Ο Dean Henderson μας περιγράφει τους Τέσσερις Καβαλάρηδες του Τραπεζικού Συστήματος των ΗΠΑ. Πρόκειται για ένα οδοιπορικό που οδήγησε τελικά στους σημερινούς τραπεζικούς κολοσσούς που ως γνωστόν ελέγχουν απόλυτα το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύ- στημα υπαγορεύοντας τους νόμους της οικονομίας στα κράτη και στις αγορές. Είναι οι άνθρωποι που δεν δέχονται την απώλεια κεφαλαίου με αναδιαρθρώσεις χρεών των υπερχρεωμένων κρατών. Είναι οι άνθρωποι που θεωρούν ότι οι λαοί θα πρέπει να πληρώνουν για να συντηρούν αυτοί τα χάρτινα, λογιστικά, λεφτά τους.

Είναι απαραίτητο να τους γνωρίσουμε προκειμένου να εξοπλιστούμε με στοιχεία που θα μας βοηθήσουν να θέσουμε τα σωστά ερωτήματα στο σύστημα ώστε να πάρουμε χρήσιμες απαντήσεις. Διότι αν σε ένα μηχάνημα εισάγεις σκουπίδια, αυτό που παίρνεις είναι επίσης σκουπίδια.  Δεν αρκεί απλά να απαιτείς, πρέπει να γνωρίζεις ποιο είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο απαιτείς και ποιοι είναι οι μηχανισμοί που έχει ο αντίπαλός σου ώστε να σε οδηγήσει σε αδιέξοδο και να ακυρώσει τις απαιτήσεις σου.

Ας δούμε λοιπόν τι γράφει ο Henderson.

Αν θέλεις να μάθεις που βρίσκεται το πραγματικό κέντρο παγκόσμιας ισχύος, ακολούθησε το χρήμα και δες που καταλήγει.
Σύμφωνα με το περιοδικό Global Finance, οι 5 μεγαλύτερες τράπεζες του πλανήτη για το 2010 είναι όλες φέουδα των Rothschild στο Ην. Βασίλειο και στην Γαλλία.

Πρόκειται για την γαλλική BNP (περουσιακά στοιχεία 3 τρις), την Royal Bank of Scotland (2,7 τρις), την γαλλική Credit Agricole (2,2 τρις) και την βρετανική British Barclays (2,2 τρις).

Στις ΗΠΑ η συνάντηση της απορύθμισης με την μανία των συγχωνεύσεων οδήγησαν σε τέσσερις μέγα – τράπεζες που ρυθμίζουν τα πάντα. Πάντα σύμφωνα με το Global Finance, το 2010 ήταν η Bank of America (2,2 τρις δολάρια), η JP Morgan Chase (2 τρις), η Citigroup (1,9 τρις) και η Wells Fargo (1,25 τρις). Τις ονόμασα οι Τέσσερις Καβαλάρηδες του Τραπεζικού Συστήματος των ΗΠΑ.


Η συνένωση της νομισματικής ισχύς των ΗΠΑ

Ο αρραβώνας του Σεπτεμβρίου του 2000 που οδήγησε στην δημιουργία της JP Morgan Chase ήταν η μεγαλύτερη συγχώνευση στην πληθώρα των τραπεζικών συνενώσεων που έλαβε χώρα την δεκαετία του 1990. Η μανία των συγχωνεύσεων διεγέρθηκε από μία εκτεταμένη απορρύθμιση της τραπεζικής βιομηχανίας με την ανάκληση της Glass Steagal Act του 1933, που είχε θεσπιστεί στη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης προκειμένου να βάλει φρένο στα τραπεζικά μονοπώλια που προκάλεσαν το σοκ του 1929 δημιουργώντας την επακόλουθη κρίση.

Τον Ιούλιο του 1929 η Goldman Sachs εξέδωσε δύο επενδυτικά προϊόντα που ονομάζονταν Shenandoah και Blue Ridge. Μεταξύ Αυγούστου και Σεπτεμβρίου, διατυμπανίζοντας αυτά τα προϊόντα στο κοινό, πούλησαν μετοχές αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων μέσω της Goldman Sachs Trading Corporation στα 104 δολάρια ανά μετοχή.  Εντωμεταξύ οι insiders της Goldman Sachs εγκατέλειπαν την επενδυτική αγορά. Τον χειμώνα του 1934 οι μετοχές αξίζανε 1,75 δολάρια. Ένας από τους διαχειριστές τόσο του Shenandoah όσο και του Blue Ridge ήταν ο δικηγόρος της Sullivan & Cromwell, John Dulles. [1]

Ο ιδρυτής της Merril Lynch, John Merrill, βγήκε από την χρηματιστηριακή αγορά το 1928, όπως και οι insiders της Lehman Brothers. Ο διευθυντής της Chase Manhattan, Alfred Wiggin, άκουσε το ένστικτό του σχηματίζοντας το 1929 την Sherman Corporation ώστε να σορτάρει μετοχές της εταιρίας του. Μετά την κρίση του 1929, ο πρόεδρος της Citibank, Charles Mitchell, φυλακίστηκε για φοροδιαφυγή. [2]

Τον Φεβρουάριο του 1995 ο πρόεδρος Bill Clinton ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα αποδόμησης τόσο του Glass Steagal Act όσο και του Bank Holding Company Act του 1956, που απαγόρευε στις τράπεζες να κατέχουν ασφαλιστικές εταιρίες και άλλα πιστωτικά ιδρύματα. Εκείνη την ημέρα ο Barings, ένας παλιός έμπορος ναρκωτικών και σκλάβων, καταστράφηκε όταν ένας από τους εμπόρους του στην Σιγκαπούρη ονόματι Nicholas Gleason πιάστηκε σε ανταλλαγή δισεκατομμυρίων δολαρίων σε παράγωγα. [3]

Η προειδοποίηση αγνοήθηκε. Το 1991 οι αμερικάνοι φορολογούμενοι, που είχαν ήδη καταληστευτεί από την S&L με περισσότερα από 500 δις δολάρια, φορτώθηκαν άλλα 70 δις δολάρια για το bailout της FDIC και τους παρουσιάστηκε κατόπιν και ο λογαριασμός της μυστικής διάσωσης – που είχε ήδη ξεκινήσει πριν 2,5 χρόνια – της Citibank, η οποία βρίσκονταν στα πρόθυρα κατάρρευσης λόγω της αναδιάρθρωσης του χρέους της Λατινικής Αμερικής.  Με τον λογαριασμό να έχει ήδη πληρωθεί από τους φορολογούμενους των ΗΠΑ και την διεκπεραίωση της απορρύθμισης, το επόμενο βήμα ήταν μια άνευ προηγουμένου δίνη τραπεζικών συγχωνεύσεων.


Ο υπό τον Ρήγκαν υφυπουργός οικονομικών, George Gould, δήλωσε ότι η συγκέντρωση των τραπεζών σε 5 με 10 τράπεζες γίγαντες ήταν αυτό που είχε ανάγκη η οικονομία των ΗΠΑ. Η εφιαλτική πρόβλεψη του Gould επρόκειτο να γίνει πραγματικότητα.

Το 1992 η Bank of America εξαγόρασε τον πιο ισχυρό αντίπαλό της στην West Coast, την Security Pacific, και μετά κατάπιε την λαφυραγωγημένη Continental Bank για πενταροδεκάρες. Μετά η Bank of America πήρε τό 34% της Black RockBarclays κατέχει το 20% της Black Rock) και ένα 11% της China Construction Bank, καθιστώμενη έτσι η δεύτερη μεγαλύτερη εταιρία κάτοχος μετοχών με περιουσιακά στοιχεία της τάξης των 214 δις δολάρια. [4]

Από τότε αύξησαν και οι δύο τράπεζες την περιουσία τους στα περίπου 2 τρις δολάρια η κάθε μία.
Το 1993 η Chemical Bank καταβρόχθισε της Texas Commerce για να γίνει η τρίτη μεγαλύτερη μετοχική τράπεζα με 170 δις δολάρια. Η Chemical Bank είχε ήδη συγχωνευτεί με το Manufacters Hanover Trust το 1990.

Η North Carolina National Bank και η C&S Sovran συγχωνεύτηκαν στην Nation’s Bank, το τέταρτο μεγαλύτερο τραπεζικό ίδρυμα των ΗΠΑ με 169 δις δολάρια. Η Fleet Norstar εξαγόρασε την Bank of New England, ενώ η Norwest πήρε την United Banks of Colorado.

Καθόλη την διάρκεια αυτής της περιόδου τα τραπεζικά κέρδη των αμερικάνικων τραπεζων βρίσκονται σε έντονη ανοδική τροχιά, όλο και περισσότερο σε κάθε τετράμηνο. Το 1995 η τραπεζική συγχώνευση έσπασε όλα τα προηγούμενα ρεκόρ. Το σύνολο των διαπραγματεύσεων εκείνη την χρονιά ήταν 389 δις δολάρια. [5]

Οι πέντε μεγάλες επενδυτικές τράπεζες που είχαν ήδη αποκομίσει τεράστια κέρδη καθοδηγώντας τις διαπραγματεύσεις χρέους της Λατινικής Αμερικής, τώρα εκτόξευαν τα κέρδη τους καθοδηγώντας τη μανία των τραπεζικών και βιομηχανικών συγχωνεύσεων των δεκαετιών του 1980 και 1990.

Σύμφωνα με την Standard & Poors οι πέντε κορυφαίες επενδυτικές τράπεζες ήταν η Merill Lynch, η Goldman Sachs, η Morgan Stanley Dean Witter, η Salomon Smith Barney και η Lehman Brothers. Μία συμφωνία που απέτυχε το 1995 ήταν μια προτεινόμενη συγχώνευση των μεγαλύτερων επενδυτικών τραπεζών του Λονδίνου, S. G. Warburg και Morgan Stanley Dean Witter. Η Warburg επέλεξε ως μνηστήρα την Union Bank of Switzerland, δημιουργώντας την UBS Warburg ως έκτη δύναμη στο επενδυτικό banking.


Μετά την φρενίτιδα του 1995, οι κεντρικές τράπεζες κινήθηκαν επιθετικά στην Μέση Ανατολή τοποθετώντας το κέντρο των επιχειρήσεών τους στο Τελ Αβίβ, στην Βηρυτό και στο Μπαχρέιν, – όπου τοποθετήθηκε ο 5ος στόλος των ΗΠΑ. Οι ιδιωτικοποιήσεις των τραπεζών στην Αίγυπτο, στο Μαρόκο, στην Τυνησία και στο Ισραήλ άνοιξαν την πόρτα σε mega – τράπεζες σε αυτές τις χώρες. Η Chase και η Citibank δάνεισαν την Royal Dutch/Shell και την Saudi Petrochemical, ενώ η JP Morgan παρείχε συμβουλευτική βοήθεια στo Qatargas Consortium υπό την Exxon Mobil. [6]

Η παγκόσμια ασφαλιστική βιομηχανία βίωσε και αυτή την μανία των συγχωνεύσεων. Μέχρι το 1995 η Traveler’s Group είχε αγοράσει την Aetna, η Warren Buffet’s Berkshire Hathaway είχε καταβροχθίσει την Geico, η Zurich Insurance είχε καταπιεί την Kemper Corporation, η CNA Financial είχε αποκτήσει την Continental Companies και η General RE Corporation είχε βυθίσει τα δόντια της στην Colonia Konzern AG.

Στα τέλη του 1998 ο κολοσσός Citibank συγχωνεύτηκε με την Travelers Group μετασχηματιζόμενος στην Citigroup, έναν γίγαντα αξίας 700 δις δολαρίων με 163,000 υπαλλήλους σε περισσότερες από 100 χώρες, που είχε στο εσωτερικό του την Salomon Smith Barney (μία κοινοπραξία  με την Morgan Stanley), την Commercial Credit, την Primerica Financial Services, την Shearson Lehman, την Barclays America, την Aetna και την Security Pacific Financial. [7]

Την ίδια χρονιά η Bankers Trust και η αμερικάνικη επενδυτική τράπεζα Alex Brown αγοράστηκαν από την Deutsche Bank, η οποία είχε ήδη αποκτήσει την λονδρέζικη Morgan Grenfell & Co. Το 1989 η Deutsche Bank είχε γίνει η μεγαλύτερη τράπεζα στον κόσμο με asset αξίας 882 δις δολάρια. Τον Γενάρη του 2002 οι γιαπωνέζοι τιτάνες Mitsubishi και Sumitomo συμφώνησαν στην δημιουργία της Mitsubishi Sumitomo Bank, που ξεπέρασε την Deutsche Bank με asset αξίας 905 δις δολάρια [8].

Το 2004 η HSBC είχε γίνει η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα στον κόσμο. Έξι χρόνια μετά οι τρεις γίγαντες επισκιάστηκαν τόσο από την BNP όσο και από την Royal Bank of Scotland.

Στις ΗΠΑ ο εφιάλτης του George Gould έφτασε στο άσχημο ναδίρ του προλαβαίνοντας την καινούργια χιλιετηρίδα, όταν η Chase Manhattan κατάπιε την Chemical Bank. Οι Bechtel της Wells Fargo απέκτησαν την Norwest Bank, ενώ η Bank of America απορρόφησε  την Nations Bank. Η χαριστική βολή δόθηκε όταν η επανενωμένη House of Morgan ανακοίνωσε ότι θα συγχωνεύονταν στον μηχανισμό των Rockfeller Chase Manhattan / Chemical Bank / Manufacturers Hanover.

Οι τέσσερις τραπεζικοί γίγαντες κατάφεραν να υπαγορεύουν τους νόμους της οικονομίας στις ΗΠΑ. Η JP Morgan Chase και η Citigroup ήταν οι κυρίαρχοι του κεφαλαίου της East Coast. Οι δυο μαζί είχαν τον έλεγχο του 52,86% της Federal Reserve Bank της Ν. Υόρκης [9]. Η Bank of America και η Wells Fargo ήταν οι κυρίαρχοι της West Coast.

Κατά την διάρκεια της τραπεζικής κρίσης του 2008 αυτές οι επιχειρήσεις γιγαντώθηκαν ακόμη περισσότερο, επιτυγχάνοντας την απόκτηση σχεδόν 1 τρις κυβερνητικής βοήθειας από τον Υπουργό Οικονομικών του Μπους και “μαθητή” της Goldman Sachs, Henry Paulsen, ενώ ταυτόχρονα απορροφούσαν περιουσίες για πενταροδεκάρες.

Η Barclays απέκτησε την Lehman Brothers. Η JP Morgan Chase πήρε την Washington Mutual και την Bear Stearns. Η Bank of America είχε ήδη αποκτήσει την Merrill Lynch και την Countrywide. Η Wells Fargo κατάπιε την πέμπτη τράπεζα της χώρας, Wachovia.

Οι ίδιες τράπεζες που κοντρολάρονται από οχτώ οικογένειες, που για δεκαετίες κάλπαζαν με τους χροντροπεταλωμένους με πετρέλαιο Τέσσερις Καβαλάρηδες τους στον Περσικό Κόλπο, είναι τώρα πιο ισχυρές από κάθε άλλη φορά στην ιστορία. Είναι οι Τέσσερις Καβαλάρηδες του US Banking.

Σημειώσεις
[1] The Great Crash of 1929. John Kenneth Galbraith. Houghton, Mifflin Company. Boston. 1979. p.148
[2] Ibid
[3] Evening Edition. National Public Radio. 2-27-95
[4] “Bank of America will Purchase Chicago Bank”. The Register-Guard. Eugene, OR. 1-29-94
[5] “Big-time Bankers Profit from M&A Fever”. Knight-Ridder News Service. 12-30-95
[6] “US Banks find New Opportunities in the Middle East”. Amy Dockser Marcus. Wall Street Journal. 10-12-95
[7] “Making a Money Machine”. Daniel Kadlec. Time. 4-20-98. p.44
[8] BBC World News. 1-20-02
[9] Rule by Secrecy: The Hidden History that Connects the Trilateral Commission, the Freemasons and the Great Pyramids”. Jim Marrs. HarperCollins Publishers. New York. 2000. p.74
Ο Dean Henderson είναι ο συγγραφέας των Big Oil & Their Bankers in the Persian Gulf: Four Horsemen, Eight Families & Their Global Intelligence, Narcotics & Terror Network and The Grateful Unrich: Revolution in 50 Countries. Το blog του είναι στην διεύθυνση www.deanhenderson.wordpress.com