ΕΡΕΥΝΑ ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: Ο ΚΑΥΤΟΣ ΦΑΚΕΛΟΣ ΤΗΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑΣ JOHNSON and JOHNSON

 ΕΡΕΥΝΑ /ΑΠΟΔΟΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: Δέσποινα Συριοπούλου

H Συμφωνία Johnson Johnson με το Αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ! 

ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ 1

ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ 2 :Η  ΔΙΑΦΘΟΡΑ ΣΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ 3

Στο παράρτημα Α, της συμφωνίας μεταξύ του Αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης και της J&J αναφέρονται όλα τα σχετικά στοιχεία-γεγονότα, μεταξύ άλλων, και για την Ελλάδα, με την επισήμανση ότι η J&J αναγνωρίζει ότι είναι υπεύθυνη για τις ενέργειες των στελεχών της, των υπαλλήλων και των αντιπροσώπων της και ότι δεν θα αντικρούσει τα όσα παραθέτονται ως γεγονότα.

Εμπλεκόμενες εταιρίες στο σκάνδαλο διαφθοράς

–         J&J

–         Depuy Inc, θυγατρική της J&J, κατασκευάστρια και προμηθεύτρια εταιρία ορθοπεδικών προϊόντων, με παραρτήματα σε διάφορες χώρες.

–         Depuy International (DPI), θυγατρική της J&J, παγκόσμιος προμηθευτής ορθοπεδικών προϊόντων. Διαχειριζόταν τις πωλήσεις της Depuy στην Ευρώπη, Ασία, Μέση Ανατολή και Αφρική.

–         Εταιρία Χ, με έδρα στην Αθήνα, αντιπρόσωπος και εταιρία διανομής των προϊόντων της Depuy και των θυγατρικών της εταιρίας στην Ελλάδα, μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2001, όταν αγοράστηκε από την Depuy και μετονομάστηκε σε Depuy Medec και αργότερα σε Depuy Hellas.

 

–         Εταιρία Ψ, με έδρα στα νησιά Μαν, τελούσε ως συμβουλευτική για την Depuy International στην Ελλάδα μέχρι τον Μάιο του 1999.

–         J&J στην Πολωνία

–         J&J στην Ρουμανία

–         Janssen Pharmaceutica, θυγατρική της J&J με δραστηριότητα σε ξένες χώρες

–         Cilag AG International, θυγατρική της J&J με δραστηριότητα σε ξένες χώρες.

–          Janssen και Cilag πουλούσαν φαρμακευτικά προϊόντα στο πρόγραμμα του ΟΗΕ “Oil for Food”, μέσω του αντιπροσώπου τους στο Λίβανο.

 

Εμπλεκόμενα πρόσωπα

–         Ανώτερος Υπάλληλος Α (Executive A), βρετανός, ανώτερο στέλεχος της Depuy όταν αγοράστηκε από τη J&J, και έγινε ανώτερο στέλεχός της (J&J), έχοντας τον έλεγχο της Depuy.

–         Ανώτερος υπάλληλος Β, (Executive B) αμερικανός, ανώτερο στέλεχος της Depuy.

–         DPI VP Marketing, βρετανός, αντιπρόεδρος στο τμήμα marketing και ανάπτυξης της Depuy International (DPI).

–         DPI VP Finance, βρετανός αντιπρόεδρος στο οικονομικό τμήμα της Depuy International (DPI).

–         DPI πρόεδρος, (DPI president), βρετανός, πρόεδρος της Depuy International (DPI).

–         DPI σύμβουλος, (DPI Counsel), βρετανός, σύμβουλος στην Depuy International (DPI).

–         DPI λογιστής, (DPI Accountant), βρετανός, λογιστής στην Depuy International (DPI).

–         Έλληνας Αντιπρόσωπος Α, (Greek Agent A) έλληνας, δικαιούχος της εταιρίας Χ και της εταιρίας Ψ, ενεργούσε ως διανομέας και ως σύμβουλος της Depuy International (DPI) και της Depuy Hellas.

–         Έλληνας Αντιπρόσωπος Β, (Greek Agent B), έλληνας, ενεργούσε ως σύμβουλος της Depuy International (DPI) και της Depuy Hellas

–         Γιατρός της Depuy Hellas, (DePuy Hellas MD), ελληνίδα, υπάλληλος της εταιρίας Χ, όταν αγοράστηκε από τη  J&J, οπότε και έγινε εκτελεστική διευθύντρια της  Depuy Hellas.

–         Λιβανέζος Αντιπρόσωπος, (JC-Lebanon Agent), αντιπρόσωπος και για την Janssen και της Cilag στο Ιράκ.

Τα γεγονότα, σύμφωνα με το παράρτημα Α της συμφωνίας μεταξύ του αμερικανικού Υπουργείου Δικαιοσύνης και της J&J, που αφορούν στην Ελλάδα έχουν εξής:

ΕΛΛΑΔΑ

–         Το εθνικό σύστημα υγείας της Ελλάδας, είναι στην πλειοψηφία του κρατικό, με όσους εργάζονται στα δημόσια νοσοκομεία να είναι κρατικοί υπάλληλοι. Ως εκ τούτου, θεωρούνται στελέχη ξένης χώρας, όπως καθορίζεται από το νόμο για τις πρακτικές διαφθοράς σε ξένη χώρα (FCPA, 15 U.S.C. § 78 dd-2(h)(2)(A))

–         Τον Νοέμβριο του 1998, η J&J απέκτησε την DePuy inc, και την θυγατρική της DePuy International, η οποία είχε συμφωνία με την ελληνική εταιρία Χ για την αποκλειστική διανομή των προϊόντων της στην Ελλάδα. Η  DePuy, και μετά την αγορά της από την J&J, συνέχισε να διανέμει τα προϊόντα της μέσω της εταιρίας Χ, καθώς επίσης και διατήρησε το συμβόλαιο που είχε με την εταιρία Ψ για την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών. Η DePuy διατήρησε την σχέση με την εταιρία Χ μέχρι/ή γύρω στα τέλη του 2005.

–         Από το ή γύρω στο 1998 και μέχρι ή γύρω τον Μάιο του 1999, η εταιρία Χ λάμβανε έκπτωση της τάξεως του 35% στα προϊόντα της DePuy προς πώληση στην Ελληνική αγορά.  Την ίδια στιγμή η DePuy International είχε συμφωνία με την εταιρία Ψ που προέβλεπε την πληρωμή στην εν λόγω εταιρία (εταιρία Ψ) το 25% του συνόλου των πωλήσεων που έκανε η εταιρία Χ. Στην πραγματικότητα, η DePuy International πλήρωνε στην εταιρία Ψ το 35% επί του συνόλου των πωλήσεων στην εταιρία Χ. Τα χρήματα κατατίθεντο στην εταιρία Ψ σε λογαριασμό στα νησιά Μαν.

–         Στις ή γύρω στις 22 Μαρτίου του 1999, ένας υπάλληλος της J&J έστειλε e-mail στον επικεφαλής της J&J στην Ελλάδα, επισημαίνοντας ότι «είναι ξεκάθαρο ότι [ο έλληνας αντιπρόσωπος Α-Greek Agent A] έχει καταφέρει να δημιουργήσει off-shore λογαριασμούς, μέσω αντιπροσωπειών που διαθέτει, που τον βοηθούν με τη σειρά τους να έχει σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα στις συνδιαλλαγές του με τους έλληνες χειρουργούς», και περιγράφοντας περιπτώσεις που ο έλληνας αντιπρόσωπος Α (Greek Agent A) πλήρωνε έλληνες χειρουργούς, προκειμένου να επηρεάζουν την αγορά των προϊόντων που διακινούσε.

–         Το ή γύρω στον Μάιο του 1999, η DePuy International σταμάτησε το συμβόλαιο της με την εταιρία Ψ.

Απόκτηση της εταιρίας Χ

–         Στις ή γύρω στις 10 Ιανουαρίου 2000, ο έλληνας αντιπρόσωπος Α (Greek Agent A) απέστειλε επιστολή στον ανώτερο υπάλληλο Α (Executive A) και σε άλλους, σχετικά με την σχέση του με την DePuy International και «την απόφαση της εν λόγω εταιρίας να σταματήσει την υποστήριξη της αγοράς», ζητώντας παράλληλα μια επείγουσα συνάντηση με τον ανώτερο υπάλληλο Α (Executive A).

–         Στις ή γύρω στις 20 Ιανουαρίου 2000, ο βρετανός, αντιπρόεδρος στο τμήμα marketing και ανάπτυξης (DPI VP Marketing), ο βρετανός αντιπρόεδρος στο οικονομικό τμήμα της (DPI VP Finance), και ο βρετανός, πρόεδρος της Depuy International (DPI) συναντήθηκαν στο Δουβλίνο με τον ανώτερο υπάλληλο Α (Executive A), προκειμένου να συζητήσουν το συμβόλαιο της DePuy με την εταιρία Χ. Τα τρία στελέχη της DePuy International πρότειναν να διακοπεί η σχέση με τον έλληνα αντιπρόσωπο Α Greek Agent A), εν μέρει διότι ο έλληνας αντιπρόσωπος Α (Greek Agent A) πλήρωνε με μετρητά τους έλληνες χειρουργούς, προκειμένου να προωθούν τις αγορές προϊόντων της DePuy. Στην συνάντηση ο ανώτερος υπάλληλος Α (Executive A) συμφώνησε να τερματιστεί η σχέση με το έλληνα αντιπρόσωπο Α (Greek Agent A) και με την εταιρία Χ.

–         Ακολούθως της συγκεκριμένης συνάντησης, στις ή γύρω στις 20 Ιανουαρίου 2000,  ο πρόεδρος της DePuy International και ο ανώτερος υπάλληλος Α (Executive A) συναντήθηκαν με τους εκπροσώπους της εταιρίας Χ, και ο ανώτερος υπάλληλος Α (Executive A) πρότεινε η J&J να αγοράσει την εταιρία Χ και να διατηρήσει τον αντιπρόσωπο Α (Greek Agent A) ως σύμβουλο, όταν νωρίτερα στην προηγούμενη συνάντηση ο ανώτερος υπάλληλος Α (Executive A) είχε συμφωνήσει να τερματιστεί η σχέση με τον αντιπρόσωπο Α (Greek Agent A) και την εταιρία Χ.

–         Στις ή γύρω στις 8 Φεβρουαρίου 2000, ο έλληνας αντιπρόσωπος Α (Greek Agent A) έστειλε e-mail στον πρόεδρο της Depuy International (DPI), με κοινοποίηση στον αντιπρόεδρο στο τμήμα marketing και ανάπτυξης (DPI VP Marketing), στον αντιπρόεδρο στο οικονομικό τμήμα (DPI VP Finance) της Depuy International (DPI) και στον ανώτερο υπάλληλο Α (Executive A), αναφορικά με την επικείμενη συνάντησή, στο οποίο σημείωνε την ανάγκη «να διαπραγματευτούμε μια καινούργια συμφωνία», παρόμοια με αυτή της εταιρίας Χ, καθώς επίσης και την ανάγκη «να διαπραγματευτούμε έναν μηχανισμό που να καλύπτει το κόστος της προώθησης των πωλήσεων», το οποίο και χαρακτήρισε ως “χρηματικά κίνητρα”.

–         Στις ή γύρω στις 13 Μαρτίου 2000 ο αντιπρόεδρος στο τμήμα marketing και ανάπτυξης (DPI VP Marketing) απέστειλε e-mail με την αναφορά για την απόκτηση της εταιρίας Χ, κοινοποιώντας στον αντιπρόεδρο των οικονομικών (DPI VP Finance) της Depuy International. Στην έκθεσή του ο αντιπρόεδρος στο τμήμα marketing και ανάπτυξης (DPI VP Marketing) ανέφερε ότι σκόπευαν να «πληρώνουν προμήθεια πωλήσεων της τάξεως του 30%  στον [έλληνα αντιπρόσωπο Α (Greek Agent A)]» και ότι ο έλληνας αντιπρόσωπος Α (Greek Agent A) «θα έπαιρνε την προσωπική του αμοιβή και κάθε άλλη οικονομική υποστήριξη που χρειαζόταν από το σύνολο».

–         Στις ή γύρω στις 17 Απριλίου 2000, ο  αντιπρόεδρος των οικονομικών (DPI VP Finance)  της Depuy International, ο έλληνας αντιπρόσωπος Α (Greek Agent A) και άλλοι συναντήθηκαν στην Ελλάδα να συζητήσουν της απόκτηση της εταιρίας Χ. Kατά την διάρκεια της συνάντησης ο έλληνας αντιπρόσωπος (Greek Agent A) ανέφερε ότι «οποιαδήποτε αλλαγή τον τρόπο λειτουργίας της εταιρίας Χ θα είχε αρνητική επίδραση στην προσπάθειά του να κάνει πωλήσεις».

–          Στις ή γύρω στις 17 Απριλίου 2000, ο σύμβουλος (DPI Counsel) της DePuy International τηλεφώνησε το ανώτερο υπάλληλο Β (Executive B) στην Ιντιάνα να συζητήσουν την απόκτηση της εταιρίας Χ αλλά και για τον έλληνα αντιπρόσωπο Greek Agent A).

–         Στις ή γύρω στις 21 Απριλίου 2000, ο αντιπρόεδρος των Οικονομικών (DPI VP Finance)  της DePuy International έστειλε e-mail στο ανώτερο υπάλληλο Β (Executive B) στην Ιντιάνα, συστήνοντάς του διάφορους τρόπους, προκειμένου να είναι σίγουρο ότι ο έλληνας αντιπρόσωπος Α (Greek Agent A) λάμβανε τα απαιτούμενα ποσά, ώστε να «διασφαλιστεί η επιχείρηση» με τρόπο που δεν θα «ντροπιαστεί», , και σημειώνοντας ότι «δεν μπορούμε να βολέψουμε 2,3 εκατομμύρια δολάρια σε ειδικές πληρωμές και να τα αποκρύψουμε σε μια συμφωνία απόκτησης ή σε μια συμφωνία παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών». Πρόσθεσε δε ότι το προηγούμενο μοντέλο διανομής δεν γινόταν να εφαρμοστεί ξανά, διότι «απαιτεί σημαντικές πληρωμές σε off-shore λογαριασμούς και ο έλληνας αντιπρόσωπος Α (Greek Agent A) θα έπρεπε να παραποιεί τα έξοδά για να κάνει τις πληρωμές…», ότι ο έλληνας αντιπρόσωπος Α (Greek Agent A) θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα χρήματα που παίρνει ως σύμβουλος για να κάνει τις ειδικές πληρωμές των 8 εκατομμυρίων δολαρίων», και ότι αυτός και ο ανώτερος υπάλληλος Β (Executive B) θα έπρεπε να μιλήσουν στον αντιπρόεδρο στο τμήμα marketing και ανάπτυξης (DPI VP Marketing) και να αποφασίσουν τι θα πουν στον ανώτερο υπάλληλο Α (Executive A).

–         Στις ή γύρω στις 27 Απριλίου 2000, ο ανώτερος υπάλληλος Α (Executive A) απέστειλε e-mail από το New Jersey σε άλλους υπαλλήλους της J&J, σημειώνοντας ότι ο τερματισμός των συμφωνιών με τον έλληνα αντιπρόσωπο Α (Greek Agent A) θα έχει ως αποτέλεσμα απώλειες κατά το ήμισυ στις πωλήσεις της J&J στην Ελλάδα, τονίζοντας παράλληλα ότι «να χάσουμε περίπου 4 εκατομμύρια σε πωλήσεις είναι απαράδεκτο». Ανέφερε επίσης ότι προσπαθούν να βρουν μια εναλλακτική λύση, η οποία περιλαμβάνει την απόκτηση της εταιρίας Χ, καθώς και να «βρουν τον τρόπο διαχείρισης πελατών εντός της αγοράς».

–          Τον ή γύρω στον Οκτώβρη του 2000, η DePuy International ολοκλήρωσε τους όρους απόκτηση της εταιρίας Χ, συμπεριλαμβανομένης της καταβολής πληρωμής για την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών από τον έλληνα αντιπρόσωπο Α (Greek Agent A), συνολικά 27% του συνόλου των πωλήσεων, καθώς και να πληρώνεται εκ των προτέρων κάθε τετραμήνου.

–         Στις ή γύρω στις 13 Νοεμβρίου 2000, ο λογιστής (DPI Accountant) της DePuy International έλαβε ένα e-mail από τον λογιστή του έλληνα αντιπροσώπου Α (Greek Agent A), ζητώντας από τον λογιστή (DPI Accountant) της DePuy International να μιλήσει με τον αντιπρόεδρο του τμήματος οικονομικών (DPI VP Finance), αναφορικά με το 35% που οφειλόταν στον έλληνα αντιπρόσωπο Α (Greek Agent A) για τις πωλήσεις, μέχρι και τον τερματισμό της συμφωνίας με την εταιρία Χ. Το e-mail ανέφερε «όπως γνωρίζετε… αυτά τα χρήματα είναι χρηματικά κίνητρα και καταβάλλονται καθαρά στους παραλήπτες».

–           Στις ή γύρω στις 11 Δεκεμβρίου του 2000, ο λογιστής του έλληνα αντιπροσώπου Α (Greek Agent A) έστειλε ένα υπόμνημα στον αντιπρόεδρο του τμήματος Marketing και ανάπτυξης (DPI VP Marketing), στον αντιπρόεδρο των Οικονομικών (DPI VP Finance) και στον λογιστή (DPI Accountant) της DePuy International, καθώς και στην βοηθό του έλληνα αντιπροσώπου Α (η οποία αργότερα έγινε το ιατρικό στέλεχος της DePuy Hellas-DePuy Hellas MD), στο οποίο διαμαρτυρόταν για την καθυστέρηση στην πρώτη πληρωμή για το κλείσιμο της συμφωνίας για την απόκτηση της εταιρίας Χ, αναφέροντας «η πληρωμή του 1,6 εκατομμυρίων δολαρίων είναι απολύτως απαραίτητη για [τον έλληνα αντιπρόσωπο Α (Greek Agent A], διότι πρέπει να πληρώσει τα “χρηματικά κίνητρα” για τις πωλήσεις μέχρι το τέλος Ιανουαρίου 2001».

–             Στις ή γύρω στις 11 Δεκεμβρίου του 2000, ο αντιπρόεδρος των Οικονομικών (DPI VP Finance) της DePuy International απάντησε σε όλους τους αποδέκτες του e-mail του λογιστή του έλληνα αντιπροσώπου Α (Greek Agent A), αναφέροντας ότι «απογοητεύτηκα που είδα την πρότασή σας να περιέχει αναφορές για τις δραστηριότητες του [έλληνα αντιπροσώπου Α (Greek Agent A)], οι οποίες δεν μπορούν να αναφέρονται στη γραπτή αλληλογραφία με τη DePuy International.

–           Στις ή γύρω στις 13 Δεκεμβρίου του 2000, o λογιστής του έλληνα αντιπροσώπου Α (Greek Agent A), απάντησε στο e-mail της 11ης Δεκεμβρίου στον αντιπρόεδρο των Οικονομικών (DPI VP Finance) της DePuy International, ρωτώντας σε τι ο αντιπρόεδρος των οικονομικών (DPI VP Finance) είχε αντιρρήσεις, σε τι απάντησε, «[ο έλληνας αντιπρόσωπος Α] χρειάζεται προκαταβολή, και ανέφερε ότι «δεν μπορεί να αρχειοθετήσει αυτό το έγγραφο».

–           Στις ή γύρω στις 17 Δεκεμβρίου του 2000, ο λογιστής του έλληνα αντιπροσώπου Α (Greek Agent A) έστειλε ξανά e-mail στον λογιστή της DePuy International, επισημαίνοντας ότι «τα προϊόντα που εισήχθησαν από την Depuy International είναι υπερτιμημένα κατά 35%, για να καλύψουν την αξία των “χρηματικών κινήτρων”.

–         Στις αρχές ή γύρω στις αρχές Δεκεμβρίου του 2000 η εταιρία Χ εξέδωσε 1,4 εκατομμύρια δολάρια σε μερίσματα, ώστε να πληρωθούν στον έλληνα αντιπρόσωπο Α (Greek Agent A) από την DePuy International, επακόλουθο για το κλείσιμο της συμφωνίας για την εξαγορά.

–         Στις ή γύρω στις 20 Δεκεμβρίου του 2000, ακριβώς πριν από το κλείσιμο της συμφωνίας για την απόκτησής της από την DePuy International, η εταιρία Χ υπέγραψε συμφωνία με το έλληνα αντιπρόσωπο Α (Greek Agent A). Η συμφωνία προέβλεπε την πληρωμή στον έλληνα αντιπρόσωπο (Greek Agent A) του 27% των καθαρών πωλήσεων στην Ελλάδα, να καταβάλλεται εκ των προτέρων κάθε τετράμηνο.

–         Στις ή γύρω στις 30 Ιανουαρίου του 2001, ο έλληνας αντιπρόσωπος Α (Greek Agent A) υπέγραψε συμφωνία ως σύμβουλος με την εταιρία Depuy Hellas.

–         Στις ή γύρω στις 23 Φεβρουαρίου 2001, η DePuy International απέκτησε την Εταιρία Χ, η οποία μετονομάστηκε DePuy Medec (και αργότερα σε DePuy Hellas). Στις οδηγίες του ανώτερου υπαλλήλου Α (Executive A) , το ιατρικό στέλεχος της DePuy Hellas (DePuy Hellas MD) έγινε εκτελεστική διευθύντρια της DePuy Hellas.

–          Στις ή γύρω στις 5 Ιουνίου 2001, ο έλληνας αντιπρόσωπος Α (Greek Agent A) έστειλε υπόμνημα στον αντιπρόεδρο του τμήματος Marketing και ανάπτυξης (DPI VP Marketing), αναφέροντας ότι «η ύπαρξη των “χρηματικών κινήτρων” στους χειρουργούς είναι κοινό μυστικό στην Ελλάδα. Ένας από τους σκοπούς του νέου νόμου είναι να αντιμετωπίσει το συγκεκριμένο πρόβλημα. Αυτό κάνει την ανάγκη για μια αποτελεσματικότερη προφύλαξη της εμπορικής βάσης, μεγαλύτερη από ποτέ». Ο έλληνας αντιπρόσωπος Α (Greek Agent A) σημείωσε ότι, με ένα διακανονισμό ως συμβούλου, η αμοιβή για την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών θα πρέπει «να είναι επαρκής, ώστε να καλύψει το κόστος για τα “χρηματικά κίνητρα” της Depuy International και της J&J, το σχετικό φόρο, καθώς επίσης και μια λογική αμοιβή για την υπηρεσίες του ως συμβούλου». Στη συνέχεια ανέφερε ότι υπό τον διακανονισμό περί διανομής, «η τιμή πώλησης πρέπει να είναι προσεκτικά υπολογισμένη, ώστε το κέρδος του διανομέα να είναι επαρκές για να πληρώσει τα “χρηματικά κίνητρα”». Κλείνοντας, ανέφερε ότι «τα “χρηματικά κίνητρα” της J&J υπολογίζονται στο 30% των πωλήσεων, βασισμένα στις πληροφορίες που έχει [ο έλληνας αντιπρόσωπος Α-(Greek Agent A)] από τους διάφορους χειρουργούς. Αυτό το ποσοστό αντιπροσωπεύει τα πραγματικά μετρητά χρήματα που έχουν παραληφθεί από τους χειρουργούς…»

–           Στις ή γύρω στις 29 Ιουνίου 2001, ο έλληνας αντιπρόσωπος Α (Greek Agent A) απέστειλε επιστολή στο ιατρικό στέλεχος της DePuy Hellas (DePuy Hellas MD), εκφράζοντας τα παράπονά του για καθυστερήσεις στην αμοιβή του ως συμβούλου, διότι εξαναγκάστηκε να κάνει «ακριβούς» διακανονισμούς για να διασφαλίσει τα απαραίτητα ποσά για την παροχή των πωλήσεων των νέων προϊόντων της εταιρίας…». Η DePuy Hellas προώθησε την επιστολή στον αντιπρόεδρο του τμήματος  Marketing και ανάπτυξης (DPI VP Marketing), τον αντιπρόεδρο των οικονομικών (DPI VP Finance) και τον λογιστή (DPI Accountant) της DePuy International.

–                Την ή γύρω στην 1η Οκτωβρίου 2001, ο πρόεδρος της DePuy International απέστειλε e-mail στον ανώτερο υπάλληλο Α (Executive A) στο New Brunswick στο New Jersey, με τα οικονομικά στοιχεία για το Business plan του έτους 2002 για την Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων και των συνεχιζόμενων πληρωμών προς τον έλληνα αντιπρόσωπο Α (Greek Agent A).

–          Την ή γύρω στην 1η Οκτωβρίου 2001 η DePuy International και η DePuy Hellas υπέγραψαν καινούργια συμφωνία με τον έλληνα αντιπρόσωπο Α (Greek Agent A), μοιράζοντας την προμήθειά του, ώστε η DePuy International να του καταβάλλει το 15% και η DePuy Hellas το 12%, με αύξηση σε 16% το 2003.

–         Στις ή γύρω στις 10 Οκτωβρίου 2003, η DePuy International αποφάσισε να τερματίσει την συμφωνία με τον Έλληνα αντιπρόσωπο Α (Greek Agent) ως σύμβουλο, συμφωνία που ήταν σε ισχύ μέχρι τις 15 Οκτωβρίου 2003.

–         Από τον ή γύρω στον Απρίλιο του 2001 μέχρι ή γύρω στον Οκτώβριο του 2003, ο έλληνας αντιπρόσωπος Α (Greek Agent A) πληρώθηκε γύρω στα 7.987.540 ευρώ, σημαντικό μέρος των οποίων χρησιμοποιήθηκε για την πληρωμή “χρηματικών κινήτρων” σε ελληνικό ιατρικό προσωπικό για να προωθήσουν τις αγορές των προϊόντων της DePuy.

 

Αλλαγή αντιπροσώπων

 

–         Στις ή γύρω στις 29 Οκτωβρίου του 2003, η DePuy International υπέγραψε ένα μνημόνιο κατανόησης με τον έλληνα αντιπρόσωπο Β (Greek Agent B), δίνοντας του το 15% των καθαρών πωλήσεων των προϊόντων της J&J στην Ελλάδα.

–         Επίσης στις 29 Οκτωβρίου 2003, η DePuy Hellas υπέγραψε συμφωνία ,ε τον έλληνα αντιπρόσωπο Β (Greek Agent B) ως σύμβουλο, δίνοντας του το 16% των καθαρών πωλήσεων.

–         Στις ή γύρω στις 11 Μαΐου 2004, οι εξωτερικοί ελεγκτές της DePuy Hellas εξέδωσαν μια αναφορά, που τόνιζε ότι οι υπηρεσίες που παρείχε ο έλληνας αντιπρόσωπος Α (Greek Agent A) δεν ήταν καταγεγραμμένες επαρκώς στα φορολογικά έγγραφα, σημειώνοντας ότι «η περιγραφή των υπηρεσιών δεν είναι επαρκής, καθώς δεν περιγράφει καθόλου τις υπηρεσίες».

–          Στις ή γύρω στις 11 Μαΐου 2004, ο λογιστής της J&J έγραψε στον λογιστή (DPI Accountant) της DePuy International, αναφέροντας ότι δεν μπορεί «να αλλάξει την διατύπωση στα έγγραφα του [έλληνα αντιπροσώπου Α (Greek Agent A)], καθώς επίσης του [έλληνα αντιπρόσωπο Β (Greek Agent B)] …», επαναλαμβάνοντας ότι είχε «τα βιβλία των [αντιπροσώπων], ώστε να μπορώ να κάνω συγκεκριμένες αλλαγές στα τιμολόγια για την διατύπωση, αν αυτό είναι σημαντικό».

–         Στις ή γύρω στις 9 Φεβρουαρίου 2005, ο αντιπρόεδρος στο τμήμα Marketing (DPI VP Marketing) της DePuy International  απάντησε σε e-mail του συμβούλου (DPI Counsel) της DePuy International, αναφορικά με τον κώδικα Eucomed επαγγελματικής πρακτικής, αναφέροντας ότι καθένας στον βιομηχανία παρείχε απρεπή κίνητρα στο ιατρικό προσωπικό, και αν η DePuy δεν το έκανε, «θα είχαμε χάσει το 95% των πωλήσεων στην Ελλάδα μέχρι το τέλος του χρόνου».

–         Στα ή γύρω στα τέλη Φεβρουαρίου 2005, ο ανώτερος υπάλληλος Α (Executive A) ενημέρωσε τον αντιπρόεδρο του τμήματος Marketing και ανάπτυξης (DPI VP Marketing) της DePuy International ότι η J&J δεν θα έφευγε από την ελληνική αγορά και ότι όλες οι ενδιάμεσες σχέσεις πρέπει να τερματιστούν.

–         Στις ή γύρω στις αρχές του 2005, ο λογιστής (DPI Accountant) της DePuy International, όσο βρισκόταν στην Μ. Βρετανία, τηλεφώνησε στον ανώτερο υπάλληλο Β (Executive B) στην Ιντιάνα και του είπε ότι υπήρχαν προβλήματα στην Ελλάδα και ότι θα έπρεπε να κάνει έρευνα.

–         Την ή γύρω στην άνοιξη του 2005 ο ανώτερος υπάλληλος Β (Executive B) ταξίδεψε στην Μ. Βρετανία από την Ιντιάνα. Όσο βρισκόταν στην Μ. Βρετανία, και ο λογιστής και ο αντιπρόεδρος στο τμήμα Marketing και ανάπτυξης (DPI VP Marketing) της DePuy International ενθάρρυναν τον ανώτερο υπάλληλο Β (Executive B) να διερευνήσει τα προβλήματα στην Ελλάδα.

–         Ο ανώτερος υπάλληλος Β (Executive B) συνέχισε την επικοινωνία με τον αντιπρόεδρο στο τμήμα Marketing και ανάπτυξης (DPI VP Marketing) της DePuy International και μέσω τηλεφώνου και μέσω e-mail, σχετικά με το Business plan του 2006, ώστε να μην περιλαμβάνει ενδιάμεσο στις πωλήσεις στην Ελλάδα. Ωστόσο, ο ανώτερος υπάλληλος Β (Executive B)  δεν έκανε ούτε έρευνα για τα παλιά προβλήματα στην Ελλάδα, αλλά και ούτε πήρε μέτρα, ώστε να σταματήσουν οι αντικανονικές πληρωμές που γίνονταν στην Ελλάδα.

–         Στις ή γύρω στις 27 Σεπτεμβρίου 2005, ο ανώτερος υπάλληλος Β (Executive B) στην Ιντιάνα έστειλε e-mail στον αντιπρόεδρο στο τμήμα Marketing (DPI VP Marketing) της DePuy International στην Μ. Βρετανία, ζητώντας του ενημέρωση για την κατάσταση της ελληνικής επιχείρησης, στο οποίο ο αντιπρόεδρος στο τμήμα Marketing (DPI VP Marketing) απάντησε ότι «αν εγκαταλείψουμε τους συμβούλους, ίσως να εγκαταλείψουμε και την επιχείρηση».

–          Στις ή γύρω στις 31 Δεκεμβρίου 2005, τερματίστηκαν οι συμφωνίες με τον έλληνα αντιπρόσωπο Β (Greek Agent B).

–         Από ή γύρω στον Οκτώβριο 2003 μέχρι τον ή γύρω στον Δεκέμβριο του 2005, ο έλληνας αντιπρόσωπος Β (Greek Agent B), είχε πληρωθεί 7.303.754 ευρώ, σημαντικό μέρος των οποίων χρησιμοποιήθηκε για τα “χρηματικά κίνητρα” σε ελληνικό ιατρικό προσωπικό, ώστε να προωθηθούν οι αγορές προϊόντων της DePuy.

–         Από ή γύρω στο 2002 ως το ή γύρω στο 2006, επιπρόσθετα με την πληρωμές στους έλληνες αντιπροσώπους, περίπου 500.000 ευρώ έκανε ανάληψη του ιατρικό στέλεχος της DePuy Hellas (DePuy Hellas MD) και άλλους, και τα χρήματα μπήκαν ξανά στην θέση τους εντός λίγων ημερών. Το ιατρικός στέλεχος της DePuy Hellas (DePuy Hellas MD) χρησιμοποίησε τα χρήματα για να καλύψει τα οφειλόμενα από τους αντιπροσώπους στο ελληνικό ιατρικό προσωπικό, που δεν είχαν ήδη καταβληθεί.

–         Συνολικά, από το ή γύρω στο 1998 μέχρι το ή γύρω στο 2006, η DePuy, η DePuy International  και άλλες θυγατρικές και υπάλληλοι πλήρωσαν άμεσα ή έμμεσα, περίπου στα 16,4 εκατομμύρια δολάρια στον έλληνα αντιπρόσωπο Α (Greek Agent A) και στον έλληνα αντιπρόσωπο Β (Greek Agent B), γνωρίζοντας ότι ένα σημαντικό μέρος   από τα χρήματα χρησιμοποιήθηκαν για να καταβάλουν “χρηματικά κίνητρα” στο ελληνικό ιατρικό προσωπικό του δημοσίου, ώστε να προωθήσουν την αγορά των προϊόντων DePuy.

Διαβάστε: