Toυ Αγγελου Σταγκου

Σήμερα το βράδυ θα δούμε πώς θα διαμορφωθεί ο πολιτικός χάρτης, θα αναλύσουμε με εμβρίθεια το χρώμα του, θα εξετάσουμε το γιατί και το πώς, θα ακούσουμε πολιτικά πρόσωπα να θριαμβολογούν ή να δικαιολογούν. Σίγουρα δεν πρόκειται να ακούσουμε οτιδήποτε για τα προβλήματα και τις προκλήσεις που θα έχουν να αντιμετωπίσουν οι εκλεγμένοι περιφερειάρχες και δήμαρχοι, γιατί αυτές οι εκλογές ήταν μόνο κατ’ όνομα αυτοδιοικητικές. Αλλωστε και πέρα από τον μνημονιακό – αντιμνημονιακό χαρακτήρα που πήραν αυτές οι εκλογές, με ευθύνη αντιπολίτευσης και κυβέρνησης, η σημασία του ρόλου που παίζει η τοπική αυτοδιοίκηση στην καθημερινότητα του πολίτη δεν έχει εμπεδωθεί ούτε από τον ίδιο ούτε από τα μίντια.

Αλλά και η όλη αντιπαράθεση και συζήτηση γύρω από το Μνημόνιο φαίνεται να έχει ξεφύγει από την ουσία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Μνημόνιο επιβάλλει σκληρούς όρους και αλλαγές που η ελληνική κοινωνία είναι αναγκασμένη να τις δεχθεί μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα.

Δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία ότι το εγχείρημα είναι δύσκολο και απαιτεί προσόντα και αρετές που δεν έχουμε δείξει ότι διαθέτουμε σε συλλογικό επίπεδο. Ακόμη περισσότερο, κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι ο δρόμος που μας επέβαλαν και ακολουθούμε θα μας βγάλει στην αντίπερα όχθη, καθώς και το διεθνές οικονομικό (και πολιτικό σε μεγάλο βαθμό) περιβάλλον βρίσκεται σε ανισορροπία.

Από την άλλη πλευρά, είναι απόλυτα σίγουρο ότι η χώρα είχε ήδη εξοκείλει και έπεφτε στα βράχια, όταν αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να προσφύγει στον μηχανισμό στήριξης της οικονομίας, δηλαδή στην τρόικα και το Μνημόνιο. Δεν έχει τόση σημασία αν έπρεπε να το κάνει νωρίτερα ή αν καθυστέρησε κάποιους μήνες. Είναι απόλυτα βέβαιο ότι βάδιζε, αμέριμνη και μες στην τρελή χαρά, προς τη χρεοκοπία. Το ελληνικό μοντέλο του υπερδανεισμού, της υπερκατανάλωσης, της διαφθοράς, της ασυναρτησίας, της έλλειψης παραγωγής και παραγωγικότητας, του υπερφορτωμένου και ανίκανου δημόσιου τομέα, είχε τελειώσει και δεν το ξέραμε.

Τα νούμερα του χρέους, του ελλείμματος, του ισοζυγίου συναλλαγών ήταν και παραμένουν εφιαλτικά. Δεν μπορούσαμε και δεν μπορούμε να βρούμε δανεικά πλέον.

Ο κάθε καλόπιστος και νοήμων αντιλαμβάνεται ότι και χωρίς το Μνημόνιο, τα περισσότερα, αν όχι όλα, από τα μέτρα που περιλαμβάνει θα έπρεπε να τα πάρουμε και μόνοι μας. Στην Ελλάδα όμως του άκρατου λαϊκισμού υπάρχει μεγάλο έλλειμμα ορθοφροσύνης, αλλά και ηγεσίας. Δεν έχουμε πραγματικούς ταγούς ούτε στην πολιτική σκηνή, αλλά ούτε και στον ιδιωτικό τομέα, που να μπορούν να δουν κατάματα τα τεράστια προβλήματα, να τα διαχειριστούν, να τολμήσουν, να οδηγήσουν με στιβαρό χέρι το κοπάδι σε τόπους «χλοερούς», ή τουλάχιστον πιο «χλοερούς» από την τωρινή «έρημο». Δεν είναι καθόλου εύκολο, ιδιαίτερα όταν η μεγάλη πλειοψηφία της κοινής γνώμης αρνείται να δει την πραγματικότητα, αλλά τους ηγέτες τους χρειαζόμαστε περισσότερο στους δύσκολους καιρούς.

Δυστυχώς, σήμερα έχουμε μία κυβέρνηση που δεν πείθει ότι μπορεί να διαχειριστεί με επάρκεια και αποτελεσματικότητα την κατάσταση της παρακμής στην οποία έχουμε περιέλθει. Της λείπει η πολιτική κρίση, ο συντονισμός και η οργάνωση, η βούληση σε μεγάλο βαθμό, η αντίληψη του «μάνατζμεντ». Δεν μπορεί να πετύχει τους στόχους και ταυτόχρονα δεν είναι καλή στους χειρισμούς, ούτε καν στην επικοινωνία. Είναι μία κυβέρνηση δίχως «χάρισμα». Από την άλλη πλευρά, έχουμε μία αντιπολίτευση που αδυνατεί ή δεν θέλει να δει την πραγματικότητα, είτε για λόγους καιροσκοπισμού είτε για λόγους ιδεοληψίας, ανάλογα με την πολιτική τοποθέτηση των κομμάτων που την απαρτίζουν. Το πολιτικό προσωπικό της είναι εξαιρετικά χαμηλού επιπέδου. Κοινό χαρακτηριστικό της, η καταδίκη του Μνημονίου με επιχειρήματα λαϊκίστικα, ή και χωρίς επιχειρήματα. Και, πάντως, δίχως εναλλακτικές πειστικές προτάσεις.

Το χειρότερο, ενώ εδραιώνεται πάλι η πεποίθηση ότι τα «νούμερα δεν βγαίνουν», ούτε η Ευρώπη είναι ικανή να εμπνεύσει αισιοδοξία ούτε το ευρύτερο διεθνές περιβάλλον δημιουργεί ελπίδες που θα μπορούσαν να αναπληρώσουν το αίσθημα απαισιοδοξίας που μας κυριεύει.