Του Δρ. Δημητρίου Σμοκοβίτης, Αξιωματικού ε.α., Καθηγητή Κοινωνιολογίας και Διοικήσεως Προσωπικού και Αντιπροέδρου  ΙΣΜΕ

Οι πολιτικοστρατιωτικές σχέσεις αποτελούν ιδιαίτερο κεφάλαιο που εντάσσεται στην Στρατιωτική Κοινωνιολογία.

Με τον όρο «πολιτικοστρατιωτικές σχέσεις» εννοούμε:

-Την αρμονική λειτουργία των επί μέρους (υπό)συστημάτων του κοινωνικού συστήματος, δηλαδή του (υπό)συστήματος της Πολιτικής Εξουσίας και του (υπό)συστήματος των Ενόπλων Δυνάμεων (των στρατιωτικών με τη στενή έννοια του όρου).

-Την άσκηση του ρόλου των Ενόπλων Δυνάμεων μέσα στα συνταγματικά πλαίσια κάθε χώρας.τους για πολιτικά οφέλη κάποιας παράταξης ή κόμματος.

-Την αποφυγή πολιτικοποίησης των Ενόπλων Δυνάμεων, δηλαδή χρησιμοποίησής τους για πολιτικά οφέλη κάποιας παράταξης ή κόμματος.

Τα παραπάνω αποτελούν προϋπόθεση για την ισορροπία και αρμονική λειτουργία του όλου κοινωνικού συστήματος μιας χώρας. Η παραβίαση και ενός μόνο προκαλεί διατάραξη των πολιτικοστρατιωτικών σχέσεων .

Βασική επιδίωξη τόσο των πολιτικών όσο και των στρατιωτικών υπήρξε ανέκαθεν η διατήρηση της πρώτης προϋπόθεσης, δηλαδή της αρμονικής λειτουργίας των δύο (υπό)συστημάτων, εφόσον και τα δύο μέρη έχουν αποδεχθεί την αρχή του Clausewitz κατά την οποία «… δεν νοείται άλλως ή η υπαγωγή της στρατιωτικής στην πολιτική άποψη» .

΄Ομως πολλάκις οι στρατιωτικοί παραβίασαν τη δεύτερη προϋπόθεση με την εκτροπή των εκτός συνταγματικών πλαισίων, οι δε πολιτικοί την τρίτη προϋπόθεση για την απόπειρα πολιτικοποίησης του στρατεύματος, με αποτέλεσμα την εκτροπή των Ενόπλων Δυνάμεων από τα συνταγματικά πλαίσια. Σημειώνεται ότι οι παραβιάσαντες τις παραπάνω προϋποθέσεις, επικαλούμενοι «ως υπέρτατον νόμο τη σωτηρία της πατρίδας», έδωσαν εκάστοτε διαφορετική ερμηνεία στις καίριες συνταγματικές ρήσεις.

 

ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ

Κατά την αρχαιότητα και μέχρι τους Βυζαντινούς χρόνους η διαφορά μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη, κάθε μια δε ιδιότητα ήταν δυνατόν να αντικαθίσταται κατά περίσταση με την άλλη.

Η διάκριση σε στρατιωτικούς και πολιτικούς αναφέρεται κατά πρώτον στο Βυζάντιο επί Μεγάλου Κωνσταντίνου.  Η δυνατότητα αμοιβαίας αντικατάστασης πολιτικού και στρατιωτικού εξέλιπε από τον περασμένο αιώνα.

Σχετικά πρέπει να αναφερθεί το αναφερθέν παράδειγμα από τον Στρατάρχη κόμητα Archibald Wavell στην διάλεξή του «Πολιτικοί και Στρατιωτικοί» στο Trinity College του Cambridge. Κατά τη διάλεξη επισημάνθηκε ιδιαίτερα ότι «εις την ιστορίαν της κλασσικής Ελλάδος αναφέρεται ότι κατά την διάρκειαν του πελοποννησιακού πολέμου ο δημαγωγός Κλέωνας, αρχηγός της αντιπολιτεύσεως, έκαμε κριτικήν εναντίον του συντηρητικού Νικία. Ο τελευταίος, σκεπτόμενος να απομονώσει τον αντίπαλόν του, στράφηκε προς αυτόν με την πρόκληση «εμπρός λοιπόν, ανάλαβε τη διοίκηση (των Ενόπλων Δυνάμεων), δια να ιδείς εάν μπορείς να πράξεις το καλύτερο». Ατυχώς για τον Νικία και ατυχώς για την Αθήνα, ο Κλέωνας

δέχθηκε την πρόκληση και κέρδισε μια εντυπωσιακή, κατά τύχη, νίκη.

Από την αρχαία ελληνική ιστορία μπορούμε να παραθέσουμε πληθώρα παραδειγμάτων για επαλήθευση των παραπάνω. Σημειώνεται ότι και κατά την περίοδο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μπορούσε εύκολα να αλλάξει κάποιος την τήβεννο του συγκλητικού με την πανοπλία του στρατηγού, εφόσον είχε περάσει από όλες τις βαθμίδες της πολιτικής διακυβέρνησης του κράτους.

Κατά την αρχαία εποχή, πρόβλημα διατάραξης των πολιτικοστρατιωτικών σχέσεων δεν υπήρξε. Το πρόβλημα προέκυψε επίσημα, αφότου εισήχθηκε ο δημοκρατικός τρόπος διακυβέρνησης. Ο κόμητας Wavell, στην προαναφερθείσα διάλεξή του , έκανε κατά πρώτον γνωστό ότι οι σχέσεις πολιτικών και στρατιωτικών δεν ήταν και τόσο αγαθές κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ότι, γενικότερα, οι μεν πολιτικοί καταλόγιζαν στους στρατιωτικούς στενότητα αντίληψης και επαγγελματική σχολαστικότητα, οι δε στρατιωτικοί επέρριπταν τις ευθύνες των δυσχερειών τους στις πολιτικές επεμβάσεις. Επί πλέον, ο ομιλητής τόνισε ιδιαίτερα ότι η προστριβή αυτή μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών αποτελεί νέον παράγοντα, ιδιαίτερης σπουδαιότητας κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο οποίος είναι χαρακτηριστικό της Δημοκρατίας και όχι των ολοκληρωτικών καθεστώτων.

 

ΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ

Οι στρατιωτικοί, με τη στενή έννοια, δηλαδή οι μόνιμοι αξιωματικοί των Ενόπλων Δυνάμεων, είναι πολίτες της χώρας την οποία υπηρετούν, οφείλουν δε από τον νόμο να ασκούν τα πολιτικά τους δικαιώματα. Αυτό σημαίνει ότι ενημερώνονται για τις πολιτικές εξελίξεις, σχηματίζουν γνώμη και σχετικές κρίσεις και εντάσσονται, εν δυνάμει όχι έργω, σε πολιτικές ομάδες.

Οι στρατιωτικοί επιτρέπεται να εκδηλώνουν έργω την ένταξή τους αυτή και τις πολιτικές τους πεποιθήσεις μόνο με την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος κατά τις βουλευτικές ή δημοτικές εκλογές, δημοψηφίσματα, κλπ . Πέρα όμως από την ιδιότητά τους ως πολίτες, δηλαδή ως φορείς των πολιτικών τους δικαιωμάτων και ως τμήματα του εκλογικού σώματος, οι στρατιωτικοί εντάσσονται οργανικά στην στρατιωτική διοίκηση της πολιτείας της οποίας αποτελούν στελέχη (όπως οι δημόσιοι πολιτικοί υπάλληλοι είναι στελέχη της πολιτικής δημόσιας διοίκησης). Η ιδιότητά τους αυτή επιβάλλει στους στρατιωτικούς ορισμένη συμπεριφορά, η οποία έχει δύο όψεις:

-Αρνητική όψη: Δεν επιτρέπεται να εκδηλώνουν δημόσια, προφορικά ή εγγράφως, τις πολιτικές τους αντιλήψεις και τοποθετήσεις, δεν επιτρέπεται να ασκούν προπαγάνδα, να λαμβάνουν μέρος σε πολιτικές συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις, πορείες, κλπ. Οι δεσμεύσεις αυτές ισχύουν σε όλες τις Δυτικές κοινωνίες, αυστηρότερα ή χαλαρότερα.

– Θετική όψη: ΄Οπως συμβαίνει και με τους πολιτικούς δημοσίους

υπαλλήλους, οι στρατιωτικοί οφείλουν υπακοή και συνεργασία με την εκάστοτε   νόμιμη κυβέρνηση της χώρας. Η υπακοή και η συνεργασία   ρυθμίζονται από γραπτούς ή άγραφους κανόνες, με τους οποίους εκφράζεται ο χαρακτήρας των Ενόπλων Δυνάμεων ως (υπό)σύστημα του όλου

κοινωνικού και πολιτειακού συστήματος. Δηλαδή, η πολιτική εξουσία δεν εκδίδει διαταγές και δεν συνεργάζεται με τους στρατιωτικούς βάσει υποκειμενικών προτιμήσεων, αλλά βάσει κανόνων της αρμοδιότητας και της

ιεραρχίας, οι κανόνες δε αυτοί χαρακτηρίζουν τη λειτουργία των Ενόπλων     Δυνάμεων σε όλες σχεδόν τις κοινωνίες.

Οι στρατιωτικοί, κάτω από τις οδηγίες της νόμιμης πολιτικής εξουσίας (Κυβέρνησης) άσχετα με την κομματική προέλευσή της, υποβάλλουν τις απόψεις τους στην πολιτική ηγεσία για τον καθορισμό της διεθνο-πολιτικής στρατηγικής, την οποία τελικώς διαμορφώνουν οι πολιτικοί βάσει της αρχής του Clausewitz .

Ανακύπτει εν προκειμένω μεγάλο θέμα: πώς δηλαδή παίρνονται οι πολιτικές αποφάσεις πάνω σε καίρια προβλήματα εξωτερικής πολιτικής, ώστε να συμβαίνει μεγάλες ή μικρές χώρες να έχουν την ίδια εξωτερική πολιτική, παρά την εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία .

Το πρόβλημα είναι εξαιρετικά σύνθετο και μπορούμε να πούμε ότι κάτω από ομαλές συνθήκες η ανωτάτη στρατιωτική ηγεσία συνεργάζεται αποδοτικά με την πολιτική ηγεσία για τον καθορισμό της διεθνοπολιτικής στρατηγικής, ενίοτε δε και ορισμένων θεμάτων τακτικής, πάντοτε βάσει της αρχής του Clausewitz.

Οι στρατιωτικοί, στα πλαίσια αρμονικής συνεργασίας πολιτικής ηγεσίας και ανώτατης στρατιωτικής ηγεσίας, μπορούν να επιτυγχάνουν συνεχή ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων από τους εκάστοτε φορείς της πολιτικής εξουσίας.

΄Αλλωστε, όσο αξιόμαχες είναι οι ΄Ενοπλες Δυνάμεις τόσο ισχυρότερο στήριγμα αποτελούν για τις κυβερνήσεις στην εφαρμογή της εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής.

Η συνεργασία μεταξύ Πολιτικής εξουσίας και Στρατιωτικής διοiικησης δεν είναι ισότιμη, καθόσον σύμφωνα με Συνταγματική ρήση «… ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας άρχει των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας, την διοίκησιν των οποίων ασκεί η Κυβέρνησις» (΄Αρθρο 45). Επίσης, κατά τον S.P.Huntington, «Το σώμα των αξιωματικών όταν είναι αυστηρά επαγγελματικό, δέχεται πρόθυμα τις εντολές όποιας πολιτικής ομάδας αναλάβει με νόμιμα μέσα την εξουσίαν του Κράτους».

 

ΔΙΑΤΑΡΑΞΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ

Συχνά ανακύπτουν προβλήματα στις πολιτικοστρατιωτικές σχέσεις, όταν λόγω αντικειμενικά ή υποκειμενικά αίτια κλονίζονται τα πλαίσια της ορθής πολιτικοστρατιωτικής συνεργασίας, δηλαδή της συνεργασίας πολιτικής εξουσίας και στρατιωτικής διοίκησης . Οδηγούμεθα κάποτε σε αδιέξοδο και σε σύγκρουση πολιτικών (πολιτικής εξουσίας) και στρατιωτικών (μονίμων Στελεχών) εάν συμβεί να θραυσθούν τα πλαίσια της ορθής πολιτικοστρατιωτικής συνεργασίας. Ο κλονισμός της ορθής συνεργασίας ή ακόμα η θραύση των πλαισίων της συμβαίνει, όταν εμφανισθούν οι παρακάτω τάσεις, οι οποίες οδηγούν σε ανατροπή της ισορροπίας:

-΄Οταν μερίδα των πολιτικών ηγετών επιδιώκει να αυξήσει την επιρροή της μέσω των Ενόπλων Δυνάμεων. Τούτο συμβαίνει, όταν επιχειρείται η «πολιτικοποίηση», δηλαδή η ενεργή ανάμιξη των Ενόπλων Δυνάμεων στην πολιτική προς όφελος ορισμένης πολιτικής μερίδας ή πολιτικών ηγετών .

-΄Οταν αξιωματικοί, χωρίς να παραιτούνται από τις ΄Ενοπλες Δυνάμεις, επιδιώκουν να ασκήσουν πολιτική επιρροή, δηλαδή επιδιώκουν να επηρεάσουν ή προσδιορίσουν τις πολιτικές εξελίξεις με μέσα που υπερβαίνουν την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος (πολιτικολογία, επηρεασμός του πολιτικού φρονήματος των στρατευμένων) ή πολλές φορές με ανοικτά στρατιωτικά πραξικοπήματα.

Για να εκδηλωθούν οι τάσεις αυτές, πρέπει να συντρέξουν ευνοϊκές και αντικειμενικές προϋποθέσεις, οι οποίες γίνονται γενεσιουργές ανωμαλίες στις πολιτικοστρατιωτικές σχέσεις.

Καταστάσεις έντασης μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών, κλονισμού ή θραύσης των πλαισίων της ορθής πολιτικοστρατιωτικής συνεργασίας έχουν προκύψει στις ακόλουθες ιδίως περιστάσεις:

-Περίοδοι οικονομικής ύφεσης, συνεπεία των οποίων προκαλείται μείωση των πραγματικών εισοδημάτων, ανεργία, κοινωνική δυστυχία και κοινωνική αναταραχή.

-Διεθνείς περιπέτειες μιας χώρας και ιδίως μείωση, ως συνέπεια αυτών, του εθνικού γοήτρου. Η στρατιωτική ήττα αποτελεί χαρακτηριστική αιτία ανωμαλιών στις πολιτικοστρατιωτικές σχέσεις.

-Κίνδυνοι εσωτερικών πολιτικών ή πολιτειακών ανωμαλιών.

-Εμπλοκή στην εσωτερική πολιτική διαμάχη θεμάτων εξωτερικής πολιτικής.

H προηγηθείσα ανάλυση παρέχει τα δεδομένα γενικής κοινωνιολογικής έρευνας των πολιτικοστρατιωτικών σχέσεων. Η ανάλυση αυτή μας οδήγησε στη συναγωγή βασικών κριτηρίων κατανόησης και εξήγησης των ορθών πολιτικοστρατιωτικών σχέσεων και της πρόκλησης προβλημάτων σε αυτές.

΄Ενα από τα πιο συζητημένα θέματα μεταξύ ερευνητών Στρατιωτικής Κοινωνιολογίας και ερευνητών Διεθνούς Πολιτικής είναι κατά πόσον υπάρχει σχέση μεταξύ του στρατιωτικού επαγγελματισμού και του στρατιωτικού παρεμβατισμού στην πολιτική. Επιχειρώντας να εξηγήσουν τα αίτια της προδιάθεσης των στρατιωτικών για παρέμβαση στις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις, οι ειδικοί επιστήμονες διετύπωσαν διάφορες απόψεις.

Ο Janowitz αναζητεί τα αίτια του στρατιωτικού παρεμβατισμού μεταξύ των χαρακτηριστικών του στρατιωτικού ιδεώδους, επιχειρεί δε να συσχετίσει τη ροπή προς στρατιωτική παρέμβαση με την κοινωνική καταγωγή, με την εξέλιξη και προαγωγή των στελεχών και την αναλογία μεταξύ διοικητικής και ηρωικής στάσης των αξιωματικών. Κατά τον Terrebery , οι θεωρίες που χρησιμοποιούν τα εσωτερικά χαρακτηριστικά ως ανεξάρτητες μεταβλητές προκειμένου να προσδιορίσουν τον ρόλο των στρατιωτικών στην ευρύτερη κοινωνία παραγνωρίζουν το εκπαιδευτικό, κοινωνικό και γεωπολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργούν οι στρατιωτικοί και πολιτικοί οργανισμοί της κοινωνίας.

΄Αλλοι μελετούν τις «εξωτερικές ή συνθήκες του περιβάλλοντος», ειδικότερα δε τις αναφερόμενες στον πολιτικό τομέα μιας πολιτικοποιημένης κοινωνίας (Finer 1962, Johnson 1962, Ambler 1966, Riddleberger 1965, Huntington 1968). O Huntington (1968) υποστηρίζει ότι οι κυριότεροι συντελεστές για την στρατιωτική παρέμβαση στην πολιτική δεν είναι ο στρατιωτικός επαγγελματισμός, αλλά μάλλον η πολιτική (μικροπολιτική) και ο θεσμικός χαρακτήρας της κοινωνικής δομής. Ο Finer , λόγου χάρη, έχει προτείνει την «αρχή της πολιτικής υπεροχής» και το «επίπεδο της πολιτικής μόρφωσης (κουλτούρας)» ως τους πλέον αποτρεπτικούς για την στρατιωτική παρέμβαση παράγοντες. ΄Ετσι, σε χώρες υψηλού επιπέδου πολιτικής ανάπτυξης (ΗΠΑ, Αγγλία, Καναδάς), οι ΄Ενοπλοι Δυνάμεις συμμετέχουν μόνο σε προδιαγεγραμμένους τύπους πολιτικής επίδρασης, ενώ σε χώρες με χαμηλή ή ελάχιστη πολιτική παράδοση η στρατιωτική παρέμβαση είναι περισσότερο ανοικτή, συχνή και διαρκής.

 

O Van Doorn, σχολιάζοντας τη θέση των Finer και Huntington για τον «επαγγελματισμό», υποστηρίζει ότι δεν είναι η χαμηλή «πολιτική μόρφωση» η οποία δημιουργεί την προδιάθεση για στρατιωτική παρέμβαση, αλλά ο βαθμός πίστης στο Σύνταγμα, ως φρουρό της πολιτικής τάξης. Ούτε είναι ο επαγγελματισμός ο οποίος αποτρέπει τη στρατιωτική παρέμβαση στην πολιτική, αλλά η ύπαρξη ερριζωμένης παράδοσης στρατιωτικής αποχής από την πολιτική, καθώς και η ύπαρξη συστήματος πολιτικού ελέγχου. Τους «εξωτερικούς παράγοντες» υποστηρίζουν όσοι πιστεύουν ότι οι στρατιωτικές παρεμβάσεις είναι χαρακτηριστικό κοινωνιών με χαμηλά επίπεδα οικονομικής παραγωγικότητας και υψηλό βαθμό κοινωνικών διακρίσεων.

Οι εξετάζοντες τους «εξωτερικούς παράγοντες ή συνθήκες περιβάλλοντος» τονίζουν περιπτώσεις κατά τις οποίες:

Πρώτον, μια διακοπείσα πολιτική εξέλιξη δημιουργεί κενά, στα οποία προωθούνται οι στρατιωτικοί, αναμιγνυόμενοι έτσι στην πολιτική κάτω από συνθήκες πολιτικής αποτυχίας.

Δεύτερον, διαφθορά, φατρίαση, πολιτική σήψη, ανεπάρκεια της πολιτικής ηγεσίας και παρανομία διακυβεύουσες την ασφάλεια δίνουν δικαιολογία στην στρατιωτική παρέμβαση για τη διατήρηση της σταθερότητας, του νόμου και της τάξης.

Τρίτον, η Λαϊκή δυσφορία σχετικά με υπάρχουσες οικονομικές ανισότητες δημιουργεί συνθήκες για έναν φιλόδοξη αξιωματικό ή ομάδα αξιωματικών να εμφανισθούν ως ασκούντες έλεγχο της κυβέρνησης.

Η πολιτική ουδετεροποίηση των Ενόπλων Δυνάμεων στις αγγλόφωνες χώρες πραγματοποιήθηκε πριν από την άνθηση της βιομηχανικής κοινωνίας. Στις χώρες αυτές οι στρατιωτικοί σέβονται τη συνταγματική τάξη και οι πολιτικοί ηγέτες παραχωρούν σ’ αυτούς συνεχώς αυξανόμενη επιρροή στο πολιτικοστρατιωτικό πεδίο. Σε κοινωνία με έντονες διαμάχες ο στρατός αντανακλά τις διαμάχες αυτές, γιατί αποτελείται από μέλη της κοινωνίας αυτής. ΄Ετσι η πολιτικοποίηση αποτελεί επακόλουθο.

Μια κλασική τυποποίηση των σχέσεων πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας αναφέρεται στις παρακάτω κατηγορίες:

-Υποταγή της πολιτικής εξουσίας στην στρατιωτική ισχύ (π.χ. στρατιωτικές     δικτατορίες).

-Υποταγή της στρατιωτικής ισχύος στην κομματική εξουσία (π.χ. Στάλιν, Χίτλερ, Μουσολίνι, Φράνκο κ.λπ).

-Υποταγή της στρατιωτικής ισχύος στην πολιτική δημοκρατική εξουσία (π.χ. ΗΠΑ, Δυτική Γερμανία).

-Υποταγή της στρατιωτικής ισχύος στην κοινωνική καθεστωτική εξουσία (π.χ. Γαλλική και Βρεττανική Αυτοκρατορία, Τσάρος της Ρωσίας κ.λπ).

-Όπου η διάκριση των εξουσιών δεν αποτελεί κανόνα σνταγματικής διαδοχής Η στρατιωτική διακυβέρνηση συχνά παίρνει τη μορφή επιστασίας από μέρους των στρατιωτικών (Τουρκία).

Κατά τη μελέτη της πολιτικοποίησης και της επαγγελματοποίησης των Ενόπλων Δυνάμεων λαμβάνονται υπόψη δύο παράγοντες: Πρώτον, ο βαθμός της πολιτικοποίησης και, δεύτερον, η ομοιομορφία των πολιτικοποιημένων ομάδων μέσα στο στράτευμα, δηλαδή, εάν όλα τα μέλη της πολιτικοποιημένης ομάδας ανήκουν στην ίδια πολιτική παράταξη.

Δύο βασικά σημεία είναι αξιοπρόσεκτα, κατά τον McKinlay. Πρώτον, να τονισθεί ότι στην ανοικτή πολιτικοποίηση ο τύπος της προκαλούμενης πολιτικοποίησης δεν αντιπροσωπεύει ολοκληρωτική άρνηση της επαγγελματοποίησης. Πάντως περικλείει αρνητικά επακόλουθα. Δεύτερον, η πολιτικοποίηση είναι δυνατόν να ποικίλλει σε βαθμό, όσο δε χαμηλότερος είναι ο βαθμός τόσο λιγότερο σοβαρά είναι τα επακόλουθα για την επαγγελματοποίηση. Μια ήπια μορφή της πολιτικοποίησης είναι δυνατόν να βρεθεί και στους λίαν επαγγελματικούς στρατούς.

Ο Finer διαπίστωσε θετική σχέση αφενός μεταξύ της πολιτικοποίησης των στρατιωτικών και του τρόπου επεμβάσεων και αφετέρου της πολιτικής επιμόρφωσης και ανάπτυξης της πολιτικής σκέψης των στρατιωτικών.

Την ίδια σπουδαιότητα με το βαθμό της πολιτικοποίησης έχει και η φύση της πολιτικής ομοιομορφίας μέσα στο στράτευμα. ΄Οπου στις τάξεις του στρατού υπάρχουν δυο αντίπαλα πολιτικά ρεύματα, οι συνέπειες της επαγγελματοποίησης είναι σοβαρότατες. Διεπιστώθηκε ότι υπήρχαν και έδρασαν πολιτικά στις ελληνικές

΄Ενοπλες Δυνάμεις πολιτικοστρατιωτικές οργανώσεις, με δραματικές για τους αξιωματικούς συνέπειες. Κατά την έρευνα της σχέσης μεταξύ πολιτικοποίησης και πολιτικοστρατικών σχέσεων βρέθηκε ότι είναι απαραίτητο να υπολογισθεί ο βαθμός της ενότητας των πολιτικοποιημένων στρατιωτικών και η δύναμη της πολιτικής εξουσίας.

Η βασική συνέπεια της πολιτικοποίησης πάνω στη στρατιωτική πολιτική δράση είναι η ρευστότητα και η έλλειψη αποτελεσματικού ελέγχου. Η εξέλιξη του εσωτερικού ελέγχου είναι ασυνήθης αλλά αυτός είναι ευχερέστερος, όταν η πολιτικοποίηση στο στράτευμα είναι ομοιόμορφη και δεν καθοδηγεί αντίπαλες πολιτικές ομάδες. Η τακτική της διάσπασης είναι εξίσου δύσκολη, εφόσον το επίπεδο του πολιτικού ενδιαφέροντος των στρατιωτικών μπορεί να οδηγήσει σε ισχυρή αντίσταση προς οποιαδήποτε προσπάθεια των πολιτικών να αποσπάσει αυτούς απ0ό τις πολιτικές τους ρίζες.

Η διάσπαση είναι δυνατόν να επιτευχθεί, όταν οι πολιτικοί αυξάνουν την πίεση και στηρίζονται σε εξωστρατιωτικές πολιτικές ομάδες, καθώς και όταν οι στρατιωτικοί παραμένουν διαιρεμένοι.

Πράγματι, η πολιτικοποίηση απαντά σε εκείνα τα έθνη όπου οι στρατιωτικοί έπαιξαν μακροχρόνιο πολιτικό ρόλο (π.χ. στην Λατινική Αμερική) ή εκεί όπου οι πολιτικοί απεδείχθησαν αδύνατοι. ΄Οπου η πολιτική εξελίσσεται, εκεί διαφαίνεται ο διαχωρισμός (η Τουρκία του Ατατούρκ αποτελεί σαφές παράδειγμα), όπου δε η διεθνής κατάσταση μεταβάλλεται, εκεί διαφαίνεται ο διεθνοποιημένος έλεγχος (π.χ. στην Ινδοκίνα ή στο Περού). ΄Ενα πολιτικοποιημένο στράτευμα σπάνια ικανοποιείται με την απλή άσκηση πίεσης πάνω στους πολιτικούς – παράλληλα, είναι έτοιμοι για την κατάληψη της εξουσίας, όταν θεωρεί αυτό απαραίτητο.

Σχετικά με την παρέμβαση των αξιωματικών, ορισμένοι παράγοντες εμφανίζουν ενδιαφέρον.

Πρώτον, όπου ο βαθμός πολιτικής παράδοσης είναι χαμηλός, οι πολιτικοποιημένοι στρατιωτικοί μπορούν να δημιουργήσουν ανατροπή.

Δεύτερον, όπου η πολιτικοποίηση των στρατιωτικών από μέρους πολιτικών ομάδων οδηγεί στη διάσπαση, ακολουθούν ανατροπές και ταραχές.

Τρίτον, αντίθετα με τους επαγγελματικά υψηλά ιστάμενους στρατούς της Ευρώπης και Αμερικής, οι πολιτικοποιημένοι στρατιωτικοί δεν είναι υποχρεωμένοι μετά την ανατροπή της Κυβέρνησης να παραδώσουν την εξουσία στους πολιτικούς το ταχύτερον δυνατόν.

Τέταρτον, κατά την ανάπτυξη ενός έθνους, και παρά τις συνεχείς ανατροπές, η επέμβαση των στρατιωτικών δυνατόν να αποδειχθεί ότι ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των υπανάπτυκτων χωρών. Αυτός είναι ο κυριότερος λόγος για τον οποίο οι αξιωματικοί πολλές φορές μεταβάλλονται σε πολιτικό κόμμα στις χώρες αυτές.

ότι «ο στρατός είναι το τελευταίο οχυρό της φιλελεύθερης κοινωνίας».

Σήμερα οι πολιτικοστρατιωτικές σχέσεις έχουν μερικά τροποποιηθεί, λόγω της διεθνούς κατάστασης, με πολύ ασαφή τα πεδία δράσης των πολιτικών και στρατιωτικών. Αλλά η γνώση των ευθυνών έναντι του έθνους με τη στενή συνεργασία και αμοιβαία ενημέρωση των στρατιωτικών και πολιτικών, με βάση πάντοτε την αρχή του Clausewitz και τη σύγχρονη πρακτική, θα αμβλύνει το πρόβλημα των πολιτικοστρατιωτικών σχέσεων, προς όφελος της δημοκρατικής τάξης και της επαγγελματικής ανόδου των στρατιωτικών.

Ο στρατηγός Θ. Τσακαλώτος γράφει: «Πάντοτε επίστευον και πιστεύω ακλονήτως, ότι η πολιτική ηγεσία του ΄Εθνούς, ως εντολοδόχος των επιθυμιών και των προσδοκιών του Λαού, έχει την πλήρη ευθύνη έναντι οιουδήποτε εθνικού κινδύνου, εσωτερικού ή εξωτερικού, και συνεπώς η χάραξις της πορείας της χώρας, εθνικής και συμφώνου προς τα πάγια συμφέροντά της, ανήκει απολύτως εις αυτήν».

Τέλος, η σαφής εκάστοτε διατύπωση στα συνταγματικά κείμενα των επιτρεπτών ρόλων των Ενόπλων Δυνάμεων δεν φαίνεται ότι επιλύει το θεωρητικό αλλά ούτε και το πραγματικό πρόβλημα των πολιτικοστρατιωτικών σχέσεων. Το θέμα ερευνάται από αρκετούς μελετητές ακόμα.

Οι πολιτικοστρατιωτικές σχέσεις αποτελούν ιδιαίτερο κεφάλαιο που εντάσσεται στην Στρατιωτική Κοινωνιολογία.

Με τον όρο «πολιτικοστρατιωτικές σχέσεις» εννοούμε:

Τα παραπάνω αποτελούν προϋπόθεση για την ισορροπία και αρμονική λειτουργία του όλου κοινωνικού συστήματος μιας χώρας. Η παραβίαση και ενός μόνο προκαλεί διατάραξη των πολιτικοστρατιωτικών σχέσεων .

Βασική επιδίωξη τόσο των πολιτικών όσο και των στρατιωτικών υπήρξε ανέκαθεν η διατήρηση της πρώτης προϋπόθεσης, δηλαδή της αρμονικής λειτουργίας των δύο (υπό)συστημάτων, εφόσον και τα δύο μέρη έχουν αποδεχθεί την αρχή του Clausewitz κατά την οποία «… δεν νοείται άλλως ή η υπαγωγή της στρατιωτικής στην πολιτική άποψη».

΄Ομως πολλάκις οι στρατιωτικοί παραβίασαν τη δεύτερη προϋπόθεση με την εκτροπή των εκτός συνταγματικών πλαισίων, οι δε πολιτικοί την τρίτη προϋπόθεση για την απόπειρα πολιτικοποίησης του στρατεύματος, με αποτέλεσμα την εκτροπή των Ενόπλων Δυνάμεων από τα συνταγματικά πλαίσια. Σημειώνεται ότι οι παραβιάσαντες τις παραπάνω προϋποθέσεις, επικαλούμενοι «ως υπέρτατον νόμο τη σωτηρία της πατρίδας», έδωσαν εκάστοτε διαφορετική ερμηνεία στις καίριες συνταγματικές ρήσεις.