Του Βασίλη Καρβέλη,

Ήρθε η Άνοιξη, και μαζύ της «ήλθεν η εορτή των αζύμων η λεγομένη πάσχα=έξοδος (Λουκ.κβ,7). «Και ανέβησαν πολλοί εις Ιεροσόλυμα ίνα αγνίσωσιν εαυτούς (Ιωαν.ια,55). «Ήσαν δε Έλληνες τινές εκ των αναβαινόντων ίνα προσκυνήσωσιν εν τη εορτή (Ιωαν. Ιβ, 20). Ένας εξ αυτών είμαι και εγώ, που κάθε Μεγαλοβδόμαδο «ερωτώ τον Φίλιππο (Ιερέα) της Βηθσαϊδά (Εκκλησίας μου) λέγοντας, κύριε θέλω τον Ιησούν ιδείν (Ιωαν. Ιβ,21)». Πέρασαν όμως 65 χρόνια και εγώ ακόμα να δοξάσω πρόσωπο με πρόσωπο τον Κύριόν μου, ο οποίος είπεν «εγώ ειμί η ανάστασις και ζωή (Ιωαν.ιβ,25). Ωστε βλέποντας την Ανάστασή του να «προυπαντήσω αυτώ κραυγάζων ωσανά ευλογημένος ο ερχόμενος (από τον Άδη) εν ονόματι Κυρίου (Ιωαν.ιβ,13)». Επειδή όμως οι πνευματικοί μου Πατέρες «αγρόν ηγόρασον και έχουσι ανάγκην να ίδωσι αυτόν (Λουκ.ιδ,18», γιαυτό ανέτρεξα στις Αναστάσεις θνητών της Δωδεκαθεϊας των Αρχαίων προγόνων μου, για να μάθω «πως εγείρονται οι νεκροί; Και ποίω δε σώματι έρχονται; (Κορινθ.ιε,35)».

 

«Και εξελθών, λοιπόν, ανεχώρησα εις τα μέρη Τύρου και Σιδώνος (Ματθ.ιε,21), ακολουθόντας τα καραβάνια των προσκυνητών που πήγαιναν στη Φοινίκη για τις ετήσιες παραδοσιακές γιορτές του θανάτου και της ανάστασης του υιού του Κινύρα (βασιλεύς της Πάφου) Άδωνι. Πήγα εκεί όπου «γυνή Ελληνίς, Συροφοινίκησσα τω γένει, ηρώτα Ιησούν ίνα το δαιμόνιον εκβάλέι εκ της θυγατρός αυτής (Μάρκ.ζ,26). «Οδε ουκ απεκρίθει αυτή λόγον (Ματθ.ιε,23) και προσελθέντες οι μαθητές προς αυτόν, «όστις εισελθών εις οικίαν ουδένα ήθελεν γνώναι (Μαρκ.ζ,24), ερωτούσαν λέγοντες: «απόλυσον αυτήν, διότι κράζει όπισθεν ημών (Ματθ.ιε,23). Τότε αποκριθείς ο Χριστός είπεν: «ουκ απεστάλειν ειμί εις τα πρόβατα τα απολωλότα του οίκου Ισραήλ (Ματθ.ιε,24) και «ου γαρ έστιν καλόν λαβείν τον άρτον των τέκνων και στα σκυλιά ρίξει (Μαρκ.ζ,27). «Και πάλιν εξελθών εκ των ορίων της Τύρου ήλθεν ο υιός του Δαβίδ δια Σιδώνος εις την θάλασσαν της Γαλιλαίας ανα μέσον των ορίων Δεκαπόλεως (Ματθ.ιε,29). Διότι «ιδού γυνή Χαναναία έκραζεν λέγουσα: ελέησόν με κύριε, η θυγατήρ μου κακώς δαιμονίζεται (Ματθ. ιε,22)», και έτσι «ουκ ηδυνήθει να κρυφθεί (Μαρκ.ζ,24). Ομολογώ ότι με σκανδαλίζει η εχθρική συμπεριφορά του Σωτήρα μου προς την πατριώτησά μου και με βάζει σε δυσπιστίες, οι οποίες διαταράσσοντας την ψυχική μου γαλήνη με απομακρίνουν από τον προορισμό μου. Ο οποίος ήταν η παρακολούθησις στο «γλυκύτατό μου έαρ» του Επιταφίου και στο «δεύτε λάβατε φως» της αναστάσεως του Άδωνη. Και συλλογίζομαι γιατί αυτός ο Λυτρωτής του κόσμου, που «έμελλεν αποθνήσκειν υπέρ του έθνους αυτού(Ιωαν.ια,51)», αρνείται στη κόρη της Ελληνίδας μητέρας το ψωμί της ζωής, που λέγεται θαραπεία, και τη παρομοιάζει με σκύλα που δεν αξίζει να ταϊσει, αφού έχει το ψωμί για τα παιδιά του Ισραήλ.

Ομοίως, μου βασανίζει το μυαλό το γιατί ο βασιλεύς των Ουρανών καταφεύγει μέσα σε ένα σπίτι και προσπαθεί να κρυφτεί και δεν κηρύσει την αλήθεια στο πλήθος της ετήσιας φοινικής παραδοσιακής γιορτής του θανάτου και της ανάστασης του Έλληνα Άδωνη με το όνομα Ταμμούζ (Θαμμούζ). Που τον γιορτάζαν και οι Εβραίοι, καθώς μας λέει στο Η,14 ο Ιεζεκιήλ: «εις τα πρόθυρα της πύλης του οίκου του Κυρίου εκάθηντο γυναίκες θρηνούσες τον Ταμμούζ». Επίσης δε, μου διαταράσσει την διάνοιά μου το γιατί ο ενσαρκωμένος Θεός μη μπορώντας να παραμείνει κρυμμένος φεύγει από την Τύρο. Όλα αυτά τα παράδοξα του Ναζωραίου καθώς και η ύπαρξη ταξικών συγκρούσεων των Εβραίων με τη Ρωμαϊκή κυριαρχία, για την απολεύθερωσή τους, με κάνουν να πιστέψω του Χριστόδουλου τη ρήση «ο Χριστός ήταν επαναστάτης». Το οποίον τεκμηριώνεται με της Κοινής Διαθήκης τα εδάφια. «Ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην επι την γήν, αλλά μάχαιραν (Ματθ.ι,34). «Ο μη έχων βαλλάντιον πωλησάτω το ιμάτιον αυτού και αγορασάτω μάχαιραν (Λουκ.κβ,36). Έτσι λοιπόν, ως οπλισμένοι μαχαιροβγάλτες εκτελούσαν με επιδρομές του αρχιεπαναστάτη Χριστού την προσταγή: «Τους εχθρούς μου, αυτούς τους μη θελήσαντες με βασιλεύσαι επ’ αυτούς, αγάγετε ώδε και κατασφάξατε αυτούς έμπροσθέν μου». Και όταν η χωροφυλακή των ιδουμαίων τετραρχών τους κυνηγούσαν για να τους πιάσουν, τότε τρυπώνανε στα σπίτια, όπως στη Τύρο. Και εάν τους ανακάλυπταν, το σκάζανε από εκεί και πήγεναν στη Γαλιλαία μέσα από τα βουνά και τα λαγκάδια και όχι από τον κανονικό δρόμο. Σε αυτό το κρυφτούλι αποφάσισε  ο ρωμαϊκός στρατιωτικός διοικητής Πιλάτος να δώσει ένα τέλος. Αγανακτησμένος από τις ανταρσίες του Ιησού εδιέταξε όπως «η σπείρα και ο χιλίαρχος και υπηρέται Ιουδαίων συλλάβουν τον Ιησούν και δένοντας αυτόν να τον αγάγουν προς Άναν πρώτα (Ιωαν.ιη,12)». Έτσι η σπείρα (κοόρτη) των 600 εκλεκτών λεγεωναρίων δεν μπορούσε να αμφισβητήσει στη στρατιωτική επιχείρηση, που εδιέταξε ο αντιπρόσωπος του Αυτοκράτορα Τιβέριου για να τηρηθεί η τάξη σύμφωνα με τους Ρωμαϊκούς νόμους και συμφέροντα. Διότι η άρνηση εκτέλεσης διαταγής από μέρος στρατιώτη τιμωρήται με θάνατο. Έτσι περικύκλωσαν το όρος Ελαιών και το κήπο Γεσθημανή να πιάσουν τους ταραχοποιούς και «ευρίσκουν αυτούς κοιμωμένους (Μαρκ.ιδ,37)».

Οι οποίοι βλέποντας τον όγκο του στρατεύματος, τρομοκρατήθηκαν και «αφέντες Ιησούν  έφυγον πάντες (Μαρκ.ιδ,50). Τότε οι Ρωμαίοι «συλλαβόντες αυτόν τον απήγαγον προς Καϊάφα τον αρχιερέα, όπου οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι συνήχθησαν (Ματθ.κστ,57). Κατόπιν το Sanhedrin (Ιουδαϊκή αρχή) αποφάσησε όπως «συμφέρει ίνα είς άνθρωπος αποθάνει υπέρ του λαού και μη όλον το έθνος απόληται (Ιωάν.ια,50)». Έτσι «δήσαντες αυτόν απήγαγον και παρέδωκαν Πιλάτω τω ηγεμόνι (Ματθ.κστ,2)». «Και επηρώτησεν αυτόν ο Πιλάτος, σύ εί ο βασιλεύς των Ιουδαίων; Ο δε αποκριθείς αυτώ λέγει: σύ τούτον είπας (Μαρκ. ιε,2)». Απαντόντας ο Ιησούς με το «το είπες μόνος σου» ισχυρίζεται αυτό που εκήρυτε σε όλες τις περιοδίες του. Δηλαδή την δημιουργία ενός νέου βασιλείου έξω από τα Ρωμαϊκά πλαίσια. Παρασέρνοντας έτσι μαζί του ένα ολόκληρο πλήθος ανθρώπων εκτός ρωμαϊκού νόμου. Γιαυτό ο Πιλάτος «παρέδωκεν τον Ιησούν φραγελλώσας ίνα σταυρωθεί (Ματθ. κζ,15)». «Έγραψε δε και την επιγραφήν της αιτίας, ίνα τεθεί επί του σταυρού, και ήν γεγραμμένο –βασιλεύς Ιουδαίων- (Ιωαν. ιη,19)». 

Δεν θα φιλονεικήσω εάν ο Ιησούς εσταυρώθηκε στο όρος Γολγοθά, ή στο όρος Ελαιών. Θα φιλολογήσω όμως το «Άγουσιν  τον Ιησούν από του Καϊάφα εις το πραιτώριον. Ήτο δε πρωϊ και αυτοί δεν εισήλθον εις το πραιτώριον ίνα μη μιανθώσιν, αλλά φάγωσιν το πάσχα (Ιωαν. ιη,28)». Δεν μπορώ να παραδεχτώ ότι οι Εβραίοι δεν μπαίνουν στο πραιτώριον από φόβον να μη μολυνθούν, αλλά θεωρούν τους εαυτούς τους καθαρούς όταν «ήν δε Παρασκευή του πάσχα, ώρα έκτη, εκείνοι εκραύγασαν: άρον άρον, σταύρωσον αυτόν (Ιωαν. ιθ,15)», έξω από το πραιτώριον. Διότι απογορευόταν ρητά από τον Νόμο οποιαδήποτε άλλη αποσχόληση εκτός από την εκτέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων του πάσχα (Αριθμοί κη.18). Μάλιστα  ήταν τόσο προσηλωμένοι στους θρησκευτικούς κανόνες οι Νομοδιδάσκαλοί τους, που «το καιρό εικεινό ήσαν δε ημέραι των αζύμων και πιάσας ο Ηρώδης τον Πέτρο έθεσεν αυτόν εις φιλακή, βουλόμενος μετά το πάσχα αναγάγειν αυτόν εν τω λαώ (Πραξ-Αποστ. ιβ,4)». Άλωστε, και δια την δίκη και την εκτέλεση του Ιησού «οι αρχιερείς και οι γραμματείς εζήτουν μη εν την εορτή του πάσχα αποκτείνωσιν αυτόν, ίνα μη θόρυβος γίνεται εν τω λαώ (Μαρκ. ιδ,2 –Ματθ. κστ,5)». Γιαυτό η Ρώμη δε θα τολμούσε ποτέ να προσβάλει με μιά σταύρωση το εβραϊκό έθιμο, προκαλόντας έτσι εξέγερση του πληθυσμού της και μάλιστα σε αυτές τις άγιες ημέρες που ερχόντουσαν χιλιάδες επισκέπτες στην Ιερουσαλήμ. Έτσι είναι πολύ πιθανόν πως ο Χριστός εθανατώθει αργότερα και όχι την εβδομάδα του Πάσχα. Άρα ο υιός του Θεού δεν «είπε τετέλεσται, και κλίνας την κεφαλήν παρέδωκε το πνεύμα (Ιωαν. ιθ,30)» την Μεγάλη Παρασκευή. Και ούτε «αναστάς το πρωϊ της πρώτης του Σαββάτου –“Κυριακή του Πασχα”- εφάνει στη Μαγδαλινή (Μαρκ. ιστ,9)». Διότι την ώρα αυτή οι πύλες ήταν κλειστές και οι Εβραίοι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ δεν είχαν το δικαίωμα να βγούν από τη πόλη.

Οπότε είναι απίστευτο να πήγε η Μαγδαλινή ανενόχλητη στο μνήμα του Χριστού και να ζητούσε τον εσταυρωμένον. «Και αφού εστράφει εις τα οπίσω, βλέπει τον Ιησούν, και δεν εγνώρισε ότι είναι ο Χριστός. Εκείνη νομίζουσα ότι είναι ο κηπουρός, λέγει προς αυτόν, ειπέ μοι που έθεσας αυτόν (Ιωαν. κ,14 -15)». Και αναρωτιέμαι εγώ το πρόβατον του Χριστού πως είναι δυνατόν η Μαρία η Μαγδαλινή, «εξ ής είχε (ο Χριστός) εκβάλει επτά δαιμόνια (Μαρκ. ΙΣΤ,9)», να μην αναγνωρίσει τον αναστηθέντα Σωτήρα της. Συνεπώς με τα παραπάνω καθίσταται φανερόν πως το χριστιανικό Πάσχα είναι τα Αδώνεια μυστήρια, που γιορτάζονταν κάθε χρόνο στις πόλεις της Αρχαίας Ελλάδας σε ανάμνηση του θανάτου και της ανάστασης του θεού Άδωνη και έχουν σχέση με τον ετήσιο κύκλου της βλάστησης και όχι με τον Ναζωραίο Χριστό των ρασοφόρων. Είχε δίκαιο λοιπόν, ο Ελευθέριος Βενιζέλος την 28/10/ 1906  που τους έλεγε «Πως δύνασθε Απόστολοι Χριστού, ταράσοντες τήν θρησκευτικήν συνείδησιν των πολλών Ελλήνων και Φιλελλήνων να ισχυρίζεσθε ότι η έννοια τού ελληνισμού ταυτίζεται με  τήν έννοια τής Ορθοδοξίας».