Tου Σταθη N. Kαλυβα*

Είναι κατανοητές οι αντιδράσεις που προκαλεί η κρίση. Αλλο όμως κατανόηση και άλλο αποδοχή ή, ακόμη χειρότερα, επιβράβευση. Δυστυχώς, η Ελλάδα διαθέτει μια παράδοση διαμαρτυρίας που, έχοντας διαδοχικά διαποτίσει τρεις τουλάχιστον γενιές, κοντεύει να την πνίξει. Αποτελεί μάλιστα ιδιάζουσα παθολογία, όπως δείχνει η σύγκριση με το τι συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες που αντιμετωπίζουν παρόμοιες δυσκολίες.

Οι αντιδράσεις αυτές είναι προβληματικές για πέντε τουλάχιστον λόγους. Είναι ανεύθυνες γιατί οι φορείς τους προτείνουν ως λύση τη συνέχιση των πρακτικών που οδήγησαν στην χρεοκοπία· είναι στείρες και αδιέξοδες γιατί τόσο το χρέος όσο και το έλλειμμα της χώρας εξασφαλίζουν τον δραστικό περιορισμό των πρακτικών αυτών· είναι ιδιοτελείς γιατί προτάσσουν το πιο στενό συμφέρον έναντι του συλλογικού· είναι συγχρόνως βαθιά υποκριτικές γιατί πλασάρουν την ιδιοτέλεια ως προστασία των κοινωνικών αγαθών· τέλος, είναι επικίνδυνες γιατί προάγουν το χάος και την γενική διάλυση. Με μια λέξη, είναι ανήθικες. Δεν αρκεί όμως ο στιγματισμός τους. Είναι αναγκαία η σταδιακή υποκατάστασή τους με μια διαφορετική δημόσια παρέμβαση. Οπως δείχνουν τέσσερα πρόσφατα παραδείγματα, υπάρχει ένας άλλος δρόμος.

Υποδεικνύοντας τον περασμένο Οκτώβριο την απαξίωση των πολιτικών, η βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Δράμας, Χαρά Κεφαλίδου, ζήτησε να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα (από περικοπές των μισθών των βουλευτών ώς την άρση της βουλευτικής ασυλίας) που θα δημιουργούσαν ένα αίσθημα εμπιστοσύνης στους πολίτες. «Απολαμβάνουμε», έγραφε, «προνομίων τα οποία έχουν να κάνουν λιγότερο με την άσκηση του λειτουργήματός μας και περισσότερο με τη, σε κάποιο βαθμό, συντεχνιακή νοοτροπία που καλλιεργήθηκε τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες στους κόλπους μας». «Τώρα που ζητάμε από τον λαό πρωτοφανείς θυσίες», πρόσθετε, «πρώτοι εμείς να περικόψουμε τα προνόμιά μας. Οταν ηγείσαι, έχεις αυξημένες ευθύνες». Η παρέμβασή της έτυχε προβολής όχι όμως και συνέχειας. Η υποδοχή που της επιφύλαξαν οι συνάδελφοί της είναι εύγλωττη απόδειξη του γεγονότος πως η πολιτική τάξη της χώρας λειτουργεί ως η ισχυρότερη συντεχνία της, εκείνη που δίνει τον τόνο και αποτελεί το παράδειγμα των υπολοίπων.

Σε πρόσφατο άρθρο του, ο Φώτης Γεωργελές παραλλήλισε τους δημοσιογράφους με τις συντεχνίες του Δημοσίου, που αφού απόλαυσαν αμέριμνα το πάρτι, τώρα που έληξε κατηγορούν τους πολιτικούς γιατί δεν φρόντισαν να διαρκέσει κι άλλο. Αντιδρούν στην κρίση, που σε μεγάλο βαθμό προήλθε από το διαπλεκόμενο μοντέλο ενημέρωσης (κρατική διαφήμιση, χαριστικά δάνεια και επιδοτήσεις, εκδοτικές οφειλές, άδειες κ. λπ.) με απεργίες και λαϊκίστικες κορώνες που ουσιαστικά ισοδυναμούν με την απαίτηση να πληρώνονται ακόμα και εάν το προϊόν της εργασίας τους δεν έχει αγοραστές. «Δεν έχουν κανένα πρόβλημα», καταλήγει, «αν ο πλούτος της κοινωνίας αντί σε κοινωνικές δαπάνες πηγαίνει στη συντήρηση δεκάδων τηλεοράσεων και ραδιοφώνων, δημιουργώντας πολιτικό χρήμα».

Τον περασμένο Ιούνιο, 46 δικηγόροι καταδίκασαν με δημόσια δήλωσή τους τις συμπεριφορές των Δικηγορικών Συλλόγων ως «στείρες αναχρονιστικές συντεχνιακές λογικές που βυθίζουν όλο και περισσότερο την χώρα στην πτώχευση». Βασικός σκοπός των Δικηγορικών Συλλόγων, υποστήριζαν, είναι «η διασφάλιση ενός υψηλού επιπέδου άσκησης του λειτουργήματός των δικηγόρων και η αποτροπή επικράτησης του νόμου της ζούγκλας στην απονομή της Δικαιοσύνης, ενεργώντας πρωτίστως προς όφελος του κοινωνικού συνόλου» γι’ αυτό και δεν νοείται να αναπτύσσουν πρακτικές απλής «συνδικαλιστικής οργάνωσης», κηρύσσοντας «αποχές» των μελών τους και αδιαφορώντας για το γεγονός ότι ο δικηγόρος είναι «συμπράττων λειτουργός της Δικαιοσύνης». Είναι υποκριτικό, σημείωναν, να κάνουν λόγο οι Σύλλογοι για ζημία του κοινωνικού συνόλου από την κατάργηση των κατώτατων δικηγορικών αμοιβών και την ίδια στιγμή να αντιδρούν λυσσωδώς στην κατάργηση της υποχρεωτικής παράστασης στα συμβόλαια. Συνεπώς, κατέληγαν, πρέπει να πάψουν «οι συντεχνιακής έμπνευσης διεκδικήσεις και οι αλλεπάλληλες αποφάσεις για αποχές που τις συνοδεύουν».

Τέλος, 20 πανεπιστημιακοί αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στην απεργία της 23ης Φεβρουαρίου γιατί, όπως υποστήριξαν, «την ώρα της κρίσης δεν μπορούμε να λέμε πως η κρίση δεν αφορά εμένα, ας πληρώσουν οι άλλοι», ούτε «μπορούμε να κρατούμε όμηρο την κοινωνία, απαιτώντας να πληρώσουν τον μισθό μας οι άνεργοι και οι συνταξιούχοι». Απαίτησαν περισσότερη αλληλεγγύη και περισσότερη και καλύτερη δουλειά, αντί των συνεχών και αδιέξοδων κινητοποιήσεων και των συντεχνιακών εκβιασμών. Και κατέθεσαν το αντίτιμο της εργασίας τους την ημέρα της απεργίας υπέρ των συναδέλφων τους που προσφέρουν διδακτικό έργο χωρίς να αμείβονται. Οπως δήλωσε μια από τους υπογράφοντες, η Βάσω Κιντή, «εμείς έχουμε την ευθύνη για το τι θα γίνει η χώρα και εμείς πρέπει να την αναλάβουμε».

Το κοινό στοιχείο των τεσσάρων αυτών παρεμβάσεων έγκειται στην θαρραλέα υιοθέτηση μιας διαφορετικής δημόσιας στάσης που είναι εποικοδομητική και ορθολογική και που προτάσσει την λογική της προσωπικής ευθύνης και του συλλογικού συμφέροντος. Λέγεται συχνά πως η κρίση στρέφει την μια επαγγελματική ομάδα εναντίον της άλλης. Η πραγματική διαιρετική τομή, όμως, είναι εκείνη που διαπερνά τις διάφορες επαγγελματικές ομάδες στο εσωτερικό τους. Είναι προφανές ποιο δρόμο πρέπει να προκρίνουμε και να ενισχύσουμε, αν επιθυμούμε να αποφύγουμε την κατάρρευση της χώρας.

* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Yale.

πηγή