του Κωστή Πάλλη
Μετάφραση- Επιμέλεια: Αλέξανδρος Κοντός
Μάϊος στο Παρίσι. Ή άνοιξη απλώθηκε ξαφνικά στά πλατειά βουλεβάρτα, χάρη στη νεολαία, γεμίζοντας τα μέ κρυφές ευχές, μέ μάταιες ελπίδες, καλώντας μέ λαχτάρα πρωτάρικη, νά αντικρίσουμε, νά αισθανθούμε, νά συνειδητοποιήσουμε πώς κάτω άπό τά γρανιτολίθαρα τών βουλεβάρτων κουρνιάζει ρευστά ή επαναστατική θερμή, σκληρή γαλήνη της αμμουδιάς. Ή νεολαία διαλαλούσε ονειρικά: «ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΑ ΓΡΑΝΙΤΟΛΙΘΑΡΑ Η ΠΛΑΖ»· επωφελούμενη άπό τήν έκπληξη, πού προκάλεσε τό απρόβλεπτο κίνημα της, έσπρωχνε μέ τήν δράση της τά κατεστημένα, αναστατώνοντας τήν μικροαστική ρουτίνα της καθημερινότητας, πιστεύοντας σέ μιά ουτοπιστική ευόδωση της πορφύρινης αυγής, πού ξημέρωνε όλο καί πιό λαμπερή κάθε πρωινό· τά συνθήματα πού ηχούσαν δίκαια στους τοίχους, απευθυνόμενα, σκληρά, στους ιθύνοντες, βαμμένα στά γρήγορα, καί τό πιό αντιπροσωπευτικό «ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΜΑΣ, ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΣΑΣ», συντάραζαν, προκαλώντας καί αναζητώντας συμπαράσταση· μά κανένας, ουσιαστικά, άπό φόβο ή δουλεία, δέν ήταν έτοιμος νά πιάσει τήν σκυτάλη, πού τά άπειρα, άπραγα νεανικά δαχτύλια κρατούσαν άτσαλα, μέ βιασύνη καί όχι μέ σιγουριά μεγάλη…
Ή μαγιάτικη εκδήλωση τέλειωσε, μένοντας σάν έκρηξη οργής. Οί οπισθοχωρήσεις, πού ή Εξουσία είχε υποχρεωθεί νά δεχτεί, αναγκασμένη μπροστά στην νεανική πίεση, σέ λίγο χρόνο, μέ τίς ευέλικτες δραστηριοποιήσεις τού Κράτους, πλαισιωμένες άπό τήν συνεργό υποτελή μανία της πολιτικής ή άλλης ηγεσίας, της γαντζωμένης στων ποθητών της πόστων τίς καρέκλες, εκμηδενίστηκαν, αφήνοντας μονάχα τήν ανάμνηση της ελπίδας καί τήν πίκρα τών χαμένων ευχών.
Μέσα σέ αυτήν τήν επαναστατική ατμόσφαιρα, μία σκέψη τρελλή πέρασε στην ελληνική φοιτητική νεολαία, παρούσα στά ανοιξιάτικα γεγονότα των πλατειών βουλεβάρτων: ή κατάληψη του Ελληνικού Περίπτερου, στον φοιτητικό οικισμό στην φοιτητούπολη, καί ή ανακήρυξη της σέ πρώτο ελεύθερο ελληνικό έδαφος· πρώτη πράξη ολκής ενάντια στην χούντα, πού συνέχιζε νά παγώνει στυγνά τά πλακόστρωτα τής πόλης τής Παλλάδος· τής πόλης μου. Ή απόφαση δέν πάρθηκε σέ οργανωμένες κόβες μέ στελεχωμένες βαθυστόχαστες γραμμές καί ούτε σέ ανανεωτικές φιλολογικές συνεστιάσεις. Νεολαίοι, αυτόνομοι, αναρχικοί, ύπεραριστεροί, κινηματογραφιστές, φοιτητές ανέβηκαν ήρεμα τά μαρμάρινα σκαλοπάτια, χαϊδεύοντας τίς ιωνικές αύλακες, μακρινή θύμηση τών προπυλαίων, καί έσπρωξαν, χωρίς βία, τήν βαρειά, μέ τίς νεοκλασσικές γραμμές, πόρτα, ενα μαγιάτικο πρωινό, καθαιρώντας τήν εξουσία τού Ελληνικού Περίπτερου, περιορίζοντας τόν διευθυντή στά διαμερίσματα του, πού τό δέχτηκε χωρίς τήν παραμικρότερη αντίδραση· χωρίς αρχηγούς, χωρίς ντιρεκτίβες, χωρίς καθοδηγητές, χωρίς ατέρμονες συζητήσεις, τοποθετήθηκαν στίς οργανικές θέσεις τού Ελληνικού Περίπτερου γιά τήν ομαλή λειτουργία του, προγραμματισμένα μέ τό ένστικτο, έγκαθιστώντας καί αναθέτοντας τήν διοίκηση του στην συλλογική υπευθυνότητα τής Συνέλευσης· όταν μαθεύτηκε ή κατάληψη του κατέφτασαν καί άλλοι οργανωμένοι, συνεπείς- πολύ λίγοι· αγνοώντας τίς γραμμές τής ηγεσίας πού συμβούλευε γραφειοκρατικά τήν μή συμμετοχή στην εκδήλωση, ήρθαν γιά νά υποστηρίξουν τό κίνημα, καθοδηγώντας το μέ νόηση καί οργάνωση, γιά νά αποφευχθούν καί οί πιθανές παρεκτροπές του. Καί ή ζωή κυλούσε ελεύθερα, οργανωμένα, χωρίς διοικήσεις καί περιττές νουθεσίες, μέ τήν λήψη τών μέ νέες κατευθύνσεις αποφάσεων γιά τήν ομαλή συνέχιση τής ζωής τού ελληνικού Περίπτερου, στίς βράδυνες συνεδριάσεις τής Συνέλευσης, μέσα στον χώρο τής φοιτητικής βιβλιοθήκης· οί ζωηρές συζητήσεις εκτυλίσσονταν κάτω άπό τό μαρμαρωμένο βλέμμα τού ξεχασμένου μπούστου, κάποιου ιστορικού ιθύνοντα, στριμωγμένου άπό πολύ καιρό στην γωνιά τής ψηλοτάβανης αίθουσας δίπλα στό στενόμακρο παράθυρο.
Οί περισσότεροι άπό τους μόνιμους κατοίκους τού Ελληνικού Περίπτερου δέν συμμετείχαν, άπό φόβο ή δειλία -κι ας διέπονταν φαινομενικά άπό αριστερούς προσανατολισμούς- στίς συζητήσεις, κλεισμένοι στά δωμάτια τους, διπλοκλειδωμένοι στίς φοβίες τους, απέφευγαν νά πάρουν μέρος στην γιορτή. Ή κλασσική ελληνική ντελιγκέντσια τού Παρισιού, παλιά καί νεοαφιχθείσα, έλαμπε θλιβερά, καί εκείνη, μέ τήν απουσία της.
Ή γιορτή κύλησε παράλληλα καί σέ πλήρη αρμονία μέ τίς μαγιάτικες φοιτητικές αναλαμπές τών πλατιών βουλεβάρτων. “Ετσι, ενα πρωινό, ό μπούστος ξύπνησε, συνεχίζοντας τόν πολύχρονο λήθαργο του, ολόμαυρος… Ένα αναρχικό χέρι είχε περάσει, νυχτιάτικα, φυσώντας τήν αποδοκιμασία του γιά τό μαρμάρινο αδιάκριτο βλέμμα, πού έπαιρνε καί αυτό μέρος στίς ζωηρές συζητήσεις· ό μπούστος, ανανεωμένος, ολόμαυρος, παρέστεκε άπό τότε κάθε βράδυ μέχρι αργά, παρατηρώντας τήν εξέλιξη τής ευχάριστης ουτοπίας, χωρίς νά παίρνει ενεργό μέρος, ακούγοντας. Ένα άλλο χέρι έσκαψε τόν τοίχο τής κεντρικής μεγάλης αίθουσας καί έχτισε ενα λιθάρι, ταράζοντας τήν λεία επιφάνεια του· ερμήνευσε άπλα, πώς ή οικοδόμηση περνά απαραίτητα άπό τό στάδιο τού γκρεμίσματος τού παλιού καί τό, έστω αυθαίρετο ή βιαστικό, χτίσιμο τού αύριο. Ή Συνέλευση δεχόταν καί τίς ατομικές πρωτοβουλίες, σέ μορφή προτάσεων, καί αποφάσιζε, συζητώντας μέ υπευθυνότητα κοινή καί επαναστατική αρχή, γιά τήν συλλογική διοίκηση τού Περίπτερου.
Οί μόνιμοι κάτοικοι τού Περίπτερου, γενικά, αδιαφορούσαν μέ τίς αλλαγές, άλλα πλήρωσαν χωρίς καθυστέρηση τό νοίκι, σεβόμενοι ή φοβούμενοι τήν καινούργια εξουσία. Μιά βραδυά τρεις-τέσσερεις ήθελαν νά διαταράξουν μέ κραυγές καί τσιτάτα αλλοπρόσαλλα, θυμίζοντας άλλες εποχές, τήν ομαλή λειτουργία τής Συνέλευσης, δημιουργώντας έναν σχετικό εκνευρισμό, θέλοντας, μέ αυτόν τόν τρόπο, νά δείξουν τήν προσήλωση τους στίς παλιές αρχές· φοβούνταν, απερίσκεπτα, πώς ή ουδέτερη ή αδιάφορη στάση τους στό γεγονός τής κατάληψης, θά ερμηνευόταν άπό τό καθεστώς τής προηγούμενης διοίκησης, όταν αργότερα ή γιορτή θά είχε πιά εξατμισθεί, σάν κρυφή αποδοχή τής νέας διοίκησης, μέ πιθανό επακόλουθο τό χάσιμο τών κεκτημένων ήταν έτοιμοι νά υποχωρήσουν σέ βασικές καί απαράβατες παραχωρήσεις. Οί υπεύθυνοι τής βραδυας, μπροστά στον εκνευρισμό, εμφανίστηκαν μέ τά κόκκινα περιβραχιόνια, γιά νά καλμάρουν τά πνεύματα· οί εκνευρισμένοι ησύχασαν χωρίς τήν παραμικρότερη βία, μονάχα μέ τήν ανταλλαγή καί τόν σεβασμό τών διαφορετικών απόψεων μέσα στό πλαίσιο τών επαναστατικών ορίων τής κατάληψης. Άπό τους λιγοστούς μονίμους κατοίκους τού Ελληνικού Περίπτερου, πού συμμετείχαν στό κίνημα της κατάληψης, ξεχώριζε ή λεπτή μορφή μέ ξέπλεκα τά μαλλιά καί τά απλανή γυάλινα μάτια της νά κοιτάζουν τό σκοτάδι. Ερχόταν μέ τό αρθρωτό άσπρο ραβδί της, χτυπώντας ρυθμικά τόν τοίχο τού μακρύ διαδρόμου, οδηγούμενη άπό τήν ακοή της καί έπιανε θέση, άπό νωρίς, στίς πρώτες γραμμές τών καρεκλών τής βιβλιοθήκης γιά νά μή χάσει τήν παραμικρότερη ανακοίνωση, παίρνοντας ενεργό μέρος στίς διάφορες συζητήσεις. Πού καί πού, παρευρισκόταν στίς συνελεύσεις καί ό πρώην σύζυγος της, βέρος αριστεριστής, μέ επαναστατικές απόψεις γιά τήν αλλαγή τών κοινωνικών δομών συχνά έπαιρνε τόν λόγο, αναλύοντας τίς απόψεις του μέ πίστη καί μάθηση. Ακούγοντας τίς μαθητικές του αναλύσεις πάνω στά γεγονότα ή τήν κοινωνική συνέχιση, μου ήταν αδύνατο νά φανταστώ τό προτσές, όρο πού τόσο συχνά επαναλάμβανε κατά τήν ομιλία του, μέ τό οποίο οί επαναστατικές του ιδέες του επέτρεπαν, άπό τήν μιά μεριά, νά έχει δεχτεί, παλιά, όταν συζούσε μαζί μέ τήν μορφή τήν στεμμένη μέ τίς σβηστές γαλάζιες ίριδες, τήν τυφλή υλική συζυγική βοήθεια πού τού παρείχε, χτυπώντας τήν οκτάωρη γραφομηχανή, χορηγώντας μέ αυτόν τόν τρόπο τήν τυφλή της πληκτροδότηση γιά τήν συνέχιση τών νομικών σπουδών του, καί άπό τήν άλλη νά έχει ζητήσει καί νά έχει αποσπάσει άπό τό αστικό δικαστήριο, πού τόσο κατηγορούσε τόν θεσμό του θεωρητικά, τήν παροχή τού διαζυγίου, επικαλούμενος τό αβάσταχτο φορτίο, πού τού προκαλούσαν τά απλανή μάτια τής συζύγου του… Δέν θά μέ παραξένευε, άν τόν έβλεπα, μεταπολιτευτικά, νά δίνει άπλετα τήν νομική φαιά ουσία του, υποστηρίζοντας, αστικά, τήν δομή ενός τυχαίου τραπεζικού οργανισμού, ξεχνώντας ή διαγράφοντας τελεσίδικα τίς άριστερίστικες πεποιθήσεις του.

Μιά άλλη, πάλι, πρωτοβουλία τής Συνέλευσης διέθεσε ένα σεβαστό χρηματικό ποσό, άπό τά μηνιαία έσοδα, γιά τόν πλουτισμό τής βιβλιοθήκης μέ λίγα άπό τά βασικώτερα βιβλία καί ντοκουμέντα, γραμμένα πάνω στην πολιτική, στην τέχνη, στην ιστορία, στην κοινωνιολογία, πού απουσίαζαν άπό τά ράφια της. Ή τριγωνική σφραγίδα, πού εκπονήθηκε ειδικά, γιορτάζοντας τό ιστορικό γεγονός τής επαναστατικής αλλαγής καί τής κατάληψης, αποτύπωσε τήν θύμηση τής παρουσίας, τής ευχάριστης ουτοπίας καί τής εφήμερης παράστασης στίς σελίδες τους, γιά νά τά υποχρεώσει νά εΐναι παρόντα στην βιβλιοθήκη τής φοιτητικής αναζήτησης καί παιδείας καί απούλητα στό καπιταλιστικό αλισβερίσι. Ή παλιά διοίκηση, όμως, υποτελής στίς αρχές τής εξουσίας τής χούντας, όταν πιά τό μαγιάτικο όνειρο διαλύθηκε, άπό φόβο ή φοβία καί δειλία, στέρησε άπό τους φοιτητές τά σφραγισμένα βιβλία, καί, υπακούοντας στίς φασιστικές ντιρεκτίβες τής χούντας, εξαφάνισε τήν ελκτική τους διαφώτιση άπό τά ράφια τής βιβλιοθήκης τού Ελληνικού Περίπτερου. Καί, παρ’ όλη τήν μετέπειτα κατάργηση τής χούντας, συνέχισε νά τηρεί τήν ίδια τακτική· τά απαγορευμένα βιβλία, τά σφραγισμένα βιβλία παρέμεναν άφαντα κάτω άπό τίς ανήμπορες ζωοφόρους τού αρχαίου νομοθέτη.
Δέν φανταζόμουνα ποτέ πώς ή τριγωνική σφραγίδα, όταν σφράγιζα τά βιβλία μέ τό κόκκινο μελάνι, θά μού άφηνε τόσο έντονη τήν παρουσία της καί θά έμενε ανεξίτηλη στην μνήμη μου, παρ’ όλη τήν καθημερινή επέμβαση τής τέταρτης διάστασης. Γι’ αυτόν τόν λόγο, όταν ανέβηκα, αφού είχα δει πάμπολλες φορές τίς άγριοκαστανιές στίς προβλήτες τού Σηκουάνα νά ανθίζουν, τά λειωμένα πέτρινα σκαλοπάτια καί μέ τά βλέμματα τού Σόλωνα καί τού Αριστοτέλη νά παρατηρούν άπό ψηλά, αναζητώντας τήν υπαρξή της, έβρισκα τήν παρόρμηση μου ολωσδιόλου φυσιολογική· πήγαινα, γυρεύοντας τήν απόδειξη πώς ή μαγιάτικη ιστορία δέν ήταν ένα όνειρο. Ό γηραιός Διευθυντής, ακουμπώντας βαριά στό μπαστούνι του, μέ υποδέχτηκε ευγενικά καί κάθισε μέ δυσκολία στην πολυθρόνα πίσω άπό τό γραφείο του· ό χώρος ήταν γεμάτος διάσπαρτα μέ γεμισμένα χαρτόκουτα· μύριζε μετακόμιση· στό βάθος, δίπλα στό παράθυρο, έστεκε απαθής ό μπούστος, πού τό αναρχικό χέρι τόν εΐχε παλιά μαυρίσει· εΐχε μετοικίσει άπό τήν βιβλιοθήκη· ήταν ξα-σπρισμένος καί ή γερακίσια ματιά του μού έδινε τήν εντύπωση ενός παρείσακτου στό ραντεβού.. αισθανόμουνα γραφειοκρατικά κυκλωμένος. Τόν πληροφόρησα, υστέρα άπό τίς συνήθεις φιλοφρονητικές ρήσεις, γιά τήν αιτία τής συνάντησης. «Δέν είδα τίποτα…, δέν είχανε ταμπόν», μού αποκρίθηκε γρήγορα, εννοώντας προφανώς τήν σφραγίδα, ξεκρεμώντας τό τηλέφωνο πού καλούσε ενοχλητικά, συγχέοντας τους όρους ή μπερδεύοντας τίς γλώσσες. Τόν κοίταζα, πού συνομιλούσε μέ τό μικρόφωνο, καί σκεφτόμουν: «δεν πήρε ούτε καν τόν κόπο νά ξεφυλλίσει τά σφραγισμένα βιβλία καί η μόνη του σκέψη ήταν νά τά εξαφανίσει από τόν ελληνικό χώρο- σάν την χούντα πού έκαιγε τά βιβλία!» Κατέβασε τό ακουστικό καί ξαναέστρεψε τό βλέμμα του προς τό μέρος μου, όταν τού είπα ξερά πώς ήμουν βέβαιος γιά τήν παρουσία της σφραγίδας, χωρίς νά τού αναφέρω λεπτομέρειες, προσθέτοντας ότι επιθυμούσα νά τά δώ, γιατί, αφού ήσαν αγορασμένα μέ τά χρήματα τού σπιτιού, έπρεπε νά βρίσκονται, αναγκαστικά καί φυσιολογικά, στά ράφια τής βιβλιοθήκης τού Ελληνικού Περίπτερου.