του Γιώργου Μαυρωτά

 

Ακούω συζητήσεις δεξιά κι αριστερά για την κατάντια των ελληνικών πανεπιστημίων και ότι μέρος του προβλήματος είναι το πόσο «άχρηστοι» και «ανεπαρκείς» είναι οι πανεπιστημιακοί. Τα συντεχνιακά μου αντανακλαστικά ποτέ δεν λειτουργούσαν καλά, αλλά σε αυτήν την περίπτωση πρέπει να βάλουμε κάποια πράγματα στη θέση τους. Όταν θέλεις να απαξιώσεις κάποια κατηγορία ανθρώπων ψάχνεις να βρεις τα κακώς κείμενα (παντού υπάρχουν άλλωστε), τα μεγεθύνεις, τα γενικεύεις κι έτοιμη η συνταγή. Την έζησα αυτήν την κατάσταση στον αθλητισμό όταν μετά από τα περιστατικά ντόπινγκ έπεσε τέτοια απαξίωση προς τους αθλητές, ως σαν να ήταν όλοι με τη σύριγγα στο χέρι. Την ζούμε τελευταία και με την προσπάθεια απαξίωσης των διδασκόντων στα πανεπιστήμια, τους «πανεπιστημιακούς» ή «καθηγητές» ή «μέλη ΔΕΠ» (=Διδακτικό και Επιστημονικό Προσωπικό) όπως είναι ο ακριβής τίτλος.


Είναι κοινός τόπος ότι η τριτοβάθμια εκπαίδευση νοσεί και χρειάζονται αλλαγές για να φρενάρει η καθοδική της πορεία. Κάθε αλλαγή σημαίνει ξεβόλεμα και σίγουρα υπάρχουν αντιστάσεις. Η πολιτεία θέλοντας να εξασφαλίσει την συγκατάθεση της κοινής γνώμης για τις αλλαγές, χρησιμοποίησε ένα μίγμα επιχειρηματολογίας –περιπτωσιολογίας με ισχυρές δόσεις από το δεύτερο και ισχνές από το πρώτο. Έτσι επιχείρησε να απαξιώσει τους βασικούς λειτουργούς της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και να τους κάνει αντιπάλους αντί για σύμμαχούς της στις όποιες αλλαγές επιβάλλονται.

Ναι, μπορεί να υπάρχουν φαινόμενα οικογενειοκρατίας σε κάποιες σχολές. Ναι, μπορεί να υπάρχουν κάποιοι καθηγητές που δείχνουν υπερβάλλοντα ζήλο για χρηματοδοτούμενα προγράμματα (με παραγωγικότητα που θα ζήλευαν και μελετητικά γραφεία) έχοντας αποκτήσει την σχετική τεχνογνωσία. Ναι, μπορεί να υπάρχουν κάποιες «κατ’ οικονομία εξελίξεις» όπου τα κριτήρια γίνονται λάστιχο για να προαχθεί ένας «καλός συνάδελφος».  Ναι, μπορεί να υπάρχουν κάποιοι «εξαφανισμένοι» που δεν πατάνε στην αίθουσα στέλνοντας υποψήφιους διδάκτορες να κάνουν μάθημα. Ναι, μπορεί να υπάρχουν κάποιοι  διδάσκοντες που χαϊδεύουν τα αυτιά των φοιτητών για να έχουν τη συμπαράστασή τους όταν χρειαστεί και από την άλλη, κάποιοι που βγάζουν τα απωθημένα τους στους φοιτητές, θεωρώντας ότι το μάθημά τους είναι πηγή εξουσίας.

Όλα αυτά όμως είναι σίγουρα η εξαίρεση στον κανόνα, τουλάχιστον όσο μπορώ να ξέρω από το χώρο μου. Υπάρχει μια μεγάλη, σιωπηλή πλειοψηφία που κάνει σωστά τη δουλειά της, με μεράκι και φιλότιμο, υπό αντίξοες συνθήκες, συγκρινόμενες με τις συνθήκες του εξωτερικού σε θέματα αμοιβών και πανεπιστημιακού περιβάλλοντος.  Ιδιαίτερα οι νεώτεροι συνάδελφοι που πολλές φορές φέρνουν κι έναν κοσμοπολίτικο αέρα, προίκα από τις μεταπτυχιακές σπουδές τους, με έντονη ροπή στην εξωστρέφεια και αποστροφή προς την μίζερη εσωστρέφεια. Ορεξάτοι, με την πόρτα του γραφείου τους ανοικτή, χωρίς να κρατάνε απόσταση ασφαλείας από τους φοιτητές γιατί ακριβώς δεν έχουν ανασφάλειες. Και γι αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν φοβούνται και την όποια αξιολόγηση, που κάποιοι θεωρούν χίμαιρα. Κι όλα αυτά βέβαια όχι γιατί αμείβονται πλουσιοπάροχα (1400 ευρώ ο μισθός του λέκτορα, εντυπωσιακά σταθερός τα τελευταία 15 χρόνια), αλλά γιατί καταλαβαίνουν ότι η δουλειά τους έχει άλλα προτερήματα: Δημιουργία, πρωτοβουλία, συνδυασμός έρευνας και διδασκαλίας, συναναστροφή με νέους που και να θέλεις δεν αφήνει το μυαλό να βαλτώσει. Αν τους ένοιαζαν τα λεφτά ασφαλώς και θα είχαν κάνει άλλες επιλογές στη ζωή τους.

Είναι γεγονός ότι ο όρος «πανεπιστημιακός» έχει αρχίσει να φθείρεται τα τελευταία χρόνια, έχει χάσει την αίγλη που είχε παλιά. Κι αν αναρωτιέστε τι επιτέλους κάνει ένας πανεπιστημιακός για να δικαιολογεί τον βαρύγδουπο τίτλο του, να πούμε ότι τρία είναι τα βασικά του καθήκοντα:  τα εκπαιδευτικά, τα ερευνητικά και τα διοικητικά (η σειρά δεν είναι τυχαία). Έχει από έξι ως δώδεκα περίπου ώρες την εβδομάδα μάθημα στο αμφιθέατρο ή στο εργαστήριο, με ότι αυτό συνεπάγεται σε σχετική προετοιμασία. Ετοιμάζει και διορθώνει τις ασκήσεις, τις προόδους και τα θέματα που δίνει στους φοιτητές του. Αναλαμβάνει την καθοδήγηση διπλωματικών εργασιών (από μία έως πέντε τον χρόνο) που σημαίνει απασχόληση τουλάχιστον 1-2 ωρών την εβδομάδα για κάθε μία. Υπάρχει και η ρουτίνα των εξετάσεων τρείς φορές το χρόνο, όπου βάζει τα θέματα και διορθώνει τα πολυάριθμα γραπτά. Εκτός από τα προπτυχιακά, προσθέστε για πολλά μέλη ΔΕΠ και αντίστοιχες υποχρεώσεις στα μεταπτυχιακά προγράμματα.

Συγχρόνως, πρέπει να κάνει έρευνα και να την δημοσιεύει σε επιστημονικά περιοδικά γιατί αυτά είναι τα διαπιστευτήριά του  στο διεθνές ερευνητικό περιβάλλον και αποτελούν ίσως το σημαντικότερο κριτήριο για την εξέλιξή του. Πρέπει να συμμετέχει σε συνέδρια για να έρχεται σε επαφή με τις νεότερες εξελίξεις και να αναπτύσσει συνεργασίες. Πρέπει να κρίνει επιστημονικά άρθρα που του στέλνουνε τα διάφορα επιστημονικά περιοδικά προκειμένου να δημοσιευτούν. Πρέπει να ετοιμάζει και να υποβάλει ερευνητικές προτάσεις προκειμένου να εξασφαλίζει ουσιαστικά χρηματοδότηση για τους ερευνητές – υποψήφιους διδάκτορες οι οποίοι τον/την βοηθούν στην έρευνα αλλά και στο εκπαιδευτικό έργο (τα «one man show» δεν υπάρχουν πια ούτε στον επιστημονικό κόσμο, παντού υπάρχουν ομάδες). Αν τελικά εγκριθούν οι προτάσεις, κάτι που γίνεται όλο και σπανιότερα στις μέρες μας όπου η χρηματοδότηση για την έρευνα είναι με το σταγονόμετρο (μισοβουλωμένο μάλιστα ), πρέπει να ετοιμάζει εκθέσεις, αναφορές  να συμμετέχει σε συναντήσεις κλπ. Κι εκτός από αυτά υπάρχουν και τα διοικητικά καθήκοντα τα οποία επωμίζεται ένα μεγάλο μέρος των μελών ΔΕΠ και είναι το αναπόφευκτο τίμημα του αυτοδιοίκητου του πανεπιστημίου. Μπόλικη δουλειά και κάποιες φορές ψυχοφθόρα μέσα στην ελληνική πανεπιστημιακή κοινωνία.

Συμπερασματικά, ο πανεπιστημιακός μπορεί να μην έχει τυπικό 8ωρο και να μην κτυπάει κάρτα αλλά πολλές φορές δουλεύει και σπίτι και ουκ ολίγες φορές κλείνεται μέσα και τα Σαββατοκύριακα.  Το θέμα είναι ότι πέρα των ελάχιστων απαιτήσεων (π.χ. η παρουσία στο αμφιθέατρο) ο καθένας μπορεί να βάζει τον πήχη όσο ψηλά θέλει, στα άστρα ή κοντά στο έδαφος. Δεν νομίζω όμως ότι είναι και πολλοί αυτοί που ακολουθούν πανεπιστημιακή καριέρα για να «κάτσουν στα αυγά τους»…

Τα κακά παραδείγματα που μπορεί να ακούμε δεξιά και αριστερά είναι η εξαίρεση που δυστυχώς όμως δίνει την αφορμή να αμαυρωθεί η συνολική εικόνα του έργου των πανεπιστημιακών.  Σε κάθε κοινωνία δεν υπάρχουν μόνο άγγελοι. Το θέμα είναι αφενός να απομονώνονται έτσι ώστε να μην διαιωνίζονται πρακτικές που είναι κατακριτέες και αφετέρου να μην επιχειρούνται στο όνομά τους άτσαλες γενικεύσεις και «τσουβαλιάσματα». Νομίζω ότι θα ενέπνεε περισσότερο την κοινωνία μια πολιτεία που προβάλει τα λουλούδια (και υπάρχουν πολλά) των πανεπιστημίων κι όχι τα αγκάθια. Η πλειοψηφία των πανεπιστημιακών είναι μέρος της λύσης κι όχι του προβλήματος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ή μήπως για κάποιους όχι;

 

πηγή