ΕΡΕΥΝΑ ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: Ο ΚΑΥΤΟΣ ΦΑΚΕΛΟΣ ΤΗΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑΣ JOHNSON and JOHNSON

 ΕΡΕΥΝΑ /ΑΠΟΔΟΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ:Δέσποινα Συριοπούλου 

Η Αγωγή της αμερικανικής επιτροπής κεφαλαιαγοράς εναντίον της J&J

ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ

Στην αγωγή που κατέθεσε η αμερικανική επιτροπή κεφαλαιαγοράς, εναντίον της J&J η υπόθεση αφορά παραβιάσεις του κώδικα για πρακτικές διαφθοράς σε ξένη χώρα (FCPA), ως αποτέλεσμα ενεργειών από τις θυγατρικές της J&J για την ενισχύσουν τις αγορές των προϊόντων της εταιρίας. Τουλάχιστον από το 1998, όπως αναφέρεται στην αγωγή μέχρι και τις αρχές του 2006, οι θυγατρικές της J&J, οι υπάλληλοι και οι αντιπρόσωποι πλήρωναν μίζες του γιατρούς του δημοσίου στην Ελλάδα, για την επιλογή τους στα προϊόντα της J&J. Επιπλέον οι θυγατρικές εταιρείες και οι αντιπρόσωποι της J&J πλήρωναν μίζες σε γιατρούς και τους δημόσιους λειτουργούς νοσοκομείων στην Πολωνία, από το 2000 έως το 2006. Οι θυγατρικές εταιρείες και αντιπρόσωποι της J&J πλήρωναν επίσης μίζες στους δημόσιους γιατρούς στην στη Ρουμανία να συνταγογραφούν φαρμακευτικά προϊόντα της J&J μεταξύ του 2002 – 2007. Τέλος, οι θυγατρικές της J&J και ο αντιπρόσωπός της κατέβαλε μίζες ως αντάλλαγμα για την σύναψη συμβολαίων για το πρόγραμμα του ΟΗΕ oil for Food.

 

Η J&J παραβίασε το άρθρου 30Α του νόμου του 1934 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (Section 30A of the Securities Exchange Act of 1934), (“Exchange Act“) καταβάλλοντας παράνομες πληρωμές σε αξιωματούχους ξένης χώρας με σκοπό την απόκτηση ή την διατήρηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας.  Η J&J παραβίασε  το άρθρο 13 (β) (2) (Β) του συγκεκριμένου νόμου, δεδομένου ότι είχε παραλείψει να έχει στην διάθεσή της το κατάλληλο σύστημα εσωτερικού ελέγχου για τον εντοπισμό και την πρόληψη παράνομης καταβολής χρημάτων. Η J&J παραβίασε το άρθρο 13 (β) (2) (A) του νόμου (Exchange Act) για αντικανονική καταχώρηση των στοιχείων για κάθε καταβολή πληρωμής στα βιβλία και στα αρχεία.

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία βάσει των άρθρων 21 (d), 21 (e), 27 του Exchange Act [15 U.S.C. §§ 78u(d), 78u(e) and 78aa]. Η J&J, άμεσα ή έμμεσα, έκανε χρήση μέσων ή οργάνων του εσωτερικού εμπορίου, ή των  εγκαταστάσεων της εθνικής επιτροπής κεφαλαιαγοράς σε σχέση με τις συναλλαγές, ενέργειες, τις πρακτικές της επιχείρησης που αναφέρονται στην παρούσα καταγγελία.

 

Κατηγορούμενος

 

Η Johnson & Johnson (“J&J”) είναι μια παγκόσμια φαρμακευτική, με καταναλωτικά προϊόντα και ιατρικών συσκευών με έδρα το New Brunswick, στο New Jersey. Τα κεφάλαια έχουν εγγραφεί στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 12 (b) του αντίστοιχου νόμου (Exchange Act), με μετοχές στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης με το σύμβολο “JNJ.”

H J&J λειτουργεί σε παγκόσμια κλίμακα μέσω περισσότερων από 250 εταιρειών. Οι θυγατρικές της J&J απασχολούν πάνω από 100.000 εργαζομένους. Το οικονομικό έτος 2009 σημείωσε συνολικές πωλήσεις ύψους 61.8 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Εμπλεκόμενες εταιρίες

–         Depuy Inc (“DePuy”), εταιρία στο Delaware, εταιρία χειρουργικών εμφυτευμάτων, η οποία αγοράστηκε από την J&J το 1998. Θυγατρικής της J&J. Η “DePuy” είναι μια από τις εταιρίες της  J&J για ιατρικές συσκευές, και η J&J συνεχίζει να πουλά εμφυτεύματα με το όνομα της DePuy.

–         Depuy International (DPI), βρετανική εταιρία, με έδρα το Leeds στην Μεγάλη Βρετανία,  θυγατρική της J&J. Η DPI είχε στην εποπτεία της τις πωλήσεις των προϊόντων της Depuy στην Ελλάδα.

–         “Ελληνική εταιρία διανομής”, (Greek Distributor) ελληνική εταιρία ιδιοκτησίας του έλληνα αντιπροσώπου (Greek Agent) της DPI, ο οποίος ήταν ο αποκλειστικός αντιπρόσωπος της DPI στην Ελλάδα. Τον Ιανουάριο του 2001, η J&J αγόρασε την ελληνική εταιρία διανομής και την μετονόμασε σε DePuy Medec S.A. Στα μέσα του 2003 η εταιρία μετονομάστηκε ξανά σε DePuy Hellas S.A. (DePuy Hellas). Στην Ελλάδα, η J&J πουλούσε χειρουργικά εμφυτεύματα μέσω της DPI και μετά μέσω της DePuy Hellas.

–         J&J στην Πολωνία (“MD&D Poland), πολωνική εταιρία, θυγατρική της J&J και πουλά ιατρικές συσκευές στην Πολωνία.

–         Janssen-Cilag Eastern Europe (“JC-EE”), συλλογική οργάνωση εντός της J&J που εμπορεύεται φαρμακευτικά προϊόντα στην νοτιοανατολική Ευρώπη. Πουλά προϊόντα στην Ρουμανία μέσω της Johnson & Johnson d.o.o. (“Pharma Romania), μια σλοβένικη περιορισμένης ευθύνης εταιρία.

–         Cilag AG International (“Cilag”), θυγατρική της J&J, γνωστή τώρα ως Cilag GmBH International, προμηθευτής φαρμακευτικών προϊόντων με έδρα στο Schaffhausen της Ελβετίας.

–         Janssen Pharmaceutica N.V. (“Janssen”), θυγατρική της J&J, προμηθεύτρια εταιρία φαρμακευτικών προϊόντων με έδρα στο Beerse, του Βελγίου. Η J&J πουλούσε φαρμακευτικά προϊόντα για το πρόγραμμα του ΟΗΕ Oil for Food, μέσω της Cilag και της Janssen.

–         Τα οικονομικά αποτελέσματα κάθε μιας από τις παραπάνω εταιρίες της J&J αποτελούσαν στοιχεία για τις συνολικές οικονομικές δηλώσεις και τα οποία περιελάμβανε η J&J στα στοιχεία που κατέθετε στην επιτροπή κεφαλαιαγοράς.

Τα Γεγονότα

Ελλάδα

Μια από τις σειρές προϊόντων της J&J αποτελούνται από τα χειρουργικά εμφυτεύματα, όπως τεχνητά γόνατα, ισχία και άλλα προϊόντα, τα οποία οι χειρουργοί τοποθετούν σε ασθενείς. Τα χειρουργικά εμφυτεύματα αποτελούν μια προσοδοφόρα, αλλά ανταγωνιστική επιχειρηματική δραστηριότητα. Σε πολλές χώρες, οι χειρουργοί ορθοπεδικοί αποφασίζουν για τα εμφυτεύματα που θα χρησιμοποιήσουν.

Το 1998, η J&J απέκτησε άλλη μια εταιρεία παρασκευής ιατρικών συσκευών, την  εισηγμένη στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, την DePuy Inc. Ένα κορυφαίο στέλεχος της DePuy στη συνέχεια έγινε κορυφαίο στέλεχος της J&J στις Ηνωμένες Πολιτείες, στον τομέα των ιατρικών συσκευών και διαγνωστικής της J&J (“Executive A”). Την εποχή της αγοράς της από την J&J, η  DePuy είχε εμπλακεί σε ένα ευρείας κλίμακας σχήμα δωροδοκίας στην Ελλάδα, προκειμένου να πουλά τα εμφυτεύματα της. Ο ανώτερος υπάλληλος Α (“Executive A”) και η DPI εν γνώσει τους συνέχισαν το συγκεκριμένο σχήμα. Από το 1998 έως το 2006, η J&J σημείωσε κέρδη 24.258.072 δολάρια από τις πωλήσεις μέσω δωροδοκίας.

Το σχήμα δωροδοκίας πριν την J&J 

Το 1997, η DPI, θυγατρική της DePuy προσέλαβε έναν έλληνα (“έλληνας αντιπρόσωπος/Greek Agent”) για την πώληση ορθοπεδικών εμφυτευμάτων στην Ελλάδα. Ο έλληνας αντιπρόσωπος (Greek Agent) ήταν γνωστός πολύ στην ελληνική ορθοπεδική βιομηχανία για τις μακροχρόνιες σχέσεις του με τους χειρουργούς.

Η DPI είχε δύο συμβάσεις για να διατηρήσει τη συμφωνία. Τον Σεπτέμβριο του 1997, η DPI προσέλαβε την ελληνική εταιρία του έλληνα αντιπροσώπου (Greek Agent) (“ελληνική εταιρεία διανομής-Greek Distributor”), ως αποκλειστικό αντιπρόσωπο πωλήσεων. Σύμφωνα με τη συμφωνία, η ελληνική εταιρεία διανομής (“Greek Distributor”) συμφώνησε να εμπορεύεται τα προϊόντα της DePuy στην Ελλάδα και να πληρώνει στην DPI για τα προϊόντα που θα πωληθούν εκ νέου κατά κύριο λόγο στα δημόσια νοσοκομεία. Ένα μήνα αργότερα, η DPI υπέγραψε μια χωριστή σύμβαση με μια ιδιωτική εταιρεία στα νησιά Man (“Ιδιωτική Εταιρεία-Private Company”), ιδιοκτησίας του έλληνα αντιπροσώπου, στην οποία (ιδιωτική εταιρία) η DPI συμφώνησε να καταβάλει προμήθεια 25% για όλα όσα αγόραζε η ελληνική εταιρία διανομής (από την DPI). Η DPI κατέβαλε την προμήθεια σε λογαριασμό στα νησιά Man.

Η δεύτερη σύμβαση ανέφερε ότι η ιδιωτική εταιρεία (Private Company) θα προσφέρει υποστήριξη στο marketing στην ελληνική εταιρεία διανομής (“Greek Distributor”) και στην DPI. Στην πραγματικότητα, η σύμβαση ήταν μια απάτη, φτιαγμένη με τέτοιο τρόπο ώστε να διευκολύνεται η δωροδοκία. Η DPI φούσκωνε την τιμή που χρέωνε η ελληνική εταιρεία διανομής (“Greek Distributor”), και στη συνέχεια κατέβαλε την προμήθεια στην ιδιωτική εταιρεία (Private Company). Η ιδιωτική εταιρεία (Private Company) δεν παρείχε σημαντικές υπηρεσίες στην DPI. Ο έλληνας αντιπρόσωπος (Greek Agent) χρησιμοποιούσε τις προμήθειες – οι οποίες έως το 1998 αυξήθηκαν στο 35%- για να δωροδοκεί γιατρούς του δημοσίου για να χρησιμοποιούν εμφυτεύματα της DePuy.

Η J&J αποκτά την DePuy και το σύστημα δωροδοκίας συνεχίζεται

Στις 5 Νοεμβρίου του 1998, η J&J απέκτησε την DePuy. Ως εκ τούτου, η πολιτική της J&J (στην Επαγγελματική Συμπεριφορά-“PBC”) τέθηκε σε ισχύ κατά τη διάρκεια της οργάνωσης της DePuy. Η πολιτική της J&J απαγόρευε την δωροδοκία, απαιτούσε ακριβή βιβλία και αρχεία, και υπαγόρευε ελέγχους επί των πληρωμών προς τρίτους.

Μετά τη συγχώνευση, ο ανώτερος υπάλληλος Α (Executive A) και στελέχη της DPI, γνωρίζοντας για τις μίζες, συνέχισαν τη σχέση με τον έλληνα αντιπρόσωπο (Greek Agent).

Πέρα από τα στελέχη της DPI που γνώριζαν για τις πληρωμές σε γιατρούς, άλλοι υπάλληλοι της DPI γνώριζαν τους ισχυρισμούς ότι οι Έλληνες γιατροί ζητούσαν μίζες ως τρόπο για να συμπληρώνουν τους μισθούς τους από το δημόσιο. Γνώριζαν επίσης ότι ο έλληνας αντιπρόσωπος (Greek Agent) είχε σημαντικές σχέσεις με τους Έλληνες γιατρούς και ότι οι συγκεκριμένες σχέσεις ήταν απαραίτητες, προκειμένου να πουλήσουν τα εμφυτεύματα.

Μετά τη συγχώνευση, τα στελέχη της J&J έμαθαν ότι ο έλληνας αντιπρόσωπος (Greek Agent) πληρωνόταν μέσω ιδιωτικής εταιρείας (private Company) στα Νησιά Μαν. Οι πληρωμές αυτές παραβίασαν την πολιτική επαγγελματικής συμπεριφοράς της J&J (PBC), ζητώντας όλες τις πληρωμές προς τον αντιπρόσωπο να γίνονται στη χώρα στην οποία πωλούνται τα προϊόντα, δηλαδή, στην Ελλάδα. Τα στελέχη της DPI ήταν ιδιαίτερα ανήσυχα,  επειδή οι πληρωμές που γίνονταν εκτός χώρας, προειδοποιούσαν για την δωροδοκία.

Μέχρι τον Απρίλιο του 1999, ορισμένα στελέχη της J&Jαποφάσισαν να σταματήσουν τις πληρωμές προς την Ιδιωτική εταιρεία (Private Company) στα νησιά Man, παρά τις αντιρρήσεις του ανώτερου υπαλλήλου Α (Executive A). Τα στελέχη της DPI και άλλοι συζήτησαν την ανάγκη να συνεχίσουν να διοχετεύονται χρήματα στον έλληνα αντιπρόσωπο (Greek Agent) για γιατρούς, ποσά ισοδύναμα με την προμήθεια που καταβαλλόταν προηγουμένως στην ιδιωτική εταιρεία της τάξεως του 35%. Για παράδειγμα:

–         Σε e-mail της 22ας Μαρτίου του 1999, ανώτερο στέλεχος του παραρτήματος της J&J στην Ελλάδα, της J&J Medical Hellas προειδοποίησε ανώτερό του ότι «ο έλληνας αντιπρόσωπος κατάφερε κατά την διάρκεια του έτους να δημιουργήσει off-shore λογαριασμούς μέσω διαφόρων εκπροσωπήσεων που διέθετε, οι οποίες με τη σειρά τους τον βοηθούσαν να έχει σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα, όταν συνδιαλέγεται με τους έλληνες χειρουργούς». Το e-mail κατέγραφε λεπτομερώς περιπτώσεις, τις οποίες ο ανώτερος υπάλληλος τις χαρακτήρισε ως «αληθινές, αλλά λίγες» από τις πληρωμές προς τους Έλληνες χειρουργούς, συμπεριλαμβανομένης της εκπαιδευτικής υποστήριξης.

–          Σε επιστολή της 24ης Ιουνίου του 1999, ο δικηγόρος της DPI είχε αντιρρήσεις αναφορικά με ένα σχέδιο σύμβασης με την ελληνική εταιρία διανομής, διότι η προμήθεια του 35% εμφανιζόταν ως “μπόνους.” Σε επιστολή που απέστειλε στον ανώτερο υπάλληλο της DPI, και αντίγραφο της οποίας δόθηκε και στον νομικό σύμβουλο της J&J, ο δικηγόρος της DPI είπε ότι η ελληνική εταιρεία διανομής ήδη ζήτησε την διακίνηση των προϊόντων DePuy, προειδοποιώντας ότι το στέλεχος που είχε συντάξει το σχέδιο σύμβασης δεν θα μπορούσε να εξηγήσει πώς τα χρήματα θα χρησιμοποιούνται, προκειμένου να αυξηθεί το μερίδιο της εταιρίας στην αγορά.

–         Στην αναφορά-έκθεση της 13ης Μαρτίου του 2000, στέλεχος της DPI έγραψε ότι η DPI σχεδίαζε να «πληρώσει προμήθεια πωλήσεων 30% στον έλληνα αντιπρόσωπο (ή σε μια υποψήφια εταιρία της δικής του επιλογής) και “ότι ο έλληνας αντιπρόσωπος θα έπαιρνε την προσωπική αμοιβή του και οποιαδήποτε άλλη (εγχώρια) πληρωμή στήριξης που είχε ανάγκη από αυτό το ποσό. “

Τον ή γύρω στον Ιανουάριο του 2000, δύο στελέχη της DPI που ασχολήθηκαν περισσότερο στενά με την επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα συναντήθηκαν με τον Πρόεδρο της DPI και του συνέστησαν να τερματίσει την συνεργασία της DPI με τον έλληνα αντιπρόσωπο, εξαιτίας της δωροδοκίας. Ο Πρόεδρος της DPI έθεσε το θέμα με τον προϊστάμενό του (Executive A), στα τέλη Ιανουαρίου του  2000 στη διάρκεια του συνεδρίου της J&J για τις διεθνείς πωλήσεις.

Στο συνέδριο, τρία στελέχη της DPI συναντήθηκαν με τον ανώτερο υπάλληλο Α (Executive A), του είπαν για την δωροδοκία και του συνέστησαν να τερματιστεί η σχέση με την ελληνική εταιρία διανομής. Ωστόσο, την επόμενη μέρα, ο ανώτερος υπάλληλος Α (Executive A) και ο Πρόεδρος της DPI συναντήθηκαν με εκπροσώπους του έλληνα αντιπροσώπου.  Ο ανώτερος υπάλληλος Α  (Executive A) προσφέρθηκε να αγοράσει την ελληνική εταιρεία διανομής και να διατηρήσει τον έλληνα αντιπρόσωπο ως σύμβουλο.

Σε ένα επόμενο e-mail, ο ανώτερος υπάλληλος Α (Executive A) εξήγησε ότι η DPI είχε σκεφτεί τον τερματισμό της σχέσης με την ελληνική εταιρία διανομής, αλλά «[το] μόνο πρόβλημα με την πρόταση ήταν ότι θα χάσουμε το ήμισυ των δραστηριοτήτων μας, ακόμη και μέσα σε τρία χρόνια. Ο ανώτερος υπάλληλος (Executive A) δήλωσε ότι« [το να] χάσουμε περίπου $ 4 εκατ. στις πωλήσεις είναι εντελώς απαράδεκτο».

Ο ανώτερος υπάλληλος Α (Executive A) πρόσθεσε ότι δύο στελέχη της DPI που εργάστηκαν γι ‘αυτόν, «προσπαθούν να βρουν μια εναλλακτική λύση, για να μπορούμε να αποκτήσουμε [την ελληνική εταιρία διανομής], διατηρώντας τις πωλήσεις και διαχειριζόμενοι τις πρακτικές των πελατών στην αγορά”.

Τα στελέχη της DPI στη συνέχεια συναντήθηκαν με τον Έλληνα αντιπρόσωπο για να συζητήσουν τις μελλοντικές επιχειρηματικές συμφωνίες. Ο ανώτερος υπάλληλος Α (Executive A) αρχικά προσπάθησε να επαναφέρει την καταβολή των πληρωμών στα νησιά Man, αλλά μετά τις αντιρρήσεις του δικηγόρου της J&J, o ανώτερος υπάλληλος (Executive A) έδωσε το πράσινο φως στην DPI να αποκτήσει την ελληνική εταιρία διανομής.

Τον Απρίλιο του 2000, ένα στέλεχος της J&J, με έδρα στην Ευρώπη απέστειλε e-mail στον ανώτερο υπάλληλο Α (Executive A) σημειώνοντας ότι J&J παίρνει ρίσκο με την αγορά μιας υπάρχουσας επιχείρησης, αναφέροντας επίσης ότι οι πληρωμές προμηθειών στα νησιά Man ήταν κάτι το απαράδεκτο, και που συνδέονται με τις αγορές των προϊόντων της DePuy από την ελληνική εταιρεία διανομής:

“Το πρόβλημα με αυτές τις συμβάσεις για τις off-shore πληρωμές ήταν και συνεχίζει να είναι το ζήτημα της νομιμότητάς τους ή θέμα ουσίας, συν τo γεγονός ότι γνωρίζουμε τι πραγματικά συμβαίνει. Στην περίπτωση της [ελληνικής εταιρείας διανομής (Greek Distributor)], εμείς (ή αυτοί) θα αντιμετωπίσουμε σοβαρά προβλήματα για να (καταλήξουμε) καταγράψουμε μια τεκμηριωμένη παρεχόμενη υπηρεσία για οτιδήποτε, κοντά στο ποσό που καταβάλλεται, μόνο και μόνο επειδή ένα μικρό ποσό (αν υπάρχει) χρησιμοποιείται για υπηρεσίες και το μεγαλύτερο μέρος καταλήγει σε μαύρη τρύπα. Το τελευταίο στοιχείο είναι η μεγάλη ανησυχία μου για την τελευταία αγορά, δηλαδή η επιλογή της ελληνικής εταιρείας διανομής (Greek Distributor), δεδομένου ότι, ακόμη και με ενδελεχή έλεγχο, δεν μπορούμε να ξέρουμε αν θα αντιμετωπίσουμε μελλοντικά φόρους (και άλλα) που συνδέουν [την ελληνική εταιρία διανομής (Greek Distributor)], τους ιδιοκτήτες και την καταβολή πληρωμών στα νησιά Μαν. Βάσει της προηγούμενης σύμβασης, τα τρία αυτά μέρη συνδέονται και υπόκεινται σε πιθανές υποχρεώσεις.

Κατά τη διάρκεια του 2000, η DPI ακολούθησε τις οδηγίες του ανώτερου υπαλλήλου Α (Executive A) και διαπραγματεύτηκε την αγορά της ελληνικής εταιρίας διανομής (Greek Distributor). Οι εν λόγω διαπραγματεύσεις ήγειραν μεγαλύτερους κινδύνους, αναφορικά με την δωροδοκία. Τον Νοεμβρίου του 2000, ένας δικηγόρος της DPI και ένας λογιστής της DPI κυκλοφόρησαν ένα σχέδιο έκθεσης, αναφέροντας ότι δεν είχαν βρει αποδεικτικά στοιχεία για μίζες στα βιβλία της Ελληνικής εταιρίας διανομής (Greek Distributor) και δεν μπορούσαν να αποφασίσουν αν η ελληνική εταιρεία διανομής (Greek Distributor) εμπλεκόταν σε αυτές τις πρακτικές. Ωστόσο, την ίδια ημέρα, ο εξωτερικός λογιστής της ελληνικής εταιρίας διανομής (Greek Distributor) απέστειλε e-mail σε οικονομικό στέλεχος της DPI ότι η απογραφή της ελληνικής εταιρίας διανομής (Greek Distributor) είχε υπερεκτιμηθεί κατά 35% και θα έπρεπε να προσαρμοστεί ανάλογα στα μετά την απόκτηση από την DPI, στα βιβλία και στα αρχεία της J&J. Το e-mail σημειώνει ότι η ελληνική εταιρεία διανομής (Greek Distributor) είχε καταβάλει διογκωμένες τιμές για τη χρηματοδότηση των πληρωμών προς την ιδιωτική εταιρεία (Private Company) και για την κάλυψη των “χρηματικών κινήτρων”, που πλήρωνε ο έλληνας αντιπρόσωπος. Το e-mail σήμανε συναγερμό στον λογιστή της DPI σχετικά με τη δωροδοκία, αλλά ποτέ ωστόσο δεν άλλαξε την έκθεσή του.

Στην πραγματικότητα, πολλά στελέχη της DPI γνώριζαν ότι “χρηματικά κίνητρα” δεν ήταν νόμιμα και ότι ήταν στην πραγματικότητα μίζες στους γιατρούς. Στην συνέχεια, ο λογιστής της ελληνικής εταιρείας διανομής (Greek Distributor) έστειλε ένα memo, στο οποίο ανέφερε ότι ο έλληνας αντιπρόσωπος χρειαζόταν χρήματα όσο το δυνατό συντομότερα, διότι είχε «να πληρώσει χρηματικά κίνητρα για τις πωλήσεις μέχρι το τέλος του Ιανουαρίου του 2001». Ένας αντιπρόεδρος της DPI τον επέπληξε για το γεγονός ότι αναφερόταν γραπτώς για τις πληρωμές:

[είμαι] πολύ απογοητευμένος που διαβάζω στην πρότασή σας αναφορές σε δραστηριότητες [του έλληνα αντιπρόσωπου] που δεν μπορούν να αναφέρονται στην γραπτή αλληλογραφία με την DePuy International. Έχω θέσει αυτό το ζήτημα πολλές φορές και κάθε φορά που συμβαίνει μας φέρνετε σε δύσκολη θέση.

Περαιτέρω προσπάθειες συγκάλυψης των παράνομων Πληρωμών

Η J&J έκλεισε τελικά την συμφωνία για την απόκτηση της ελληνική εταιρεία διανομής (Greek Distributor) από την DPI τον Ιανουάριο του 2001, μετονομάζοντάς την σε DePuy Hellas. Ο Έλληνας αναπληρωτής αντιπρόσωπος έγινε ο επικεφαλής της DePuy Hellas.   Αντί να διακόψει τους δεσμούς της με τον έλληνα αντιπρόσωπο, η  DePuy Hellas συνέχισε να τον χρησιμοποιεί για να διευκολύνει την καταβολή μιζών.

Η DePuy Hellas εισήλθε σε συμφωνία για την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών, καταβάλλοντας στον έλληνα αντιπρόσωπο το 27% επί το σύνολο των πωλήσεων στην Ελλάδα. Ωστόσο, την άνοιξη του 2001, εξωτερικοί λογιστές της DPΙ έθεσαν υπό ερώτηση το ποσό των πληρωμών για φορολογικούς λόγους. Για να αποκρύψει τον πραγματικό λόγο και το ποσό των χρημάτων που καταβάλλονται εν συνεχεία στον έλληνα αντιπρόσωπο, στελέχη της DPI μοίρασαν τις πληρωμές με δύο νέες συμφωνίες με την καταβολή ορισμένων πληρωμών να γίνονται από την DPI και άλλες να καταβάλλονται από την DePuy Hellas.

Οι πληρωμές μιζών σε γιατρούς συνεχίστηκαν, και ο έλληνας αντιπρόσωπος και στελέχη της DPI συχνά τις αποκαλούσαν ως “επαγγελματική εκπαίδευση (Prof-Ed)” ή “υποστήριξη”. Ο έλληνας αντιπρόσωπος έγραψε στην DPI ότι «τα χρηματικά κίνητρα στους χειρουργούς είναι γνωστό φαινόμενο στην Ελλάδα”, τονίζοντας ρητώς ότι θα πληρωνόταν ώστε να μπορεί να «πληρώνει» τη στήριξη τους χειρουργούς. Σε κάποιο σημείο, ο αντιπρόεδρος της DPI απέστειλε e-mail στον επικεφαλής της DePuy Hellas σχετικά με μια πιθανή αύξηση της καταβολής χρημάτων στον έλληνα αντιπρόσωπο “για την αύξηση των άμεσων πληρωμών στους χειρουργούς”.

Τον Οκτώβριο του 2003, η DPI μετά από καυγάδες μηνών για τις πωλήσεις χειρουργικών εμφυτευμάτων στην Ελλάδα, απέλυσε τον έλληνα αντιπρόσωπο. Η  DPI προσέλαβε έναν άλλο αντιπρόσωπο με τον ίδιο ρόλο στο σχήμα της δωροδοκίας.

Τον Ιανουάριο του 2005, εφαρμόστηκε ένας νέος Κώδικα επιχειρηματικής Πρακτικής (Code of Business Practice) της EUCOMED και ένας αντιπρόεδρος της DPI έγραψε στον επικεφαλής της DePuy Hellas και στον προϊστάμενό του:

«Ο καθένας στη βιομηχανία βρίσκεται ένα εκατομμύριο μίλια από την εφαρμογή του γράμματος ή του πνεύματος του κώδικα της EUCOMED! Οι περισσότεροι παράγοντες του κλάδου καταπατούν κάθε κανόνα του κώδικα (υποστήριξη των συζυγικών ταξιδιών, μη-ιατρικά δώρα, κλπ.). Αν εφαρμόσουμε το γράμμα και τις κατευθυντήριες γραμμές σήμερα, θα χάσουμε το 95% των δραστηριοτήτων μας μέχρι το τέλος του έτους. “

Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα, ο έλληνας αντιπρόσωπος και η αντικατάστασή του περιστασιακά επέφεραν καθυστέρηση στην πληρωμή των γιατρών.  Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι εργαζόμενοι της DePuy Hellas τραβούσαν μικρά ποσά και πλήρωναν τους γιατρούς άμεσα. Από το 2002 έως το 2006, τα αρχεία δείχνουν ότι περίπου-στρογγυλεμένα 590.000 δολάρια, καταχωρήθηκαν ως «Διάφορα έξοδα». Αυτά τα ποσά επεστράφησαν σε μικρά ποσά εντός λίγο ημερών και είχαν καταχωρηθεί ως «επιστροφές».

Ο εσωτερικός έλεγχος της J&J ανακάλυψε τις πληρωμές σε Έλληνες γιατρούς στις αρχές του 2006, μετά από καταγγελίες. Το ζήτημα των πληρωμών στους χειρουργούς είχε τεθεί στο παρελθόν, το 2003 από ανώνυμη επιστολή σε μια διαφορετική ομάδα εσωτερικού ελέγχου, που αφορούσε μια θυγατρική της J&J στην Ελλάδα. Ωστόσο, εκείνη η ομάδα επικέντρωσε την έρευνά της στους ισχυρισμούς για μια πιθανή σύγκρουση συμφερόντων (conflict of interest) από την εγχώρια διαχείριση και δεν ερεύνησε πλήρως τις πληρωμές στους γιατρούς.

Διαβάστε εδώ την εισαγωγή και το ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ