Ευχαριστούμε τον ακαδημαϊκό κ. Βασίλειο Μαρκεζίνη για την εκτενή απάντησή του. Ασχέτως διαφωνιών, μας τιμά ο διάλογος μαζί του. Θα προσπαθήσουμε να δομήσουμε την ανταπάντησή μας σε αντιστοιχία με το δικό του κείμενο, για λόγους καλύτερης κατανόησης.
Ας ξεκινήσουμε από το
δίπολο «γενικών και ειδικών», που επικαλείται ο κ. Μαρκεζίνης ήδη από τον τίτλο της απάντησής του. Επ’ αυτού κατ’ αρχήν δυο διευκρινίσεις:
1. Παρά την εντύπωση που ίσως δημιούργησε το άρθρο, ο συγγραφέας του δεν είναι «ειδικός», δηλαδή επαγγελματίας στρατιωτικός. Γράφουν και τέτοιοι στο «Εν Κρυπτώ», αλλά ο υποφαινόμενος δεν περιλαμβάνεται σε αυτούς. Χαίρομαι πάντως που οι τεχνικές κρίσεις του άρθρου δεν διαψεύστηκαν από κανέναν και αισθάνομαι εξαιρετική τιμή για τα σχόλια επαγγελματιών όπως ο Αρματιστής, που επιβεβαίωσαν τις εκτιμήσεις του άρθρου.
2. Τούτου δοθέντος, δεν θα μπορούσαμε ποτέ να γράψουμε ότι απαγορεύεται σε έναν μη ειδικό να εκφράσει γνώμη σε ειδικά θέματα. Γράψαμε ότι, εάν το πράξει (δικαίωμά του!), η γνώμη αυτή κρίνεται με κριτήρια ειδικού, και όχι με τα ελαφρυντικά του μη ειδικού. Σε κάθε περίπτωση, απορούμε πού είδε ο κ. Μαρκεζίνης την “καταληκτική συμβουλή” ότι “ως μη ειδικός στα στρατιωτικά δεν πρέπει να αρθρογραφεί για αυτά τα θέματα”. Αυτό που γράψαμε είναι ότι ως άνθρωπος του μέτρου που είναι, θα όφειλε να αποφύγει τις “λιακοπουλικές” λογικές για το ΒΜΡ-3, πράγμα εντελώς διαφορετικό.
Ας πάμε τώρα στο ευρύτερο θέμα της σχέσης πολιτικών και στρατιωτικών που θέτει ο κ. Μαρκεζίνης: «Όποιος στρατιωτικός κυριαρχείται από τεχνοκρατική και μόνο νοοτροπία, ουδέποτε θα αντιληφθεί ότι το αντικείμενο της δουλειάς του είναι, σε τελευταία ανάλυση, μια κατ` εξοχήν πολιτική πράξη». Το θέμα είναι εξόχως σημαντικό και πρακτικό, και για το λόγο αυτό άλλωστε έχει γίνει αντικείμενο εκτενούς μελέτης, π.χ. από τον αείμνηστο Παναγιώτη Κονδύλη σε ένα κεφάλαιο του βιβλίου του «Θεωρία του Πολέμου» (Παρέκβαση Α: «Πολιτικοί» και «Στρατιωτικοί»). Η εκεί ανάλυση είναι, κατά την άποψή μας, πολύ ουσιωδέστερη, οξυδερκέστερη και διαφωτιστική από την επικρατούσα στη Δύση ανάλυση του Samuel Huntington: «The Soldier and the State: The Theory and Politics of Civil-Military Relations». Για να μείνουμε στην ουσία, συμφωνούμε απολύτως με την επισήμανση για τον βαθύτατα πολιτικό χαρακτήρα του πολέμου, ο οποίος κι επιτάσσει τον έλεγχο των στρατιωτικών πραγμάτων, και μάλιστα των πολεμικών εκεί ακριβώς που αναφαίνεται ο πολιτικός τους χαρακτήρας: στους κανόνες εμπλοκής, στους επιδιωκόμενους πολιτικούς στόχους, στα κριτήρια (και τις αποφάσεις) για τερματισμό των εχθροπραξιών, ή για την έκταση και την φύση των επιδιωκόμενων στόχων. Όμως, ταυτόχρονα, ασπαζόμαστε και τη θέση του Κλαούζεβιτς ότι: «Η πολιτική, ασφαλώς, δε θα επεκτείνει την επιρροή της στις επιχειρησιακές λεπτομέρειες. Οι πολιτικές παράμετροι δεν καθορίζουν την τοποθέτηση των σκοπών ή την ανάπτυξη των περιπόλων» (Περί του Πολέμου, Βιβλίο VIIΙ, Κεφάλαιο 6Β). Η εμμονή στο BMP-3 πλησιάζει επικίνδυνα στο όριο αυτό.
Αλλά, πλην της θεωρητικής, υπάρχει, και η ιστορική διάσταση του θέματος: επικαλέστηκε ο κ. Μαρκεζίνης τους Carr, Kissinger, Morgenthau και Waltz ως θεμελιωτές στρατιωτικο-πολιτικών δογμάτων. Ας μας επιτρέψει να διαφωνήσουμε. Κανείς από τους προαναφερθέντες δεν υπήρξε θεμελιωτής «στρατωτικοπολιτικού δόγματος». Όλοι οι προαναφερθέντες υπήρξαν διακεκριμένοι διεθνολόγοι με άμεση ή έμμεση εμπλοκή στην διαμόρφωση της πολιτικής ασφαλείας της χώρας τους, όλοι είχαν άποψη για την αναγκαιότητα της στρατιωτικής ισχύος, ορισμένοι – ευλόγως – ασχολήθηκαν με ειδικότερους πολιτικούς στόχους που θα έπρεπε να επιτυγχάνει η στρατιωτική ισχύς, αλλά ουδείς εξ αυτών ασχολήθηκε με θέματα επιχειρήσεων ή επιλογής και χρήσης όπλων (με εξαίρεση τα πυρηνικά όπλα, που όμως είναι ειδική περίπτωση).
Αντιθέτως, υπάρχει πληθώρα παραδειγμάτων πολιτικών ανδρών οι οποίοι είχαν την ατυχή έμπνευση να παρεμβαίνουν αποφασιστικά στα αμιγώς στρατιωτικά πράγματα, με ολέθρια για τους στρατούς τους και τις χώρες τους αποτελέσματα. Περιοριζόμαστε στα πιο γνωστά παραδείγματα από τον εικοστό αιώνα:
Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, ως Πρώτος Λόρδος του Ναυαρχείου, πίεσε κατά αφόρητα τον Α’ ΠΠ για την διεξαγωγή της αποβάσεως στην Καλλίπολη – παρά τις αντιρρήσεις των επαγγελματιών στρατιωτικών. Οδήγησε δεκάδες χιλιάδες Συμμάχους στο θάνατο, χάρισε στους Τούρκους μια εύκολη νίκη, έφερε την Αντάντ σε δύσκολη θέση και τον εαυτό του σε μακρά πολιτική απαξίωση. Κατά την επάνοδό του, στον Β’ ΠΠ, ο Τσώρτσιλ συνέβαλε τα μέγιστα στη νίκη των Συμμάχων εναντίον της Γερμανίας – αλλά όχι εξ αιτίας της εμπλοκής του στα στρατιωτικά πράγματα. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η βασική αποστολή του στρατιωτικού του συμβούλου (και διακεκριμένου αξιωματικού) “Pug” Ismay ήταν να πείθει τον Τσώρτσιλ να μην απαιτεί ανοησίες από το Βρετανικό Γενικό Επιτελείο και να τον μεταπείθει σταδιακά, εξηγώντας του με υπομονή και λεπτότητα γιατί οι ιδέες του ήταν λανθασμένες.
Ο Χίτλερ υπήρξε, ίσως το αποκορύφωμα του πολιτικού ηγέτη με ισχυρή άποψη για τα στρατιωτικά πράγματα, ακόμη και για τις πιο λεπτές και τεχνικές τους πτυχές. Η μικρή αυτή εμμονή του Χίτλερ κόστισε στη Γερμανία έναν Παγκόσμιο Πόλεμο – και μερικά εκατομμύρια νεκρούς. Οι παρεμβάσεις του στα τεχνικά κι επιχειρησιακά θέματα υπήρξαν ο βασικός λόγος που οι Γερμανοί απέτυχαν σε έναν πόλεμο που θα μπορούσαν να έχουν εύκολα επικρατήσει: αρκεί, νομίζω να αναφέρουμε την αποδυνάμωση της κύριας προσπάθειας προς Μόσχα επ’ ωφελεία της προσπάθειας για το Κίεβο το φθινόπωρο του ’41, τη μοιραία διαταγή για την επί τόπου άμυνα της 6ης Στρατιάς στο Στάλιγκραντ το φθινόπωρο του ’42, και την επιμονή για μείζονα επιθετική ενέργεια στην εξέχουσα του Κουρσκ το καλοκαίρι του ’43 – όλες παρά τις αγωνιώδεις αντιρρήσεις των στρατηγών του – για να έχουμε τα τρία ορόσημα της πορείας της Γερμανίας προς την ήττα κατά τον Β’ ΠΠ. Όλες, αυτές οι παρεμβάσεις, δε, με την επίκληση της μεγάλης εικόνας, που οι “ειδικοί” γερμανοί στρατηγοί αδυνατούσαν να αντιληφθούν.
Στον αντίποδα αυτών, θα μπορούσε κανείς να επικαλεστεί την αντίληψη περί της διαχείρισης των στρατιωτικών πραγμάτων από μεγάλους statesmen (και stateswomen…):
Ο Ρούσβελτ, ο ιδιοφυής πολιτικός ηγέτης των ΗΠΑ κατά τον Β’ ΠΠ, παρακολουθούσε τις εξελίξεις των επιχειρήσεων, αλλά περιέβαλε τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου George Marshal με απόλυτη εμπιστοσύνη, του έδωσε σχεδόν εν λευκώ εξουσιοδότηση για τη διεύθυνση των στρατιωτικών πραγμάτων – και δικαιώθηκε απόλυτα. Παρά τη μέτρια ποιότητα του Αμερικανικού Στρατού, οι ΗΠΑ δεν διέπραξαν κανένα μείζον στρατιωτικό σφάλμα, σε κανένα θέατρο επιχειρήσεων.
Η βρετανή Σιδηρά Κυρία, η Μάργκαρετ Θάτσερ, ηγήθηκε της Μεγάλης Βρετανίας στον τελευταίο «εθνικό» πόλεμο της χώρας. Η στάση της υπήρξε υποδειγματική: έλαβε μία πολιτική απόφαση παρά την ένσταση των στρατιωτικών της (και πολιτικών…) συμβούλων: αποφάσισε ότι τα νησιά Φώκλαντ θα ανακαταληφθούν με στρατιωτικό τρόπο, χωρίς διαπραγματεύσεις, παρ’ ότι αυτή ήταν η εισήγηση της στρατιωτικής ηγεσίας της χώρας , αφού θεωρούσαν ότι η χώρα δε διαθέτει τα στρατιωτικά μέσα για κάτι τέτοιο. Και πέραν τούτου – της πολιτικής δηλαδή αποφάσεως – ουδέν. Καμία παρέμβαση και καμία στρατιωτική εντολή, με εξαίρεση την ήπια πίεση για όσο το δυνατόν ταχύτερη αποφασιστική ενέργεια μετά την απόβαση, λόγω των πολιτικών πιέσεων από το εξωτερικό. Όλη η εποπτεία των επιχειρήσεων περιορίστηκε στην απόφαση για κανόνες εμπλοκής, και όχι για επιχειρησιακές αποφάσεις.
Αναφέρθηκε το Ισραήλ. Σε μια χώρα που ιδρύθηκε με πόλεμο και συνεχίζει να υπάρχει μέσα σε πόλεμο, το Ισραήλ είχε πρωθυπουργούς πολιτικούς και απόστρατους στρατιωτικούς. Πότε η Γκόλντα Μέιρ παρενέβη σε στρατιωτικά θέματα; Η ισραηλινή στρατιωτική ηγεσία έθετε ενώπιόν της τις στρατιωτικές επιλογές που είχαν πολιτική σημασία, και αυτή αποφάσιζε με πολιτικά κριτήρια. Ουδέποτε διανοήθηκε να κουνάει σημαιάκια πάνω στο χάρτη, ή να επιλέγει εκείνη το τάδε ή το δείνα οπλικό σύστημα, και μάλιστα παρά την αντίθετη εισήγηση των στρατιωτικών. Της ετέθη το θέμα της κινητοποίησης των ισραηλινών εφεδρειών, της προληπτικής αεροπορικής επίθεσης, της διάβασης του Σουέζ, κι αυτή έλαβε τις αποφάσεις, κατά τεκμήριο ορθές. Κατά τις κρισιμότατες στιγμές του Πολέμου του Γιομ Κιπούρ περιέβαλε τον Αρχηγό της IDF, τον “Ντάντο” Ελαζάρ με απόλυτη εμπιστοσύνη, κι αυτός τη δικαίωσε. Όταν, αντιθέτως, κατά τον πρόσφατο πόλεμο του Λιβάνου, το 2006, ένας Ισραηλινός πρωθυπουργός χωρίς στρατιωτική πείρα, ο Εχούντ Ολμέρτ, επέβαλε την διεξαγωγή ενός πολέμου με βάση τα “θαυματουργά όπλα”, με επιθέσεις ακριβείας, συστήματα BMS, δίκτυα αισθητήρων και όλη τη σύγχρονη ονείρωξη για «πληροφοριακό» και «δικτυοκεντρικό» πόλεμο, χωρίς «αναχρονιστικές μεθόδους», οι Ισραηλινοί αντιμετώπισαν το φάσμα όχι μόνον της αποτυχίας, αλλά και της ταπείνωσης.
Συνεπώς, σωστά γράφει ο κ. Μαρκεζίνης ότι οι λύσεις σε ευρύτερα προβλήματα όπως τα προβλήματα στρατηγικής απαιτούν συνεργασία πολλών ειδικών, π.χ. οικονομολόγων στρατιωτικών κλπ., υπό την αρχηγία ενός προσώπου “γενικών γνώσεων” με εποπτεία του ευρύτερου προβλήματος. Όμως αυτό απαιτεί από τον “γενικό γνώστη” να περιορίζεται στο ρόλο αυτό, χωρίς να υποκαθιστά τη γνώμη των ειδικών με τη δική του άποψη για τα ειδικά θέματα.
Ας πάμε τώρα στο κυρίως θέμα: Η απάντηση του κυρίου Μαρκεζίνη στο άρθρο του Εν Κρυπτώ (κι εμμέσως, στο αρχικό άρθρο για τα ΒΜΡ-3 είναι ένα κείμενο αντάξιο της ευρυμάθειας και της ευρύτητας πνεύματος του συγγραφέως του. Ο κ. Μαρκεζίνης κινείται με άνεση κι ευελιξία ανάμεσα σε όλα τα επίπεδα της ανάλυσης: Από θέματα σχετιζόμενα με το πυροβόλο του BMP-3 (δηλαδή αμιγώς τεχνικά), μέχρι τη συμβολή της στρατιωτικής ισχύος στην εξυπηρέτηση των σκοπών της εξωτερικής πολιτικής μιας χώρας (δηλαδή θέματα υψηλής στρατηγικής). Και ενδιαμέσως, ο κ. Μαρκεζίνης παραθέτει επιχειρήματα που αφορούν το τακτικό, το επιχειρησιακό καθώς και το στρατηγικό επίπεδο. Δυστυχώς όμως, ο πλούτος των επιχειρημάτων και η ευελιξία της επιχειρηματολογίας δεν πείθουν και για την ισχύ της υποστηριζόμενης θέσης. Αφ’ ενός, γιατί ο κ. Μαρκεζίνης υποπίπτει σε σφάλματα τυπικής λογικής ως προς τη διάρθρωση των επιπέδων ανάλυσης (τα οποία εξήγησε διαυγέστατα ο αναγνώστης μας «Νίκος» εδώ) και αφ’ ετέρου επειδή σε κάθε ένα από τα επίπεδα ανάλυσης ξεχωριστά, τα επιχειρήματα του κ. Μαρκεζίνη δεν ισχύουν. Ας δούμε ένα ένα τα επίπεδα ανάλυσης.
Το τεχνικό επίπεδο: Ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες
Επί του τεχνικού θέματος της διατρητικότητας των βλημάτων του πυροβόλου ο κ. Μαρκεζίνης αναφέρει ότι: «[…]Το ότι το ΒΜP-3 μπορεί να φέρει διατρητικά βλήματα […] επιβεβαιώνεται από διάφορες πηγές (βλ. π.χ. Janes Intelligence Guide. http://www.army-technology.com/projects/bmp-3/ http://articles.janes.com/articles/Janes-Ammunition-Handbook/100-mm-3UBK10-3-Basnya-gun-launched-missile-round-Ukraine.html Janes Tank recognition guide (2nd edition) 2000 pp.170.»Όμως οι πηγές που παραθέτει ο κ. Μαρκεζίνης αφορούν τα κατευθυνόμενα αντιαρματικά βλήματα (πυραύλους) τύπου 3UBK10 (ΑΤ-10 Stabber κατά τη ΝΑΤΟϊκή κωδικοποίηση) που βάλλει το ΒΜΡ-3 από την κάνη, και όχι τα απλά βλήματα του πυροβόλου. Όπως είπαμε, τέτοια ΑΤ βλήματα βάλλουν και άλλα ΤΟΜΑ (όπως τα Bradley και Marder). Η πρόσθετη ικανότητα που υποτίθεται ότι έχει το ΒΜΡ-3 είναι το πυροβόλο ως τέτοιο. Και δείξαμε ότι αυτό δεν μπορεί να βάλει αντιαρματικά διατρητικά βλήματα κινητικής ενέργειας, επειδή δεν είναι υψηλής, αλλά χαμηλής πίεσης.
Θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι, εν πάση περιπτώσει, τι σημασία έχει το γεγονός ότι δεν βάλλει ΑΤ βλήματα, αφού βάλλει αντιαρματικούς πυραύλους; Η σημασία της διαφοράς έγκειται στην τεχνική κατωτερότητα των ΑΤ πυραύλων έναντι των ΑΤ διατρητικών κινητικής ενέργειας ως οπλικού συστήματος: Ο ΑΤ πύραυλος έχει χρόνο πτήσεως πολλαπλάσιο των βλημάτων πυροβόλου (12 ολόκληρα δευτερόλεπτα για το μέγιστο βεληνεκές των 4 χλμ.), κατά τη διάρκεια του οποίου απαιτείται ο συνεχής εγκλωβισμός του στόχου από τον σκοπευτή (λόγω της καθοδήγησης), ο οποίος παραμένει εκτεθειμένος στην εχθρική αντίδραση (η τυπική αντίδραση του στόχου – και η εμπειρία έχει δείξει και σχετικά αποτελεσματική – είναι τα πυρά εναντίον του εκτοξευτή). Οι τρείς αυτοί παράγοντες, από κοινού σημαίνουν ότι ενώ το όχημα (όπως και τα Bradley και Marder) έχει δυνατότητα αυτοάμυνας σε περίπτωση συνάντησης με άρματα, δεν δύναται να αντιμετωπίσει επί ίσοις όροις άρματα μάχης, λόγω του πολύ χαμηλότερου όγκου πυρός (αλλά και για άλλους λόγους, που αναφέρονται στο επίπεδο της τακτικής, παρακάτω).
Περαιτέρω ο κ. Μαρκεζίνης αναφέρει: «σε ότι αφορά την κριτική για την αντιαρματική ανεπάρκεια του συγκεκριμένου πυροβόλου των 100 χιλ. (τύπου 2A70) χαμηλής πίεσης που φέρει το ΒΜΡ-3, δεν αντιλέγω άλλο από το προφανές : η λύση θα ήταν να εφοδιασθούν τα προοριζόμενα για την Ελλάδα ΒΜΡ-3 με πυροβόλο 100χιλ. ικανό να βάλλει διατρητικά πυρομαχικά κινητής ενέργειας». Καμία αντίρρηση. Πλην όμως το όχημα που προσφέρθηκε στην Ελλάδα, αυτό που θα προμηθευόμασταν αν ευοδωνόταν η συμφωνία, αυτό που εξυμνούσαν όλες οι δημοσιογραφικές πένες ως πανίσχυρο κλπ. κλπ., και αυτό για το οποίο μιλούσε ο κ. Μαρκεζίνης στο βιβλίο του, ήταν εξοπλισμένο με το πυροβόλο χαμηλής πίεσης 2Α70, όπως άλλωστε και όλες οι εκδόσεις του ΒΜΡ-3 που κυκλοφορούν. Έστω κι αν υπάρχει άλλο διαθέσιμο ρωσικό πυροβόλο, συμβατό με το ΒΜΡ-3 (περί αυτού αμέσως κατωτέρω), αυτό θα προϋπέθετε ανάπτυξη άλλου πρωτοτύπου, ενδεχομένως άλλου πύργου, άλλης ανάρτησης κλπ: εν ολίγοις, ένα άλλο ΒΜΡ-3. Εμείς, όπως άλλωστε και ο κ. Μαρκεζίνης στο βιβλίο του, μιλήσαμε για αυτό που επρόκειτο να αγοράσει ο Ελληνικός Στρατός. Και αυτό δεν είχε αντιαρματική δυνατότητα δια του πυροβόλου.
Ο κ. Μαρκεζίνης προσθέτει: «Φίλοι ειδικοί με πληροφορούν επί πλέον ότι η απαίτηση αυτή ικανοποιείται εύκολα γιατί και διαθέσιμα πυροβόλα υπάρχουν και ο σχεδιασμός του ΒΜΡ-3 είναι ικανός να αντέξει βολή σε κίνηση με τέτοιου τύπου πυροβόλο. Ειδικοί, πάλι, μου λένε ότι στις σειρές παραγωγής των ΒΜΡ-3 η αλλαγή πυροβόλου δεν θα επέφερε αύξηση του κόστους». Θα ήμασταν εξαιρετικά επιφυλακτικοί απέναντι σε «φίλους ειδικούς» που παραβιάζουν με χαρακτηριστική άνεση τον Δεύτερο και τον Τρίτο Νόμο του Νεύτωνα: Όταν ένα άρμα εκτοξεύει ένα βλήμα, στην πράξη του ρίχνει μια δυνατή κλωτσιά – και δέχεται εξ ίσου δυνατό τράνταγμα, το οποίο είναι μια βασική παράμετρος στο σχεδιασμό του πύργου και του πήγματος του οχήματος. Η εκτόξευση βλήματος κινητικής ενέργειας σημαίνει πολύ ισχυρότερη «κλωτσιά», άρα πολύ ισχυρότερο τράνταγμα. Όπως σωστά παρατήρησε και ο Αρματιστής εδώ, τα παραπάνω θα επέβαλλαν μεγαλύτερο και ισχυρότερο πύργο, μακρύτερη και βαρύτερη ουρά πύργου για να αντισταθμίζει το βάρος της κάνης, ισχυρότερη στεφάνη πύργου και σκάφους για να αντέχουν τα μεγαλύτερα βάρη και την οπισθοδρόμηση του πυροβόλου (για να μη διαλυθεί το σκάφος) και οπωσδήποτε ισχυρότερο σύστημα ανάρτησης. Δηλαδή πολύ αυξημένο βάρος, άρα και άλλο κινητήρα, μεγαλύτερης ιπποδύναμης και άλλες διαστάσεις του οχήματος. Και οπωσδήποτε μείωση του χώρου μεταφοράς της ομάδας πεζικού, που ούτως ή άλλως ήταν ολιγάριθμη. Εν ολίγοις, ένα ριζικά διαφορετικό όχημα, όπου όλη η φιλολογία περί αμφίβιας ικανότητας, ευελιξίας κλπ πάει περίπατο. Σημειωτέον δε ότι τα «διαθέσιμα πυροβόλα» που οι φίλοι ειδικοί διαβεβαιώνουν ότι υπάρχουν, δεν αναφέρονται πουθενά και σε καμία πηγή. Αν υπήρχαν, θα ήταν εξαιρετικά απίθανο η κατασκευάστρια εταιρεία να μην διαφημίζει τη δυνατότητα αυτή, και μάλιστα εντατικά. Αλλά δεν το κάνει πουθενά και ποτέ, και ο λόγος είναι προφανής: ακόμη κι αν υπήρχε τέτοιο πυροβόλο, η προσαρμογή του στο BMP-3 θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη, πολύπλοκη και δαπανηρή, όσο και στερούμενη νοήματος.
Το δεύτερο τεχνικό σημείο που πρέπει να θιγεί είναι η θωράκιση. Αναφέρεται ότι: «Είναι σαφές (και δεν νομίζω ότι κανείς διαφωνεί με αυτό) ότι κανένα ΤΟΜΠ/ΤΟΜΑ δεν αντέχει σε πλήγμα αντιαρματικών όπλων, ούτε σε ευθύ πλήγμα οβίδας πυροβολικού. Εξ όσων αντελήφθην το ζητούμενο είναι η προστασία από όπλα πεζικού, όλμους και θραύσματα οβίδων. Πάλι Έλληνες (και ξένοι ειδικοί) μου λένε ότι αυτή την προστασία την παρέχει επαρκέστατα το ΒΜΡ-3.» Και πάλι: το «επαρκέστατα» αυτό είναι παραπειστικό, όπως και η συνήθης αναφορά στην «προστασία από θραύσματα».
Boλή α/κ πυροβόλου Μ-109 του Ε.Σ
Κανένα ΤΟΜΑ δεν μπορεί να αντέξει σε άμεσο πλήγμα βλήματος πυροβολικού – αλλά ένας θώρακας μπορεί να παρέχει αποτελεσματική προστασία από ένα βλήμα των 155mm που θα εκραγεί σε απόσταση π.χ. 10 μέτρων από αυτόν, ενώ ένας ασθενέστερος θα δίνει την ίδια προστασία σε απόσταση π.χ. 20 μέτρων. Έχει πρακτική σημασία αυτό; Μεγάλη. Γιατί σημαίνει, στην πράξη, ότι αν ένα σύνολο οχημάτων (ας πούμε ένας Μ/Κ λόχος) δεχτεί μία βολή ΠΒ (δηλαδή: η περιοχή που κινείται θα γεμίσει από εκρήξεις βλημάτων), ο λόχος με τη βαριά θωράκιση θα υποστεί μικρότερες (ενδεχομένως πολύ μικρότερες) απώλειες. Συνεπώς, ένας Μ/Κ λόχος εξοπλισμένος με Bradley ή Marder, που έχουν σημαντικά ισχυρότερη θωράκιση, θα είναι πολύ καλύτερα προστατευμένος από ένα Μ/Κ λόχο εφοδιασμένο με BMP-3. Η σημασία αυτού εξηγείται αναλυτικότερα στο επόμενο επίπεδο, αυτό της τακτικής.
Το επίπεδο τακτικής: Magnifique, mais ce n’ est pas la guerre, c’ est de la folie (1) …
Αναφέρει ο κύριος καθηγητής ότι «βλέπουμε ότι το ΒΜΡ-3 ουσιαστικά αποτελεί έναν συγκερασμό ταχύτατης και ασφαλούς προώθησης πεζών, καθώς επίσης και πυροβολικού εφόδου και αμυντικού όπλου, όταν απαιτηθεί. Είναι με δυο λόγια ένα πολυδύναμο εργαλείο που καλύπτει μία ευρύτατη ποικιλία λειτουργιών, ακόμη και την ακραία αυτοτελή (δίχως αρματική υποστήριξη) επιθετική κίνηση.» Κι ακόμη ότι: «το BMP-3 με την «τρομερή ισχύ πυρός» που διαθέτει είναι σε θέση να «διασπάσει αντίπαλες άμυνες, ακόμη και να αντιμετωπίσει άρματα», ακόμη και χωρίς τη βοήθεια υποστήριξης. Κι επίσης: «Το BMP-3 επιτρέπει όχι μόνον στατιστική άμυνα αλλά αντεπιθέσεις μέσα στο τουρκικό έδαφος, ανατρέποντας και αποτρέποντας τουρκικούς επιθετικούς σχεδιασμούς. Με έναν λόγο, είναι αυτό που μπορεί να κάνει τη διαφορά στο μέτωπο του Έβρου, εφ’ όσον έχει στοιχειώδη αεροπορική κάλυψη και υποστήριξη μέσου-βαρέως πυροβολικού». Όμως, δυστυχώς, καμία από τις δηλώσεις δεν είναι ακριβής. Ας εξηγήσουμε γιατί, ξεκινώντας από τις «αντίπαλες άμυνες»:
Μία αμυντική τοποθεσία σε έναν σύγχρονο στρατό έχει στη διάθεσή της έναν μεγάλο αριθμό από εξαιρετικά φονικά όπλα, διαφόρων κατηγοριών και βεληνεκών, που εκτείνονται σε βάθος, είναι παραλλαγμένα και – ανάλογα με το διαθέσιμο χρόνο οργάνωσης – προφυλαγμένα. Για να καμφθεί μία τέτοια αμυντική τοποθεσία (εάν είναι σκόπιμο να καμφθεί και όχι να παρακαμφθεί), ο τρόπος που χρησιμοποιούν όλοι οι στρατοί (ανεξαιρέτως) βασίζεται, κατ’ αρχάς, στην καταστολή της με πυρά πυροβολικού, όσο το δυνατόν πιο πυκνά και έντονα. Τα πυρά πυροβολικού διαφέρουν ουσιωδώς στο σκοπό τους από τα πυρά άμεσης υποστήριξης (όπως, μεταξύ άλλων, τα πυρά του πυροβόλου του BMP) κατά το εξής: το πυροβολικό, ενώ μπορεί να βάλλει πυρά (σχετικής) ακριβείας, είναι (και) όπλο περιοχής. Δηλαδή, μία κλασική του αποστολή είναι να «γεμίζει» σε βάθος μια περιοχή με πυρά, όχι κατ’ ανάγκην καταστροφικά για καλυμμένους στόχους, αλλά εξόχως τρομακτικά και παραλυτικά. Σε μία καλά προετοιμασμένη αμυντική τοποθεσία περιοχή που βάλλεται από συγκέντρωση πυρών πυροβολικού, σημαντικές δεν είναι μόνο οι απώλειες και οι καταστροφές, αλλά και το σοκ και η παράλυση του προσωπικού που δημιουργείται, και παραμένει για κάποιο διάστημα μέχρι το προσωπικό να συνέλθει. Η λειτουργία αυτή του πυροβολικού, αποτελεί τον βασικό τρόπο καταστολής μιας εχθρικής αμυντικής τοποθεσίας. Επιπλέον, για να γίνει επίθεση σε μία οργανωμένη τοποθεσία, θα πρέπει η περιοχή της προσέγγισης να απομονωθεί, δηλαδή οι αμυνόμενες δυνάμεις να αποτρέπονται από το να ενισχύσουν το σημείο που δέχεται την επίθεση. Κι αυτό γίνεται με πυρά πυροβολικού στο βάθος της τοποθεσίας.
Και τα άμεσα πυρά, αυτά που ενισχύει σημαντικά η παρουσία του πυροβόλου χαμηλής πίεσης του BMP; Αυτά είναι αναμφίβολα σημαντικά, αλλά δυστυχώς αυτά προϋποθέτουν την υπεροχή πυροβολικού, και δεν την υποκαθιστούν. Τα άμεσα πυρά μπορούν να εξουδετερώσουν οχυρά σημεία ή όπλα που έχουν επισημανθεί από την προηγηθείσα αναγνώριση (κι αυτά θα είναι τα λιγότερα), που αναφαίνονται κατά τη διάρκεια της εφόδου (συνήθως με οδυνηρό τρόπο), που βρίσκονται, κυρίως, πολύ κοντά στο πρόσθιο όριο της αμυντικής τοποθεσίας, που δεν έχουν κατασταλεί ή εξουδετερωθεί από το βομβαρδισμό, όπλα ή στοιχεία που απειλούν άμεσα, και για τα οποία δεν υπάρχει χρόνος συνεννόησης με το πυροβολικό για να τους εξουδετερώσει. Είναι σημαντικά και το BMP-3 πράγματι υπερτερεί στην αντιμετώπισή τους, αλλά (1) και τα άλλα ΤΟΜΑ μπορούν, σε μικρότερο βαθμό, να τα πλήξουν με τα πυροβόλα και τους αντιαρματικούς τους πυραύλους (που χρησιμοποιούνται σε ρόλο πυρών υποστήριξης όταν παρίσταται ανάγκη) και κυρίως (2) η υπεροχή σε έμμεσα πυρά (πυροβολικό) είναι πολύ κρισιμότερη από άποψη όγκου. Μόνο με όπλα άμεσης υποστήριξης δεν καταβάλλεται αμυντική τοποθεσία, και αν αυτό συμβεί κατ’ εξαίρεση, το κόστος σε αίμα θα καθιστά τη νίκη πύρρειο.
Αυτοί είναι οι στοιχειώδεις λόγοι που επίθεση σε οργανωμένη τοποθεσία δε είναι ποτέ εφικτή χωρίς υπεροχή πυροβολικού. Και που καθιστούν την δήλωση (και την εντύπωση…) ότι: «το BMP-3 με την «τρομερή ισχύ πυρός» που διαθέτει είναι σε θέση να «διασπάσει αντίπαλες άμυνες» άστοχη. Η δε αναφορά στην προϋπόθεση για «στοιχειώδη [] υποστήριξη μέσου-βαρέως πυροβολικού» γίνεται κάπου φευγαλέα. Κι όμως, αυτή είναι η κρίσιμη (κι όχι στοιχειώδης) προϋπόθεση για επίθεση σε οργανωμένη τοποθεσία (και φυσικά, για τις περισσότερες άλλες επιθετικές κι αμυντικές, τακτικού κι επιχειρησιακού επιπέδου). Αλλά αυτή την κρίσιμη προϋπόθεση είναι που θα στερούσε από την ελληνική πλευρά η αγορά των BMP. Γιατί στη Θράκη οι Τούρκοι δημιουργούν σταδιακά και σταθερά μια καταθλιπτική υπεροχή του τουρκικού πυροβολικού. Και η αγορά των BMP από έναν πεπερασμένο αμυντικό προϋπολογισμό θα γινόταν εις βάρος της δυνατότητας εκσυγχρονισμού του ελληνικού πυροβολικού, προτεραιότητας απείρως πιο σημαντικής.
Μια πιθανή ερώτηση θα ήταν: Αν ένα ΤΟΜΑ ή ΤΟΜΠ μεταχειρισμένο κάνει τη δουλειά του μια χαρά, γιατί δεν ισχύει το ίδιο και για τα πυροβόλα του ΠΒ; Για τον απλούστατο λόγο ότι για να κάνουν τα πυροβόλα του ΠΒ όλες τις άλλες αποστολές υποστήριξης μάχης, θα πρέπει να έχουν αρχικά επικρατήσει έναντι των αντίστοιχων εχθρικών. Η πρώτη και βασικότερη αποστολή του πυροβολικού είναι η αποστολή αντιπυροβολικού, αυτή είναι η αποστολή ΟΛΩΝ των μονάδων πυροβολικού (ασχέτως του κεντρικού σχεδιασμού κι ελέγχου της αποστολής σε μεραρχιακό επίπεδο – εν μέρει λόγω ανάγκης στον ΕΣ…) και είναι αποστολή στην οποίο το αποφασιστικό πλεονέκτημα (σε αντίθεση με τα ΤΟΜΑ) είναι το τεχνολογικό. Όποιος έχει μεγαλύτερο βεληνεκές, μικρότερους χρόνους τάξης και καλύτερη ροή πληροφοριών θα επικρατήσει. Ο άλλος, ή θα σιγήσει ή θα πεθάνει. Η υπεροχή πυρός είναι που δίνει την ευχέρεια για όλους τους ελιγμούς και τις ενέργειες. Εκτός αν φιλοδοξούμε να ξαναδώσουμε τη μάχη Κιλκίς-Λαχανά…
Η εσφαλμένη εκτίμηση για την αξία του BMP επεκτείνεται σε άλλες όψεις του θέματος: «το BMP-3 με την «τρομερή ισχύ πυρός» που διαθέτει είναι σε θέση να «διασπάσει αντίπαλες άμυνες []». Εδώ, πέραν του σφάλματος που προαναφέρθηκε, υπάρχει κι ένα ακόμη βασικό σφάλμα: Η υποστήριξη με άμεσα πυρά που προσφέρει το BMP, πέραν του ότι δεν είναι κρίσιμη, όπως είπαμε, δεν είναι και καινοφανής: σε όλα τα ΜΚ συγκροτήματα, κατά τη φάση της επίθεσης σε αμυντικές τοποθεσίες, την υποστήριξη σε άμεσα πυρά την προσφέρουν, κατ’ εξοχήν, τα άρματα μάχης του συγκροτήματος. Αυτά, παραμένοντα σε κάποια απόσταση από την εχθρική άμυνα για τον φόβο των αντιαρματικών, καλύπτουν το πήγμα τους και παρέχουν άμεση υποστήριξη με το κύριο πυροβόλο, ασύγκριτα μεγαλύτερης ισχύος πυρός από το κατοστάρι του BMP, από μεγαλύτερη απόσταση και σε μεγαλύτερη ασφάλεια. Ώστε το BMP, ενώ προσφέρει ενίσχυση της υποστήριξης με άμεσα πυρά, δεν προσφέρει κάτι που δεν υπάρχει ήδη. Αντιθέτως, με δεδομένη την ασθενή του θωράκιση, αυτό θα είναι αναγκασμένο για τις θέσεις βολής να εκτεθεί με πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο, ή αντιστρόφως, να μη μπορεί να εκμεταλλευτεί ευνοϊκές θέσεις βολής για πυρά άμεσης υποστήριξης.

Κι ο «αρματικός» κι αντιαρματικός ρόλος του BMP; Κι εδώ, πέραν της πλάνης σε τεχνικό επίπεδο που αναφέραμε προηγουμένως, υπάρχει και μια συνήθης σύγχυση ως προς τις δυνατότητες και τους ρόλους των δύο συστημάτων. Το BMP έχει δυνατότητα αντιαρματικής άμυνας μέσω των 8 ΑΤ πυραύλων που φέρει, όπως έχουν και τα Marder και Bradley με τους αντίστοιχους πυραύλους. Αυτή η δυνατότητα δε σημαίνει ότι αυτά «έγιναν άρματα». Αυτό που εξασφαλίζουν οι ΑΤ πύραυλοι είναι η δυνατότητα αντιαρματικής αυτοπροστασίας. Σε όλους τους στρατούς που γνωρίζουμε, όταν ΤΟΜΑ αντιλαμβάνονται εχθρικά άρματα μάχης, σπεύδουν να καλύψουν το πήγμα τους (εκτός αν αυτό είναι αδύνατον), βάλουν ΑΤ για να αμυνθούν, και δεν εγκαταλείπουν την κάλυψή τους παρά μόνον εάν η αρματική απειλή έχει αντιμετωπιστεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Αυτό, λόγω της συναίσθησης της αδυναμίας τους απέναντι στα άρματα μάχης εξ αιτίας της ασθενούς θωράκισης, του χαμηλού ρυθμού βολής, και των υποδεέστερων αισθητήρων. Σε αντίθεση με τα ΤΟΜΑ, αν άρματα μάχης συναντήσουν εχθρικά άρματα (και κατά μείζονα λόγο, ΤΟΜΑ) η επιδίωξή τους θα είναι να βάλουν άμεσα και να κινηθούν ώστε να αποκτήσουν το τακτικό πλεονέκτημα, παίρνοντας ευνοϊκή θέση ως προς τον αντίπαλο, επιδιώκοντας την πλευροκόπηση, την υπερκέρασή του ή ό,τι άλλο επιτάσσει η τακτική κατάσταση και η κρίση του επικεφαλής. Ώστε το ένα όχημα θα καθηλωθεί, και θα προσπαθεί απλώς να απωθεί τα εχθρικά άρματα, ενώ το άλλο όχημα θα έχει την ευχέρεια είτε να κινηθεί επιθετικά, είτε και να παρακάμψει με ασφάλεια τα TOMA (τα οποιαδήποτε ΤΟΜΑ) για να επιδιώξει κάποιον άλλο σκοπό.
Ο κ. Μαρκεζίνης επικαλέστηκε «φίλους ειδικούς, έλληνες και ξένους», κι ασφαλώς έχει πολλούς τέτοιους. Σαν άνθρωπος με μακρά και διακεκριμένη παραμονή στην Βρετανία, είναι βέβαιον ότι έχει και βρετανούς φίλους ειδικούς. Θα απευθύναμε, λοιπόν, την εξής πρόκληση στον κ. Μαρκεζίνη: Ας ρωτήσει έναν βρετανό φίλο, αξιωματικό της 7ης Ταξιαρχίας (πλέον) του Βρετανικού Στρατού (των περίφημων Desert Rats), πως θα εκτιμούσε το αποτέλεσμα μιας αντιπαράθεσης της ταξιαρχίας του με μία ταξιαρχία από BMP-3 στις μονάδες ελιγμού της – με όλη την αντιαρματική τους σκευή. Κατά το βρετανικό έθιμο, θα ήμασταν διατεθειμένοι να στοιχηματίσουμε και λεφτά για την απάντηση…
Μια επιπλέον παρατήρηση, στο επίπεδο τακτικής, συναφής με την προηγούμενη παρατήρηση, αλλά και σχετικά με την θωράκιση και την προστασία. Η ισχυρή προστασία θώρακος δεν είναι απλώς θέμα προστασίας, ούτε και μόνον «ανθρωπιστικό» θέμα, αλλά, εξ ίσου και θέμα ευκινησίας και επιβίωσης. Η ευκινησία σε τακτικό επίπεδο δεν εξαρτάται τόσο από την «τελική ταχύτητα» (για να το πούμε απλοϊκά) αλλά και από την δυνατότητα και την αίσθηση ασφάλειας που έχει ένα όχημα ή μια ομάδα στο πεδίο της μάχης. Ένα όχημα που έχει ασθενή προστασία έχει εύλογη απροθυμία να κινηθεί και να εκτεθεί, ενώ ένα καλύτερα προστατευμένο θα κινείται. Για να το πούμε ακόμη πιο σχηματικά: ένας αρχηγός πληρώματος Bradley ή Marder, όταν αντιλαμβάνεται εχθρικό πολυβόλο 0,50 σε απόσταση βολής θα κινείται άφοβα, ενώ ένας αρχηγός πληρώματος BMP θα είναι πολύ προσεκτικότερος, ασχέτως «τελικής» του κάθε οχήματος. Εξ ου κι ο ισραηλινός κανόνας: Protection is mobility.
Κι ακόμη: Αν ένα ΤΟΜΑ προσφέρει μεγαλύτερη επιβιωσιμότητα ενός άλλου σε πυρά πυροβολικού (κι είπαμε προηγουμένως ότι η αντοχή και η επιβιωσιμότητα δεν είναι απόλυτες αλλά σχετικές) τότε το πλεονέκτημα είναι τακτικό. Αν ένα συγκρότημα ΜΚ εκτεθεί σε ισχυρό πυρ εχθρικού πυροβολικού, τότε αναπόφευκτα θα υποστεί κάποιες απώλειες. Αλλά αν η διαφορά θώρακα σημαίνει ότι ένα συγκρότημα από BMP χάσει το 50% της δυνάμεώς του, ενώ ένα συγκρότημα από Marder ή Bradley χάσει το 10%, η διαφορά δε θα έγκειται μόνον στην οδύνη της απώλειας ανθρώπινης ζωής, αλλά και στη δυνατότητα συνέχισης της αποστολής. Στη μία περίπτωση το συγκρότημα φθείρεται αλλά συνεχίζει την αποστολή του, ενώ στη δεύτερη απλά αδυνατεί.
Υπάρχουν δεκάδες ακόμη επιχειρήματα σε ότι αφορά το ρόλο, την καταλληλότητα και τη σκοπιμότητα του BMP, που η οικονομία χώρου δεν επιτρέπει να παρατεθούν. Αλλά, τελικά, νομίζουμε ότι μόνον κάποιοι στίχοι μπορούν ν’ αποδώσουν το σχόλιό μας για την αντίληψη που θεωρεί το BMP-3 ως «πολυδύναμο εργαλείο που καλύπτει μία ευρύτατη ποικιλία λειτουργιών, ακόμη και την ακραία αυτοτελή (δίχως αρματική υποστήριξη) επιθετική κίνηση». Ελπίζουμε ότι ο κ. Μαρκεζίνης, με τη βαθειά παιδεία του, θα τους εκτιμήσει αναλόγως:
Half a league, half a league,
Half a league onward,
All in the valley of Death
Rode the six hundred.
“Forward the Light Brigade!
Charge for the guns!” he said.
Into the valley of Death
Rode the six hundred.
(The Charge Of The Light Brigade by Alfred, Lord Tennyson)
Το επιχειρησιακό επίπεδο – Cult of the offensive (2)
Τα επιχειρήματα περί της «τρομερής επιθετικής ικανότητας του BMP» σε επίπεδο τακτικής τροφοδοτούν το επόμενο στάδιο στο σκεπτικό του κ. Μαρκεζίνη, το οποίο είναι η επιχειρησιακή εκμετάλλευση του πλεονεκτήματος αυτού. Πιο συγκεκριμένα:
«[] το BMP-3 είναι επιθετικό όπλο, πράγμα το οποίο υποδηλώνει ότι, στην κρίσιμη στιγμή,το ελληνικό αμυντικό πρόβλημα στον Έβρο θα μπορούσε να λυθεί – όπως στον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ – με υπέρβαση του υδάτινου κωλύματος από τον αμυνόμενο και, στη συνέχεια, να μεταβληθεί σε πλευρικό πλήγμα των μετόπισθεν των επιτιθεμένων, ώστε να βρεθούν αποκομμένοι δυτικά του Έβρου.»
Κι ακόμη: «Η τάφρος υποτίθεται ότι θα μας απήλασσε από τον κίνδυνο αιφνιδιαστικής εισβολής των Τούρκων, καθιστώντας παράλληλα την άμυνα μας ευχερέστερη ακόμη και με το σημερινό – αριθμητικά ελλειμματικό θα έλεγα – ανθρώπινο δυναμικό. Ωστόσο, η κατασκευή της τάφρου δεν είναι απόλυτη λύση, διότι η δυσχέρεια που προσθέτει δεν αρκεί για να αποτρέψει τους Τούρκους απο το να προετοιμασθόυν κατάλληλα για την αιφνιδιαστική της υπέρβαση καί να καταλάβουν π.χ. το βορείως του Ερυθροποτάμου Ελληνικό έδαφος καί να παραμείνουν εκεί οχυρωμένοι και διαπραγματευόμενοι Ερωτώ, η πλευροκόπηση καί κύκλωση μιας ενδεχόμενης Τουρκικής επιθετικής κίνησης πρέπει να αποκλείεται δογματικά; Ειναι αρκετό να εξαρτάται από τις γέφυρες που θα συναρμολογήσει στην τάφρο το Μηχανικό μας;»
Για να διατυπώσουμε συνοπτικά το βασικό νήμα του σκεπτικού: Φτιάξαμε μια τάφρο, θεωρούμε ότι είναι απόλυτη λύση, αλλά αυτό δεν ισχύει γιατί οι Τούρκοι μπορούν, παρά την ύπαρξή της, να καταλάβουν αιφνιδιαστικά ένα κομμάτι εδάφους εντεύθεν του Έβρου και να το διατηρήσουν. Η λύση, δε, σε αυτό είναι να υπερβούμε κι εμείς τον Έβρο, να υπερκεράσουμε τις επιτιθέμενες τουρκικές δυνάμεις και να αχθούμε στα νώτα τους, αποκόπτοντάς τους από την Ανατολική Θράκη. (Και φυσικά, αυτό είναι κάτι που μπορεί να κάνει το BMP, ενώ χωρίς αυτό δε γίνεται).
Αν και η συζήτηση για αυτό το θέμα σε αυτό το επίπεδο διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να εκφυλιστεί σε επιπέδου «δεξιότερα Κουροπάτκιν (3)» , θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε γιατί η διάθεση για «ελληνική επίθεση εντεύθεν του Έβρου, με σκοπό την περικύκλωση των Τούρκων επιτιθεμένων» αφ’ ενός τίθεται… βουλησιαρχικά, αφ΄ ετέρου δεν έχει σχέση με τα βασικά επιχειρησιακά προβλήματα που αντιμετωπίζει το Δ’ ΣΣ. Προκαταρκτικά, να αναφέρουμε ότι κανείς δεν θεώρησε ποτέ την τάφρο απόλυτη λύση στο αμυντικό μας πρόβλημα, όπως και κανείς δε θεωρεί τον Έβρο απόλυτη λύση στο αμυντικό μας πρόβλημα, μιας και η τάφρος είναι απλώς συνέχεια του Έβρου. Η τάφρος, όπως και ο Έβρος , είναι αμυντικά κωλύματα, και τα αμυντικά κωλύματα απλώς διευκολύνουν την άμυνα.
Το Δ΄ΣΣ, με παρατεταγμένες δύο ΜΚ μεραρχίες κατά μήκος του Έβρου και τρεις ΤΘ Ταξιαρχίες ως εφεδρείες πιο πίσω, είναι αντιμέτωπο με 3 τουρκικά Σώματα Στρατού, με ισχυρότερους συνιστώντες σχηματισμούς (ταξιαρχίες τετραγωνικές κι όχι τριαδικές, όπως οι ελληνικές), με εξαιρετικά υψηλά ποσοστά επάνδρωσης των μονάδων τους και με σημαντική υπεροχή πυροβολικού. Επιπλέον, οι Τούρκοι έχουν πλήρη πρωτοβουλία ως προς τον χρόνο και τον τόπο της ενέργειάς τους.
Σε ενδεχόμενο πραγματικής εχθρικής επίθεσης, οι Τούρκοι έχουν την ευχέρεια, λόγω της υπεροχής σε μονάδες, μέσα και ανθρώπινο δυναμικό, να επιτύχουν στο σημείο (ή στα σημεία) που θα επιχειρήσουν βίαια διάβαση, μεγάλη συγκέντρωση δυνάμεων και σημαντική τοπική υπεροχή. Ταυτόχρονα, οι δυνάμεις τους κατά μήκος του Έβρου, και σε βάθος πίσω από αυτόν, παραμένουν πιο ισχυρές από τις απέναντί τους ελληνικές – σίγουρα μέχρι να καταφθάσουν οι ελληνικές εφεδρείες. Η λογική της ελληνικής άμυνας (όπως και της κάθε άμυνας σε κώλυμα) είναι ότι παρά την υπεροχή τους, οι τουρκικές δυνάμεις για να εισβάλουν θα πρέπει να διαβούν τον Έβρο (ή την τάφρο). Αυτό είναι μια επιχείρηση δύσκολη, που ακόμη κι αν στεφθεί από επιτυχία καθ΄ εαυτή, επιτρέπει μόνον αργή και σταδιακή διεκπεραίωση δυνάμεων, κι αυτή πάντα υπό απειλή, μιας και ακόμη και μετά την τοποθέτηση πλωτών γεφυρών, αυτές είναι ελάχιστες κι ευάλωτες. Συνεπώς, σε ΚΑΘΕ απόπειρα διάβασης, υπάρχει μια φάση κατά την οποία ο επιτιθέμενος είναι σε αδύναμη θέση κι ο αμυνόμενος σε (θεωρητικά) ισχυρότερη. Αυτή είναι η κατάσταση που επιδιώκει να εκμεταλλευτεί η ελληνική πλευρά (και κάθε πλευρά σε αυτή την κατάσταση).
Πώς να την εκμεταλλευτεί; Επιδιώκοντας την όσο το δυνατόν πιο στενή περίσχεση του εχθρικού προγεφυρώματος από τις επί τόπου δυνάμεις, κι επιδιώκοντας να συγκεντρώσει στην περιοχή εκείνη όσο το δυνατόν ισχυρότερες δυνάμεις ώστε να εξαλείψει το προγεφύρωμα.Από πού θα βρει τις δυνάμεις αυτές; Με δεδομένο ότι οι επί τόπου δυνάμεις θα είναι, εκ των πραγμάτων, υποδεέστερες από κάθε πλευρά, (εκεί θα έχει γίνει η μεγαλύτερη συγκέντρωση εχθρικής δύναμης) θα πρέπει: είτε να έρθουν από το υπόλοιπο μήκος του Έβρου (όπου, όμως, οι αντίπαλες δυνάμεις παραμένουν, και πάλι, ισχυρότερες και καθηλώνουν τις ελληνικές – κι επιπλέον η διαμόρφωση του οδικού δικτύου δεν ευνοεί την αλλαγή θέσεων των μονάδων) είτε, προφανώς, από τις εφεδρείες, δηλαδή τις ΤΘ Ταξιαρχίες που θα σπεύσουν στην περιοχή από τα δυτικά.Ο αγώνας δρόμου θα είναι: οι επί τόπου ΜΚ ταξιαρχίες (και ΤΣ Συντάγματος, στο βορρά) να αμυνθούν όσο το δυνατόν καλύτερα, παραχωρώντας όσο το δυνατόν λιγότερο έδαφος στον εχθρό (στην καλύτερη περίπτωση αποτρέποντας την διάβαση, αλλά αυτό είναι ρεαλιστικά απίθανο) καταστρέφοντας όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αρματικό και άλλο δυναμικό του, και οι εφεδρείες να φτάσουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, στο χώρο που έχει εκδηλωθεί η Κύρια Προσπάθεια του εχθρού, για να την εξαλείψουν επιθετικά. Πώς θα το αντιμετωπίζουν αυτό οι τούρκοι; Αποτρέποντας την κίνηση των ελληνικών εφεδρειών προς τα εμπρός, με πυρά βάθους από το (υπέρτερο σε αριθμό, ποιότητα οπλισμού και βεληνεκές) ΠΒ τους, καθώς και (πιθανότατα) με τη διενέργεια ανορθόδοξων επιχειρήσεων στις υπώρειες της Ροδόπης απ’ όπου θα πρέπει να διέλθουν οι ενισχύσεις προς την ΧΙΙ Μεραρχία.Ποια είναι η εναλλακτική επιλογή που προτείνεται, ελέω BMP-3; Ποια είναι η εναλλακτική επιλογή που προτείνεται, ελέω BMP-3; Χοντρικά: τα 450 BMP θα διέλθουν κι αυτά το ποτάμι (προφανώς αφού εντοπιστεί η Κύρια Προσπάθεια του εχθρού), για… να τον κυκλώσουν και να τον αποκόψουν στην ελληνική όχθη. Και να το πράξουν αυτό αυτοτελώς, χωρίς άλλες μονάδες π.χ. τεθωρακισμένων ή ανεφοδιασμού (αφού θα περάσουν… κολυμπώντας). Όμως προκύπτει το ερώτημα: τα… 450 BMP που θα κολυμπήσουν απέναντι, από που θα προέλθουν, και που θα βρίσκονται; Διότι:Αν μεν τα BMP διατεθούν στις ΜΚ ταξιαρχίες της πρώτης γραμμής , τότε αυτά θα βρίσκονται ευλόγως διασκορπισμένα κατά μήκος του Έβρου, (σε δυνάμεις ΜΚ τάγματος, των 40-45 οχημάτων).
• Είτε θα δράσουν συγκεντρωτικά οπότε: θα πρέπει… να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους (οι τούρκοι που είναι απέναντι υπέρτεροι δε θα κάνουν άλλη ενέργεια διάβασης;) και να κινηθούν κατά μήκος του Έβρου, μπροστά από τα μάτια των τούρκων, για να συγκεντρωθούν σε κάποιο σημείο κοντά στο σημείο της τουρκικής διάβασης(αλλά όχι πολύ κοντά), ώστε να περάσουν απέναντι, κι αφού κατά τη διαδρομή θα έχουν δεχθεί τις περιποιήσεις του εχθρικού ΠΒ (αφού έχουν… αντοχή στα θραύσματα, δεν πειράζει). Αφού συγκεντρωθούν σε κάποιο σημείο του Έβρου (χωρίς να το καταλάβουν οι Τούρκοι;!), θα κολυμπήσουν αιφνιδιαστικά απέναντι (πάλι, χωρίς ανεφοδιασμό, για να μην πούμε άλλη υποστήριξη, πχ Υγιειονομικού) και μετά;… Μετά θα αρχίσουν να κινούνται επιθετικά, εναντίον υπέρτερων δυνάμεων που θα είναι πλήρη συγκροτήματα συνδυασμένων όπλων, με άρματα, ΑΤ πυραύλους, ΠΒ και πεζικό; Θα στείλουμε 400 BMP-3 (προσέξτε! όχι πλήρεις ταξιαρχίες εξοπλισμένες και με BMP-3, αλλά σκέτα Μ/Κ τάγματα εξοπλισμένα με BMP-3, γιατί χωρίς εγκατεστημένες γέφυρες τίποτα άλλο δε θα μπορεί να ακολουθήσει) εναντίον ισχυρότατων βαρέων ταξιαρχιών, από τις οποίες οι εμπρός θα είναι μάλλον αμυντικά οργανωμένες (τουλάχιστον τα ΜΚ τάγματά τους) κι οι υπόλοιπες κλιμακωμένες σε βάθος σε επιθετική διάταξη! Και, μετά από 24 ώρες, που οι μονάδες θα χρειάζονται καύσιμα και πυρομαχικά; Που θα τα βρούνε;;;
• Είτε θα δράσουν αποκεντρωμένα, δηλαδή: θα περάσουν απέναντι από τα σημεία που ήδη ταγμένα, δηλαδή καθ’ όλο το μήκος του Έβρου. Κι αφού περάσουν, θα δράσουν μεμονωμένα, δηλαδή: ένα Μ/Κ τάγμα εξοπλισμένο με BMP-3 θα κολυμπήσει απέναντι, και θα πάει να ψάχνει… τι; Θα περάσουν απέναντι, ενώ δεν γνωρίζουν τη διάταξη των εχθρικών αρμάτων, που δεν έχουν εμπλακεί, αντιθέτως, βρίσκονται στους χώρους συγκεντρώσεώς τους; Χωρίς αναγνώριση; Και θα ελίσσονται ανάμεσά τους, ανεντόπιστα, ψάχνοντας για τις εχθρικές μονάδες ΠΒ; Κι όταν τις προσβάλουν; Θα διαφύγουν, και πάλι ανεντόπιστα, και πάλι ελισσόμενα ανάμεσα στις εχθρικές δυνάμεις; 40άδες από τεθωρακισμένα;;; Και το βασικό μας πρόβλημα, το εχθρικό προγεφύρωμα, πώς θα το ενοχλήσουν – αφού θα είναι μακριά από αυτό; Αυτό, στο Γερμανικό Στρατό του Β’ ΠΠ το έλεγαν Himmelfahrtskommando (4)…
Αν, πάλι, τα 450 BMP-3 διατεθούν στα ΜΚ τάγματα των ΤΘ ταξιαρχιών, τότε, προφανώς, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα, θα ακολουθήσουν τις ταξιαρχίες τους στην προσπάθεια να φτάσουν μπροστά και να προσβάλουν το τουρκικό προγεφύρωμα. Εκτός αν το νέο σχέδιο προβλέπει ότι οι ελληνική εφεδρεία δεν θα ελέγξει πρώτα τα τουρκικά προγεφυρώματα, αλλά… αγνοώντας τα, θα επιχειρήσει να περάσει απέναντι. Τότε, και πάλι, θα χρειαστεί τις γέφυρες και όλα τα συναφή. Όμως τότε, αντί να διενεργήσει την επίθεσή του στο σημείο που έχει πλεονέκτημα (δηλαδή επί του ελληνικού εδάφους, όπου οι τούρκοι είναι σε περίσχεση, δυσκολεύονται να διεκπεραιώσουν τα οχήματά τους, και το ελληνικό ΠΒ μπορεί να δρα εντός του βεληνεκούς του) θα εμπλακεί η ίδια στο σενάριο που είναι το πιο δύσκολο: προγεφύρωμα απέναντι αλλά για τη δική μας πλευρά: χωρίς αριθμητική υπεροχή, χωρίς υπεροχή ΠΒ (αφού τα σχετικά κονδύλια τα έχει απορροφήσει το BMP), και… χωρίς εφεδρείες –αφού είναι οι εφεδρείες αυτές που εμπλέκονται….
Η ιδέα περί επιθετικής διαβάσεως του Έβρου από τα BMP ώστε να κυκλωθεί και να αποκοπεί ένα τουρκικό προγεφύρωμα είναι μια καλή ιδέα μόνον στο άκουσμά της. Αρκούν 60 δευτερόλεπτα προσεκτικής σκέψης με τα επιχειρησιακά δεδομένα υπ ‘όψιν, για να καταλάβει κανείς ότι στερείται επιχειρησιακής αξίας. Κι αν ένα τέτοιο σενάριο μπει πάνω σε χάρτη με πραγματικά δεδομένα, και δοκιμαστεί με τους πραγματικούς επιχειρησιακούς περιορισμούς (ανεφοδιασμοί, χρόνοι, αποστάσεις κλπ) η δοκιμή του δε θα κρατούσε πάνω από μερικά λεπτά.
Yπάρχουν επιχειρησιακές συλλήψεις και ιδέες που είναι τολμηρές, κι έχουν επιτύχει. Υπάρχουν άλλες που είναι τολμηρές, αλλά θεωρήθηκε πολύ επικίνδυνο να εφαρμοστούν – και θα μπορούσαν να είχαν επιτύχει. Υπάρχουν κι άλλες ιδέες, που θεωρήθηκαν μη ρεαλιστικές, κι αποκλείστηκαν πολύ γρήγορα. Η παραπάνω ιδέα δεν ανήκει, καν, σε κάποια από αυτές τις κατηγορίες. Όπως λέει ένα ρητό, “για να παραβείς τους κανόνες, πρέπει πρώτα να τους μάθεις”.
Και, αφού χρησιμοποιήθηκε ως παράδειγμα επιθετικού πνεύματος το Ισραήλ και ο πόλεμος του 1973, μερικά σύντομα σχόλια:
1. Οι ισραηλινοί διέβησαν το Σουέζ αφού είχαν αναχαιτίσει τις αιγυπτιακές δυνάμεις και σταθεροποιήσει την κατάσταση, και όχι προκειμένου να τις αναχαιτίσουν
2. Οι ισραηλινοί διέβησαν του Σουέζ κι εξαπέλυσαν αντεπίθεση, αφού στην αμυντική μάχη είχαν καταστρέψει μεγάλο μέρος του Αιγυπτιακού αρματικού δυναμικού. Άλλωστε, αυτός είναι πάντα ο σκοπός της αμυντικής μάχης: να καταστρέψει ο αμυνόμενος τις επιτιθέμενες δυνάμεις, και να περάσει σε αντεπίθεση.
3. Οι ισραηλινοί αρχικά πέρασαν στην αντεπίθεση χωρίς να έχουν υπεροχή πυροβολικού και αεροπορίας, έφαγαν τα μούτρα τους και το ξαναεπιχείρησαν μόνον όταν είχαν αποκαταστήσει υπεροχή εκεί. Το πυροβολικό που λέγαμε…
4. Ένα βασικό σφάλμα που πλήρωσαν οι Ισραηλινοί στον πόλεμο αυτό υπήρξε η πλάνη τους, λόγω κακής ερμηνείας του θριάμβου του 1967, ότι στο άρμα μάχης βρήκαν την «silver bullet » του χερσαίου πολέμου. Οι αμιγώς αρματικές ισραηλινές ταξιαρχίες, χωρίς μηχανοκίνητο πεζικό, σχηματισμός που είχε εγκαίρως επικριθεί από τους περισσότερους δυτικούς παρατηρητές, υπήρξαν βασική αδυναμία των ισραηλινών δυνάμεων. Επειδή απέφυγαν τα σοβαρά επιχειρησιακά λάθη στη συνέχεια, επειδή ενισχύθηκαν εγκαίρως και αφειδώς από τις ΗΠΑ, κι επειδή τους βοήθησαν με τα τραγικά λάθη τους οι αντίπαλοί τους, επεβίωσαν. Αν εμείς βρούμε την «silver bullet» μας στο BMP, και μάλιστα τη συνδυάσουμε και με σοβαρά επιχειρησιακά σφάλματα, όπως αυτά που προτείνονται, είναι αμφίβολο αν θα επιβιώσουμε εμείς.
5. Το επιθετικό πνεύμα που δικαίως θαυμάζει ο κ. Μαρκεζίνης δεν επετεύχθη ούτε με πολιτική απόφαση, ούτε με ηθικές παραινέσεις. Επετεύχθη επειδή οι ισραηλινοί έκαναν σωστά τα θεμελιώδη του στρατού: ορθή επιλογή στελεχών, εντατική και ρεαλιστική εκπαίδευση, και όλα τα άλλα, άυλα, που προσδίδουν ποιότητα και αυτοπεποίθηση σε ένα στρατό – κι επιθετικό πνεύμα. Και επιπλέον το επιθετικό πνεύμα μερικές φορές απέβη οδυνηρά εις βάρος τους, διότι περισσότερο από οποιοδήποτε πνεύμα σημασία έχει κάθε φορά η (κατά Κλαούζεβιτς) «λεπταισθησία της κρίσης του διοικητή»
Το επίπεδο της υψηλής στρατηγικής
Τα επιχειρήματα του κ. Μαρκεζίνη στα προηγούμενα επίπεδα δημιουργούν μια διαδοχή συμπερασμάτων που έχει ως τελικό στόχο το επίπεδο της υψηλής στρατηγικής, σε πολλές του διαστάσεις. To βασικό συμπέρασμα στο οποίο οδηγούν, και στο οποίο το BMP-3 υπέχει θέση Wunderwaffe (5), είναι ότι:
«Αδυνατούμε να αντιληφθούμε τί θα απέτρεπε/αποθάρρυνε τους Τούρκους. Αδυνατούμε να διαβάσουμε την παγιωμένη τους αντίληψη: ότι οι ΄Ελληνες δεν επιθυμούν (και δεν είναι εξοπλισμένοι για) συνολικό πόλεμο ως αντίδραση στην διαρκή προώθηση των Τουρκικών βλέψεων. Το ΒΜΡ-3 συνιστούσε ακριβώς μια ένδειξη ότι και μπορούμε και θέλουμε. Επιλέγοντας – πιθανώς – τα «δεύτερο χέρι» ΤΟΜΠ από τα υπολείμματα των Γερμανών και των Αμερικανών, φοβούμαι οτι εκπέμπουμε – εμμέσως πλην σαφώς – την εντύπωση πως θα ρίξουμε , αν ανακύψει η ανάγκη κάποιες τουφεκιές για «την τιμή» των όπλων και μετά το πολιτικό – και όχι στρατιωτικό – κατεστημένο θ` αποδεχθεί το τετελεσμένο, όπως άλλωστε όλα αυτά τα χρόνια έχει κάνει.»
Αξίζει όμως να παραθέσουμε ένα σχόλιο αναγνώστη που αντικρούει αυτό που σωστά χαρακτηρίζει ως «ψευδοδίλημμα που μας καλεί να επιλέξουμε μεταξύ δύο αυθαίρετων και επιλεκτικά διατυπωμένων θέσεων:
(1) Ή Χ ΤΟΜΑ και απαρχαιωμένο στρατιωτικό δόγμα του ’40/ αδυναμία ελληνικής αντεπίθεσης στον ΈΒρο κτλΉ (2) ΒΜΡ3 και δυνατότητα περικύκλωσης του Τ.Σ., ελληνικής αντεπίθεσης στον Έβρο κτλ.(3) Εμείς θελουμε ελληνική αντεπίθεση/περικύκλωση του Τ.Σ.Αρα πρέπει να πάρουμε το ΒΜΡ3Αν ο ΕΣ έχει στρατιωτικό δόγμα του ’40, αυτό οφείλεται σε πολλούς παράγοντες και όχι στο ότι δεν διαθέτει το συγκεκριμένο οπλικό σύστημα. Και ανάποδα: Αν αύριο αποκτήσει το ΒΜΡ3, δεν πρόκειται να μεταβληθεί σε στρατό έτοιμο να εφορμήσει προς Ανατολάς. Ή αλλιώς: αν η αλλαγή του στρατιωτικού δόγματος πρέπει να συνοδευτεί από την προμήθεια ενός ΤΟΜΑ που θα ικανοποιεί τις νέες αντιλήψεις του Ε.Σ τότε θα πρέπει να αποδειχτεί ότι μόνο το ΒΜΡ3 μπορεί να φέρει σε πέρας αυτή την αποστολή και ότι τα άλλα ΤΟΜΑ δεν μπορούν να αποδώσουν το ίδιο καλά. Οπότε αναγκαστικά επιστρέφουμε στη συζήτηση για τις τεχνικές και επιχειρησιακές προδιαγραφές του οχήματος.Αυθαίρετα επίσης και επιλεκτικά τίθεται ξανά και ένα άλλο ψευδοδίλημμα :1. Αν πάρουμε το ΒΜΡ3 αποδεικνύουμε ότι θα πολεμήσουμε2. Αν πάρουμε οποιοδήποτε άλλο ΤΟΜΑ θα δείξουμε ότι άντε το πολύ πολύ να ρίξουμε μια ντουφεκιά, έτσι για την τιμή των όπλων.Πόθεν προκύπτει κάτι τέτοιο; Η αγορά αμερικανικού ή γερμανικού πολεμικού υλικού εκπέμπει αυτό το μήνυμα ή οι επιλογές της εκάστοτε ελίτ που κυβερνά τη χώρα με τις ευλογίες του κυρίαρχου ελληνικού λαού;».Άλλωστε, πέραν του λογικού συλλογισμού, ο κ. Μαρκεζίνης ως μορφωμένος άνθρωπος, και μάλιστα βαθιάς και ευρείας παιδείας, θα έπρεπε να είναι εξ ενστίκτου επιφυλακτικός απέναντι σε ένα τόσο ακραίο συμπέρασμα: η αγορά ενός οπλικού συστήματος (που σε κανένα στρατό δε θεωρείται κεντρικό) θα δήλωνε τη θέλησή μας να πολεμήσουμε, ενώ ένας ολόκληρος τεράστιος στρατιωτικός μηχανισμός δεν πείθει παρά μόνον για μερικές τουφεκιές…Τέλος, στο επίπεδο της υψηλής στρατηγικής ο κ. Μαρκεζίνης θέτει και το θέμα των προμηθειών από τη Ρωσία (για το οποίο μας ζητήθηκε και το δικό μας σχόλιο από αναγνώστες). Διαπιστώνει, εύλογα, ότι οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις υπήρξαν μέχρι σήμερα ιδιαίτερα επιφυλακτικές ως προς την αγορά εξοπλισμού από τη Ρωσία. Κι απαντά ο ίδιος, ότι αυτό οφείλεται σε σχέσεις πολιτικής εξάρτησης της Ελλάδας από τις ΗΠΑ, τη Γαλλία και τη Γερμανία.: «[…] οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, ούτε την εποχή των παχιών αγελάδων (όταν ήσαν ο 4ος παγκόσμιος αγοραστής οπλικών συστημάτων) ούτε την εποχή των σημερινών ισχνών, δεν έτυχε να υιοθετήσουν κανένα μείζον οπλικό σύστημα πέραν των προερχομένων από Γαλλία, Γερμανία και ΗΠΑ; Ποιού είδους επιχειρησιακές τακτικές αντιλήψεις των Ελλήνων στρατιωτικών τυχαίνει ν` απορρίπτουν οτιδήποτε προέρχεται από την Ρωσία; ΄Η μήπως οι σχετικές αποφάσεις δεν βασίζονται σε τακτικές επιχειρησιακές αντιλήψεις αλλά σε σχέσεις πολιτικο-οικονομικης εξάρτησης, που ίσως κάποτε ήσαν κατανοητές, αλλά σήμερα συνιστούν βαρίδια στην αποτελεσματικότητά των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων;»Ένα σύντομο σχόλιο: οι σχέσεις εξάρτησης από τις τρεις χώρες υπάρχουν ως έναν βαθμό, αλλά δύσκολα μπορούν να εξηγήσουν την δυσπιστία των ΕΔ για τα ρωσικά όπλα. Υπάρχουν πολύ πιο απλές εξηγήσεις και ισχυροί λόγοι: Κατ΄αρχάς, καθώς τα στελέχη των ΕΔ εκπαιδεύονται στις 3 αυτές χώρες και μεταφέρουν από εκεί δόγματα και επαγγελματικές αντιλήψεις, είναι προφανές ότι τείνουν ταυτόχρονα και προς τα οπλικά συστήματα που συνυφαίνονται με τα δόγματα και τις αντιλήψεις αυτές. Κατά δεύτερον, η αίγλη των οπλικών συστημάτων συνδέεται εν πολλοίς με τις επιτυχίες και το γενικότερο κύρος των ΕΔ που τα χρησιμοποιούν. Κατ’ αυτό, οι Ρωσικές Ένοπλες Δυνάμεις των τελευταίων δεκαετιών δεν παρέχουν καλή υπηρεσία στη ρωσική πολεμική βιομηχανία (βλ. π.χ. Τσετσενία), ενώ και οι αραβικές χώρες που χρησιμοποίησαν σε αρκετούς πολέμους ρωσικά οπλικά συστήματα εναντίον του Ισραήλ, μάλλον δε βοήθησαν τη φήμη τους. Κατά τρίτον, η αθέμιτη επίδραση, στο βαθμό που υπάρχει, δεν οφείλεται μόνον στη δράση και την πίεση των αντιστοίχων κρατών-παραγωγών, αλλά εν πολλοίς σε αθέμιτα κυκλώματα ντόπιων μεσαζόντων με μεγάλα οικονομικά οφέλη και ισχυρές πολιτικές διασυνδέσεις, που προωθούν συγκεκριμένες εξοπλιστικές επιλογές. Αλλά από την κατηγορία αυτή πάρα πολύ δύσκολα θα μπορούσε να απαλλαγεί και το BMP-3…Σε κάθε περίπτωση, είπαμε και στο προηγούμενο κείμενο, και το επαναλαμβάνουμε, ότι δεν είμαστε αντίθετοι στην προμήθεια ρωσικών συστημάτων από τον ΕΣ. Προφανώς υπάρχει κάποια προσκόλληση σε ΝΑΤΟϊκές νόρμες ως προς το κύριο υλικό, αλλά αυτή είναι εξηγήσιμη για λόγους τυποποίησης και πάντως για εμάς δεν είναι “ταμπού”. Επιπλέον, είναι λάθος να λέγεται ότι δεν έχει εισαχθεί μείζον οπλικό σύστημα εκ Ρωσίας στις Ένοπλες Δυνάμεις. Τόσο τα αερόστρωμνα Zubr (στο Ναυτικό) όσο και τα αντιαεροπορικά S-300 (στην αεροπορία) και Tor στον στρατό, είναι σημαντικές προσθήκες, και μάλιστα σε τομείς πιο “ευαίσθητους” από το πεζικό. Πέραν αυτών των συστημάτων που αγοράστηκαν, υπήρξαν και οι παραχωρήσεις: ο ΕΣ επί δύο δεκαετίες σχεδόν επιχειρεί τα ρωσικά τεθωρακισμένα ΒΜΡ-1, τα αντιαεροπορικά πυροβόλα Zu-23, καθώς και ρωσικά αντιαρματικά Fagot και RPG-18. Το κρίσιμο ζητούμενο είναι, όπως σωστά γράφει και ο κ. Μαρκεζίνης, η επιλογή οπλικού συστήματος να καθορίζεται από τις επιχειρησιακές ανάγκες και όχι από εκάστοτε συμμαχίες και προσδοκίες πολιτικού οφέλους. Και αν τυχόν η προμήθεια κάποιου οπλικού συστήματος επιβάλλεται κάποτε για λόγους γεωπολιτικούς (κάτι που ο κ. Μαρκεζίνης μάλλον αποδοκιμάζει στο βιβλίο του), τουλάχιστον να μην το θεοποιούμε και να καταλαβαίνουμε τους περιορισμούς του, ώστε να το αξιοποιήσουμε σωστά και όχι τυφλωμένοι από τις μπροσούρες…Εδώ τελειώνει η απάντησή μας, και θέλουμε να ευχαριστήσουμε τον αξιότιμο ακαδημαϊκό, κύριο Βασίλειο Μαρκεζίνη, για την απάντησή του και τον διαδικτυακό διάλογο. Οι επιμέρους διαφωνίες μας δεν σκιάζουν ούτε στο παραμικρό την εκτίμησή μας για το πρόσωπό του και για τις γενικότερες θέσεις που πρεσβεύει. Ευχαριστούμε επίσης τους πολλούς φίλους που αναμείχθηκαν ως σχολιαστές στο διάλογο αυτό και συνέβαλαν στο γόνιμο προβληματισμό.——————————————————————————-
(1)-Υπέροχο, αλλά δεν είναι πόλεμος, είναι τρέλα…Περίφημη ρήση του Γάλλου στρατηγού Bosquet, όταν στον Κριμαϊκό Πόλεμο αντελήφθη την εξόρμηση της Ελαφράς Ταξιαρχίας
(2)-Η στρατιωτική πεποίθηση ότι η επίθεση είναι τόσο αποτελεσματική τακτική και η άμυνα τόσο καταδικασμένη, ώστε η μόνη επιλογή είναι η επίθεση. Σ’ αυτήν αποδίδεται οι μεγάλες και μάταιες επιθέσεις του Α΄ΠΠ.
(3)-Τίτλος κύριου άρθρου αθηναϊκής εφημερίδας, το 1904, με το οποίο ο συντάκτης του συμβούλευε τον Κουροπάτκιν, Ρώσο αρχιστράτηγο στη Μαντζουρία, πώς να πορευθεί για να νικήσει τους Ιάπωνες.
(4)-“Διαταγή αποστολής στον ουρανό”: σαρκαστικός όρος των γερμανών στρατιωτών του Β’ ΠΠ για διαταγές αποστολών (κατ΄ουσίαν) αυτοκτονίας.
(5)-Θαυματουργό όπλο: Κατά τη τελική φάση του Β’ ΠΠ, ήταν ο όρος που χρησιμοποιούσε το Γερμανικό Υπουργείο Προπαγάνδας για να τονώσει το ηθικό των γερμανών, αναφερόμενα σε εξελισσόμενα όπλα που θα ανέστρεφαν τη φορά του πολέμου.