Του Σεραφείμ Π. Κοτρώτσου, ειδική συνεργασία με την εφημερίδα “Αποκαλύψεις”

Διαβάζω και ακούω στην –παραινετική και εξ καθέδρας– αρθρογραφία και τις αναλύσεις των τελευταίων ημερών, σε μεγάλες φιλοκυβερνητικές/καθεστωτικές εφημερίδες και τηλεοπτικούς σταθμούς, την εξής άποψη σχετικά με την εγκατάσταση του ΧΥΤΥ (Χώρου Υγειονομικής Ταφής Υπολειμμάτων):

«Η Πολιτεία έλαβε, καλώς ή κακώς, την απόφαση να εγκαταστήσει ΧΥΤΥ στην περιοχή της Κερατέας. Επί τρεις μήνες οι κάτοικοι αντιδρούν και καταλύουν την τάξη και αρνούνται να υπακούσουν στην Αστυνομία και να εφαρμόσουν τους νόμους. Η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να συνεχισθεί επ’ αόριστον». (σ.σ. η διατύπωση ακολουθείτε σχεδόν κατά γράμμα).

Πρώτη παρατήρηση: Προσωπικά δεν αντιλαμβάνομαι τοποθετήσεις που εκκινούν από την αντίφαση «καλώς ή κακώς». Είναι προφανές πως και τα δύο δεν μπορεί να συμβαίνουν. Η αδυναμία των υποστηρικτών της κυβερνητικής απόφασης να λάβουν θέση εάν η χωροθέτηση της ΧΥΤΥ στην Κερατέα γίνεται «καλώς» ή «κακώς» καταλήγει υποδόρια και υπονομευτικά στο «καλώς». Ας το πουν, τουλάχιστον.

Δεύτερη παρατήρηση: Η υπόθεση της διαχείρισης των απορριμμάτων στη χώρα μας είναι κάτι που ξεφεύγει από μία τυπική αντίληψη περί (δήθεν) εφαρμογής των νόμων. Επί δεκαετίες η ίδια η πολιτεία δεν εφαρμόζει ούτε την κοινοτική, ούτε την εγχώρια νομοθεσία. Δεν ενθυμούμαι ανάλογη σπουδή και εγκλήσεις από τα καθεστωτικά ΜΜΕ (πλην ίσως της εναλλαγής στην απόδοση ευθυνών μεταξύ της εκάστοτε κυβέρνησης και της εκάστοτε αξιωματικής αντιπολίτευσης). Ουδείς κατηγόρησε τους κατά καιρούς υπουργούς ΠΕΧΩΔΕ ή τους πρωθυπουργούς για απιστία, αφού λόγω της ανικανότητάς τους η χώρα βρέθηκε να πληρώνει πρόστιμα πολλών εκατομμυρίων στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Καμία εξεταστική δεν συγκλήθηκε για να εξετάσει όλες εκείνες τις υπουργικές αποφάσεις -με τη συνακόλουθη μη εφαρμογή των νόμων- που ζημίωσε το ελληνικό δημόσιο –πιθανώς πολύ περισσότερο από το Βατοπέδι, τις μίζες της Siemens, ή των υποβρυχίων.

Τρίτη παρατήρηση: Η ανάπηρη ελληνική δημοκρατία οικοδομήθηκε επί ενός «αστικού μύθου». Οτι οι πολίτες «οφείλουν πίστη στους νόμους». Ορθώς. Καμία κοινωνία δεν υπερβαίνει τη δαρβινική της φάση, τα στερεότυπα και τις δεισιδαιμονίες, εάν δεν χειραφετηθεί στην υπακοή του νομίμου και στην αναγνώριση του ηθικού. Το αυτονόητο, όμως, κατέληξε «αστικός μύθος», διότι ουδέποτε εφαρμόστηκε από τις πολιτικές ηγεσίες, οι οποίες -ακόμα χειρότερα- «εκπαίδευσαν» την κοινωνία στο να μην υπακούει τους νόμους, διότι οι τελευταίοι αποτελούν ένα τυπικό περίγραμμα που κατά κανόνα παρακάμπτεται.

Θα μπορούσε να μεμφθεί κανείς τους κατοίκους της Κερατέας εάν η πολιτεία διέθετε το τεκμήριο της νομιμότητας. Εάν δεν υπαναχωρούσε προ ουδεμίας παρανομίας, εάν είχε εγκαίρως ενημερώσει και πείσει τους πολίτες γιατί πρέπει να γίνει ΧΥΤΥ και όχι κάτι άλλο (πολλές, άλλωστε, οι απόψεις στο εξωτερικό που θέλουν ήδη ξεπερασμένη και οχληρή τη συγκεκριμένη τεχνολογία), και γιατί πρέπει να γίνει εκεί και όχι κάπου αλλού.

Αυτή, λοιπόν, που πρώτη παρανομεί στην Κερατέα είναι η κυβέρνηση (ετούτη, η προηγούμενη ή η επόμενη δεν έχει σημασία). Με τη μικρή διαφορά ότι ουδείς μπορεί να επιστρατεύσει τα ΜΑΤ κατά της Μπιρμπίλη, του Παπουτσή ή άλλου συναρμόδιου υπουργού.

Τελευταία παρατήρηση: Κάποιοι αρνούνται πεισμόνως να κατανοήσουν πως η αποδόμηση του ελληνικού πολιτικού και κοινωνικού «οικοσυστήματος» είναι τέτοια που ουδείς πιστεύει στους νόμους και σε εκείνους που τους εκπονούν. Σε μία χώρα στην οποία επί πολλές δεκαετίες η ασυδοσία ήταν καθημερινή εφαρμογή, είναι αναμενόμενο (μέσα στο διάσπαρτο παραλογισμό) η παρανομία να φαντάζει λογική.

Μόνο που καλό θα ήταν οι «ιεραπόστολοι» της μεταμνημονιακής ηθικής να εγκαλέσουν πρώτα το κράτος που παρανομεί και μετά τους πολίτες. Αυτά είναι, άλλωστε, απολύτως συνδεδεμένα μεταξύ τους.