Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

Σε μιά από τις τελευταίες του συνεντεύξεις προς την υπογράφουσα, ο μακαριστός αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής Ιάκωβος σε ερώτηση ποιό ήταν το μεγαλύτερο λάθος του απάντησε πως υπήρξε η εισαγωγή της αγγλικής γλώσσας στην λειτουργία.

Ελάχιστη σημασία έδωσα τότε σ΄αυτή τη βαρύνουσα ομολογία. Εκείνος, όμως, γνώστης της ομογένειας επί τέσσερις δεκαετίες, ήξερε πως η υποχώρηση στη γλώσσα υπήρξε ο ακρογωνιαίος λίθος για την άμλυνση της ελληνορθόδοξης ταυτότητας των επερχόμενων γενεών στη μεγάλη χοάνη της αμερικάνικης κουλτούρας.

Τα χρόνια πέρασαν, ο σημερινός αρχιεπίσκοπος Αμερικής κ. Δημήτριος , παρά την αμιγή ελληνική καταγωγή του, κάνει ευρεία χρήση της αγγλικής όχι μόνο στο λειτουργικό αλλά και στις ομιλίες του προς την ελληνική ομογένεια, αποδίδοντας ακόμη και το λόγο για τον εορτασμό των Ελληνικών Γραμμάτων στην αγγλική, γεγονός που έχει προκαλέσει ένατονη κριτική εναντίον του.

 

Η πρόσφατη τοποθέτηση του προέδρου της Εκτελεστικής Επιτροπής κ. Μάικλ Τζαχάρη στην τελευταία Κληρικολαϊκή Συνέλευση της Αρχιεπισκοπής Αμερικής για μεγαλύτερη χρήση της αγγλικής γλώσσας στην Ελληνορθόδοξη λειτουργία, προκάλεσε κύματα αγανάκτησης σε όσους γνωρίζουν πόσο σημαντική είναι αφενός η διαιώνιση της ελληνικής γλώσσας για την επιβίωση του ελληνικού στοιχείου στην Αμερική όσο και ποιό αναπόδραστο ρόλο μνήμης διαδραματίζει η τέλεση της λειτουργίας στην ελληνιστική γλώσσα.

Η γλώσσα λοιπόν, έστω και στο λειτουργικό της ελληνιστικής ορθοδοξίας , εγγράφεται στο ασυνείδητο της λευκής μνήμης των νηπίων, αποτελώντας την πρώτη ύλη για τη μετέπειτα ζύμωσή τους με αυτήν.

Το μυαλό ως «τάμπουλα ράζα» αποτυπώνει λέξεις, εκφράσεις, ήχους,που λειτουργούν ως μέσα εξοικείωσης προς την πατρογονική γλώσσα. Επιπλέον, η ηχητική των λέξεων, η επανάληψή τους, δημιουργεί ένα υπόβαθρο στη μνήμη γιά την αφομοίωση της ελληνικής αργότερα κατά τη διαδικασία  εκμάθησης της γλώσσας.

Το επιχείρημα εκ μέρους διαφόρων Ελληνορθοδόξων ιεραρχών πως οι σύζυγοι των μεικτών γάμων πρέπει να αντιλαμβάνονται το νόημα της ορθόδοξης λειτουργίας γι αυτό είναι απαραίτητη η ευρύτερη χρήση της αγγλικής, είναι ελάχιστα πειστικό.

Η αναντίρρητη ανάγκη να συμμετέσχουν στην αντίληψη του νοήματος της εκκλησιαστικής μας υμνωδίας οι μη Ελληνες αλλά και οι δεύτερες και τρίτες γενιές των Ελλήνων της Διασποράς , που μιλούν λιγότερο άρτια τη γλώσσα, μπορεί άνετα να παρακαμφθεί από την ταυτόχρονη μετάφραση της λειτουργίας στην αγγλική που είναι δυνατόν να παρέχεται στους πιστούς με τη  μορφή δίγλωσσου βιβλίου, όπως συμβαίνει σε πολλές εκκλησίες ανά την ομογένεια. Οι μη ομιλούντες την ελληνική έτσι έχουν τη δυνατότητα  να παρακολουθούν τη λειτουργία από την αγγλική μετάφραση και να συμμετέχουν πνευματικά σε αυτήν .

Την ίδια ώρα όμως τα αυτιά των παιδιών, που ορίζονται ως Ελληνικής καταγωγής με το αναμφίβολο βάρος της ιστορίας τους, έχουν τη δυνατότητα να αφομοιώνουν ήχους ελληνικούς, λέξεις που θα τα οδοηγήσουν ομαλά και αβίαστα αργότερα στην γνώση της ελληνικής.

Η προσωπική μου εμπειρία ως κόρης και εγγονής λευιτών με έχει καταστήσει ένθερμη οπαδό της αντίληψης και θέσης πως η ελληνιστική γλώσσα δεν πρέπει ποτέ να υποχωρήσει ούτε απέναντι στη σύγχρονη ελληνική (γιά την πατρίδα) ούτε στην αγγλική (γιά τη διασπορά). Οι λέξεις των ψαλμών, που τους άκουγα επαναλαμβανόμενα από τα χείλη του παππού μου και του πατέρα μου ακόμη εισβάλλουν ανεπάντεχα στα κείμενα της δημοσιογραφικής ή λογοτεχνικής μου φύσης. Εισβάλλουν από ασυνείδητο της παιδικής μου ηλικίας.

Είναι, λοιπόν, αδήρριτη ανάγκη, οι κεφαλές της Ελληνορθοδοξίας, να ορίσουν και να καθορίσουν το πλαίσιο της τέλεσης της λειτουργίας και των μυστηρίων μας στην ελληνική γλώσσα ανά την ξένη, με  εξαίρεση ίσως τη ρήση του Ευαγγελίου και του Πιστεύω στις δύο γλώσσες. Κι αυτή η υποχώρηση να συνεχίσει να υφίσταται όχι ως ουσιαστικό εργαλείο προέλκυσης των Ελληνορθοδόξων αλλά ως μέσον οικειότητας με τους αλλόφωνους συζύγους των μεικτών γάμων.

Η Ελληνορθοδοξία έχει ταυτότητα, έχει γλώσσα κι αυτή είναι η αμιγώς ελληνική των ελληνιστικών χρόνων. Οι οποιεσδήποτε επιπλέον υποχωρήσεις στο γλωσσικό θα δημιουργήσουν γενιές φιλελλήνων κι όχι Ελλήνων στη μεγάλη και διάσπαρτη ομογένεια της Βόρειας Αμερικής.