Του συγγραφέα και δημοσιογράφου John Andrews*

Είναι φορές που μπαίνω στον πειρασμό να μην ενδιαφερθώ. Να μην κάνω τον κόπο να γράψω για άλλη μια φορά για το ακάλυπτο, αιμοσταγές, μοχθηρό πρόσωπο των κυβερνώντων. Στο κάτω κάτω, οι πραγματικά απελπισμένοι παραμενουν απελπισμένοι, άσχετα με το ποιάς απόχρωσης κυβέρνηση είναι θεωρητικά υπεύθυνη. Η πλειοψηφία της κοινωνίας, δηλαδή η μεσαία τάξη, οι μικροαστοί, αυτοί που στα κρυφά τους όνειρα θέλουν να γίνουν ελίτ, όλοι αυτοί που θα μπορούσαν να κάνουν πραγματικά τη διαφορά, αν ανασήκωναν το βλέμμα τους από την αντανάκλασή τους μέσα στο τέλμα, έστω για λίγο, όσο μονάχα χρειαστεί για να αφουγκραστούν λιγάκι τη φωνή της λογικής, αυτή η μεγάλη πλειοψηφία είναι σχεδόν απροσπέλαστη. Επομένως είναι δελεαστικό να σκεφτεί κανείς: “Δεν τους παρατάς… Άσ’ τους να βράζουν στο βρώμικο ζουμί τους, που άλλωστε οι ίδιοι φρόντισαν να σχηματιστεί, στο προϊόν της απληστίας τους, ή της άγνοιάς τους, ή της αδιαφορίας τους”.

Αυτή, όμως, είναι η φωνή της απογοήτευσης που μιλάει μέσα μου. Η λογική και ο αλτρουισμός δεν αργούν να ξαναμιλήσουν, αφού, από τις τρεις αυτές ιδιότητες, την απληστία, την άγνοια και την αδιαφορία, η άγνοια είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα. Οι περισσότεροι απλά δεν ξέρουμε τι απ’ όλα φταίει. Και δεδομένου του απόλυτου ελέγχου των πληροφοριών που λαμβάνουμε από όσους ορίζουν τις ζωές μας, από την στιγμή που θα γεννηθούμε μέχρι που θα αφήσουμε την τελευταία μας πνοή, αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Οι περισσότεροι από μάς δεν είμαστε από τη φύση μας πλασμένοι να προκαλούμε πόνο στους άλλους. Για να γίνει αυτό, πρέπει κάποιοι να μας εκπαιδεύσουν να το κάνουμε, σιγά σιγά, βήμα βήμα. Οι περισσότεροι από μάς είμαστε από τη φύση μας καλοπροαίρετοι, και μόλις μας δοθούν πληροφορίες και ερεθίσματα με αγαθό και αλτρουιστικό περιεχόμενο, συνήθως καταλήγουμε σε αγαθές και αλτρουιστικές αποφάσεις. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που οι κυβερνώντες φροντίζουν να μην έχουμε ποτέ πρόσβαση σε αγαθές και αλτρουιστικές πληροφορίες.

Για αυτό ακριβώς τον λόγο οι περισσότεροι από μάς αδυνατούν να καταλάβουν γιατί οι περικοπές που επιβάλλονται στις δημόσιες δαπάνες από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις είναι ένα τόσο εσφαλμένο και άδικο μέτρο. Οι περισσότεροι φαίνεται να πιστεύουν ότι επειδή οι κυβερνώντες τους λένε ότι οι περικοπές είναι απολύτως αναγκαίες, ότι “δεν υπάρχει εναλλακτική λύση” και ότι “στην ίδια βάρκα είμαστε όλοι”, αυτό είναι το σωστό και το δίκαιο. Εξάλλου, οι αξιόπιστοι ηγέτες ενεργούν πάντα για το συμφέρον μας, σωστά; Γιαυτό τους έχουμε εμπιστοσύνη. Και είναι προφανές ότι η πλειοψηφία από εμάς έχει εμπιστοσύνη στους ηγέτες μας. Αν όχι, γιατί τόσοι πολλοί από αυτούς επανεκλέγονται;

Κι όμως, δεν είναι δύσκολο να αποδείξει κανείς ότι οι προσπάθειες αναστήλωσης μιας κατεστραμμένης οικονομίας μέσα από περικοπές στις δημόσιες δαπάνες αποτελεί ένα κατάφωρο σφάλμα.
Κεφάλαιο Πρώτο: Φταίνε οι Τράπεζες
Αν και αυτή είναι αναμφισβήτητα η αιτία στην οποία μας οδηγεί το συναίσθημα, είναι και η αδιαμφισβήτητη αλήθεια, και επομένως πρέπει να τονιστεί.
Το τεράστιο δημόσιο χρέος το οποίο καλούνται να αποκαταστήσουν οι κυβερνήσεις προκλήθηκε από κερδοσκόπους επενδυτές-τραπεζίτες που ενήργησαν σε συνεννόηση με κυβερνητικούς “ρυθμιστές” (ή “απορρυθμιστές” για να είμαστε πιο ακριβείς). Αν και είναι πολλοί αυτοί που έχουν επισημάνει αυτό το κραυγαλέο γεγονός, αναμένοντας ότι σε κάποιους θα πρέπει να αποδοθούν ευθύνες, οι αξιόπιστοι ηγέτες μας εξακολουθούν να εθελοτυφλούν και να επιμένουν ότι ο λαός πρέπει να πληρώσει το χρέος των “banksters” και όχι οι ίδιοι οι “banksters”. “Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση”, μας λένε. Αν και ο Βρετανός υπουργός οικονομικών, Τζωρτζ Όσμπορν, επέβαλε πρόσφατα μια νέα εισφορά στις τράπεζες, η εισφορά αυτή είναι ένα γελοίο 0,04% επί των κερδών, ποσό τόσο μηδαμινό που θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν το έκανε επίτηδες για να προκαλέσει τη δημόσια οργή, ή αν η αριστοκρατική αλαζονεία του είναι τόσο εξευγενισμένη που απλά δεν του καίγεται καρφί – η Οσμπόρνια εκδοχή του “ας φάνε παντεσπάνι” της Αντουανέτας, κάτι που ίσως ο ίδιος να σκέφτεται και να του προκαλεί γέλια ενώ πίνει το ροζ του τζιν στη “λέσχη” με την υπόλοιπη παρέα του, του δόγματος “Οι φόροι προρίζονται για τα ανίσχυρα ανθρωπάκια”.
Η απαίτηση αυτή για άγριες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, την ίδια στιγμή που επιβάλλεται μια απλή εισφορά της τάξεως του 0,04% στους “banksters”, οι οποίοι κατά κύριο λόγο λεηλάτησαν την οικονομία, δεν είναι μόνο εσφαλμένη κίνηση, αλλά πράξη ανήθικη.

Κεφάλαιο Δεύτερο: οι Περικοπές των Δημόσιων Δαπανών
Και πάμε στο κυρίως θέμα. Είναι πράγματι απαραίτητες οι περικοπές στις δημόσιες δαπάνες; Εαν είναι, ποιος είναι ο δικαιότερος τρόπος που θα μπορούσαν να γίνουν;
(α) Έχοντας προβλέψει ήδη ένα χρόνο πριν ότι αυτές οι περικοπές ήταν επικείμενες, έγραψα στην επικεφαλής του τοπικού συμβουλίου μας. Εξήγησα ότι θα μπορούσα να της δείξω πώς μπορούν να εξοικονομηθούν πόροι για τον προϋπολογισμό, χωρίς καμία εμφανή απώλεια στις παροχές υπηρεσιών κοινής ωφελείας. Δεν θα ήταν δύσκολο, αφού είχα κάποτε εργαστεί στο δημόσιο και είχα κάποια πείρα. Της έγραψα, όχι επειδή περίμενα πραγματικά να δεχτεί την προσφορά μου, αλλά επειδή πιστεύω ότι τις αρχές πρέπει να τις περνάμε από δοκιμασίες: πρέπει να τους προτείνουμε ένα εναλλακτικό μοντέλο, ώστε να μην είναι σε θέση να μας πουν αργότερα: “Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση”. Το έκανα, όμως, και για έναν άλλο λόγο: πιστεύω ότι οι δημόσιες υπηρεσίες πρέπει να παρέχονται από τις τοπικές κυβερνήσεις και να ελέγχονται από εκλεγμένους αξιωματούχους. Δεν πιστεύω στις δημόσιες υπηρεσίες που παρέχονται από ανώνυμους, μη εκλεγμένους, που παίρνουν αποφάσεις για μάς κάπου μακριά, σε εταιρικές αίθουσες συνεδριάσεων. Αν και γνωρίζω πολύ καλά ότι υπάρχει τεράστια σπατάλη και αναποτελεσματικότητα στον δημόσιο τομέα, γνωρίζω επίσης πολύ καλά ότι οι δημόσιες υπηρεσίες παρέχονται καλύτερα από τον ίδιο τον δημόσιο τομέα και όχι από εταιρείες.
Οι δημόσιες υπηρεσίες σήμερα στελεχώνονται, ως επί το πλείστον, μέσω μιας διογκωμένης γραφειοκρατίας της διαχείρισης και ενός μετά βίας ικανού σε αριθμό εργατικού δυναμικού. Ενώ οι εργαζόμενοι (εκείνοι που έρχονται σε άμεση επαφή με τον πολίτη) αμοίβονται απλώς ικανοποιητικά για την εργασία τους, αυτοί που έχουν διοικητικά πόστα (και που αποφεύγουν συνήθως το κοινό σαν την πανούκλα) αμοίβονται πολλές φορές υπερβολικά για τη μικρή συνεισφορά τους. Μόλις αυτό το απλό γεγονός γίνει σαφώς κατανοητό, η λύση στο πρόβλημα είναι προφανής: θα πρέπει να μειωθεί το κόστος της τάξης των διοικητικών.
Πρότεινα, λοιπόν, στην επικεφαλής του συμβουλίου μας μια αναδόμηση του μοντέλου διοίκησης του συμβουλίου μας κατά τα πρότυπα ενός συνεταιριστικού συστήματος, όπου η λήψη των αποφάσεων θα γίνεται από τους ίδιους τους εργαζόμενους, οι οποίοι θα ψηφίζουν τις όποιες αλλαγές με πλειοψηφική συναίνεση. Το μοντέλο έχει χρησιμοποιηθεί με επιτυχία εδώ και αιώνες (αν όχι χιλιετίες) σε όλο τον κόσμο. Δεν αποτελεί καινοτομία και η αποτελεσματικότητά του είναι αναμφισβήτητη.
Της πήρε κάποιο χρόνο για να μου απαντήσει, και όταν τελικά το αποφάσισε, το έκανε τηλεφωνικώς και όχι γραπτώς. Μου απάντησε ότι, σύμφωνα με το μοντέλο μου, το προσωπικό θα εργαζόταν εκτός ιεραρχίας, πράγμα που παραβιάζει τους όρους του καταστατικού που αφορούν τις συνθήκες και τις αμοιβές ανάλογα με την αρμοδιότητα, πράγμα που προφανώς σήμαινε ότι δεν μπορούσε να εφαρμοστεί. Εννοείται.
Έλα όμως που έμαθα από κάποιες πηγές μου ότι αυτό το ίδιο συμβούλιο είναι τώρα έτοιμο να αντιμετωπίσει μια νέα πραγματικότητα, όπου οι εργαζόμενοι πρόκειται να δεχτούν περικοπές στις αμοιβές τους… λόγω επαναπροσδιορισμού των κλιμακίων αποδοχών τους. Φαίνεται ότι όταν κάτι τέτοιο εξυπηρετεί τους κυβερνώντες, οι αλλαγές στις αρμοδιότητες και τα κλιμάκια αποδοχών των εργαζομένων δεν είναι τόσο δύσκολες όσο νόμιζα εγώ ο αφελής
(β) Ας δούμε τώρα τους ειδικούς τομείς των δημόσιων δαπανών που ο καλός μας υπουργός οικονομικών προτίθεται να πετσοκόψει: ο,τιδήποτε παρέχει ουσιαστική στήριξη στην αγωνιζόμενο λαό, από την κοινωνική στέγαση, μέχρι τις ειδικές παροχές κοινωνικής πρόνοιας, μέχρι τις συντάξεις, όλα πάνε για τσεκούρι. Αντίθετα, υπουργικά γραφεία και κυβερνητικές επιτροπές που δεν παρέχουν απολύτως καμμία υπηρεσία στον λαό, όπως η “οικονομική ενίσχυση” σε χώρες του εξωτερικού και το υπουργικό επιτελείο του ίδιου του υπουργού, καθώς και ένα πλήθος από σκοτεινές κοινοβουλευτικές επιτροπές, παραμένουν εντελώς αλώβητες.
Η διαχρονική “εξασφάλιση” της “οικονομικής ενίσχυσης” σε χώρες του εξωτερικού έχει το ενδιαφέρον της. Δημιουργεί την εντύπωση πως, ο κόσμος να χαλάσει, η Βρετανία θα τηρεί τις δεσμεύσεις της για να συνδράμει τους απανταχού στερημένους. Α έτσι! Κι εγώ που νόμιζα ότι η φιλανθρωπία αρχίζει από το σπίτι μας… Πέστε μου αλήθεια: γιατί θα πρέπει οι αξιόπιστοι ηγέτες μας να νοιάζονται τόσο πολύ για την αρωγή χωρών του εξωτερικού, όταν εδώ υπάρχουν δικοί μας φτωχοί και στερημένοι; Όπως συμβαίνει με τα περισσότερα πράγματα που έχουν να κάνουν με τους κυβερνώντες, οι πρώτες εντυπώσεις συχνά μπορεί να είναι… κάπως παραπλανητικές.
Η “οικονομική ενίσχυση” είναι μια από αυτές τις λέξεις που έχουν ακριβώς την αντίθετη σημασία από εκείνη που οι αξιόπιστοι ηγέτες μας θέλουν να καταλάβουμε. Αν τηρήσουμε πιστά το Οργουελικό πρότυπο, η λέξη “οικονομική ενίσχυση”, όταν ξεστομίζεται από τους αξιόπιστους ηγέτες μας, σημαίνει στην πραγματικότητα “εκμετάλλευση”. Η “οικονομική ενίσχυση χωρών του εξωτερικού” μπορεί να πάρει διαφορετικές μορφές, από την προμήθεια εξοπλισμών σε στρατιωτικές δικτατορίες, έως το ξεφόρτωμα των πλεονασμάτων σιτηρών από μεγάλες και γερά επιδοτούμενες εταιρείες γεωργικών προϊόντων της Δύσης σε αδύναμες οικονομίες του Τρίτου Κόσμου, έως τη διοχέτευση φιλανθρωπικών δωρεών που το αφελές κοινό κάνει (καλή τη πίστει) σε διεθνείς τραπεζικές εταιρείες που τις “διαχειρίζονται”. Από τη στιγμή που θα κατανοήσουμε αυτό το γεγονός, θα γίνει λίγο πιο προφανής ο λόγος για τον οποίο η “οικονομική ενίσχυση” σε χώρες τους εξωτερικού θα πρέπει παση θυσία να “εξασφαλιστεί”.
γ. Qui Bono? Ποιοί ωφελούνται στην πραγματικότητα όταν γίνονται περικοπές στο δημόσιο τομέα; Με μια λέξη, οι επιχειρήσεις.
Η περικοπή των δημόσιων υπηρεσιών στις πιο ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού δημιουργεί “ευκαιρίες” για τις εταιρείες, οι οποίες αμέσως καλύπτουν το κενό που δημιουργήθηκε. Ο φορολογούμενος θα πληρώνει ακόμα, φυσικά, αφού στις εταιρίες παρέχονται από τις κυβερνήσεις συμβάσεις που τους δίνουν το δικαίωμα να παρέχουν τις υπηρεσίες για τις οποίες, μέχρι πρόσφατα, η ίδια η κυβέρνηση είχε την άμεση ευθύνη. Το να παρέχονται οι υπηρεσίες αυτές μέσω κάποιων ανώνυμων, μέσα σε αίθουσες συνεδριάσεων κάποιας εταιρείας, έχει για τις κυβερνήσεις σαφή πλεονεκτήματα, όπως:
1. Τη λογοδοσία: Αφού οι κυβερνήσεις δεν θα παρέχουν πλέον άμεσα τις υπηρεσίες, μπορούν να αδιαφορούν για την ποιότητα τους. Μάλιστα, ίσως φτάσουν και στο σημείο να υποκρίνονται ότι κατανοούν απόλυτα την αγανάκτηση των δυσαρεστημένων αποδεκτών των εν λόγω υπηρεσιών και, εφόσον είναι αναγκαίο και/ή σκόπιμο για κομματικά συμφέροντα, να αντικαταστήσουν τον παροχέα με έναν άλλο. (Ωστόσο, αυτό μπορεί μερικές φορές να οδηγήσει σε μια ακόμη πιο σοβαρή οικονομική επιβάρυνση για τον φορολογούμενο, αφού οι εταιρείες προσλαμβάνουν ακριβοπληρωμένους δικηγόρους για να διασφαλίσουν ότι, αν κάτι τέτοιο προκύψει, θα ακολουθήσουν ασύμφορες για τους εναγόμενους μηνύσεις.)
2. Το ρευστό: Τα έξοδα των προεκλογικών εκστρατειών πληρώνονται από εταιρείες, οι οποίες είναι νομικά εξουσιοδοτημένες να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη. Με άλλα λόγια, δεν ξοδεύουν ούτε ένα λεπτό αν δεν είναι βέβαιες ότι θα πάρουν πίσω τα δεκαπλάσια τουλάχιστον. Ο μόνος τρόπος να εξασφαλιστεί ότι το ρευστό από ένα προεκλογικό αγώνα θα ρέει συνεχώς είναι η διασφάλιση ότι οι εν λόγω εταιρείες θα πάρουν πίσω όσα κέρδη είχαν προσυμφωνήσει.
Έτσι, ο απλός λαός αναπόφευκτα θα είναι τώρα σε χειρότερη κατάσταση από πριν. Οχι μόνο θα πρέπει να πληρώνει τους νέους εταιρικούς παροχείς υπηρεσιών έμμεσα, μέσω των φόρων του, αλλά θα πρέπει δια βίου να καταβάλλει στον παροχέα ένα επιπλέον ποσό για οποιαδήποτε υπηρεσία λαμβάνει. Αλλά αυτό δεν είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο ο λαός θα γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης. Θα έλθουν και χειρότερα.
Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του να εξακολουθούν οι δημόσιες υπηρεσίες να παρέχονται από δημόσιους υπαλλήλους είναι ότι, ανεξάρτητα από το κόστος της υπηρεσίας αυτής σε μισθούς και ημερομίσθια, τα χρήματα αυτά παραμένουν στο δημόσιο με το να φορολογούνται και να δαπανώνται σε τοπικές επιχειρήσεις και υπηρεσίες. Αντίθετα, μόλις μια εταιρεία εμπλακεί, όλα αυτά αλλάζουν. Οι χαμηλόμισθοι υπάλληλοι, που καλούνται να παρέχουν τώρα την υπηρεσία που κάποτε παρείχαν αρκετά καλά αμειβόμενοι δημόσιοι υπάλληλοι, θα πρέπει να εργάζονται για πολύ χαμηλότερες αποδοχές. Ο αριθμός των υπαλλήλων θα μειωθεί, ενώ το ωράριο εργασίας θα είναι μεγαλύτερο σε διάρκεια και οι συνθήκες εργασίας πιο επισφαλείς. Με λίγα λόγια, θα υπάρχουν λιγότερα έσοδα για τις τοπικές οικονομίες από τις τσέπες των εργαζομένων, γιατί θα είναι μειωμένο το εργατικό δυναμικό και χαμηλότερες οι αμειβές. Εν τω μεταξύ, στην κορυφή αυτού του άθλιου σωρού, μια μικρή χούφτα από αισχρά καλοπληρωμένους ιδιώτες θα πρέπει να κάνουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να εξασφαλίσουν ότι τα κέρδη των εταιρειών δεν θα φορολογούνται, και ότι η προσωπική περιουσία τους θα μπορούσε να δαπανηθεί σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου: δηλαδή, το σύνδρομο “Στίψε τους από κάτω για να πάει ο χυμός επάνω”.
Tο ακάλυπτο, αιμοσταγές, μοχθηρό πρόσωπο του συστήματος που σήμερα ονομάζουμε “κυβέρνηση” φανερώνεται με πολλούς τρόπους, αλλά το σύστημα αυτό πρέπει να γίνει αντιληπτό, προκειμένου να μπορέσουμε να δούμε το κακό που κάνει. Είναι σαν να παρακολουθούμε έναν μάγο. Οι μάγοι μπορούν να μας κάνουν να πιστέψουμε διάφορα εκπληκτικά πράγματα, έως ότου ανακαλύψουμε ποιό είναι το κόλπο, οπότε και αναρωτιόμαστε πώς είναι δυνατόν κανείς να πιστεύει σε τέτοιες ανοησίες. Δεν υπάρχει κανένα απολύτως όφελος για τον λαό από την συρρίκνωση του δημόσιου τομέα και τις περικοπές στις δημόσιες παροχές. Οι μόνοι που επωφελούνται είναι η ίδια πάντα μικροσκοπικη χούφτα ανθρώπων που επωφελείται πάντα: οι πολύ πλούσιοι.
Τέλος -γιατί να μην το ομολογήσουμε;- δεν είναι η πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία που αποδεικνύεται ότι ο μόνος ξύπνιος λαός στην Ευρώπη είναι οι Γάλλοι…

 

* Την επιμέλεια της μετάφρασης του πρωτότυπου κειμένου έχει η μεταφραστική ομάδα του ιστολογίου “Ας μιλήσουμε επιτέλους“.