Του Δημήτρη Αβραμόπουλου,

Εάν σε κάτι συμφωνούν και συναινούν οι αγανακτισμένοι και μη συμπολίτες μας, που γεμίζουν καθημερινά τις πλατείες των πόλεων μας, αυτό είναι ότι το πολιτικό σύστημα και το κράτος της μεταπολίτευσης απέτυχε να παρακολουθήσει τις ραγδαίες εξελίξεις που άλλαξαν τον κόσμο, απέτυχε να δημιουργήσει ισχυρούς θεσμούς δικαίου, απέτυχε να προασπίσει τα βασικά δικαιώματα των συμπολιτών μας στην εργασία και την περιουσία.

Πάνω από όλα όμως,  απέτυχε στο να συνθέσει κοινωνικές δυνάμεις και να δώσει έκφραση σε μία διαχρονική απαίτηση της κοινωνίας για μία πολιτική που βλέπει πέρα και πάνω από το μικροκομματικό όφελος και τις πελατειακές σχέσεις.

 

Εάν ως πολιτικό σύστημα υπερβαίναμε την «τυραννία της επαγγελματικής πολιτικής και της καθεστωτικής κληρονομικότητας», θα είχαμε τολμήσει εδώ και καιρό να συνεννοηθούμε για τις μεγάλες δομικές ανατροπές στην οικονομία, την παραγωγή, τους θεσμούς και τη λειτουργία του δημοκρατικού μας πολιτεύματος.

Αντί αυτού και αντί να δούμε και να κατανοήσουμε ότι αυτός ο περίφημος μεσαίος κοινωνικός χώρος, το κέντρο, το σημείο δηλαδή σύγκλισης και συνάντησης των πολιτών, διψούσε για συναινετικές ανατροπές, εμείς λεηλατήσαμε τις ελπίδες του, υποθηκεύσαμε την ψήφο του και το μέλλον του, ασκώντας πολιτική με μοναδικό όραμα τα νούμερα των δημοσκοπήσεων και με περιεχόμενο ιδέες, που είχαν ήδη από καιρό ξεπερασθεί.

Η πολιτική τάξη της χώρας, με εξαίρεση λίγες φωτεινές περιπτώσεις, δεν έβλεπε ψηλά και μακριά μένοντας αιχμάλωτη του μικρού, του εφήμερου, του πρόσκαιρου. Και μαζί της έμενε πίσω και η Ελλάδα.

Φροντίσαμε και αγωνιστήκαμε για τη Δημοκρατία αλλά δεν την καταστήσαμε θεσμικά ισχυρή και παραγωγική. Αντί για αυτό ανοίξαμε διάπλατα τις πόρτες στον επιζήμιο λαϊκισμό που ευτελίζει τους θεσμούς και αδυνατεί το κράτος.

Δώσαμε δύναμη και εξουσίες, στην κομματοκρατία, στην γραφειοκρατία, στις συντεχνίες και σε εξωθεσμικές οικονομικές δυνάμεις.

Δεν μπορέσαμε ποτέ να χαράξουμε Εθνική στρατηγική ακόμα και για τα αυτονόητα, όπως η Εξωτερική Πολιτική και η Παιδεία.

Τώρα στο παρά πέντε και στο χείλος της αβύσσου, με χιλιάδες ελληνικές οικογένειες να αντιμετωπίζουν το φάσμα της φτώχειας και το εθνικό μας κύρος έρμαιο στα χείλη και την πένα του κάθε γραφειοκράτη ή κερδοσκόπου, η κυβέρνηση ανακαλύπτει  το δρόμο της συναίνεσης.

Η ιστορία εκδικείται, γιατί τώρα αναζητά τη συναίνεση το κόμμα που ιστορικά πρωταγωνίστησε στην ανέξοδη πολιτική σύγκρουση, στον λαϊκισμό, στην αποσάθρωση της παραγωγικής βάσης της πατρίδα μας.

Το κόμμα που και τώρα δείχνει αδύναμο να προωθήσει τις μεγάλες αλλαγές που χρειάζεται η οικονομία μας και να απεξαρτηθεί από τη βαθιά του διασύνδεση με τον κρατισμό. Δύο χρόνια τώρα το μόνο που πετύχαμε ήταν να περικόψουμε οριζόντια μισθούς και συντάξεις και να αυξηθεί η φορολογία των πολλών.

Πόσο διαφορετικά θα είχαν εξελιχθεί τα πράγματα, αν η κυβέρνηση που έχει και την πολιτική πρωτοβουλία των κινήσεων, αντί να επιλέξει τον δρόμο της διαίρεσης, της άσκοπης αντιπαράθεσης, του σκληρού καταγγελτικού λόγου, είχε ακολουθήσει τον δρόμο της εθνικής συνεννόησης.

Σήμερα η χώρα μας θα είχε κάνει βήματα μπροστά, η αγορά θα αισιοδοξούσε, η κοινωνία θα ήλπιζε και η διεθνής κοινότητα θα μας έβλεπε με εκτίμηση.

Δυστυχώς, το αντίθετο συνέβη. Χάσαμε χρόνο, ενέργεια, προσανατολισμό, κύρος.

Και όλα αυτά γιατί ποτέ δεν είχαμε κουλτούρα συνεννόησης. Αλλά και όποτε επιλέγαμε τον δρόμο αυτό, τον περπατάγαμε ενωμένοι πάνω σε.. ερείπια. Σπάνια πριν οδηγηθούμε εκεί.

Με άλλα λόγια, δεν μάθαμε από την ιστορία μας. Την πολιτική μας συνόδευε η αλαζονεία και ο ρεβανσισμός. Και όταν ξεκινούσαμε πάλι, είχαμε το βλέμμα στο χτες, κοιτούσαμε προς τα πίσω και γι’αυτό… σκοντάφταμε.

Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, η Νέα Δημοκρατία προτάσσει την ιστορική αναγκαιότητα της συναίνεσης. Της συναίνεσης όμως, για τη δυναμική αναδιάταξη των ζωτικών δυνάμεων της πατρίδα μας.

Συναίνεση, στον εθνικό αφανισμό, κανείς δεν έχει δικαίωμα να δώσει.

Την καρέκλα τους και την πολιτική τους υστεροφημία τη βάζουν πάνω από το εθνικό συμφέρον, όχι αυτοί που αρνούνται την ύφεση, ως μέσο για να εξυγιανθεί δημοσιονομικά η οικονομία μας, αλλά αυτοί που για πολιτικούς λόγους δεν τολμούν να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να ανοίξουν το δρόμο σε μία νέα λύση.

Σε μία λύση,  που ενώνει τους συμπολίτες μας που συγκεντρώνονται στις πλατείες και περιμένουν επιτέλους την επανάσταση της κοινής λογικής.

Την επανάσταση της συναίνεσης στο όνομα της Δημοκρατίας.

Γιατί η ίδια η Δημοκρατία είναι η πολιτική τέχνη της σύνθεσης, της συνεννόησης και της συναίνεσης. Η συναίνεση είναι κατεξοχήν πολιτική κατεύθυνση και πράξη, που χρειάζεται θάρρος και αποφασιστικότητα.

Είναι η πολιτική επιλογή που παραμερίζει τους προσωπικούς εγωισμούς και τον κομματικό πατριωτισμό μπροστά στην ανάγκη να σωθεί η χώρα. Είναι αλήθεια και η ιστορία το έχει αποδείξει, ότι δεν είναι κάτι που εύκολα γίνεται. Προϋποθέτει να το έχει εξηγήσει κανείς μέσα του και να το πιστεύει.

Η σύνθεση ωστόσο, προϋποθέτει ειλικρίνεια. Έμφαση στην ουσία και όχι τις εντυπώσεις. Δεν είναι επικοινωνία, ούτε και ανέχεται «απολιτίκ», χαρακτηριστικά που κάποιοι επιχειρούν να της προσδώσουν και που δεν είναι άλλοι, παρά εκείνοι που στο όνομα των μικρών τους ιδεών, την υπονομεύουν.

Συνιστά συνειδητή δέσμευση να κάνει κάποιος, όσες υποχωρήσεις ή διορθώσεις, απαιτούνται στην πορεία του, προκειμένου να εδραιωθεί ένας κοινός βηματισμός, ακόμη και ετερόκλητων δυνάμεων.

Είναι γνωστό ότι η συναίνεση υπήρξε για τον υπογράφοντα πολιτική αρχή, αξία και στόχευση, μεθοδολογία και στάση ζωής, από το ξεκίνημα της δημόσιας διαδρομής μου.

Η συναίνεση αποτελεί εθνική επιλογή και όχι ευκαιριακή διέξοδο.

Δυστυχώς, στο πρόσφατο Συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών, είδαμε τον Πρωθυπουργό να προσέρχεται, χωρίς να πιστεύει ειλικρινά στη συναίνεση, την οποία ζητούσε από τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις.

Δεν ήταν προετοιμασμένος να απαντήσει στο κεφαλαιώδες ερώτημα του «τι έφταιξε» και φτάσαμε ως εδώ.

Διεκδίκησε τη συμφωνία ή έστω ανοχή των υπόλοιπων πολιτικών δυνάμεων, όπως θα έπρεπε να είχε κάνει πριν από ένα χρόνο, τότε που επέλεγε μόνος, κατηγορώντας όλους τους άλλους, την ένταξη της Ελλάδας σε ένα δανειακό μηχανισμό στήριξης, ο οποίος λειτούργησε ως «μεγάλος επιταχυντής» για την ύφεση, αναδεικνύοντας πιο εμφαντικά τις παθογένειες και τις στρεβλώσεις του οικονομικού και κρατικού μοντέλου της Ελλάδας.

Η εθνική επανεκκίνηση, την οποία προσδιορίζει η Νέα Δημοκρατία ως αφετηρία για την επιστροφή της Ελλάδας στο επίκεντρο της διαμόρφωσης των εξελίξεων, από το περιθώριο στο οποίο μας οδήγησε η επιπολαιότητα της Κυβέρνησης, προϋποθέτει από όλους να ξεπεράσουμε πρωτίστως τον δικό μας κακό εαυτό.

Εμείς προτείνουμε μια εθνική επανεκκίνηση, η οποία θα συμπληρωθεί από μια Συνταγματική Αναθεώρηση, που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εποχής.

Θα αποδεικνύει ότι μάθαμε από τα λάθη μας.

Θα απαντάει σε ερωτήματα που έρχονται από το μέλλον.

Θα παρακινεί τους δικαίως «Αγανακτισμένους» Έλληνες, να αποτελέσουν μέρος της λύσης του προβλήματος, και όχι αφηγητές της μελαγχολικής διαδρομής ως το αδιέξοδο. Αυτός είναι ο δρόμος της πραγματικής συναίνεσης.

Της  συναίνεσης που θα έχει ως οδηγό ένα Εθνικό Σχέδιο για την έξοδο από την κρίση, που μαζί θα καταρτίσουμε  και το οποίο θα βλέπει πιο μακριά και μετά από αυτή.

Γιατί στο βάθος δεν είναι το φως της άκρης του τούνελ αλλά η πόρτα μέσα από την οποία θα περάσουμε για να ατενίσουμε το κοινό μας μέλλον, τη Νέα Ελλάδα.

Αυτή τη Νέα Ελλάδα, και τη δικαιούμαστε, και είναι στο χέρι μας να την κερδίσουμε.

Αρκεί να πιστέψουμε στην αξία της εθνικής συνεννόησης, που  ακριβώς ως αξία δεν έχει κομματικό η προσωπικό …τίμημα.

Το άρθρο του Δημήτρη Αβραμόπουλου δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Crash”, τεύχος Ιουνίου.