«Και γνώσεστε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Κατά   Ιωάννην, 8. 32-33)

Του Δαμιανού Βασιλειάδη, εκπαιδευτικού, μέλους του Εθνικού Συμβουλίου διεκδίκησης των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα, υπεύθυνου για τη Γερμανία

Πάλι δυστυχώς δημιουργείται σύγχυση γύρω από το γνωστό πρόβλημα των Γερμανικών Επανορθώσεων και μέσω αυτής της σύγχυσης παραπλάνηση του Έλληνα πολίτη.

Παρουσιάζεται ξαφνικά η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου να επαίρεται ότι ενδιαφέρεται τα μάλα για το ύψιστο αυτό εθνικό θέμα των γερμανικών επανορθώσεων, επιδεικνύοντας θριαμβευτικά την ευαισθησία της, δείχνοντας ότι παρεμβαίνει αποφασιστικά και εγκαίρως στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, για να στηρίξει τον αντίστοιχο Άρειο Πάγο της Ιταλίας στο θέμα της ετεροδικίας.

Επιπλέον παρουσιάζονται διάφοροι στα ΜΜΕ και από τη μια αναδεικνύουν τη δική τους άμεση συμμετοχή και ευαισθησία στο θέμα και από την άλλη επαινώντας την επιτέλους «ακαριαία» και αποφασιστική αντίδραση της κυβέρνησης και του Υπουργού Δικαιοσύνης κ. Χάρη Καστανίδη.

Όλοι αυτοί οι παράγοντες έτρεξαν να προλάβουν την «καταληκτική» ημερομηνία της 15 Ιανουαρίου, όπου πέραν αυτής της ημερομηνίας δεν θα υπήρχε δυνατότητα παρέμβασης.

Δηλώνω ρηματικά και κατηγορηματικά (και προκαλώ τον οποιονδήποτε να αποδείξει το αντίθετο): Ουδέν ψευδέστερον τούτου.

Και εξηγούμαι.

Το όλο θέμα ανακινήθηκε από μία συνοπτική, περιληπτική και ουσιαστική έκθεση που συνέγραψα και δημοσιοποίησα στις 24.12.2010.

Πάλι συνοπτικά θα αναφέρω πώς προέκυψε η όλη υπόθεση και η συνοπτική έκθεση, που έδωσε αφορμή να γίνει όλος αυτός ο θόρυβος και η ανακίνηση του θέματος:

Αρκετοί φίλοι μου, αλλά και ορισμένοι άλλοι, ευαίσθητοι στα εθνικά θέματα, με παρακάλεσαν να γράψω μια συνοπτική έκθεση για τις γερμανικές επανορθώσεις και να μην τους στέλνω λεπτομερείς και πολυσέλιδες αναλύσεις (σεντονιαδες τις αποκάλεσε κάποιος), γύρω από τα εθνικά θέματα και συγκεκριμένα για τις γερμανικές επανορθώσεις.

Συνέγραψα λοιπόν την γνωστή έκθεση που κυκλοφόρησε  στο μεταξύ παντού,

Πριν την στείλω (λίγο πριν από τις γιορτές των Χριστουγέννων) την παρουσίασα στον Μανώλη Γλέζο, ο οποίος μου έκανε μία – δύο διορθώσεις στο κείμενο.

Κατόπιν τούτου την απέστειλα στις 24.12.2010 με Ε-mail, αμέσως στα μέλη της Γραμματείας του Εθνικού Συμβουλίου και μετά στους τετρακόσιους περίπου αποδέκτες μου, σε όλα τα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, στα διάφορα μπλοκς και μέσω ενός φίλου μου και στους 300 βουλευτές της Βουλής.

Από κει και πέρα το κείμενο αυτό αναπαράχτηκε μέσω του διαδικτύου και κυκλοφόρησε σε ολόκληρο τον κόσμο (έως την Αμερική και την Αυστραλία).

Η γνωστοποίηση του κειμένου προκάλεσε την αντίδραση ορισμένων βουλευτών από περιοχές των μαρτυρικών πόλεων και χωριών και της κυβέρνησης, η οποία σκέφτηκε πως θα εκμεταλλευτεί το θέμα. Οι ενέργειές της όμως βασίστηκαν μόνο στα στοιχεία και τις ημερομηνίες που είχα γράψει στο κείμενο που τους απέστειλα.

Η κυβέρνηση λοιπόν δήθεν πρόλαβε να παρέμβει πριν από τις 15 Ιανουαρίου και ο Υπουργός Οικονομικών επιβεβαίωσε στη βουλή το ποσό που είχα αναγράψει, προσθέτοντας και 2 δισεκατομμύρια ευρώ παραπάνω, δηλαδή 164 δισεκατομμύρια ευρώ, χωρίς το Υπουργείο  να εξετάσει το θέμα. Με τον τρόπο αυτό αποδεικνύεται η απάτη της κυβέρνησης, γιατί:

Στο κείμενο που συνέταξα έβαλα δύο ημερομηνίες, που αποτέλεσαν τελικά την πέτρα του σκανδάλου, όπως θα την αποκαλούσα.  Την 15 Ιανουαρίου, που υποτίθεται έληγε η ημερομηνία παρέμβασης και την άλλη, που αφορούσε την έκδοση της απόφασης που την υπολόγιζα γύρω στο καλοκαίρι, (την έβαλα αυθαίρετα).

Το σήριαλ έχει και συνέχεια. Στις γιορτές των Χριστουγέννων με παίρνει τηλέφωνο ο Γενικός Γραμματέας του Εθνικού Συμβουλίου Ευάγγελος Μαχαίρας και με ρωτάει, αν η ημερομηνία που έβαλα για τις 15 Ιανουαρίου ευσταθεί πραγματικά ή όχι. Του απαντώ επί λέξη ότι η ημερομηνία αυτή είναι αυθαίρετη και την έβαλα εξεπίτηδες.

Είχε όμως ένα νόημα. Πριν από την ημερομηνία αυτή δεν θα ξεκινούσε καμία διαδικασία σχηματισμού του σώματος (ή δεν ξέρω πως το ονομάζουν οι νομικοί) που θα έβαζε μπρος τη διαδικασία εκδίκασης του ασύλου της Γερμανίας, δηλαδή του γνωστού θέματος της ετεροδικίας. Με ρώτησε πάρα πέρα, αν ευσταθεί η ημερομηνία για το καλοκαίρι και πότε και του απάντησα ότι και αυτό δεν ήταν γνωστό. Συμφωνήσαμε πάλι με το κατά συνθήκην ψεύδη, θα’ λεγα, να βάλουμε όχι γενικά και αόριστα το καλοκαίρι, αλλά τέλη Ιουνίου.

Έτσι κυκλοφόρησε το τελικό κείμενο, που έδωσε αφορμή να αφυπνιστούν οι πάντες και να τρέχουν και να μην προλαβαίνουν.

Δεν θα αναφερθώ σε κάποια ευτράπελα της υπόθεσης. Θα παραμείνω στην αντίδραση της κυβέρνησης, η οποία έκρινε φαίνεται ότι το θέμα ήταν πρόσφορο για εκμετάλλευση, δείχνοντας τάχα την εθνική της ευαισθησία στους «ιθαγενείς» ραγιάδες και αφού διέρρηξε τα «ιμάτιά της», ισχυρίστηκε ότι έδειξε αποφασιστικότητα και παρενέβη πριν από τις 14 Ιανουαρίου (το δικό μου 15 έγινε 14, μάλλον γνωρίζω τη σκοπιμότητα εκείνων που τροποποίησαν το 15 και το έκαναν 14).

Χαράς ευαγγέλια για τους αφελείς, ότι επιτέλους μια κυβέρνηση ξέφυγε από την υποτέλεια και έδειξε περήφανα το ανάστημά της απέναντι στην «ιταμότητα» της Γερμανίας.

Στην πραγματικότητα όλο αυτό το θέατρο ξεκίνησε από τη δική μου έκθεση και τις ημερομηνίες που έβαλα, όχι φυσικά τόσο αυθαίρετα και εξηγούμαι.

Ρώτησα τους φίλους μου στη Γερμανία, που είναι μέλη του Δικτύου, που δημιούργησα στην Γερμανία και που έγκριτες προσωπικότητες μας συμπαραστέκονται, πριν συντάξω την γνωστή έκθεση, πότε θα συσταθεί το σώμα που θα εκδικάσει την ετεροδικία στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και πότε υπολόγιζαν ότι θα έβγαινε η απόφαση.

Η πλειοψηφία με διαβεβαίωσε ότι πριν από τις 15 Ιανουαρίου δεν επρόκειτο να συμβεί τίποτε. Οι όποιες διαδικασίας ξεκινούσαν και όποτε ξεκινούσαν δεν θα ήταν πριν από τις 15 του μηνός Ιανουαρίου.

Πότε ακριβώς δεν γνώριζαν και οι ίδιοι και ο καθένας μπορούσε να κάνει τις «αυθαίρετες» υποθέσεις του. Θα ήταν στις 16 Ιανουαρίου, στα τέλη Ιανουαρίου, στις αρχές Φεβρουαρίου ή αργότερα δεν μπορούσε κανείς να το ξέρει, εκτός ίσως, αν έπαιρνε υπεύθυνα η ελληνική κυβέρνηση ή ο Υπουργός Δικαιοσύνης τηλέφωνο (ή με έγγραφο) στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και μάθαινε πιθανόν κάτι σχετικό.

Αντ’ αυτού η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου, καθώς και άλλα πρόσωπα πήραν ως δεδομένη την ημερομηνία που είχα βάλει στην έκθεσή μου και με βάση αυτήν κινήθηκαν.

Τι δείχνει αυτό; Είναι τελείως απλό: Την  μεγάλη απάτη της κυβέρνησης και την εξαπάτηση του Ελληνικού Λαού, που αντί να πράξει αυτά που όφειλε να πράξει για το Δίστομο τουλάχιστον, πηγαίνει δήθεν να το υπερασπιστεί μέσω Ιταλίας. Αν είναι δυνατόν!!!

Για να πούμε όμως και του στραβού το δίκαιο: Η κυβέρνηση έδωσε αφορμή να αναδειχτεί το θέμα, επιτρέποντας στα κανάλια να προβάλουν την υπόθεση, ως δική της εθνική ενέργεια. Αυτό ήταν το θετικό της παρέμβασής της.

Αυτά βέβαια γιατί μας περνάει για κάφρους.

Προσωπικά δεν θεωρώ τον εαυτό μου ούτε κάφρο ούτε υποτελή, αλλά ούτε και αφελή για να παραμυθιαστώ με τα μυθεύματα της κυβέρνησης, τη στιγμή που γνωρίζω την πάσα αλήθεια.

Και μια και μιλάμε για κυβέρνηση θα πρέπει να ξεκαθαρίσω και ένα θέμα που αφορά τον πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια, όχι ως θεσμό, αλλά ως άτομο, για να μην υπάρχουν φαύλες εξιδανικεύσεις, που οδηγούν τελικά σε απογοήτευση.

Στις 20 Ιανουαρίου τον επισκέφθηκε μια αντιπροσωπεία του Δικτύου Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών και στην προσφώνησή του παινεύτηκε ότι είχε δώσει το 1995 εντολή στον τότε πρέσβη της Ελλάδας στο Βερολίνο Ι. Μπουρλογιάννη να επιδώσει στην Γερμανική κυβέρνηση μια ρηματική νότα που έλεγε, όπως αναφέρει και ο ίδιος:

«ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πρέπει όμως να σας πω και κάτι και το θυμάστε όλοι: Το 1995, ο Υπουργός Εξωτερικών Παπούλιας έδωσε εντολή στον πρέσβη της Ελλάδος στο Βερολίνο Ι.Μπουρλογιάννη να κάνει ρηματική διακοίνωση ότι απαιτούμε όλες τις αποζημιώσεις και ιδιαίτερα των μαρτυρικών τόπων».

Όπως όμως επανειλημμένα έχω αναφέρει, καμία ελληνική κυβέρνηση δεν πρόβαλε το θέμα των γερμανικών επανορθώσεων δυναμικά. Δεν μας λέει ο πρόεδρος τι έγινε μετά την ρηματική αυτή διακοίνωση». Απαντώ: Τίποτε απολύτως. Η γερμανική κυβέρνηση απεναντίας διαψεύδει επανειλημμένα ότι τις έγιναν ποτέ επίσημα διαβήματα για τα θέματα των γερμανικών αποζημιώσεων. Και αν έγιναν, προσθέτω ως σχόλιο, έγιναν απλώς για το θεαθήναι.[1]

Και ένα τελευταίο: Αφού δείχνει τόσο ευαισθησία στο θέμα, γιατί δεν δέχτηκε ποτέ αντιπροσωπεία του Εθνικού Συμβουλίου, που επιμόνως το επεδίωξε; Και γιατί δεν ενίσχυσε ποτέ το Εθνικό Συμβούλιο και το έργο του, τη στιγμή που δίνει δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ στις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ), που οι περισσότερες βασικά είναι κυβερνητικές και οι περισσότερες επιτελούν αντεθνικό έργο, ενώ εμείς βάζουμε από το υστέρημά μας;

Γνωρίζετε ότι ο Γιώργος Παπανδρέου ως Υπουργός Εξωτερικών από το 1999 ως το 2004 μοίρασε από τα λεφτά του φορολογόμενου πολίτη και από τους συγγενείς των θυμάτων το αστρονομικό ποσό των 68.971.978 ευρώ;

Μόνο για οργανώσεις που απεργάζονται το κακό της πατρίδας μας υπάρχουν και διατίθενται χρήματα;

Τέλος πρέπει να αναρωτηθεί κανείς δικαιολογημένα: Πώς είναι δυνατόν μια κυβέρνηση που είναι υπέρ του σχεδίου Ανάν, που δεν αντιδρά, όπως πρέπει στις επεκτατικές διεκδικήσεις των γειτόνων μας στο Αιγαίο στη Θράκη, τη Μακεδονία, την Ήπειρο, να δείχνει μόνο στο θέμα των Γερμανικών επανορθώσεων τέτοια εθνική ευαισθησία; Δεν είναι απορίας άξιον;

Ας αναρωτηθεί ο κάθε καλόπιστος Έλληνας πολίτης, που διαθέτει ανεξάρτητη κριτική σκέψη και δρα, χωρίς ιδιοτέλεια και καιροσκοπισμό.

 

 

 

 

 



[1] Για όσους δεν γνωρίζουν η Γερμανία ήταν μετά το 1995 υποχρεωμένη να καταβάλει τις αποζημιώσεις. Φαίνεται λοιπόν ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου, όταν προέκυψε το θέμα είπε στον Παπούλια να κάνει τη ρηματική διακοίνωση, για να δείξει απλώς ότι ενδιαφέρθηκε για το θέμα.

Αυτή είναι η αλήθεια. Καμία ελληνική κυβέρνηση δε διεκδίκησε στην πραγματικότητα, αυτά που μας οφείλει η Γερμανία.