Του Αθανασιου Eλλις, Καθημερινή

 

Η ανατροπή του πολιτικού σκηνικού μετά τη νίκη των Ρεπουμπλικάνων στις ενδιάμεσες εκλογές θα δυσχεράνει και τις προσπάθειες στήριξης της ελληνικής οικονομίας από την κυβέρνηση Ομπάμα, καθώς σε αυτές αντιτίθενται αρκετοί Ρεπουμπλικάνοι, οι οποίοι μετά την εξασφάλιση του ελέγχου της Βουλής θα έχουν πλέον λόγο στην υπερψήφιση νομοσχεδίων και την υλοποίηση αποφάσεων. 
Ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας των Ρεπουμπλικάνων, και πιθανός υποψήφιος για την προεδρία το 2012, Μάικ Πενς, για παράδειγμα, έχει δημόσια καλέσει την κυβέρνηση Ομπάμα να μην χρησιμοποιεί χρήματα των Αμερικανών φορολογουμένων για τη διάσωση της Ελλάδας ή άλλων σχετικά εύπορων ευρωπαϊκών χωρών.

Αρκετοί συντηρητικοί Ρεπουμπλικάνοι καταγγέλλουν τη διαφθορά και το «σοσιαλιστικό σύστημα υπερβολικών κοινωνικών παροχών» της Ελλάδας και υποστηρίζουν ότι οι Αμερικανοί φορολογούμενοι δεν πρέπει να επιδοτούν, μέσω του ΔΝΤ την ιατρική περίθαλψη, τα επιδόματα και τις πολυήμερες διακοπές των Ελλήνων, όταν στην Αμερική πολλοί εργαζόμενοι έχουν μόλις δύο εβδομάδες διακοπές τον χρόνο και είναι ανασφάλιστοι. Σε αυτό το πλαίσιο κάποιοι εξετάζουν ακόμη και την προώθηση νομοσχεδίων που θα μπλοκάρουν τη συμμετοχή των ΗΠΑ σε δάνεια του ΔΝΤ προς χώρες της Ευρωζώνης, προβάλλοντας το αφοπλιστικό επιχείρημα ότι «όπως οι ΗΠΑ δεν ζητούν από την Ε.Ε. να χρηματοδοτήσει την Καλιφόρνια ή το Νιου Τζέρσεϊ, έτσι και οι Ευρωπαίοι δεν θα πρέπει να αναμένουν από την Αμερική να δανειοδοτήσει την Ελλάδα, την Πορτογαλία ή την Ισπανία».

Η κυβέρνηση Ομπάμα υπήρξε τους προηγούμενους μήνες από τους σθεναρότερους υποστηρικτές της διάσωσης της Ελλάδας, κυρίως στο πλαίσιο του ΔΝΤ. Πέρα από τις συμβολικού χαρακτήρα δηλώσεις στήριξης, όπως αυτές του ίδιου του προέδρου τον περασμένο Μάρτιο ότι «στις καλές αλλά και στις κακές στιγμές οι ΗΠΑ θα είναι πάντα φίλος και εταίρος του ελληνικού λαού», και του αντιπροέδρου Μπάιντεν πριν από ενάμιση μήνα ότι «η Ελλάδα βρίσκεται στον σωστό δρόμο», υπήρξαν επανειλημμένες ουσιαστικές παρεμβάσεις του κ. Ομπάμα προς σημαντικούς Ευρωπαίους ηγέτες και κυρίως τη Γερμανίδα καγκελάριο, Αγκελα Μέρκελ, για να συναινέσουν σε μια διαδικασία διάσωσης της Ελλάδας. Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκαν επίσης ο υπουργός Οικονομικών, Τίμοθι Γκάιτνερ και ο διοικητής της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας, Μπεν Μπερνάνκι. Η πλέον έμπρακτη παρέμβαση έγινε στους κόλπους του ΔΝΤ όπου ο ρόλος της ισχυρότερης οικονομίας του κόσμου είναι εκ των πραγμάτων καθοριστικός. Ως ο μεγαλύτερος μέτοχος του Ταμείου, με 17% των ψήφων, οι ΗΠΑ αποτελούν τη σημαντικότερη φωνή στη λήψη των αποφάσεων.

Με βάση το ποσοστό της αμερικανικής συμμετοχής στο δάνειο που έχει δώσει η τρόικα στην Ελλάδα, η συμβολή των ΗΠΑ ανέρχεται σε περίπου 7 δισ. δολάρια. «Οι Αμερικανοί φορολογούμενοι κινδυνεύουν να επωμισθούν το κόστος μιας πιθανής πτώχευσης της Ελλάδας» υποστήριξε ο κ. Πενς ο οποίος επέκρινε και την πιθανή συμμετοχή των ΗΠΑ στον υπό εκκόλαψη μηχανισμό στήριξης που αποφάσισε η Ε.Ε. Η συμμετοχή του Ταμείου υπολογίζεται σε 320 δισ. δολάρια που σημαίνει ότι οι ΗΠΑ θα συνεισφέρουν 54 δισ. «Ποιος είπε στην κυβέρνηση Ομπάμα ότι εμείς έχουμε αυτά τα χρήματα για να ξελασπώσουμε την Ε.Ε. από τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό», αναρωτήθηκε ο κ. Πενς.

Σε κρίση το ελληνοαμερικανικό λόμπιΠλήγμα και για τον Ελληνισμό συνιστά εν πολλοίς το αποτέλεσμα των ενδιάμεσων αμερικανικών εκλογών. Κι αυτό γιατί, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, η ισχύς της ελληνοαμερικανικής κοινότητας στο Κογκρέσο συρρικνώθηκε, ενώ μειώθηκε σημαντικά και ο αριθμός των φίλα προσκείμενων νομοθετών. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από μια πρώτη ανάγνωση των αποτελεσμάτων, οι δύο Ελληνοαμερικανοί που διεκδικούσαν την εκλογή τους στη Γερουσία δεν τα κατάφεραν. Στο Ιλινόι ο Αλέξης Γιαννούλιας έχασε οριακά με 48% – 46% σε μια αναμέτρηση με υψηλό συμβολισμό, καθώς, ως γνωστόν, επρόκειτο για τη θέση που διατηρούσε ο ίδιος ο Μπαράκ Ομπάμα μέχρι την εκλογή του στη προεδρία, ενώ στη Φλόριντα, ο κυπριακής καταγωγής νυν κυβερνήτης, Τσάρλι Κριστ, ο οποίος κατέβηκε ως ανεξάρτητος, έχασε από τον Ρεπουμπλικανό και εκλεκτό του κινήματος του Τσαγιού.


Στη Βουλή, ωστόσο, ήταν τέσσερις οι Ελληνοαμερικανοί που επανεξελέγησαν: ο Γκας Μπιλιράκης στη Φλόριντα, η Σέλι Μπέρκλεϊ στη Νεβάδα, ο Τζον Σαρμπάνης στο Μέριλαντ, και η Νίκη Τσόγκα στη Μασαχουσέτη, ενώ έχασαν ο Ζακ Σπέις στο Οχάιο, η Σούζαν Κοσμάς στη Φλόριντα, ο Ντιν Σκόντρας στο Μέιν, και η Ντίνα Τάιτους στη Νεβάδα. Ο τελικός απολογισμός είναι μάλλον αρνητικός, καθώς οι προσδοκίες ήταν μεγαλύτερες και η προϊστορία πλουσιότερη.