Γράφει ο Νίκος Καπρίτσας

«Ο μεταχειρισθείς δημόσια χρήματα δι΄εν ολόκληρον έτος θέλει αποδίδει το διπλάσιον· εάν δε τα κρατήση και το δεύτερον έτος φυλακίζεται έως να πληρώση». Σόλων.

Η ΔΙΑΦΘΟΡΑ

Δεν είναι απαραίτητο να είναι κάποιος ιδιαίτερα ευφυής ή επιστήμων οικονομολόγος, ώστε να καταλάβει ότι η κουτάλα αδειάζει σιγά σιγά την κατσαρόλα γεμίζοντας τα πιάτα. Και ούτε χρειάζεται ιδιαίτερη νοημοσύνη να καταλάβει ότι όταν η κουτάλα βάζει πιο πολύ φαγητό σε ορισμένα πιάτα (που μπορεί και να ταξιδέψουν στην Ελβετία ή σε κάποια εταιρείαoffshore), αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να αδικούνται τα υπόλοιπα πιάτα. Αυτό το ξέρουν και τα νήπια.

 

Εκείνο όμως που δεν ξέρουν ούτε οι μεγάλοι είναι το γεγονός ότι οι διαχειριστές της κουτάλας και τα καλοπληρωμένα παπαγαλάκια τους σε κάθε περίπτωση που διαπιστώνεται πρόβλημα στην κατσαρόλα και τους συσχετισμούς στο περιεχόμενο των πιάτων, πείθουν αυτούς τους μεγάλους που δεν καταλαβαίνουν, ότι για όλα δεν φταίει τίποτε άλλο, παρά οι διεφθαρμένοι μάγειροι που είναι επιφορτισμένοι να γεμίζουν και να συντηρούν την κατσαρόλα, που πάνω στην δουλειά τους λαδώνονται καμιά φορά. Με άλλα λόγια ισχυρίζονται ότι όσα υποφέρει η εγκληματικά ανισοκατανομή του περιεχόμενου των πιάτων, αυτά τα δημιουργούν οι διεφθαρμένοι εφοριακοί, πολεοδόμοι, αστυνομικοί, γιατροί κλπ, δηλαδή όλοι αυτοί που είναι επιφορτισμένοι να γεμίζουν την κατσαρόλα και να την συντηρούν.

Αποσιωπούν βέβαια το γεγονός ότι όλοι αυτοί μόνο σταγόνες από την κατσαρόλα γεύονται και σε κάθε περίπτωση οι σταγόνες αυτές ως μικροποσότητεςανακυκλώνονται μέσα στην κατσαρόλα, γιατί αυτές δεν απαιτούν μεγάλα πλυντήρια για καθαρισμό,προσφέροντας έτσι στο σύστημα ανακατανομής του περιεχομένου της.

Αυτή είναι η διαφθορά.

Η ΣΑΠΙΛΑ

Όμως, οι διαχειριστές της κατσαρόλας καθώς και τα παπαγαλάκια τους δεν κάνουν κουβέντα για την σαπίλα που επικρατεί στους ίδιους που ως τερατώδη τρωκτικά αδειάζουν συστηματικά την κατσαρόλα μόνο για τον εαυτό τους, μόνοι τους ή με την βοήθεια έμπιστων που φυσικά το κάνουν με το αζημίωτο.

Ο τρόπος αυτός με τον οποίο αδειάζει η κατσαρόλα περίπου μοιάζει με το σύστημαχαρτοπαίχτες – γκανιότα.

Αυτή είναι η σαπίλα.

Η ΓΚΑΝΙΟΤΑ

Η λέξη γκανιότα είναι παρμένη από την γαλλική λέξη cagnotte που σημαίνει καλάθι ή δοχείο μέσα στο οποίο τοποθετείται το συμφωνηθέν ποσοστό κέρδους (της λέσχης) πάνω στο κερδισμένο ποσό του κάθε παίχτη.

Έτσι η λέξη έφτασε να υποδηλώνει από την μιαμεριά την χαρτοπαικτική λέσχη και από την άλλη να σημαίνει αυτό το ίδιο το ποσό που εισπράττει η χαρτοπαικτική λέσχη (ως ποσοστό από τον κάθε φορά κερδισμένο παίχτη).

Το ποσοστό αυτό δηλαδή η γκανιότα σε πολλά μέρη της Ελλάδος λέγεται και βιδάνειο (Λεξικό Ι. Σταματάκου)

Κατά κανόνα οι χαρτοπαικτικές λέσχεςλειτουργούν και εισπράττουν την γκανιότα παράνομα γεγονός για το οποίο πολλές φορές οι ιδιοκτήτες τους σέρνονται στα δικαστήρια.

​Συχνά οι χαρτοπαίκτες διερωτώνται γιατί συμβαίνει ύστερα από ένα πολύωρο παιχνίδι χαρτοπαιξίας να βγαίνουν όλοι ή σχεδόν όλοι χαμένοι και απορούν με αυτό το μόνιμο φαινόμενο να χάνονται δηλαδή τα χρήματα από την τσέπη τους.

​Δυσκολεύονται να αντιληφθούν ότι όταν η γκανιότα είναι 10% (σύνηθες ποσοστό γκανιότας) τότε τα 100 ευρώ σε δέκα γυρίσματα στο τραπέζι της χαρτοπαιξίας εξαφανίζονται από αυτό αφού τα παίρνει η γκανιότα. Σε άλλους δέκα χαρτοπαικτικούς γύρους εξαφανίζονται άλλα 100 ευρώ φεύγοντας από το τραπέζι και πηγαίνοντας στην γκανιότα.

Με το σύστημα αυτό του παιχνιδιού μεταφέρονται συνέχεια τα χρήματα από τις τσέπες των παιχτών στο τραπέζι και από το τραπέζι στην γκανιότα. Έτσι στους χαρτοπαίκτες απομένει μόνο ότι δεν πήρε η γκανιότα.

Η γκανιότα μπορεί να έχει την έδρα της στο εξωτερικό είτε με μορφή τραπεζικών λογαριασμών, είτε με την μορφή εταιρειών offshore και πάντως η πρακτική απέδειξε ότι όταν οι χαρτοπαίχτες ξεμένουν από χρήματα δανείζονται από την γκανιότα, η οποία ξαναμπαίνει με τα δανεικά στο παιχνίδι.

Η θεωρία αυτή της γκανιότας έχει απόλυτη εφαρμογή στον τρόπο με τον οποίο μεγάλα χρηματικά ποσά με την μορφή της μίζας εξαφανίζονται αφαιρούμενα από τα δημόσια ταμεία με τελικό αποτέλεσμα στα δημόσια ταμεία να απομένουν μόνο όσα χρήματα δεν έφαγαν οι μίζες.

Και διερωτώνται οι επιτήδειοι φωνάζοντας: που πήγαν τα λεφτά;

Αυτή είναι η θεωρία της γκανιότας .

Κάθε ομοιότητα των παραπάνω με μίζες, πολιτικούς ή πολιτικάντηδες, στην Ελλάδα, είναι δυστυχώς μοιραία αναπόφευκτη.

11-5-2010 [ δημοσιεύτηκε και στο περιοδικό momento.]