Από τον Βασίλη Μπεσκένη, ειδική συνεργασία με την εφημερίδα “Αποκαλύψεις”

Δηλαδή, για να καταλάβω… Το πρόβλημα των δημοσίων υπαλλήλων -σε βαθμό μάλιστα ώστε, όπως διαβάζω, να αποτελεί και casus belli- είναι το να δουλεύουν μισή ώρα παραπάνω ημερησίως; (Στο κάτω κάτω, όπως έλεγε και ο Μποντλέρ: «Εχει αποδειχθεί ότι το να εργάζεσαι είναι λιγότερο ανιαρό από το να χαζεύεις»). Ή το ότι κάποιοι θα χρειαστεί να χτυπάνε κάρτα εξόδου από την υπηρεσία τους αργά το απόγευμα, επικαλούμενοι αλλαγές στο οικογενειακό τους πρόγραμμα, όπως π.χ. το πρωινό ωράριο των παιδικών σταθμών; Μα καλά, διερωτώμαι, όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν ανήλικα παιδιά;…

Παράλληλα, ακούω πως η διαμαρτυρία της ΑΔΕΔΥ βασίζεται στην πρόβλεψη ότι η κυβέρνηση πετάει μια βόμβα για να ανοίξει ευρύτερος διάλογος περί ελαστικοποίησης των σχέσεων εργασίας στο δημόσιο τομέα. Αλλά πάλι, αυτό πόθεν προκύπτει; Γιατί, το πολύ πολύ που μπορεί να πετύχει μια κυβέρνηση -με το υπάρχον Σύνταγμα τουλάχιστον- είναι να συνεχίσει τη φάμπρικα που, δικαίως κατά τη γνώμη μου, ξεκίνησε η ΝΔ του Καραμανλή για τη μη μονιμότητα των νεοπροσλαμβανομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.

Κάποια στιγμή θα πρέπει, επιτέλους, ακόμη και στη χώρα όπου διαχρονικά ανθεί η φαιδρά πορτοκαλέα, η επαγγελματική διασφάλιση να συναρτάται με την παραγωγικότητα και την αποτελεσματικότητα. Οπως, κατά τεκμήριο, συμβαίνει στον ιδιωτικό τομέα. «Κεκτημένο» δεν είναι να εργάζεσαι μόνο υπό τις βολικότερες δυνατές συνθήκες, αλλά να συμβάλεις και κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο στην εξυπηρέτηση της κοινωνίας και των συμπολιτών σου – οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν έχουν την πολυτέλεια να λειτουργούν αποκλειστικά στη βάση του ωραρίου των δημοσίων υπηρεσιών. Και αυτό δεν είναι, όπως σπεύδουν να υποστηρίξουν κάποιοι, ανταγωνισμός μιζέριας.