Του Γ. Σέκερη, Διπλωματικό Περισκόπιο

Η τουρκική ενταξιακή υποψηφιότητα βρίσκεται εδώ και μερικά χρόνια στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων, όχι μόνο της Κοινοτικής Ευρώπης, αλλά και της Δύσης γενικότερα. Ποιες όμως είναι οι πραγματικές προοπτικές για την εισδοχή της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση;[i] 

Η Συμφωνία Σύνδεσης της Άγκυρας με την ΕΟΚ του 1963 ανέφερε την ένταξη ως κοινό μακροπρόθεσμο στόχο. Τόσο, όμως, η χρονική αοριστία της δέσμευσης αυτής, όσο και η βραδύτητα με την οποία η τουρκική πλευρά ανταποκρίθηκε στις κοινοτικές προϋποθέσεις, ιδίως τις σχετικές με τον εκδημοκρατισμό του τουρκικού κράτους, έθεσαν για αρκετό διάστημα το όλο θέμα τρόπον τινά στο ευρωκοινοτικό ψυγείο.

 

Οι σχέσεις της Κοινοτικής Ευρώπης με την Τουρκία επανήλθαν στο προσκήνιο, όταν το 1987 η Άγκυρα υπέβαλε το επίσημο αίτημα ένταξης. Το οποίο, όμως, με διετή καθυστέρηση ενδεικτική των κοινοτικών επιφυλάξεων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέρριψε, προβάλλοντας οικονομικά και πολιτικά επιχειρήματα, καθώς και τις προβληματικές ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό. Ενώ μια δεκαετία αργότερα, το 1997, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λουξεμβούργου ηρνείτο να παραχωρήσει στην Τουρκία το καθεστώς υποψήφιας για ένταξη στην ΕΕ χώρας, επικαλούμενο την ανεπαρκή συμμόρφωση της Άγκυρας με τα κριτήρια τα σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα, τον σεβασμό των μειονοτήτων και την ελεύθερη αγορά, που είχε εν τω μεταξύ θεσμοθετήσει η Σύνοδος της Κοπεγχάγης του 1993. Αυτό δε ενώ απένεμε την επίμαχη ιδιότητα σε μια σειρά από πρώην κομμουνιστικά κράτη, τα οποία, αντικειμενικώς κρινόμενα, ούτε ως οικονομίες, ούτε υπό έποψη τήρησης των κριτηρίων της Κοπεγχάγης, ικανοποιούσαν τα ενταξιακά προαπαιτούμενα.

Είναι γεγονός ότι το αρνητικό για την Τουρκία κλίμα φάνηκε να αντιστρέφεται μετά την αναβάθμισή της το 1999 σε υποψήφια για ένταξη. Η απόφαση όμως αυτή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι είχε ως απευκταία από τη σκοπιά της Άγκυρας παρενέργεια την σκλήρυνση στους κόλπους της Ένωσης των αντιστάσεων στο τουρκικό ενταξιακό αίτημα. Με άλλες λέξεις, στο μέτρο που η ένταξη έδειχνε να πλησιάζει, οι αντιδράσεις στην πραγμάτωσή της διογκώνονταν. Και, ναι μεν τελικώς οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις δρομολογήθηκαν – αποφασίσθηκαν τον Δεκέμβριο 2004 και ξεκίνησαν ένα έτος αργότερα –, πλην όμως έκτοτε καρκινοβατούν. Σε αντίθεση, και πάλι, με την περίπτωση άλλων χωρών, των οποίων η υποψηφιότητα, μολονότι μεταγενέστερη της τουρκικής, έχει ήδη γίνει δεκτή ή βρίσκεται σε σχετικώς καλό δρόμο.

***

Τα κλιμακούμενα αυτά προσκόμματα στην ενταξιακή πορεία της Άγκυρας δεν είναι απλώς συγκυριακά. Οφείλονται πρωτίστως στους διάχυτους στον ευρωενωσιακό χώρο προβληματισμούς για τις θεσμικές, οικονομικές, γεωπολιτικές και, ιδίως, πολιτιστικές επιπτώσεις ενδεχόμενης εισδοχής της Τουρκίας.[ii]

Σε ό,τι αφορά, εν πρώτοις, τις θεσμικές αντιρρήσεις: Η Τουρκία, παρά τη σημειωθείσα πρόοδο προς την κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού της – πρόσφατα η ΕΕ επιδαψίλευσε επαίνους στην κυβέρνηση Ερντογάν για τις συνταγματικές της μεταρρυθμίσεις – πολύ απέχει και σήμερα του να ικανοποιεί τα κριτήρια της Κοπεγχάγης. (Αν και στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί η αμφισημία της στάσης των Ευρωπαίων – οι οποίοι ενώ πιέζουν για περισσότερη δημοκρατία, ανησυχούν συγχρόνως μήπως η εξασθένιση του ρόλου των στρατιωτικών διευκολύνει την επικράτηση ενός αντιδυτικού πολιτικού Ισλάμ.) Στο θεσμικό δε στόχαστρο της Ένωσης βρίσκονται ειδικότερα η πολιτική της Άγκυρας έναντι του Κουρδικού και η άρνησή της να ανοίξει τους λιμένες της στα σκάφη και τα αεροδρόμιά της στα αεροσκάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας

Κατά δεύτερο λόγο, ως αντικίνητρο για την αποδοχή του τουρκικού ενταξιακού αιτήματος λειτουργεί η ανησυχία των Ευρωπαίων για τις επιπτώσεις στην οικονομική ζωή της ΕΕ από την εισδοχή μιας μεγάλης χώρας, με κατά κεφαλήν εισόδημα συγκριτικά χαμηλό – παρά την εντυπωσιακή εδώ και μερικά χρόνια οικονομική της ανάπτυξη – , και της οποίας ο γεωργικός ιδίως τομέας θα επιβάρυνε υπερμέτρως τα ευρωενωσιακά ταμεία.[iii] Στους προβληματισμούς δε αυτούς προστίθεται και ο φόβος μαζικής εισροής οικονομικών μεταναστών σε μια Ένωση εν οικονομική κρίση.

Ένα τρίτο εμπόδιο στον ενταξιακό δρόμο της γείτονος είναι γεωπολιτικής τάξης. Παρά την πολιτική «μηδενικών προβλημάτων» του υπουργού εξωτερικών κ. Νταβούτογλου, η Τουρκία βρίσκεται σε αντιπαράθεση με πλείονα γειτονικά της κράτη. Και συνακόλουθα, πολλοί Ευρωπαίοι φοβούνται ότι, ως πλήρες μέλος, θα παρέσυρε την ΕΕ σε επικίνδυνες περιπέτειες. Τις γεωπολιτικές δε αυτές ενστάσεις ενισχύουν τώρα και τα ερωτηματικά για τις νεο-οθωμανίζουσες εξωτερικές επιλογές του κυβερνώντος κόμματος – σε σχέση, επί παραδείγματι, με το Ιράν και το Ισραήλ.

Η κυριότερη, ωστόσο – από μακρού υποβόσκουσα, αλλά όλο και πιο εμφανής – ένσταση κατά της ένταξης της Άγκυρας αφορά στο πολιτισμικό χάσμα μεταξύ Τουρκίας και Ευρώπης. Ήτοι στον μουσουλμανικό χαρακτήρα της πρώτης. H διόγκωση στον ευρωκοινοτικό χώρο του μουσουλμανικού στοιχείου – ανέρχεται ήδη σε 15 έως 20 εκατομμύρια και αντιπροσωπεύει μεταξύ 3 και 5% του συνολικού πληθυσμού – έχει δώσει λαβή στο φάσμα της ισλαμοποίησης των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Με τις σχετικές ανησυχίες να έχουν κορυφωθεί μετά την επίθεση κατά των Διδύμων Πύργων, αλλά και συνεπεία των επανειλημμένων τρομοκρατικών επιθέσεων ακραίων ισλαμικών στοιχείων σε ευρωπαϊκό έδαφος – δράστες μάλιστα των οποίων είναι συχνά Μουσουλμάνοι γεννημένοι και μεγαλωμένοι στην Ευρώπη.

***

Βέβαια, και της Αλβανίας και του Κοσόβου οι πληθυσμοί είναι κατά συντριπτική πλειοψηφία μουσουλμανικοί. Η ιδιομορφία όμως της Τουρκίας συνίσταται στο μέγεθός της. Προβλέπεται εγκύρως ότι κατά τις επόμενες λίγες δεκαετίες ο πληθυσμός της θα υπερβεί εκείνον της πολυανθρωπότερης αυτή τη στιγμή κοινοτικής χώρας που είναι η Γερμανία. Πολλοί δε Ευρωπαίοι φοβούνται ότι τυχόν ένταξη ενός τέτοιου συμπαγούς όγκου Μουσουλμάνων θα θέσει σε κίνδυνο την ίδια την ευρωπαϊκή πολιτιστική ταυτότητα.

Ενώ τους φόβους αυτούς οξύνει η συμπεριφορά των ήδη εγκατεστημένων στον ευρωπαϊκό χώρο δυόμιση περίπου εκατομμυρίων Τούρκων μεταναστών. Οι περισσότεροι από τους οποίους, με την ενθάρρυνση μάλιστα της Άγκυρας, ανθίστανται στην αφομοίωση τους από τις τοπικές κοινωνίες – και συνακόλουθα τείνουν να σχηματίσουν στην καρδιά των ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων εθνοθρησκευτικά γκέτο. Οξύνοντας έτσι τις ανησυχίες των χωρών υποδοχής τους και πρωτίστως της φιλοξενούσης τον κύριο όγκο τους Γερμανίας – όπως προκύπτει και από την πρόσφατη, κατηγορηματική και πολυσυζητημένη απόρριψη του «πολυπολιτισμού» από την καγκελάριο Μέρκελ. [iv]

Δεν εκπλήσσει συνεπώς, ότι όλες οι αξιόπιστες δημοσκοπήσεις της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης καταγράφουν ευρεία αντίθεση στην τουρκική ένταξη. Ειδικότερα δε στη Γαλλία και στη Γερμανία – όπου οι φόβοι για τη διόγκωση, του μουσουλμανικού γενικώς στοιχείου στην πρώτη, και του τουρκικού ιδιαίτατα στην τελευταία, είναι αυξημένοι – την αντίθεση αυτή, σύμφωνα με σφυγμομέτρηση του 2005 του γνωστού κέντρου ερευνών PEW [Global Attitudes Survey], συμμερίζεται, αντιστοίχως, το 66% και το 65% των ψηφοφόρων.

Με την απορριπτική λαϊκή στάση στις δύο αυτές χώρες-κλειδί να αντανακλάται και στις τοποθετήσεις των πολιτικών ηγετών τους. Οι οποίοι, προσέτι, εξακολουθούν να προσβλέπουν σε μια συνεκτικότερη Ευρώπη – ασφαλώς όχι πλέον σε μια ευρωπαϊκή ομοσπονδία, καθώς το όραμα αυτό των πατέρων της ευρωπαϊκής ιδέας φαίνεται να ανήκει στο παρελθόν, αλλά πάντως σε κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή κοινή αγορά Και άρα έχουν και ένα πρόσθετο, ισχυρό λόγο για να αντιταχθούν σε μια διεύρυνση της ΕΕ καταφανώς ασύμβατη με την επιδίωξή τους αυτή.

Εξ ου και δηλώσεις όπως εκείνη του πρώην προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας Valery Giscard d’ Estaing, ότι «[η] Τουρκία δεν είναι ευρωπαϊκή χώρα» ή του πρώην καγκελαρίου της Γερμανίας Helmut Schmidt ότι «[η] Τουρκία πρέπει να αποκλεισθεί από την ΕΕ λόγω του αταίριαστου [unsuitable] πολιτισμούς της ”. Ενώ και ο κ. Σαρκοζί, ως υποψήφιος μεν για την προεδρία είχε αποφανθεί ότι «[η] κατά μείζον μέρος μουσουλμανική Τουρκία δεν ανήκει πολιτιστικά στην Ευρώπη». Ως πρόεδρος δε πλέον προτείνει ως λύση του τουρκικού ενταξιακού προβλήματος τη λεγόμενη – αρκετά ασαφή κατά τα άλλα – «ειδική σχέση». Την οποία απερίφραστα υιοθετεί και η σημερινή Γερμανίδα καγκελάριος.. Απευχόμενοι, ωστόσο, την επιδείνωση και ενδεχομένως και τη ρήξη των σχέσεων της Κοινοτικής Ευρώπης και γενικότερα της Δύσης με τη μείζονος οικονομικής και στρατηγικής σημασίας Τουρκία, και οι δύο αυτοί ηγέτες, παρά τις εκπεφρασμένες θέσεις τους για τη διαμόρφωση των ευρωτουρκικών σχέσεων, τάσσονται υπέρ της συνέχισης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Άγκυρα.

***

Υπάρχουν όμως στους κόλπους της ΕΕ και κυβερνήσεις εκθύμως στηρίζουσες το τουρκικό ενταξιακό αίτημα. Για ευεξήγητους και πάλι λόγους.

Με προεξάρχον το Λονδίνο, ορισμένες κοινοτικές πρωτεύουσες, ανέκαθεν θιασώτες μιας χαλαρής Ένωσης και στων οποίων τις επικράτειες συμβαίνει να μη διαβιεί ιδιαίτερα σημαντικός αριθμός Τούρκων μεταναστών, όχι μόνο δεν ανησυχούν για την ένταξη της Τουρκίας ως πλήρους μέλους, αλλά και την κρίνουν διττώς χρήσιμη: Αφ’ ενός μεν, ως παράγοντα οικονομικής, γεωπολιτικής και στρατηγικής ενίσχυσης της Ευρώπης, αλλά και εμπέδωσης της Άγκυρας στο ευρω-ατλαντικό πλέγμα και αποτροπής τυχόν ριζικής αναθεώρησης της εξωτερικής πολιτικής της εις βάρος των δυτικών συμφερόντων. Αφ’ ετέρου δε, ως εμπόδιο στην περαιτέρω ευρωκοινοτική συσσωμάτωση. Και μολονότι δεν τρέφουν αυταπάτες ως προς τις πιθανότητες ευόδωσης της ευρωτουρκικής διαπραγμάτευσης, θεωρούν παρά ταύτα την έστω και προσχηματική συνέχισή της επιβεβλημένη – συμπλέοντας κατά τούτο με τους Γάλλους και τους Γερμανούς, αν και όχι κατ’ ανάγκην με ταυτόσημο σκεπτικό.

Όπως όμως είναι φυσικό, οι κοινοτικές αντιρρήσεις στις οποίες προσκρούει η τουρκική υποψηφιότητα και ιδίως η πολιτιστική ένσταση εισπράττονται από τους Τούρκους ως προσβολή κατά του εθνικού τους γοήτρου – και συν τω χρόνω υποσκάπτουν την υποστήριξη της τουρκικής κοινής γνώμης προς τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Τουρκίας.

Ενώ, για πρακτικότερους λόγους, και των τουρκικών ηγετικών κύκλων ο ευρωπαϊκός ζήλος βαίνει μειούμενος. Με το κεμαλικό κατεστημένο, το οποίο, πιστό στους εκσυγχρονιστικούς στόχους του θεμελιωτή της νέας Τουρκίας, είχε πρωτοστατήσει στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Άγκυρας, να διαπιστώνει τώρα ότι οι ισλαμιστές αντίπαλοί του εκμεταλλεύεται τις ευρωενωσιακές προδιαγραφές – ιδιαίτατα τις σχετικές προς τον πολιτικό ρόλο του στρατεύματος – για να διαβρώσουν την επιρροή του. Και με το κυβερνών κόμμα, ούτως ή άλλως ψευδεπίγραφα φιλο-ευρωπαϊκό, να φαίνεται να πιστεύει όλο και περισσότερο, ότι η Τουρκία, χάρις στην ταχύρρυθμη οικονομική της άνδρωση, στο γεωπολιτικό της βάρος, και στην «ήπια ισχύ» που της προσφέρει η ισλαμική της ταυτότητα, μπορεί κάλλιστα να ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες της και εκτός Ευρώπης – της οποίας, άλλωστε, ο Τούρκος πρωθυπουργός δεν παρέλειψε σε πρόσφατο άρθρο του να διεκτραγωδήσει «τη δημοσιονομική κρίση», τις «κωματώδεις οικονομίες», και τις «σχεδόν γηριατρικές κοινωνίες».[v]

Εν τούτοις, με εσωτερικές κυρίως σκοπιμότητες κατά νουν, τόσο το κυβερνών πολιτικό Ισλάμ, όσο και οι κοσμικοί αντίπαλοί του, εξακολουθούν να διακηρύττουν την προσήλωσή τους στον ενταξιακό στόχο.

***

Οι τουρκικές ενταξιακές προοπτικές εμφανίζονται, επομένως, ιδιαίτερα σκοτεινές. Σύμφωνα με μία εύστοχη επισήμανση, η Τουρκία αποδεικνύεται «πολύ μεγάλη, πολύ φτωχή και πολύ διαφορετική» για να χωρέσει στην Ευρώπη. [vi] Και μόνο, άλλωστε, η εδραία αντίθεση των Γάλλων και των Γερμανών αρκεί για να ακυρώσει την εισδοχή της στο ορατό μέλλον. Εν τούτοις, για τους ήδη εκτεθέντες λόγους, οι μεν Ευρωπαίοι θα συνεχίσουν να υποκρίνονται ότι διαπραγματεύονται σοβαρά την τουρκική ένταξη και οι Τούρκοι θα εξακολουθήσουν να κάνουν ότι το πιστεύουν.

Πρόκειται για διαπίστωση κρίσιμης σημασίας και για τους χειρισμούς των Ελληνοτουρκικών από την Αθήνα. Η ελπίδα μας – ανέκαθεν φρούδα άλλωστε – ότι η Άγκυρα θα αναδιπλωθεί, είτε ως προς τα Αγαιακά, είτε ως προς το Κυπριακό, χάριν των κοινοτικών της βλέψεων στερείται πλέον παντελώς αιτιολογικής βάσης.[vii] Και συνακόλουθα επιβάλλεται περισσότερο παρά ποτέ η στάση της Αθήνας έναντι της ενταξιακής υποψηφιότητας της Άγκυρας να είναι συγκρατημένη και χαμηλών τόνων. Καθώς, θορυβώδης μεν υποστήριξη προς το τουρκικό αίτημα, όχι μόνο ουδέν όφελος θα μας αποκομίσει, αλλά και θα συναντήσει την εύλογη αμφισβήτηση της ειλικρίνειάς μας εκ μέρους, τόσο των κοινοτικών εταίρων μας, όσο και των ίδιων των Τούρκων. Ενώ ανοικτή απόρριψή του θα επέτρεπε τη χρησιμοποίηση της Ελλάδας ως εξιλαστηρίου θύματος, τόσο από τους Γάλλους, Γερμανούς, και άλλους, που επιδιώκουν τη ματαίωση της ένταξης της Τουρκίας με το μικρότερο δυνατόν κόστος για τις σχέσεις τους με την Άγκυρα, όσο και από τους Τούρκους ιθύνοντες, τους οποίους φυσικό είναι να προβληματίζει ο αντίκτυπος του ναυαγίου των ενταξιακών προσπαθειών τους στην εσωτερική πολιτική της χώρας τους. [viii]



[i] Το κείμενο αυτό αποτελεί προδημοσίευση από το προσεχές τεύχος των «Εθνικών Επάλξεων», περιοδικής έκδοσης του Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Αμύνης (ΣΕΕΘΑ).

[ii] Σχετικά με την τουρκική ενταξιακή υποψηφιότητα, βλ. Βλ Mirela Bogdani, Turkey and the dilemma of EU accession, I. B. Tauris & Co Ltd, 2011. Για το συναφές θέμα των επιπτώσεων της μουσουλμανικής, γενικότερα, μετανάστευσης στην ευρωπαϊκή ζωή και τις ευρωπαϊκές αντιδράσεις, βλ. Christopher Caldwell, Reflections on the revolution in Europe, Penguin Books, 2010. Όταν δεν διευκρινίζεται άλλως, τα στατιστικά στοιχεία και οι δηλώσεις προσωπικοτήτων που αναφέρονται στο παρόν κείμενο αντλήθηκαν από τα δύο αυτά βιβλία.

[iii] Το τουρκικό κατά κεφαλήν εισόδημα μόλις υπερβαίνει τα $9,000.

[iv] Βλ. δήλωση Κυρίας Μέρκελ ότι «η προσπάθεια για τη δημιουργία μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίαςαπέτυχε παταγωδώς». Βλ. Germany’s Angela Merkel: ‘Multiculturalism’ has ‘utterly failed’, “Christian Science Monitor” [CSMonitor.com], 17-10-2010.

[v] Βλ. άρθρο του κ. Ερντογάν υπό τον εύγλωττο τίτλο The Robust Man of Europe στο φύλλο της 12ης Ιανουαρίου 2011 του αμερικανικού περιοδικού “Newsweek”, στο οποίο ο κ. Ερντογάν, επί πλέον, δηλώνει: «Δεν είμαστε πλέον μια χώρα που θα ανέμενε στην πόρτα της ΕΕ δίκην υπάκουου ικέτη.». Εξ άλλου, σε ό,τι αφορά στην – αναμφισβήτητη κατά τα λοιπά – οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας και τις γεωπολιτικές φιλοδοξίες που γεννά, ενδιαφέρον παρουσιάζει η ακόλουθη εκτίμηση από έκθεση του Αμερικανού πρέσβη στην Άγκυρα κ. James Jeffrey προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, αναρτηθείσα στον ιστότοπο WikiLeaks : « Η Τουρκία έχει φιλοδοξίες Ρολς Ρόις» αλλά «δυνατότητες Λάντροβερ». Βλ. Patrice Hill, Turkey leverages economy for global power, “Washington Times”, 23-1-2011.

[vi] Bogdani, 168.

[vii] Εν προκειμένω οι Τούρκοι ιθύνοντες είναι ξεκάθαροι – και δεν πρέπει να αμφιβάλλουμε ότι εννοούν αυτά που λέγουν. Μιλώντας τον περασμένο Νοέμβριο στο Λονδίνο, ο Τούρκος πρόεδρος κ. Γκιούλ κατέστησε σαφές ότι «δεν πρέπει να αναμένεται ότι η Τουρκία θα προβεί σε οιουδήποτε τύπου ‘χειρονομία’ ως προς την Κύπρο, απλώς για να άρει εμπόδια στην ευρωκοινοτική ενταξιακή της προσπάθεια». Βλ Gul: Nobody should expect Turkish gesture toward Cyprus, “Hurriyet Daily News (Anatolia News Agency)”, 8-11-2010. Και πιο πρόσφατα, ενώπιον της κοινοβουλευτικής ομάδας του κυβερνώντος κόμματος, ο πρωθυπουργός κ. Ερντογάν διεκήρυξε ότι «η Τουρκία δεν θα εκχωρήσει ούτε δράμι της βόρειας Κύπρου». Βλ.. Turkish PM furious with Merkel, demands apology, Hurriyet Daily News, 14-1-2010.

[viii] Χαρακτηριστικές αυτής της αναζήτησης άλλοθι για την απομάκρυνση του πικρού ποτηρίου της τουρκικής ένταξης είναι και οι πρόσφατες επικρίσεις της τουρκικής πολιτικής στην Κύπρο με ευθεία αναφορά στις τουρκικές ενταξιακές προοπτικές από την Γερμανίδα Καγκελάριο. (Τη δήλωση αυτή της Κυρίας Μέρκελ ορισμένοι Έλληνες σχολιαστές μάλλον εσφαλμένως απέδωσαν σε γερμανικό ενδιαφέρον για τα ενεργειακά κοιτάσματα της κυπριακής ΑΟΖ.) Βλ. “Hurriyet Daily News (Associated Press)”, 11-01-2011. Σημειωτέον ότι ο κ. Ερντογάν απήντησε στην Καγκελάριο σε σκληρή γλώσσα, καλώντας την «να ζητήσει συγγνώμη» και ισχυριζόμενος ότι «η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα Ηνωμένα Έθνη…εξακολουθώντας να αναζητούν εγκληματία, κατηγορούν την Τουρκία.» Βλ. μνημονευόμενο στην προηγούμενη υποσημείωση από 14ης Ιανουαρίου 2011 δημοσίευμα της “Hurriyet Daily News”.