την ερχόμενη δεκαετία. Τα συμπεράσματα από την έρευνα τίθενται υπόψη των κρατών-μελών πριν διαμορφωθούν σε ένα έγγραφο που θα περιγράφει τη Στρατηγική Αντίληψη της Συμμαχίας, η οποία και θα τεθεί προς έγκριση στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Λισαβόνα της Πορτογαλίας στις 19-20  Νοεμβρίου.

Το πρόβλημα είναι ότι η κοινή ανακοίνωση των δυο υπουργείων δεν αναφέρει τίποτε απολύτως για την ουσία των προτάσεων που κατατέθηκαν από την «ομάδα των ειδικών», ώστε στη συνέχεια να διεξαχθεί δημόσιος διάλογος και να διαμορφώσει άποψη η ελληνική κοινωνία περί του αν όντως ανταποκρίνονται στις επιλογές που έχει κάνει η χώρα μας, όπως υποστηρίζει κυβερνητική πλευρά. Να κατατεθούν ενδεχομένως προτάσεις, να αξιολογηθούν και ενδεχομένως να υπάρξουν προσθέσεις, αφαιρέσεις ή να ζητηθούν διευκρινίσεις όπως θα πρέπει να συμβαίνει σε κάθε σύγχρονο, δημοκρατικό, Δυτικό κράτος. Αντ’ αυτού, η επίσημη ενημέρωση που υπάρχει είναι απλώς ελάχιστη.

Για παράδειγμα:

> Σχολίασε κάποιος Έλληνας επίσημος την σημαντικότερη ίσως προσθήκη στη νέα στρατηγική αντίληψη της Ατλαντικής Συμμαχίας, την ανάγκη θωράκισης ενώπιον του ενδεχομένου «κυβερνο-επίθεσης» (cyber-attack);

> Ποια ήταν η θέση που πήρε η Ελλάδα στα θέματα που δίχασαν τα ισχυρά κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, δηλαδή αυτό της «αντιπυραυλικής ασπίδας» και τον ρόλο των πυρηνικών όπλων;

> Ποια είναι η θέση της χώρας για τη Νέα Δομή Διοίκησης; Πως αντιμετωπίζεται το γεγονός ότι η Τουρκία επιδιώκει να αναλάβει την εγκατάσταση, συγκρότηση και διοίκηση ενός νέου ναυτικού στρατηγείου (MARITIME HQ) με εμπλοκή στη Μαύρη Θάλασσα και τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο;

> Ποίες οι εισηγήσεις για την τροποποίηση των Άρθρων 4-5 του Καταστατικού Χάρτη του ΝΑΤΟ και πως επηρεάζουν την ελληνική εθνική ασφάλεια;

Ο Γάλλος υπουργός Άμυνας, Ερβέ Μορίν, σε δηλώσεις του προς τους δημοσιογράφους σχολίασε την «αντιπυραυλική ασπίδα», παρομοιάζοντάς την με τη «Γραμμή Μαζινό» που υποτίθεται ότι θα προστάτευε τη Γαλλία σε περίπτωση γερμανικής επίθεσης, η οποία κατέρρευσε όταν τα γερμανικά στρατεύματα εφάρμοσαν επιχειρησιακό σχέδιο το οποίο το γαλλικό Γενικό Επιτελείο θεωρούσε αδιανόητο. Ο συμβολισμός είναι ισχυρότατος και άκρως αποκαλυπτικός για τη θέση της Γαλλίας που θεωρεί τα εν λόγω σχέδια τουλάχιστον ως ανεπαρκή και αποσπασματικά μέτρα.

Από την πλευρά τους οι Γερμανοί πιέζουν το ΝΑΤΟ να ενσωματώσει στα κείμενα πολιτικής που θα αποτελέσουν την στρατηγική αντίληψη, το στρατηγικό δόγμα του ΝΑΤΟ για τη δεκαετία μέχρι το 2020, το ζήτημα του αφοπλισμού (disarmament) και του ελέγχου εξοπλισμών (arms control). Εντύπωση προκάλεσε επίσης το ότι ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών, Γκίντο Βεστερβέλε, φρόντισε να αποκαλέσει το ΝΑΤΟ ως «πολιτική συμμαχία», σε μια έμμεση αλλά σαφέστατη αντιπαραβολή στον ψυχροπολεμικό στρατιωτικό χαρακτήρα του, αλλά και σε μια σαφή έκφραση δυσπιστίας αναφορικά με την καταλληλότητα του ΝΑΤΟ να διαδραματίσει στρατιωτικό ρόλο στο μεταψυχροπολεμικό περιβάλλον. Στη γερμανική περίπτωση, ωστόσο, θα μπορούσε να ισχύει ότι ενδεχόμενη διάλυσή του ενδεχομένως να ερμηνευόταν στο συλλογικό θυμικό των Γερμανών ως το οριστικό τέλος της περιόδου που ξεκίνησε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ήττα της Ναζιστικής Γερμανίας. Ο σοβιετικός κίνδυνος ήταν που οδήγησε στην απόφαση ανασύστασης της γερμανικής στρατιωτικής ισχύος, με την στρατιωτική ηγεσία, ωστόσο, να τίθεται αποκλειστικά υπό την κηδεμονία του ΝΑΤΟ, με σκοπό να κατευναστούν οι ευρωπαϊκοί λαοί που είχαν υποφέρει από τις γερμανικές «πρωτοβουλίες» κατά το πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα. Κατά συνέπεια, οι γερμανικές δηλώσεις ενδεχομένως θα μπορούσαν να ερμηνευτούν και υπό διαφορετικό πρίσμα.

Ποια ήταν η θέση της Ελλάδας σε αυτές τις αντιλήψεις που τίθενται όχι απλά ως προβληματισμοί, αλλά ταυτόχρονα αποτελούν προτάσεις για το τελικό κείμενο που διαμορφωθεί για να περιγράψει τη στρατηγική αντίληψη της Συμμαχίας;

Ένα ακόμη παράδειγμα

Η Ελλάδα δίνει την εντύπωση ότι δε συμμετέχει ενεργά στην εξέλιξη της εν λόγω διαδικασίας, ή όταν συμμετέχει, πρώτιστο μέλημά της είναι όχι να επιχειρήσει να πείσει για τις θέσεις της, αλλά να τις παρουσιάσει με τρόπο που να αποφύγει να ενοχλήσει τα ισχυρά μέλη της Συμμαχίας.

Επί παραδείγματι, ποια ακριβώς είναι η ελληνική θέση για τα σχέδια ανάπτυξης πυραυλικής άμυνας; Η απάντηση ότι θα πρέπει να αναπτυχθεί κατά τρόπον που δεν θα δημιουργεί προβλήματα ασφαλείας στη Ρωσία δεν είναι επαρκής, παρότι αποτελεί μια ορθή αξιωματική τοποθέτηση.

> Τι σκοπεύει η χώρα να συνεισφέρει;

>  Επηρεάζεται η ασφάλειά της;

>  Ποια η στάση της απέναντι στη γαλλική θέση ότι είναι ανεπαρκής και προσομοιάζει με τη «Γραμμή Μαζινό»;

>  Αξιολογήθηκε η ορθότητα και τέθηκε στο πλαίσιο του διαπραγματευτικού μας περιθωρίου το επιχείρημα, ότι ενδεχόμενη υπογραφή της χώρας και εμπλοκή στο σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας που θα οικοδομηθεί θα «στοχοποιήσει» τη χώρα μας, εισάγοντας έναν νέο παράγοντα στην εξίσωση της εθνικής ασφάλειας και της αμυντικής μας στρατηγικής;

>  Διεξήχθη ποτέ δημόσιος διάλογος για το ζήτημα;

Και για να τεθεί το ζήτημα στον πυρήνα των ελληνικών εθνικών συμφερόντων:

>  Δεδομένου ότι η απόλυτη συμπληρωματικότητα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ τίθεται ως εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την εφαρμογή του νέου στρατηγικού δόγματος, πως θα αποτραπεί ο παραμερισμός της Κύπρου με σκοπό να παρακαμφθεί το δικαίωμα του κυπριακού «βέτο» έναντι της Τουρκίας στο πλαίσιο της Ένωσης, το οποίο προβάλλεται λόγω του αντίστοιχου τουρκικού στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ;

>  Αντιλαμβάνεται η Ελλάδα ότι οι ρυθμίσεις θέτουν επί της ουσίας την Κυπριακή Δημοκρατίας εκτός του πυλώνα της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας της ΕΕ αναβαθμίζοντας αντίστοιχα την τουρκική συνεργασία με την Ένωση;

 

>  Εξακολουθεί η ελληνική διπλωματία να θεωρεί ότι το κείμενο των προτάσεων που θα μετεξελιχθεί με κάποιες τροποποιήσεις στο νέο στρατηγικό δόγμα του ΝΑΤΟ, μας αφήνει σε γενικές γραμμές ικανοποιημένους; 

Ανάγκη μεθοδικής και τολμηρής επεξεργασίας


Η Ελλάδα δεν θέτει προς συζήτηση στο εσωτερικό – ούτε καν προς την ακαδημαϊκή κοινότητα – κρίσιμα και τολμηρά θέματα που θα έδιναν την ευκαιρία να συζητηθεί η ουσία των προβλημάτων που άπτονται της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφαλείας, η οποία αναπόφευκτα επηρεάζει και την ελληνική εθνική ασφάλεια. Θα έπρεπε να είμαστε τόσο τολμηροί ώστε να τεθεί κάποια στιγμή ακόμα και ζήτημα αξιολόγησης του τι έχει κερδίσει και τι έχει χάσει η χώρα μέχρι σήμερα από τη συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ.

 

Άλλο ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι το αν θα είχε την πολυτέλεια η χώρα – και υπό ποιες προϋποθέσεις – να αναζητήσει ενδεχομένως αλλού συμμάχους για να ενισχύσει την εθνική της ασφάλεια. Συνεχίζοντας το υποθετικό παράδειγμα, εάν θα μπορούσε η Ελλάδα να αποχωρήσει και ταυτόχρονα να υπέγραφε αμυντικά σύμφωνα απευθείας με τις ΗΠΑ μετά από στρατηγική διαβούλευση, καθώς επίσης και με άλλες χώρες που διαθέτουν σημαντική στρατιωτική ισχύ και συμφέροντα στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Ακόμη κι αν θεωρήσουμε ότι η παρουσία μας στο ΝΑΤΟ είναι απαραίτητη, μήπως η διατύπωση ενστάσεων σε διάφορα επίπεδα θα ενίσχυε τη διαπραγματευτική θέση της χώρας; Υπάρχει «κόκκινη γραμμή» για την Ελλάδα στις αλλαγές που θα εισαχθούν; Συμφωνούμε για παράδειγμα να δοθούν αυτόνομες εξουσίες και στρατεύματα που θα χειρίζεται κατά το δοκούν ο γενικός γραμματέας της Συμμαχίας;

Διαφορετικές συνθήκες

Ο Ευρω-ατλαντικός χώρος αντιμετωπίζει σοβαρή κρίση ταυτότητας. Από τη στιγμή που η Ελλάδα δηλώνει ότι βασικότερος άξονας της ελληνικής πολιτικής είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, θα όφειλε να έχει κατανοήσει καλύτερα της εξελίξεις των τελευταίων ετών. Το σημερινό δεδομένο που προκαλεί τριγμούς στο ΝΑΤΟ είναι ότι οι ισχυρότερες χώρες της Ένωσης δεν επιθυμούν τη διαιώνιση μιας συγκρουσιακής σχέσης με τη Μόσχα και έχοντας διαγνώσει τις διαφορετικές προτεραιότητες ανάμεσα στα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, κινούνται πλέον αυτόνομα, παρουσιάζοντας επί της ουσίας τελεσιγραφικά στην Ατλαντική Συμμαχία, ότι η δική τους απόφαση-οπτική, σύμφωνη πάντα με όσα θεωρούν εθνικό τους συμφέρον, είναι απλώς δεδομένη και θα εμμείνουν σε αυτή ασχέτως τωβ προθέσεων της ατλαντικής συμμαχικής συνιστώσας.

Αυτή μάλιστα πρόκειται για μια εξέλιξη η οποία δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία:

>  Να υπενθυμιστεί η απολύτως αρνητική στάση Γερμανίας και Γαλλίας στο Βουκουρέστι όταν τέθηκε θέμα ένταξης στο ΝΑΤΟ της Γεωργίας και της Ουκρανίας.

>  Να υπενθυμιστεί η στενότατη πλέον ενεργειακή συνεργασία της Γερμανίας με τη Ρωσία από την εποχή του καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο οποίος αμέσως μετά την αποχώρησή του από την πολιτική ανέλαβε διευθυντικό πόστο στην κοινοπραξία του υποθαλάσσιου αγωγού που θα μεταφέρει ρωσικό φυσικό αέριο στη Γερμανία, παρακάμπτοντας την – τότε, επί Βίκτορ Γιούστσενκο – «προβληματική» Ουκρανία, ενώ ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, Γιόσκα Φίσερ, πάλαι ποτέ στέλεχος της… επαναστατικής Αριστεράς, έχει καταντήσει μια περιθωριακή φωνή μονοδιάστατης στήριξης των αμερικανικών θέσεων.

>  Να θυμίσουμε ότι η Άγκελα Μέρκελ, μετά από μια αρχική περίοδο τήρησης σκληρής γραμμής απέναντι στη Ρωσία, έχει πλέον ευθυγραμμιστεί με την πολιτική του προκατόχου της.

Να υπενθυμιστεί τέλος, ότι οι αμυντικές σχέσεις της Γαλλίας με τη Ρωσία εμβαθύνονται συνεχώς, με τη γαλλική αμυντική βιομηχανία να επιτυγχάνει πωλήσεις ελικοπτεροφόρων σκαφών τύπου Mistral στις ρωσικές Ένοπλες Δυνάμεις, ενώ μόλις στις 13 Οκτωβρίου ανακοινώθηκε ότι η –γνωστή από την εμπλοκή της στην Ελλάδα– εταιρία ανάπτυξης και κατασκευής μη επανδρωμένων αεροσκαφών (UAV) Sagem, προχωρά σε σύσταση κοινοπραξίας με το ρωσικό σχεδιαστικό γραφείο Ramenskoye (RPKB) για συστήματα αδρανειακής ναυτιλίας που θα αξιοποιούν την τεχνολογία λέιζερ για αξιοποίηση σε αναβαθμιζόμενα αλλά και νέα αεροσκάφη και ελικόπτερα. Επιστήμονες των δυο χωρών ανέπτυξαν και παρουσίασαν προσφάτως το σχετικό σύστημα Lins-100 RS το οποίο και παρουσίασαν στον Ρώσο πρόεδρο, Ντμίτρι Μεντβέντβ, ζητώντας το «πράσινο φως» για τη δημιουργία ρωσο-γαλλικής κοινοπραξίας, προϋπόθεση εξασφάλισης άδειας εξαγωγής από τη γαλλική κυβέρνηση. Ο Μέντβεντεβ δεσμεύτηκε να συνομιλήσει για το θέμα με τον Γάλλο ομόλογό του, Νικολά Σαρκοζί, ενώ όπως έγινε γνωστό, συναφή προϊόντα του συγκεκριμένου ρωσο-γαλλικού βιομηχανικού «διδύμου» έχουν εγκατασταθεί σε ρωσικής κατασκευής μαχητικά αεροσκάφη και ελικόπτερα της ινδικής Αεροπορίας.

Στο πλαίσιο των ανωτέρω θα πρέπει να ερωτηθούν οι υπεύθυνοι στα υπουργεία Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας εάν έχουν εντοπίσει και αναλύσει-αποκωδικοποιήσει κατάλληλα αυτές τις εξελίξεις. Η Ελλάδα που έχει θέσει στο κέντρο της πολιτικής της την Ευρωπαϊκή Ένωση, που ακριβώς βρίσκεται σε σχέση με αυτές τις εξελίξεις; Ή μήπως δεν τις έχει καν αντιληφθεί, που είναι και το πιθανότερο;

Η απαρχή του «κακού» και οι ελληνικές θέσεις

Η ελληνική εξωτερική – αμυντική πολιτική αρνείται να κατανοήσει ότι η έλευση νέων κρατών στους δυτικούς θεσμούς συνεργασίας και ασφάλειας – μέσω της άκριτης διεύρυνσης σε έναν ιδιότυπο αγώνα δρόμου ανάμεσα στην Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ – επί της ουσίας σηματοδότησε την έλευση ενός επιπρόσθετου αριθμού εθνικών συμφερόντων τα οποία θα πρέπει να συνεκτιμηθούν και να εξισορροπηθούν στο πλαίσιο είτε της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε του ΝΑΤΟ.

Και για να αντιμετωπίζουμε τα του οίκου μας με αντικειμενικότητα, θα πρέπει να τονιστεί ότι η τότε ελληνική θέση που έδινε έμφαση στην ανάγκη ΕΜΒΑΘΥΝΣΗΣ της συνεργασίας των κρατών μελών στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έναντι της ΔΙΕΥΡΥΝΣΗΣ ήταν ΟΡΘΗ.

Η προσπάθεια διατύπωσης-διακήρυξης «μεσοβέζικων» και σκοπίμως ασαφών θέσεων από ελληνικής πλευράς δεν εξυπηρετούν σε μακροπρόθεσμη θεώρηση τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα.

Επί παραδείγματι, εάν κανείς εξετάσει τη στάση της Δύσης απέναντι στη Ρωσία και παράλληλα τη θέση της Ελλάδας σε αυτές τις εξελίξεις, εξάγει ορισμένα πολύ χρήσιμα συμπεράσματα. Ποια ήταν η ελληνική θέση; Ότι η Ρωσία είναι μέρος της ευρωπαϊκής ηπείρου και πως Ευρωπαϊκή Ένωση και ΝΑΤΟ θα πρέπει να εξεύρουν τρόπους συνεργασίας που θα οδηγήσουν σε νέα δεδομένα στον τομέα της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Η θέση αυτή ήταν απολύτως ορθή και όπως αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων, σήμερα, σοφή.

Που είναι όμως το πρόβλημα; Στο ότι η ελληνική «φωνή» δεν ήταν εξίσου καθαρή και απέφυγε να λάβει σαφή θέση στην «εφαρμοσμένη πολιτική» της Δύσης απέναντι στη Ρωσία. Η Ελλάδα όφειλε να εμμείνει στο ότι οι «ενδείξεις δυτικής εμπλοκής» (βλ. «πολύχρωμες» επαναστάσεις) στις χώρες της περιφέρειας της Ρωσικής Ομοσπονδίας, όπως για παράδειγμα η Ουκρανία και η Γεωργία, μακροπρόθεσμα λειτουργούν αντιπαραγωγικά και υπονομεύουν τις προσπάθειες συζήτησης και συμφωνίας αναφορικά με την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας.

Η φρασεολογία που επιλέχτηκε, δηλαδή η λέξη «ενδείξεις», είναι σκόπιμη. Το να προχωρήσει μια χώρα σε δηλώσεις με καταγγελτικό ύφος μιλώντας αντί των ενδείξεων για αποδείξεις, μόνο ζημιά μπορεί να προκαλέσει, εκτός και αν έχει κανείς εξασφαλίσει π.χ. ότι εάν το πράξει ο αμερικανικό στόλος θα περιπολεί στο Αιγαίο και θα… τιμωρεί παραδειγματικά την Τουρκία εάν τα πολεμικά της πλοία ή/και τα αεροσκάφη προβαίνουν σε παραβάσεις και παραβιάσεις! Επειδή όμως τέτοια σενάρια άπτονται της επιστημονικής φαντασίας και όχι της καθημερινής πραγματικότητας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι όταν διατυπώνεται η εθνική θέση με σαφήνεια και «μετριοπαθή εμμονή», με διαρκή αιτιολόγηση διεθνώς των θέσεων που προβάλλονται, μακροπρόθεσμα η χώρα αποκομίζει οφέλη.

Είναι λάθος να επιχειρεί η χώρα την προσαρμογή της ρητορικής της αναλόγως των κέντρων εξουσίας που επικρατούν ανά περίοδο στην αμερικανική πολιτική σκηνή, ή αυτή οποιασδήποτε άλλης χώρας. Εάν είχε τηρηθεί η συγκεκριμένη στάση με συνέπεια, σταθερότητα, πάντα σε χαμηλούς τόνους και με την πρέπουσα «ευγένεια», σήμερα που η κατάσταση έχει μεταβληθεί δραματικά, η χώρα θα μπορούσε να κεφαλαιοποιήσει τη στάση της. Και αυτό το κατανοεί κανείς διαβάζοντας πρόσφατη συνέντευξη ενός προσώπου που έχει απασχολήσει την επικαιρότητα, του Άλεξ Ρόντος, ενός προσώπου που έχει παίξει ρόλο στο παρασκήνιο της ελληνικής – και όχι μόνο – εξωτερικής πολιτικής. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο κ. Ρόντος υποστήριξε ότι η Δυτική στάση απέναντι στη Ρωσία ήταν λανθασμένη, κάτι που κατάλαβε τώρα. Επί της ουσία πρόκειται για ένα μεγαλοπρεπές «mea culpa».

Όλα αυτά όμως προϋποθέτουν η Ελλάδα να διαθέτει εξωτερική πολιτική, η οποία θα είναι αποτέλεσμα σχεδιασμού και τουλάχιστον στις βασικές της αρχές πρέπει να παραμένει αναλλοίωτη. Η αναφορά σε «βασικές αρχές» δεν περιορίζεται σε κάποιες γενικόλογες διακηρύξεις, ότι η χώρα τάσσεται «υπέρ της ειρηνικής διευθέτησης των διαφορών μέσω διαλόγου». Αυτά στην αποκαλούμενη ως «διπλωματική γλώσσα» ερμηνεύονται ως επιμελέστατη προσπάθεια να αποφύγει μια χώρα λάβει θέση στα τεκταινόμενα, με αποτέλεσμα να αυτοανακηρύσσεται ως άνευ χρησιμότητας για τον οποιονδήποτε ισχυρό εμπλεκόμενο.

Ο διχασμός στους κόλπους του ΝΑΤΟ

Όπως προαναφέρθηκε, είναι προφανές ότι ο πυρήνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Γαλλία και η Γερμανία – τουλάχιστον – έχει καταλήξει στη στρατηγική απόφαση ενίσχυσης των δεσμών με τη Ρωσική Ομοσπονδία. Και για να επιβεβαιωθεί η εν λόγω τάση στη Γηραιά Ήπειρο, προ ημερών βρέθηκε στη Μόσχα ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Γουίλιαμ Χέιγκ, ο οποίος στις δηλώσεις του μετά τη συνάντηση με τον Ρώσο ομόλογό του, Σεργκέι Λαβρόφ, προανήγγειλε την εξομάλυνση των σχέσεων με τη Ρωσία, οι οποίες είχαν πληγεί σοβαρά από τα εκατέρωθεν περιστατικά κατασκοπείας που είχαν αποκαλυφθεί, με αποκορύφωμα την περίπτωση της δολοφονίας του πρώην πράκτορα της ρωσικής υπηρεσίας αντικατασκοπείας και εσωτερικής ασφάλειας, της FSB.

Η Ευρώπη, δείχνει σημάδια ότι επανέρχεται σταδιακά σε ένα σύστημα ισορροπίας ισχύος που ίσχυε τους προηγούμενους αιώνες (1815-1914 / Ιερά Συμμαχία, με πρωταγωνιστή τον Κλέμενς φον Μέτερνιχ), προσαρμοσμένο στις σύγχρονες απαιτήσεις, με βασική παράμετρο τη συνεργασία ανάμεσα στα ισχυρά μέλη της Γηραιάς Ηπείρου. Η λογική που επικρατεί στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες είναι ότι η ισχύς της Ε.Ε. είναι πεπερασμένη, όπως και οι δυνατότητες συντονισμού των πολιτικών εντός της Ένωσης. Αυτό οφείλεται στο ότι η άκριτη διεύρυνση της δεκαετίας του 1990 έχει δημιουργήσει λειτουργικά προβλήματα, με την Ενωμένη Ευρώπη να θυμίζει ολοένα και περισσότερο «πύργο της Βαβέλ».

Κι επειδή τα ισχυρά κράτη δεν έχουν την πολυτέλεια ούτε την επιθυμία να θυσιάσουν όσα θεωρούν ως εθνικά τους συμφέροντα και να τα θέσουν υπό την κρίση των «προβληματικών» νέων μελών, προχωρούν προς το μέλλον δημιουργώντας τις δικές τους επιμέρους τακτικές ή στρατηγικές συμμαχίες.

Η πολιτική απόφαση διεύρυνσης της Ένωσης είχε ληφθεί εν πολλοίς για να μην προηγηθεί η ένταξή τους στο ΝΑΤΟ και απομειωθεί εκ των πραγμάτων η επιρροή της Ε.Ε. σε μία γεωπολιτική περιφέρεια αμέσου ενδιαφέροντος. Λογική σκέψη, καταρχήν. Ωστόσο, η Ιστορία έδειξε ότι τα κράτη αυτά εντάχθηκαν και στο ΝΑΤΟ, ενώ συχνά οι επιλογές τους σε κρίσιμα θέματα δεν εξυπηρέτησαν τα συμφέροντα της Ένωσης (π.χ. προμήθεια αμερικανικών μαχητικών από την Πολωνία). Η Ευρωπαϊκή Ένωση κινδυνεύει να υποβιβαστεί γεωπολιτικά εκ των πραγμάτων, λόγω της δυσκαμψίας που παρουσιάζει.

Η διαμορφούμενη κατάσταση επιβάλλει επί της ουσίας διαφορετικούς «κανόνες συμπεριφοράς» και στο ΝΑΤΟ. Η Ατλαντική Συμμαχία δεν μπορεί να εξακολουθήσει να ακολουθεί ψυχροπολεμική λογική ανάλυση των σχέσεων με τη Ρωσική Ομοσπονδία, από τη στιγμή που ο «ευρωπαϊκός βραχίονας» ακολουθεί διαφορετικό δρόμο. Αποτέλεσμα είναι η Ρωσία να επιτυγχάνει τον στόχο απομόνωσης των κρατών που στο παρελθόν ανήκαν στον «ανατολικό συνασπισμό», με αντικειμενικό σκοπό να τα πειθαναγκάσει να αλλάξουν την σε γενικές γραμμές εχθρική στάση απέναντι στη Μόσχα. Η λογική του Κρεμλίνου στο πλαίσιο της «επικοινωνιακής προώθησης» της πολιτικής της είναι ενδιαφέρουσα: Εάν θεωρηθεί ότι αποτελεί ειλημμένη απόφαση και των δυο πλευρών να εγκαταλειφθεί ο ψυχροπολεμικός τρόπος σκέψης και δράσης, αυτό δεν μπορεί παρά να ισχύει και για τις χώρες της Ανατολικής και της Κεντρικής Ευρώπης, οι οποίες θα πρέπει να πάψουν να αντιμετωπίζουν τη Ρωσία ως εν δυνάμει απειλή, αλλά να αναζητήσουν τρόπους συνεργασίας. Ταυτόχρονα όμως, όπως ήδη αναφέρθηκε, η ρωσική πολιτική έχει επιφέρει σχίσμα στους κόλπους του ΝΑΤΟ. Οι χώρες που στο παρελθόν αποτελούσαν σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης, βάσιζαν τις ελπίδες του στο ΝΑΤΟ και στις σχέσεις κυρίως με τις Ηνωμένες Πολιτείες στην προσπάθειά τους να απελευθερωθούν από τον σοβιετικό εναγκαλισμό του παρελθόντος. Οι εξελίξεις στις σχέσεις της Ρωσίας με τη Δύση διαψεύδουν τις προσδοκίες τους, κατάσταση στην οποία οφείλουν να προσαρμοστούν αναπτύσσοντας σταδιακά τη δική τους αυτόνομη φωνή, πάντα αναλόγως της ισχύος και του ειδικού βάρους που έχουν στις διεθνείς σχέσεις. Αυτό που πρέπει να αντιληφθούν, είναι ότι στην ουσία μέχρι στιγμής είχαν πετύχει την αντικατάσταση του σοβιετικού με τον Δυτικό (βλ. αμερικανικό) εναγκαλισμό.

Και αυτό που θα προκύψει ως συμβιβασμός που θα υπερψηφιστεί από τη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Λισαβόνα, πιθανότατα θα έχει σαν αποτέλεσμα την περαιτέρω αποδυνάμωση της Ατλαντικής Συμμαχίας, η οποία θα καλείται να λάβει υπόψη τα δεδομένα που θα προκύπτουν από τη στρατηγική συνεννόηση της «νέας Ιερής Συμμαχίας» στην Ευρώπη, τη στρατηγική σχέση των Παρισίων και του Βερολίνου, με τη Μόσχα.