Μία μελέτη του Λέοντα Ναρ υπό το πρίσμα των εκλογικών προτιμήσεων των μελών της και την εκλογή Ελληνοεβραίων βουλευτών.

Θεσσαλονίκη.- Της Σοφίας Παπαδοπούλου

Μια ενδελεχή, πρωτότυπη προσέγγιση της ιστορικής πορείας της ισραηλιτικής κοινότητας Θεσσαλονίκης, από το 1915 έως το 1936, μέσα από την παρουσία και τη δράση των Ελληνοεβραίων βουλευτών της περιόδου, επιχειρεί ο συγγραφέας, Δρ. Φιλολογίας του ΑΠΘ, Λέων Α. Ναρ, με την τελευταία του μελέτη.

Η μελέτη, η οποία βρίσκεται στο στάδιο της ολοκλήρωσης και θα κυκλοφορήσει στο άμεσο μέλλον και σε βιβλίο, “ντυμένο” με πλούσιο φωτογραφικό υλικό, αποτελεί μια απόπειρα καταγραφής των εκλογικών προτιμήσεων της κοινότητας, την παραπάνω χρονική περίοδο, σε άμεσο συσχετισμό με τα ενδοκοινοτικά ιδεολογικά ρεύματα (σιωνιστικό, σοσιαλιστικό και αφομοιωτικό), εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Λέων Ναρ.

“Παρακολουθώ το ζήτημα παράλληλα με την ιστορία της πόλης”, σημειώνει ο κ. Ναρ, ο οποίος καταγράφει, με τον πρωτότυπο αυτό τρόπο, την ιστορική εξέλιξη μιας κοινότητας που το 1912, κατά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, ήταν η ισχυρότερη πληθυσμιακά, ενώ με την αλλαγή της διοίκησης (η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε δώσει πολλά προνόμια στην κοινότητα) και τις μετέπειτα εξελίξεις, που οδήγησαν στην αλλαγή της πληθυσμιακής “ταυτότητας” της πόλης, συρρικνώνεται και χάνει σημαντικό μερίδιο επιρροής.

Στο πλαίσιο της καταγραφής αυτής, βασικές μεταβλητές, υπό το πρίσμα των οποίων εξετάζεται η συγκεκριμένη χρονική περίοδος είναι, όπως αναφέρεται στο εισαγωγικό σημείωμα της μελέτης: “η γενικότερη πολιτική δραστηριοποίηση των Ισραηλιτών της Θεσσαλονίκης, η αντιμετώπιση του εβραϊκού στοιχείου από τον Τύπο της εποχής, οι συσχετισμοί με άλλες εκλογικές αναμετρήσεις, όπως οι δημοτικές και ενδοκοινοτικές εκλογές που διεξάγονταν παράλληλα, οι εσωτερικές διαφοροποιήσεις στα πλαίσια της εβραϊκής κοινότητας και η εξέλιξή της από πλειοψηφούσα, πληθυσμιακά, ομάδα της Θεσσαλονίκης σε θρησκευτική μειονότητα, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν”.

Με σεβασμό κι αίσθημα ευθύνης απέναντι στην υπό εξέταση ιστορική περίοδο, ο Λέων Ναρ δεν θα μπορούσε παρά να συμπεριλάβει στη μελέτη του στοιχεία σχετικά με τις ειδικές, ιστορικές, πολιτικές, θρησκευτικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν στη Θεσσαλονίκη, κατά τις πρώτες τρεις δεκαετίες του 20ου αιώνα.

“Ένα ζήτημα που το βιβλίο καλείται να αντιμετωπίσει είναι να προσθέσει νέο, πρωτότυπο υλικό και να διαφοροποιηθεί από όσες μελέτες έχουν θίξει πτυχές του υπό εξέταση θέματος. Κάτω από αυτό το πλαίσιο, δίνεται μεγάλη έμφαση στην παρουσία των ισραηλιτών βουλευτών στο Ελληνικό Κοινοβούλιο και παρουσιάζονται, για πρώτη φορά συγκεντρωμένα, αποσπάσματα από αγορεύσεις που οι Εβραίοι βουλευτές εκφώνησαν στη Βουλή. Οι αγορεύσεις αυτές, όπως είναι ευνόητο, δεν παρατίθενται ανεξάρτητες η μία από την άλλη, αλλά εντάσσονται στην ιστορική πραγματικότητα της εποχής. Για την καλύτερη δυνατή προσέγγιση του θέματος, πέρα από το σύνολο των ομιλιών που οι ισραηλίτες βουλευτές εκφώνησαν στο Κοινοβούλιο, καθώς και τη σχετική βιβλιογραφία, αξιοποιήθηκαν φύλλα εφημερίδων της εποχής, κυρίως της Μακεδονίας, της Νέας Αλήθειας, του Ριζοσπάστη και της Εφημερίδας των Βαλκανίων”, διευκρινίζει ο κ. Ναρ.

Ο Βενιζέλος, η πυρκαγιά του 1917 και η αργία του Σαββάτου

Στο διάστημα από το 1915 έως το 1936, πραγματοποιήθηκαν 10 φορές βουλευτικές εκλογές, μία επαναληπτική και δύο γερουσιαστικές. Συνολικά, οι Εβραίοι που πολιτεύτηκαν σ’ όλες αυτές τις εκλογές αναμετρήσεις ήταν 58 κι αυτοί που εκλέχτηκαν, τουλάχιστον για μια φορά, ήταν 21. Μάλιστα, με δεδομένο ότι κάποιοι εξελέγησαν περισσότερο από μια φορά, οι έδρες που οι Ισραηλίτες κατέλαβαν στην Βουλή, στο χρονικό διάστημα 1915-1936, ήταν συνολικά 32.

“Ο Ελευθέριος Βενιζέλος- αναφέρει στο εισαγωγικό σημείωμα της μελέτης ο κ. Ναρ- μέχρι τις εκλογές του 1915, είχε δείξει αρκετά θετική στάση απέναντι στο εβραϊκό στοιχείο της Θεσσαλονίκης, προσδοκώντας, βέβαια, οικονομικά αλλά και ηθικά οφέλη, από τη στιγμή που η ελληνική πολιτεία είχε επιλέξει συνειδητά να δείξει έμπρακτα σημάδια ευαισθησίας απέναντι στην πολυπληθή θρησκευτική μειονότητα”.

Στις εκλογές του 1915, στις οποίες το Κόμμα των Φιλελευθέρων επικράτησε, εκλέχτηκαν πέντε εβραίοι βουλευτές. Ίδιος αριθμός βουλευτών εκλέχτηκε και στην εκλογική αναμέτρηση του Δεκεμβρίου του 1915, από την οποία οι Φιλελεύθεροι απείχαν.

Δύο χρόνια αργότερα, η μεγάλη πυρκαγιά του 1917 κατάφερε ισχυρό “πλήγμα” στην ισραηλιτική κοινότητα της Θεσσαλονίκης, αφού τα 3/4 των αστέγων, όπως επισημαίνει ο κ. Ναρ, προέρχονταν από τους κόλπους της.

“Η κατάσταση που επικράτησε στη Θεσσαλονίκη μετά την πυρκαγιά του 1917 είχε ενισχύσει τις διενέξεις που υπήρχαν ανάμεσα στον εβραϊκό και στον ορθόδοξο πληθυσμό της πόλης”, σημειώνει ο συγγραφέας και κάνει ιδιαίτερη μνεία στο ρόλο που έπαιξαν οι απαλλοτριώσεις των εκτάσεων μετά την πυρκαγιά “με τέτοιο τρόπο που έθιγε τα συμφέροντα της κοινότητας” στη διαμόρφωση της όλης κατάστασης.

Ο εκλογικός αντιβενιζελισμός της πλειοψηφίας της εβραϊκής κοινότητας το 1915, είχε διαμορφώσει μια αρνητική στάση των τοπικών βενιζελικών παραγόντων απέναντι στην πλειοψηφία της εβραϊκής κοινότητας, παρά τις επαφές του Βενιζέλου με τις αρχές της κοινότητας. Στις εκλογές του 1920, οι Φιλελεύθεροι ηττήθηκαν. Στη Βουλή που σχηματίστηκε τρεις ήταν οι Ισραηλίτες βουλευτές που εκλέχτηκαν, οι οποίοι προέρχονταν από το συνδυασμό του Δημητρίου Γούναρη. Η χαμηλή θέση τους στην κατάταξη αποτύπωσε και τη χαμηλή εκλογική επιρροή της εβραϊκής κοινότητας στις εκλογές του 1920, γράφει ο Λέων Ναρ.

Και συνεχίζει: “Οι βουλευτικές εκλογές του 1923 αποκάλυψαν αφενός την ύπαρξη ενός υποβόσκοντος αντισημιτισμού, σ’ ένα μέρος του ελληνικού πολιτικού κόσμου και αφετέρου τη δραστηριοποίηση της εφημερίδας Μακεδονία, που με τα καυστικά άρθρα της υποδαύλισε αισθήματα αντιπάθειας, ακόμη και μίσους στους αναγνώστες της απέναντι στο εβραϊκό στοιχείο της πόλης. Κάτω απ’ αυτές τις δυσχερείς συνθήκες, οι Ισραηλίτες απείχαν από τη διαδικασία και, μέσα σε συνθήκες πρωτοφανούς έντασης, ακόμη και μέσα στους κόλπους της κοινότητας, οι Εβραίοι βουλευτές που κατάφεραν να εκλεγούν ήταν τέσσερις”.

Οι χωριστοί εκλογικοί κατάλογοι για τους Εβραίους, ένα θέμα που τέθηκε επί τάπητος το 1920 και τελικά εφαρμόστηκε το 1923, η απαλλοτρίωση των εκτάσεων μετά την πυρκαγιά του 1917, αλλά και η κατάργηση της αργίας του Σαββάτου, με νόμο του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, έκανε τους Εβραίους να αντιμετωπίσουν το δίλημμα, τι να προτιμήσουν, την τήρηση της παράδοσης και τη διήμερη αργία (μαζί με την Κυριακή) ή την απόλυτη οικονομική και πολιτιστική αφομοίωση. “Η νέα αυτή εξέλιξη είχε και συμβολικό χαρακτήρα, αφού μέχρι τη στιγμή της ψήφισης του συγκεκριμένου νόμου, το Σάββατο, εκτός όλων των άλλων, εκδηλωνόταν περίτρανα η δύναμη του εβραϊκού στοιχείου στην πόλη”, υπογραμμίζει ο κ. Ναρ.

Στις εκλογές του 1926, το 70% των ψήφων των Εβραίων πήρε η Εβραϊκή Πολιτική Ένωση, η οποία προσπάθησε να ενώσει όλες τις τάσεις (σοσιαλιστές, αφομοιωτικούς, σιωνιστές), που μέχρι τότε αντιμάχονταν μεταξύ τους.

“Παρόλο που στην εκλογική αυτή αναμέτρηση δεν υιοθετήθηκε η αρχή για το χωρισμό των εκλογικών σωμάτων, η ομαδοποίηση των εκλογικών κέντρων έγινε με τέτοιο τρόπο, ώστε οι συνοικίες που κατοικούνταν από Ισραηλίτες να είναι άμεσα διακριτές μέσα στη Θεσσαλονίκη. Οι ισραηλίτες βουλευτές που εκλέχτηκαν ήταν δύο για την Εβραϊκή Πολιτική Ένωση και δύο για το Λαϊκό Μέτωπο”, τονίζεται.

Οι εκλογές του 1928, στις οποίες εκλέχτηκαν δύο ισραηλίτες βουλευτές, διεξήχθησαν με το πλειοψηφικό σύστημα και με την επαναφορά των ξεχωριστών καταλόγων κι όπως σημειώνει ο κ. Ναρ: “Οι ισραηλίτες ψηφοφόροι απέδειξαν ότι οι Εβραίοι εξακολουθούσαν να διατηρούν σημαντική δύναμη στην πολιτική σκηνή της Θεσσαλονίκης. Υποχρεώθηκαν, ωστόσο, να ψηφίσουν όχι απλώς σε διαφορετικά εκλογικά τμήματα, όπως στο παρελθόν, αλλά και με ξεχωριστό εκλογικό κατάλογο, παρόλο που υπήρχαν ενδείξεις ότι η Κυβέρνηση, πριν να διαλυθεί η Βουλή, θα αντιμετώπιζε θετικά την κατάργηση και των ξεχωριστών εκλογικών τμημάτων”.

Όταν ο Βενιζέλος έχασε την εξουσία το 1932, η νέα κυβέρνηση χαρακτήρισε το χωριστό εβραϊκό εκλογικό σύλλογο, αντισυνταγματικό και τον κατήργησε.

Στις εκλογές του 1932 αλλά και του 1933 οι Εβραίοι, απογοητευμένοι από τον Βενιζέλο και σοκαρισμένοι από τον εμπρησμό του Κάμπελ που είχε πραγματοποιηθεί το καλοκαίρι του 1931 αλλά και από τα όσα ακολούθησαν, μετακινήθηκαν με συντριπτικά ποσοστά στους αντιβενιζελικούς. Η αδυναμία σχηματισμού Κυβέρνησης οδήγησε σε νέες εκλογές τον Μάρτιο του 1933, στις οποίες εκλέχτηκαν τρεις Εβραίοι βουλευτές. Δύο μήνες αργότερα το εκλογοδικείο Θεσσαλονίκης ακύρωσε τις εκλογές στην εκλογική περιφέρεια Θεσσαλονίκης, με το σκεπτικό ότι οι εκλογικοί σύλλογοι είναι αντίθετοι με το Σύνταγμα. Οι Βενιζελικοί τελικά επικράτησαν και οι Εβραίοι έμειναν χωρίς αντιπροσώπους στην Βουλή.

Στις εκλογές του 1935 εκλέχτηκαν με τον κυβερνητικό συνασπισμό δύο ισραηλίτες βουλευτές, ενώ στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση του Ιανουαρίου του 1936, εκλέχτηκε- για τελευταία φορά- ισραηλίτης βουλευτής στο ελληνικό κοινοβούλιο, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που με περισσή φροντίδα συγκέντρωσε και μελέτησε με το οξύ επιστημονικό του βλέμμα ο Λέων Ναρ.

Λίγα λόγια για το Λέοντα Α. Ναρ

Ο Λέων Α. Ναρ γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1974. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στο Α.Π.Θ. και έκανε Μεταπτυχιακές Σπουδές Νεοελληνικής Φιλολογίας, Βιβλιολογίας και Διδακτικής της Λογοτεχνίας στο ίδιο Πανεπιστήμιο (2000). Το 2007 αναγορεύτηκε Διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας του Α.Π.Θ. Την ίδια χρονιά εξέδωσε (σε συνεργασία με τον Καθηγητή Νομικής του Α.Π.Θ. Γιώργο Αναστασιάδη και το δημοσιογράφο Χρήστο Ράπτη) το βιβλίο “Εγώ ο εγγονός ενός Έλληνα, η Θεσσαλονίκη του Νικολά Σαρκοζί” (εκδ. Καστανιώτη).

Το Σεπτέμβριο του 2009 επιμελήθηκε τον επετειακή έκδοση “25 χρόνια Ιανός”. Το Δεκέμβριο του ίδιου έτους κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη το δίτομο έργο Γιωσέφ Ελιγιά, Άπαντα, με εισαγωγή και επιμέλεια του Λέων Α. Ναρ.

Ο Λέων Α. Ναρ πρόκειται, μέσα στο 2011, να ολοκληρώσει τη συγγραφή λευκώματος που θα κυκλοφορήσει το 2012, ενόψει της επετείου των 100 χρόνων από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.

Μελέτες, κριτικές βιβλίων και ανακοινώσεις του σε συνέδρια έχουν δημοσιευτεί σε αρκετές ελληνικές και ξένες εφημερίδες, καθώς και σε συλλογικούς τόμους. Χρονογραφήματά του δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Μακεδονία της Κυριακής (2006-2008).

Είναι μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής του Κέντρου Ιστορίας Θεσσαλονίκης κι εργάζεται ως καθηγητής Ελληνικής Φιλολογίας σε ιδιωτικό κολέγιο της Θεσσαλονίκης.