Συνέντευξη Τύπου Πρωθυπουργού μετά τη Σύνοδο Κορυφής στις Βρυξέλλες

Νομίζω, μπορούμε στην κυριολεξία να πούμε ότι μία καινούργια μέρα ξημερώνει. Ας ελπίσουμε ότι αυτή η καινούργια μέρα είναι μια καινούργια μέρα και για την Ευρώπη, και για την Ελλάδα, καλύτερη από αυτές που έχουμε περάσει τον τελευταίο καιρό.

Θα ήθελα, πρώτα απ΄ όλα, να ευχαριστήσω όλους τους Έλληνες  και τις Ελληνίδες για τις  θυσίες τους, γιατί με τις θυσίες αυτές έδωσαν τη δυνατότητα στην Ελλάδα να παραστεί σε αυτή τη Σύνοδο και να διαπραγματευθούμε, με ισχυρό εργαλείο και όπλο την αξιοπιστία μας, την ελάφρυνση του πιο σημαντικού βάρους, αυτού που κουβαλάμε όλοι μας από το παρελθόν, την υπερχρέωση της πατρίδας μας.

Χωρίς τη συγκλονιστική  προσπάθεια όλων των Ελλήνων, όλα  αυτά θα είχαν τελειώσει από πέρυσι το Μάιο. Δηλαδή – και αυτό μην το ξεχνάμε ποτέ – αν δεν είχαμε κάνει  τίποτα, δεν θα ήμασταν εδώ σήμερα, θα είχαμε χρεοκοπήσει από πέρυσι το Μάιο και αυτό θα είχε τραγικές συνέπειες, που θα έκαναν πολύ δύσκολη την κατάσταση που ζούμε, ακόμα πιο δύσκολη από τη σημερινή. Θα φάνταζε ιδανική η σημερινή κατάσταση μπροστά στο τι θα ζούσαμε, καθώς η χώρα θα είχε λυγίσει κάτω από το βάρος της υπερχρέωσης που κληρονομήσαμε.



 

Αποφύγαμε λοιπόν αυτό το θανάσιμο εθνικό κίνδυνο. Και μόνο που  βρισκόμαστε σήμερα εδώ είναι  επίτευγμα, επίτευγμα όλων των Ελλήνων  και μην το ξεχνάμε αυτό ποτέ. Σήμερα, έχουμε πια τη δυνατότητα να κλείσουμε οριστικά τους λογαριασμούς της χώρας με το παρελθόν, για να μπορέσουμε πια να αφιερώσουμε απερίσπαστοι όλες μας τις δυνάμεις στο σήμερα και το αύριο, στο μέλλον της χώρας. Να φύγει το βάρος του παρελθόντος και να μπούμε σε μία εποχή αναπτυξιακή, που θα βασίζεται στις δικές μας δυνάμεις.

Όπως ξέρετε, μέσα σε συνθήκες πρωτοφανούς αβεβαιότητας, με πολλές χώρες σε κρίση, κληθήκαμε να διαπραγματευθούμε  ένα ζήτημα υπαρξιακού χαρακτήρα  για τη χώρα, ένα ζήτημα που αφορά  κάθε εργαζόμενο, κάθε επιχειρηματία, κάθε μισθωτό, κάθε άνεργο, κάθε αγρότη, κάθε Έλληνα και κάθε Ελληνίδα, τους πάντες.

Το μεγάλο βάρος που  κουβαλάμε από το παρελθόν, είναι  αυτό της υπερχρέωσης. Είναι πρώτιστα και ζήτημα εθνικής ασφάλειας  για τη χώρα. Και βεβαίως, υπάρχουν περιορισμοί παντού. Για παράδειγμα, υπάρχουν 17 διαφορετικά πολιτικά συστήματα, μεταξύ των οποίων είμαστε κι εμείς, και υπάρχουν 16 διαφορετικά Εθνικά Κοινοβούλια, 16 διαφορετικές Κυβερνήσεις, με τα δικά τους εσωτερικά προβλήματα και προτεραιότητες.

Αλλά και με πολλούς  στο εσωτερικό της χώρας μας, να καλλιεργούν συνειδητά και συνεχώς ένα κλίμα ηττοπάθειας και ανασφάλειας, ότι θα αποτύχουμε. Και αυτή η εσωτερική ανασφάλεια, πολλές φορές, τροφοδοτούσε τη διεθνή κοινή γνώμη, τον διεθνή Τύπο, αλλά και τη διεθνή ανασφάλεια, που με τη σειρά της επιδείνωνε την ανασφάλεια και στη δική μας χώρα.

Αυτή η γενικευμένη  ανασφάλεια που έχουμε ζήσει τον  τελευταίο καιρό επιδεινώθηκε από  το γεγονός ότι υπήρχε δυσπιστία  στη μεγάλη και σημαντική απόφαση  της 21ης Ιουλίου, που δεν μπόρεσε να εφαρμοστεί, κυρίως λόγω της αλλαγής σε θέματα όπως των επιτοκίων, αλλά και της ασύμμετρης τελικά κατανομής των βαρών υπέρ των τραπεζών και κατά του δημόσιου τομέα.

Κληθήκαμε επίσης να αντιμετωπίσουμε  την κακόπιστη κριτική εκείνων, που επιχείρησαν να χρησιμοποιήσουν  την Ελλάδα ως αποδιοπομπαίο τράγο, για να καλυφθούν άλλες αδυναμίες ή άλλες επιδιώξεις, ή για να μην δούμε όλοι κατά πρόσωπο ποια είναι τα πραγματικά προβλήματα στην Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Εμείς κλείσαμε τα αφτιά  μας στις σειρήνες της καταστροφής  και στρωθήκαμε στη δουλειά, έχοντας ως μεγάλο διαπραγματευτικό όπλο την υπεράνθρωπη προσπάθεια των Ελλήνων πολιτών τα τελευταία δύο χρόνια. Επιδιώξαμε να οικοδομήσουμε πάνω στα θετικά της απόφασης του Ιουλίου και να εξασφαλίσουμε μια συμφωνία, αν θέλετε, 21ης Ιουλίου plus – συν, δηλαδή μια καλύτερη συμφωνία. Να διατηρήσουμε και να ενισχύσουμε όλα τα πλεονεκτήματα, αλλά να αναιρέσουμε και τα όποια μειονεκτήματα.

Παρά τις πρωτοφανείς  αντιξοότητες, που όλοι μας ζήσαμε, παρά την αβεβαιότητα που εντάθηκε μετά από ισχυρές πιέσεις που ασκήθηκαν τους τελευταίους μήνες ακόμα και σε πολύ ισχυρές χώρες της Ευρωζώνης, καταφέραμε να πετύχουμε το στόχο μας.

Μπήκαμε στη διαπραγμάτευση, με στόχο ένα νέο πρόγραμμα, τη διασφάλιση των χρηματοοικονομικών μας αναγκών μέχρι το 2014, για να λύσουμε το πρόβλημα της ρευστότητας και επανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών και να καταστήσουμε εντέλει και το χρέος βιώσιμο, σύμφωνα και με τις πιο αυστηρές αναλύσεις, δηλαδή τις αναλύσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αλλά και του Διεθνούς Νομισματικού  Ταμείου.

Το πακέτο της σημερινής  συμφωνίας, πρώτα απ’ όλα, επιβεβαιώνει τους θετικούς όρους του νέου προγράμματος, όπως είχαν συμφωνηθεί τον Ιούλιο. Δηλαδή, το μέγεθος της χρηματοδότησης, τα χαμηλά επιτόκια, την περίοδο χάριτος και τη μεγαλύτερη περίοδο αποπληρωμής.

Δεύτερον, το πακέτο της  σημερινής συμφωνίας επιβεβαιώνει τη διασφάλιση της ρευστότητας του  ελληνικού τραπεζικού συστήματος και  την ενίσχυση της κεφαλαιακής  του επάρκειας. Και αυτά ενδιαφέρουν  πρωτίστως τον Έλληνα πολίτη γιατί, για μας, προστασία των τραπεζών σημαίνει, πάνω και πρώτα απ’ όλα, προστασία του καταθέτη και ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας.

Βεβαίως, για να διαμορφωθεί το πακέτο, έπρεπε να διαμορφωθούν και  οι όροι της συμμετοχής των τραπεζών και, βέβαια, όσων είχαν και έχουν ελληνικά ομόλογα. Στόχος μας, η κατανομή των βαρών μεταξύ ιδιωτών και Δημοσίου να γίνει με ισόρροπο,  πιο δίκαιο, πιο αναλογικό τρόπο.

Η σημαντική αλλαγή είναι ότι επιτυγχάνεται η μείωση του  ονομαστικού βάρους του ελληνικού χρέους, που είναι σχεδόν 4 φορές μεγαλύτερη σε σχέση με τον Ιούλιο. Γιατί ενώ τον Ιούλιο η μείωση του ονομαστικού χρέους ήταν 11,6% του ΑΕΠ, τώρα ανέρχεται κοντά στο 50% του ΑΕΠ. Αυτό βεβαίως συνεπάγεται αντίστοιχα πολύ μεγαλύτερη ανάληψη ζημιών από τις τράπεζες, αλλά θεωρώ ότι είναι μια δίκαιη πια κατανομή των βαρών. Αίρονται βάρη από τον Ελληνικό λαό και μεταφέρονται στις τράπεζες.

Έτσι, η απόφαση του  Ευρωπαϊκού Συμβουλίου εναρμονίζεται  απόλυτα με το στόχο που είχε θέσει  η Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, δηλαδή το ελληνικό δημόσιο χρέος να ανέρχεται μόνο στο 120% του ΑΕΠ, το 2020.

Το χρέος θεωρούμε ότι είναι απολύτως βιώσιμο, γιατί  συνδυάζει πια τα νέα χαμηλότερα επιτόκια, την προσδοκώμενη αναπτυξιακή ανάκαμψη και τα ετήσια πρωτογενή πλεονάσματα, που οφείλει να παράγει η χώρα μετά τη δημοσιονομική προσαρμογή που επιτυγχάνουμε, χάρη βεβαίως στις μεγάλες θυσίες του Ελληνικού λαού. Γι΄ αυτά παλέψαμε και καταφέραμε, με τον αγώνα των Ελλήνων, να πιάσουν τόπο αυτές οι θυσίες, προς όφελος των παιδιών μας.

Η απαλλαγή της πατρίδας μας από ένα μεγάλο μέρος του  ιστορικού βάρους του δημοσίου χρέους, μπορεί να μας βάλει σε μια νέα  αφετηρία, αρκεί εμείς να μείνουμε σταθεροί στο στόχο μας. Από το 2012, να πούμε – και αυτός είναι ο στόχος – τέρμα πλέον τα πρωτογενή ελλείμματα, να μην παράγουμε πια ελλείμματα. Από το 2012 και για πάντα, περνάμε στα πρωτογενή πλεονάσματα. Να παράγει η ελληνική οικονομία πλεονάσματα. Αυτά βεβαίως δεν θα μπορούσαν να  γίνουν χωρίς τις θυσίες, όπως είπα.

Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό  με το γεγονός ότι μειώνεται ήδη  σημαντικά από το 2012 το ετήσιο βάρος  για την εξυπηρέτηση του χρέους μας, μας επιτρέπουν πραγματικά να ανασάνουμε, διότι θα μπορούμε να μειώσουμε σημαντικά – δεν έχουμε ακόμα τους συγκεκριμένους αριθμούς, γιατί αυτά βεβαίως θα βγουν από την τελική διευθέτηση της διαπραγμάτευσης που έχουμε με τον ιδιωτικό τομέα – το κόστος των τόκων που σήμερα πληρώνει ο Ελληνικός λαός.

Με αυτή την απόφαση, εκπληρώνουμε και ένα πατριωτικό μας καθήκον. Η ελάφρυνση του βάρους της πατρίδας μας, αλλά και τα πλεονάσματα που θα παράγουμε, εγγυώνται τη δυνατότητα να φύγουμε, σιγά αλλά σταθερά, από την επιτήρηση και από εξαρτήσεις. Πολλοί θέλουν και δικαίως φωνάζουν ότι πρέπει να φύγουμε από κηδεμονίες και εξαρτήσεις – αυτό κάνουμε στην πράξη. Όχι με φωνές, όχι με μεγάλες κορώνες, αλλά το κάνουμε στην πράξη. Γιατί όσο η Ελλάδα θα ήταν εξαρτημένη από ένα πολύ μεγάλο χρέος, με τεράστια βάρη, τόσο βεβαίως δεν θα μπορούσε να ανακτήσει την αυτονομία της.

Γι΄ αυτό το λόγο, για  μας, δεν υπήρξε ποτέ δίλημμα, να βάλουμε  πάνω από το εθνικό συμφέρον το οποιοδήποτε  ιδιωτικό συμφέρον. Γι΄ αυτό, με έκπληξη  παρακολουθήσαμε τις τελευταίες ημέρες ακόμα και «προοδευτικές» φωνές, διαμορφωτές της κοινής γνώμης, να ανησυχούν επειδή μειώνουμε το δημόσιο χρέος. Δημιουργούσαν ένα κλίμα ανησυχίας, επειδή μειώνουμε το δημόσιο χρέος – πραγματικά, είναι παράδοξο αυτό. Δηλαδή, εμείς μεταφέραμε ένα βάρος από τον Έλληνα, από τον Ελληνικό λαό, στις πλάτες των τραπεζών, και θεωρούμε ότι ήταν μια δίκαιη μεταφορά των βαρών.

Θέλω όμως να απαντήσω και σε όσους θέλησαν να προτάξουν  την ανησυχία τους για την περιουσία  των Ασφαλιστικών Ταμείων. Επαναλαμβάνουμε  ότι η σημερινή απόφαση του  Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και η εφαρμογή της δεν θα προκαλέσει καμία μείωση του επιπέδου όπου βρίσκεται σήμερα η περιουσία των Ασφαλιστικών Ταμείων, γιατί εμείς έχουμε ειλημμένη απόφαση, απόφαση της Κυβέρνησης, να αναπληρωθεί σε επίπεδα τουλάχιστον ίδια με αυτά που θα προέκυπταν από την εφαρμογή της απόφασης του Ιουλίου.

Οι ασφαλισμένοι και  οι συνταξιούχοι μπορούν να είναι  ήσυχοι για τα Ασφαλιστικά τους Ταμεία, όπως βεβαίως και για τις συντάξεις  τους. Όσοι όμως ανησυχούν για άλλους λόγους, επικαλούνται δηλαδή προσχηματικά το ενδιαφέρον τους για τους ασφαλισμένους, καλό είναι να μην μπερδεύουν τις μετοχικές συνθέσεις των τραπεζών με την κοινωνική και ασφαλιστική πολιτική, που αποτελεί και βασική μέριμνα και προτεραιότητα της Πολιτείας και, επομένως, της ίδιας της Κυβέρνησής μας.

Είναι προφανές ότι η  σημερινή απόφαση, όχι μόνο δεν θίγει  συντάξεις, αλλά αντιθέτως, με την ελάφρυνση  της εξυπηρέτησης των τόκων από  του χρόνου, διευκολύνεται η άσκηση της κοινωνικής και ασφαλιστικής πολιτικής. Επίσης, οι ελληνικές τράπεζες, με διασφαλισμένη τη ρευστότητα και την επανακεφαλαιοποίησή τους, εξυγιαίνονται πλήρως.

Είναι πολύ πιθανόν, ένα  μεγάλο μέρος των τραπεζικών μετοχών  να περιέλθουν στο Ελληνικό Δημόσιο  με αυτή τη διαδικασία που ακολουθούμε, όμως, η διάθεση αυτών των μετοχών  που θα περιέλθουν στο Δημόσιο, μετά την εξυγίανσή τους, θα γίνει το ταχύτερο δυνατό. Θα διατεθούν δηλαδή ξανά, όσο πιο σύντομα γίνεται, σύμφωνα με διεθνείς και ευρωπαϊκές πρακτικές που έχουν ακολουθηθεί και σε άλλες χώρες και έχουν δώσει ένα πολύ θετικό αποτέλεσμα στις άλλες χώρες και για τον κρατικό προϋπολογισμό.

Με την εφαρμογή των  αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, αλλάζουν τα επίπεδα ρευστότητας  στην ελληνική οικονομία. Αυτό είναι  ό,τι πιο θετικό μπορεί να συμβεί για  την υποστήριξη της ανάπτυξης, δηλαδή των επιχειρήσεων, των νοικοκυριών, της απασχόλησης, την καταπολέμηση της ανεργίας, δηλαδή, την στήριξη της πραγματικής οικονομίας.

Με τη μείωση του ονομαστικού  βάρους του δημοσίου χρέους και την  έναρξη εφαρμογής του νέου προγράμματος, διαμορφώνονται και προϋποθέσεις για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Πρέπει να πάμε σε ένα άλλο αναπτυξιακό μοντέλο. Η Ελλάδα, η χώρα μας, πρέπει να γίνει μια χώρα που παράγει και όχι μόνο μια χώρα που καταναλώνει. Πρέπει να γίνουμε μια χώρα που εξάγει και όχι μόνο εισάγει ακόμα και είδη βασικής ανάγκης, είδη λαϊκής κατανάλωσης.

Εκτός όμως από εκείνους που δήθεν ανησυχούσαν για  τα Ασφαλιστικά Ταμεία, είχαμε και  πολλούς «υπέρ-πατριώτες». Με αφορμή το σημερινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, πάρα πολλοί χρησιμοποίησαν υπέρ-πατριωτικές κορώνες, στο όνομα της εθνικής κυριαρχίας, χωρίς να περιμένουν τις τελικές αποφάσεις. Και με τρόπο, θα έλεγα, ανεύθυνο, διαβεβαίωναν σε όλους τους τόνους ότι το νέο πρόγραμμα και η δραστική μείωση του βάρους του δημοσίου χρέους θα συνοδευθεί από επαχθείς όρους, προσβλητικούς για την εθνική μας ανεξαρτησία, την εθνική μας κυριαρχία και την αξιοπρέπεια του Ελληνικού λαού.

Πρώτα απ΄ όλα, πρέπει να πει κανείς ότι η μείωση των  βαρών βοηθά ακριβώς στην απελευθέρωσή μας από την εξάρτηση, αλλά ακόμα  και γι΄ αυτούς τους λεγόμενους «επαχθείς όρους» βιάστηκαν, επένδυσαν για μία ακόμα φορά στην αποτυχία της χώρας και διαψεύδονται από τα συμπεράσματα, για τα οποία δώσαμε σκληρή μάχη, πετυχαίνοντας αυτά ακριβώς που ζητήσαμε.

 

Επιτέλους, να τελειώνουμε  με την προπαγάνδα και την εύκολη λασπολογία. Εμείς παλεύουμε για την πατρίδα. Όλοι αγαπάμε το ίδιο τον τόπο μας και όλοι παλεύουμε για το καλό του. Μπορεί να διαφωνούμε, αλλά ας σταματήσουμε να τρώμε τις σάρκες μας.
Οι εταίροι μας, οι θεσμοί που μας στηρίζουν, η Ευρωπαϊκή  Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, θέλουν να πετύχει το πρόγραμμα και μας προσφέρουν στήριξη, τεχνική βοήθεια, τεχνογνωσία, αλλά η κυριαρχική ευθύνη και η αρμοδιότητα εφαρμογής του προγράμματος ανήκει στην Ελληνική Κυβέρνηση και στη Βουλή των Ελλήνων.

 

Τις τελευταίες εβδομάδες, όμως, ακούσαμε κι άλλα. Κάποιοι στήριξαν, με απόλυτη βεβαιότητα μάλιστα, ότι  η Ελλάδα είναι απούσα από τις  διαπραγματεύσεις. Το ακούσαμε κι αυτό! Δεν προσβάλλουν εμένα, ούτε τους Υπουργούς της Κυβέρνησης, που μήνες τώρα δεν έχει περάσει ημέρα που να μην δίνουν μάχες. Προσβάλλουν σίγουρα τα δεκάδες στελέχη της Ελληνικής Κυβέρνησης, τους Διπλωμάτες, τους Συμβούλους και όλους αυτούς που έχουν ξεχάσει τι σημαίνει ξεκούραση, συμμετέχοντας στη συνεχή και σκληρή διαπραγμάτευση.

Η αλήθεια είναι ότι  με μεγάλη προθυμία οι εταίροι μας  θα ανέθεταν στην Ελλάδα να διαπραγματευθεί  μόνη της με τον ιδιωτικό τομέα. Εμείς  ζητήσαμε, ακριβώς για να έχουμε πολύ πιο μεγάλη διαπραγματευτική ισχύ, οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, που βεβαίως τις υλοποιούσε η Ελλάδα, να διέπονται και από το Ελληνικό Δίκαιο. Αλλά και να στηρίζονται από μια διαπραγματευτική ομάδα, με τη συμμετοχή των θεσμών της Ευρωζώνης, με την παρουσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, με ενεργό συμμετοχή των μεγαλύτερων κρατών-μελών, όπως είναι η Γερμανία και η Γαλλία, αλλά βεβαίως και με μια ισχυρή ομάδα διεθνών Συμβούλων.

Έτσι διαμορφώθηκε και  διαμορφώνεται το ισχυρό μέτωπο, που  διασφαλίζει τα συμφέροντα όχι μόνο της Ευρωζώνης, αλλά και της ίδιας της Ελλάδας. Έτσι εξελίχθηκε και η διαδικασία όλους τους προηγούμενους μήνες, και σε πολιτικό, και σε τεχνικό επίπεδο.

Τέλος, εμείς από την  αρχή της κρίσης τονίζαμε ότι δεν  περιορίζεται η κρίση αυτή στην Ελλάδα, αλλά είναι ευρωπαϊκή και ότι αυτό οφειλόταν στο συστημικό και θεσμικό έλλειμμα της Ευρωζώνης. Δυστυχώς, η Ελλάδα πλήρωσε πρώτη αυτά τα συστημικά προβλήματα. Αν θέλετε, ήμασταν και ένα πειραματόζωο στην προσπάθεια επίλυσης της κρίσης, με όλα όσα σήμαιναν αυτά τα προβλήματα και για τις πολλές και νέες προσαρμογές που χρειάστηκαν και στο πρόγραμμά μας.

Εμείς είπαμε από την  αρχή ότι χρειαζόταν ενίσχυση της  Ευρωζώνης και οι εξελίξεις μάς  δικαίωσαν. Αποφασίστηκε να προχωρήσουν  στην ενίσχυση των θεσμών, των εργαλείων, αλλά και της διακυβέρνησης της Ευρωζώνης. Αυτά είναι θέματα που προχωρούν, αλλά και δρομολογούνται και για το μέλλον. Θα δείτε τις αποφάσεις, τις πολύ σημαντικές αποφάσεις για τον μηχανισμό «EFSF», αλλά και πολλά άλλα, που αφορούν και στις τράπεζες, και στην εμβάθυνση της οικονομικής συνεργασίας στην Ευρωζώνη.

Επιτρέψτε μου, πριν κλείσω, να ευχαριστήσω μερικούς τουλάχιστον  από τους πολλούς συνεργάτες που  συνέβαλαν και να πω, επίσης, ότι  μερικοί είχαν τέτοια πίεση, που  θα έπρεπε να τους παρασχεθεί και ιατρική περίθαλψη. Βλέπω τον Γιώργο Ζανιά εδώ, που ευτυχώς είναι κοντά μας, είναι όμως και ο άλλος Γιώργος, ο Γλυνός, που δεν μπόρεσε να είναι μαζί μας, ο οποίος από την πίεση έπαθε δυστυχώς έμφραγμα, αλλά ευτυχώς είναι καλύτερα τώρα.

Να ευχαριστήσω, λοιπόν, τον Γιώργο Ζανιά, τον Πέτρο Χριστοδούλου, την Μαρία Ασημακοπούλου, τον Γιώργο Γλυνό, τον Θεόδωρο Σωτηρόπουλο, που είναι ο Πρέσβης μας εδώ και, βεβαίως, από την Κυβέρνηση, τον Βαγγέλη Βενιζέλο, τον Φίλιππο Σαχινίδη, την Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου, τον Ηλία Μόσιαλο, καθώς και πολλούς σημαντικούς ξένους τεχνικούς Συμβούλους.

Και θέλω να σας πω ότι  οι εταίροι μας, πολλές φορές, επικαλέστηκαν  την ελληνική ομάδα διαπραγμάτευσης  και τους τεχνικούς Συμβούλους που  είχαμε, θεωρώντας τους ως την καλύτερη δυνατή ομάδα διεθνώς, και συμβουλεύονταν αυτούς τους ανθρώπους, για να φθάσουμε σε ένα αποτέλεσμα.

Και πάλι, τους ευχαριστώ. Να απαντήσουμε σε μερικές ερωτήσεις, παρότι είμαστε όλοι αρκετά κουρασμένοι, όπως καταλαβαίνετε, για να μπορούμε να γυρίσουμε σιγά-σιγά στην πατρίδα, προκειμένου να συνεχίσουμε το έργο μας.

Ολόκληρη η Συνέντευξη Τύπου του Πρωθυπουργού Γιώργου Α. Παπανδρέου μετά τη Σύνοδο Κορυφής στις Βρυξέλλες.

Το βίντεο της συνέντευξης τύπου και φωτογραφικό υλικό.