Του Γεωργίου Ε. Σέκερη

Με δεδομένο τον μείζονα ρόλο της οικονομίας στη συγκρότηση της εθνικής ισχύος, φυσικό είναι η χρηματοοικονομική κρίση που ταλανίζει τη χώρα μας να επηρεάζει δυσμενώς και την εξωτερική μας πολιτική. Με την καταρράκωση του εθνικού μας γοήτρου στους κόλπους της Κοινοτικής Ευρώπης να εμπνέει ιδιαίτερη εν προκειμένω ανησυχία. Καθώς η κοινοτική μας ιδιότητα αποτελεί κρίσιμο πλέον συντελεστή του διεθνοπολιτικού μας βάρους. Στο μέτρο δε που η υποβάθμιση της επιρροής μας εντός της ΕΕ περιορίζει την ικανότητά μας να συνδιαμορφώνουμε τις κοινοτικές αποφάσεις, αδυνατούμε και να αξιοποιήσουμε τον ευρωπαϊκό παράγοντα υπέρ των εθνικών μας στοχεύσεων στον ευρύτερο διεθνή χώρο.

Η οικονομική μας όμως δυσπραγία έχει άμεσες, ανησυχητικές επιπτώσεις και στον καίριας για τη χώρα μας σημασίας συσχετισμό δυνάμεων με τη γείτονα Τουρκία: Πρωτίστως διότι η υποχρηματοδότηση των ενόπλων μας δυνάμεων επιτείνει το ήδη αρνητικό ελληνοτουρκικό στρατιωτικό ισοζύγιο. Ενώ η περιστολή της οικονομικής μας παρουσίας στο εγγύς γεωγραφικό περιβάλλον μας διευκολύνει τη διείσδυση μιας τουρκικής οικονομίας σε πλήρη ανάπτυξη – και τη συνακόλουθη αύξηση της διπλωματικής επιρροής της Άγκυρας.

Οι αρνητικές αυτές διαπιστώσεις δεν δικαιολογούν ωστόσο μοιρολατρία και ομφαλοσκόπηση. Τόσω μάλλον που η γεωπολιτική συγκυρία προσφέρει στην ελληνική διπλωματία και σημαντικές ευκαιρίες. Επί παραδείγματι:

  • Η ένταση στις σχέσεις της Άγκυρας με το Ισραήλ συμβάλλει στην από μακρού επιβαλλόμενη προσέγγιση και πολυσχιδή και πολλαπλώς επωφελή συνεργασία των Αθηνών, αλλά και της Λευκωσίας, με το εβραϊκό κράτος.
  • Οι δραματικές εξελίξεις στον ευρύτερο μεσανατολικό χώρο αναδεικνύουν άπαξ έτι τη μείζονα στρατηγική αξία του ελληνικού παράγοντος και όλως ιδιαίτερα της Κρήτης και της Κύπρου για την εκεί Δυτική πολιτική.
  • Η συναφής αιφνίδια ανατροπή ή αποσταθεροποίηση σειράς αραβο-μουσουλμανικών καθεστώτων στα οποία η τουρκική ηγεσία είχε επενδύσει μεγάλες γεωπολιτικές και οικονομικές προσδοκίες, αναγκάζει τώρα την Άγκυρα να αναπροσαρμόσει τη στάση της, τόσο σε περιφερειακό επίπεδο, όσο και έναντι της Δύσης. Και ως εκ τούτου δεν αποκλείεται – αν και ομολογουμένως κάθε άλλο παρά ως βέβαιο μπορεί να εκληφθεί – οι Τούρκοι ιθύνοντες να επιδείξουν μεγαλύτερη αυτοσυγκράτηση και ίσως και ευελιξία σε ό,τι αφορά στα ελληνοτουρκικά.
  • Αλλά και ως προς το Σκοπιανό το διεθνές κλίμα τείνει να ευνοήσει τα ελληνικά συμφέροντα, δοθέντος ότι, λόγω της καταφανούς «διευρυντικής κόπωσης» των Ευρωπαίων, η πάροδος του χρόνου λειτουργεί εις βάρος της επιδίωξης της ΠΓΔΜ να ενταχθεί στους ευρωατλαντικούς θεσμούς – με την Ελλάδα να κρατεί το κλειδί της εισόδου των.

Οι προσπάθειες επομένως για την αντιμετώπιση της πράγματι υπαρξιακής χρηματοοικονομικής μας κρίσης δεν αποτελούν άλλοθι για αδράνεια στα πολλαπλά λοιπά εθνικά μας μέτωπα. Στα οποία, αντιθέτως, η ελληνική διπλωματία καλείται να δραστηριοποιηθεί, προκειμένου, όχι μόνο να περιορίσει τις αρνητικές επιπτώσεις της συγκυρίας, αλλά και να αξιοποιήσει τις σημαντικές ευκαιρίες που διαφαίνονται.

Πηγή