Του Νίκου Κοτζιά

H ενίσχυση των κομμάτων της ελάσσονος αντιπολίτευσης δείχνει να είναι περιορισμένη σε σύγκριση με την αποτυχία των κομμάτων του δικομματισμού και την πολιτική-ιδεολογική κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ. Το μεγάλο ερώτημα είναι γιατί δεν μετακινούνται δυνάμεις προς την αντιπολίτευση, ιδιαίτερα προς εκείνη που έχει κοινωνικό λόγο και ανησυχία, δηλαδή την αριστερά.

Σκόπιμες μεθοδεύσεις και αδυναμίες της αριστεράς
Υπάρχουν σοβαρές αιτίες εξαιτίας των οποίων δεν καταγράφονται σεισμικές μετακινήσεις σε εποχή ριζικών αλλαγών σε βάρος της πλειοψηφίας του πληθυσμού. Οι κύριοι κερδισμένοι από τις αναδιανομές εισοδήματος και πλούτου είναι οι τράπεζες, πιο ορθά οι τραπεζίτες. Οι τελευταίοι είναι το ακραίο παράδειγμα επιχειρηματιών που συνδυάζουν και τις δύο ελληνικές ιδιαιτερότητες: επιχειρηματίες σε μεγάλο βαθμό κρατικοδίαιτοι, οι οποίοι καταγγέλλουν το δημόσιο για τις πληγές του. Πληγές που προκαλεί η λεηλασία του. Επιχειρηματίες, δεύτερον, που συχνά λεηλατούν τη δική τους επιχείρηση μεταφέροντας πλούτου από εκείνη στην ιδιωτική τους περιουσία. Μικρό κομμάτι από αυτές τις λεηλασίες, λέγεται ότι χρησιμοποιείται προκειμένου να εξαγοραστούν πολιτικοί και δημοσιογράφοι. Όλοι εκείνοι που αποτελούν ένα είδος «βασιλικής φρουρά τους». Με δηλώσεις, δημοσιεύματα και πολιτικές επιλογές φροντίζουν αφενός να λαμβάνονται αποφάσεις που εξυπηρετούν τέτοιου τύπου επιχειρηματίες και αφετέρου δημιουργούν το κατάλληλο κλίμα φόβου στους πολίτες ώστε να μην αντιδρούν οργανωμένα, σταθερά και με συνέπεια.Δυστυχώς, η αριστερά, πλην του Α.Τσίπρα για να είμαι δίκαιος, δεν μιλά για τις ευθύνες του κατεστημένου στη χώρα μας. Δεν αποκαλύπτει τις εσωτερικές δυνάμεις συγκρότησης, στήριξης και προώθησης του μνημονίου. Ακόμα και κριτικοί ακαδημαϊκοί, όπως και πολλοί συνδικαλιστές, περιορίζονται σε μια γενική κριτική για το Μνημόνιο. Μιλούν πολύ για το ΔΝΤ και την ΕΕ. Αναφέρονται ορθά στις ευθύνες και την πολιτική των Βρυξελλών και του Βερολίνου, αλλά δεν συμπεριλαμβάνουν στις αναλύσεις, στις καταγγελίες, στις πολιτικές τους προτάσεις, τους εσωτερικούς παίκτες, τις μεθοδεύσεις και ευθύνες τους για την κρίση και την ακολουθούμενη πολιτική. Με αυτό τον τρόπο δεν συμβάλλουν επαρκώς στην ανάδειξη των δυνατοτήτων αντίστασης, διότι ο εχθρός εμφανίζεται να είναι ο «απρόσωπος εξωτερικός» και όχι και ο συγκεκριμένος εσωτερικός. Κατά προέκταση δεν υπάρχουν και προτάσεις αντιμετώπισής του. Δεν διατυπώνονται στρατηγικές προτάσεις προς τους μονόδρομους που αυτός προβάλλει.Ασφαλώς χρειάζεται η Ευρώπη και οι λαοί της μια διαφορετική ΕΕ. Αλλά μια τέτοια πρόταση δεν θα πρέπει να παραπέμπει στους καλένδες των διεθνών συσχετισμών την υπέρβαση του φόβου, της ανασφάλειας και της κατάθλιψης στην ελληνική κοινωνία. Ακόμα λιγότερο χρησιμεύει η άποψη εκείνων που ανάγουν σε προϋπόθεση μάχης ενάντια στο μνημόνιο και στο μέτωπο στήριξής του την αποδοχή ενός νεφελώματος σοσιαλισμού. 

Μεγάλο συνθήματα ως απαλλαγή στο άμεσο και συγκεκριμένο. Εύκολη μεγαλοστωμία έναντι δύσκολης ενωτικής πολιτικής
Όσο δυνατότερα και πιο αδιευκρίνιστα ομιλούν ορισμένοι για τον σοσιαλισμό, για το υπέροχο αύριο μιας διαφορετικής ΕΕ, τόσο περισσότερο απαλλάσσουν τον εαυτό τους από την ενασχόληση με τις πραγματικές δυνάμεις που στηρίζουν το μνημόνιο, ιδιαίτερα εκείνες στο εσωτερικό της χώρας. Με τις επιλογές τους δεν αντιμετωπίζουν το θεμελιακό ζήτημα της τύχης αυτού του τόπου με τρόπο συγκεκριμένο, αλλά το αναβάλλουν για τον ιστορικό του μέλλοντος. Εδώ δεν πρόκειται μόνο για αδυναμία ή για υπερβολική διάθεση επαναστατικότητας, αλλά και για αποφυγή του δύσκολου καθήκοντος να ανοιχτεί μέτωπο με τα πραγματικά κοινωνικά και πολιτικά συστήματα προώθησης και αξιοποίησης του μνημονίου. Η επιμονή σε ένα νεφέλωμα σοσιαλισμού ή σε μια νεφελώδη έξοδο από ΕΕ και ευρώ, ακόμα και το σλόγκαν ότι προκειμένου να σωθούμε χρειάζεται να αλλάξει πρώτα η ΕΕ, βάζει το κάρο μπροστά από το άλογο. Απαλλάσσει του δυσάρεστου έργου συγκεκριμενοποίησης του ποιος φταίει και γιατί για τα χάλια της χώρας και ως προς τους εσωτερικούς παράγοντες.Αποφεύγουν, έτσι, κάποιοι να δημιουργήσουν εχθρότητες με τους εγχώριους έχοντες και κατέχοντες.

Άτοπες συμπεριφορές και επιλογές
Η ριζοσπαστική αριστερά δείχνει πολυδιασπασμένη και ανίκανη να γεφυρώσει τις συνισταμένες της, ιδιαίτερα την ρεφορμιστική αριστερά που κινείται εντός και πέριξ του ΠΑΣΟΚ. Αντί να ξεχυθεί ενωτικά στις μεγάλες μάζες των πολιτών, ιδιαίτερα στους έντιμους πολίτες, όπως είχε γίνει και στη διάρκεια της κατοχής, συμπεριφέρεται ως οι πολίτες να είναι εκ του ουκ άνευ πανέτοιμοι να στεγαστούν πολιτική σε αυτήν. Ότι το μόνο που πρέπει να πράξει κάθε ομάδα και ομαδούλα της αριστεράς είναι να προβληθούν οι ιδιαίτερες και μακρόχρονες ιδέες της περί σοσιαλισμού και εξόδου από την ΕΕ. Ότι κατόπιν θα μαζέψει τα μήλα που αναμένονται να πέσουν από μόνα τους, εδώ και τώρα, στην αγκαλιά κάποιας αριστεράς ομάδας, συνιστώσας και κόμματος. Δεν κατάλαβαν ότι θέλει πολύ δουλειά προκειμένου να πειστούν οι πολίτες να ξεκολλήσουν από το υπάρχον πολιτικό σύστημα. Ότι το κύριο δεν ήταν πόσο θα ενισχυθεί η μία ή άλλη ομάδα, αλλά να διαμορφώσουν ένα πλατύ μέτωπο στο οποίο με ειλικρίνεια και αξιοπρέπεια θα είχαν θέση οι πιο διαφορετικές δυνάμεις από την ρεφορμιστική μέχρι τη ριζοσπαστική αριστερά. Δυστυχώς στην αριστερά δείχνουν να διστάζουν, να μην θέλουν, να μην μπορούν. Γιατί; Φαίνεται ότι ορισμένους τους απασχολεί πολύ περισσότερο ο εσωτερικός συσχετισμός εντός των μικρών κινήσεών τους, παρά η διαμόρφωση ενός πλατιού μαζικού κινήματος.Τα ίδια συμβαίνουν και με τις ρεφορμιστικές δυνάμεις στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ και γύρο από αυτό. Δεν έχουν πειστεί ότι υπάρχει λύση έξω από το μαντρί της σημερινής πολιτικής. Αντιμετωπίζουν την σημερινή κρίση ως μια ακόμα κρίση στο τέλος της οποίας η μόνη αλλαγή που θα γίνει στο πολιτικό σύστημα θα είναι η αλλαγή ηγετικού προσωπικού στα υπάρχοντα κόμματα, ιδιαίτερα στα δύο μεγαλύτερα. Κατά συνέπεια αναμένουν την ημέρα της αλλαγής πρωτίστως στο εσωτερικό του Κινήματος. Ορισμένοι από αυτούς που βρίσκονται σε μια τέτοια αναμονή, εξακολουθούν να διαπραγματεύονται τις θέσεις στο σύστημα, ενώ άλλοι παίρνουν αποστάσεις προκειμένου να συμβάλλουν, στις αναγκαίες κατά τη γνώμη τους εσωτερικές αλλαγές στο κυβερνών κόμμα. Σε αυτή τη στάση τους με την οποία δεν αμφισβητούν ουσιαστικά το υπάρχον σύστημα διευκολύνονται (ή υποχρεώνονται) από τη συμπεριφορά που επιδεικνύουν οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς.

Πατριωτική και ενωτική
Η ριζοσπαστική αριστερά, αφοπλισμένη ιδεολογικά, μακριά από τις πατριωτικές παραδόσεις της αριστεράς που μεγαλούργησε στην διάρκεια της κατοχής, το 1958-1965 και της τελευταίας περιόδου της χούντας, αντί να πείσει ότι είναι δύναμη εξόδου από την κρίση, έγινε εκείνη το πρώτο θύμα της. Ένα κομμάτι της επέλεξε τον δρόμο της προσέγγισης του συστήματος στην εποχή της πιο βαθιάς κρίσης του. Έχει το προσόν ότι θέλει να κυβερνήσει, μόνο που αυτό το προσόν τείνει να το χειριστεί ως αδυναμία. Ως κυβερνητισμό. Δηλαδή, ως την πάσει θυσία συμμετοχή σε κυβερνήσεις, έστω και αν αναιρεθούν αρχές και αξίες. Ένα άλλο κομμάτι πρόταξε τα «Εγώ» του «Εμείς» και επιδιώκει να βρει εκ των υστέρων πολιτικές αιτίες διάσπασης της ριζοσπαστικής αριστεράς. Αλλά και η κατάσταση του κύριου κορμού της τελευταίας δεν είναι καλύτερη. Μικρές ομάδες της φαίνονται πιο σημαντικές, παρά η μεγάλη μάζα των λαϊκών δυνάμεων που κινούνται ανάμεσα στην ρεφορμιστική και ριζοσπαστική αριστερά.

Προς την ακροδεξιά;
Ο κίνδυνος για τη χώρα, το πολιτικό σύστημα και την αριστερά, είναι ότι καθημερινά δημιουργούνται μικρά ρεύματα και πολιτικές κινήσεις που επικαλούνται υπαρκτούς και μη κινδύνους για την πατρίδα. Όσο, όμως, η αριστερά επιμένει να εγκαταλείπει τα μεγάλα θέματα εθνικής εξωτερικής πολιτικής, όσο θεωρεί ότι το πατριωτικό είναι δεξιό, τόσο αυτά τα ρεύματα θα ενισχύονται. Και επειδή η ΝΔ δείχνει παραδόξως να τα φοβάται τα πατριωτικά θέματα, πολλοί αντιμνημονιακοί κινούνται προς τα δεξιά προσπερνώντας τη ΝΔ, αλλά και το φιλομνημονιακό ΛΑΟΣ. Εύκολα μπορούν να βρεθούν στην αγκαλιά της ακροδεξιάς ή ακόμα και των δυνάμεων που το παίζουν ως σωτήρες της χώρας και εννοούν να σώσουν τα χθεσινά και αυριανά τους κέρδη από το μνημόνιο. Να μην τιμωρηθούν για τα δεινά που προκάλεσαν στον τόπο.Η κρίση της αριστεράς σήμερα, σε όλες τις παραλλαγές της, η αποσύνδεσή της από τα πατριωτικά ζητήματα, είναι παράγοντες που αντί να οδηγήσουν στη δημιουργία μιας πατριωτικής – κοινωνικής συμμαχίας, οδηγούν σε μια μετατόπιση προς τα δεξιά και μάλιστα πιθανά τα ακροδεξιά. Για αυτό, είναι ώρα η αριστερά να υπερβεί τα «εγώ» διανομής υποτιθέμενων πολιτικών κερδών. Να πάψει να ομιλεί προκειμένου να ευχαριστούνται τα δικά της αυτιά και μόνο. Οφείλει να αλλάξει πορεία, σε μια συντεταγμένη κατεύθυνση. Κοινωνικά δίκαιη. Πατριωτικά ξαγρυπνώσα. Οικονομικά αναπτυξιακή και πολιτικά ενωτική, μακριά από εγωπάθειες.