Της Μαριάννας Τζιαντζή

«Θαρρεί κανείς πως μια βόμβα νετρονίου έχει παντού πλήξει τη δημοκρατία. Οι δομές της παραμένουν άθικτες, αλλά η ζωή μέσα τους έχει στεγνώσει. Δεν υπάρχει σχεδόν καμία ευρωπαϊκή χώρα όπου μπορεί κανείς να διαλέξει πραγματικά ανάμεσα στην πολιτική του κυβερνώντος κόμματος και εκείνην της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Τα μεγάλα ζητήματα σπάνια συζητιούνται στη Βουλή… το μόνο που μένει είναι η φλυαρία και η πόζα».

Αυτά έλεγε ένας Βρετανός συγγραφέας και αρθρογράφος, ο Τζορτζ Μονμπάιοτ, τον Νοέμβριο του 2003, τη χρονιά της νικηφόρας επέμβασης της Συμμαχίας των Πρόθυμων στο Ιράκ. Και αν εκείνη η πικρή διαπίστωση περιείχε έναν κόκκο αλήθειας τότε, στην προ κρίσης εποχή, αναρωτιέται κανείς αν σήμερα έχει κάποια σχέση με το ευρωπαϊκό δράμα που ακόμα δεν έχει φτάσει στην κορύφωσή του.

Ολο και πιο συχνά βλέπω στον δρόμο ανθρώπους με τη σφραγίδα του φόβου στο πρόσωπό τους. Γυναίκες που λιποθυμούν μες στο βαγόνι του ηλεκτρικού, άνδρες που τα πόδια τους λυγίζουν και αναρωτιέμαι αν η ανημπόρια τους οφείλεται στην πείνα ή στο στερητικό σύνδρομο. Δάσκαλοι και καθηγητές λένε ότι φέτος η έκφραση των παιδιών είναι αλλιώτικη, ότι η αγωνία του σπιτιού, των ενηλίκων μεταφέρεται στη σχολική τάξη.

Ο φόβος για το μεγάλο κακό που μας περιμένει χρησιμοποιήθηκε για να πειστούμε ότι χρειαζόμαστε μια κυβέρνηση συνεργασίας ή εθνικής σωτηρίας, όμως ο φόβος και η δημοκρατία είναι έννοιες ασύμβατες. Στη Βαγδάτη, το 2003, λίγες εβδομάδες μετά τη «σωτηρία» της, συναντούσες στον δρόμο μοναχικούς ανθρώπους, ντόπιους, να περπατούν με τα χέρια σηκωμένα ψηλά και ας μην τους το είχε ζητήσει κανείς και ας μη σημάδευε καμία κάννη την πλάτη ή τον κρόταφό τους – σύμφωνα με τη μαρτυρία του αξέχαστου Γιάννη Διακογιάννη, που τότε ήταν πολεμικός ανταποκριτής στην ιρακινή πρωτεύουσα. Μια πολύ λεπτή γραμμή χωρίζει τον φόβο από την (αυτο)ταπείνωση…

Εξι (ή μάλλον πάνω από έξι) στους δέκα Ελληνες φοβούνται ότι το 2012 θα είναι άνεργοι, σύμφωνα με την έρευνα που παρήγγειλε το ΕΒΕΑ και η οποία δημοσιοποιήθηκε αυτή την εβδομάδα, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι φέτος τον Μάρτιο η αναλογία ήταν τρεις στους δέκα. Και όσοι δεν φοβούνται μήπως χάσουν τη δική τους δουλειά αγωνιούν για το αν θα έχουν ή θα βρουν δουλειά τα παιδιά τους. Πώς να ανθήσει η δημοκρατία, όταν σιγοσβήνει η πνοή της ζωής και της ελπίδας;

Σήμερα οι συνθήκες, στην Ελλάδα και αλλού, είναι διαφορετικές από ό,τι το 2003, όμως αν τότε η δημοκρατία ψυχορραγούσε μία φορά, τώρα αργοπεθαίνει δέκα – και ας μένουν άθικτες οι δομές της και ας διασφαλίζεται η «ομαλότητα». Είναι αυτονόητο ότι ο Μονμπάιοτ δεν υπαινίσσεται πως οι εκτός Ευρώπης χώρες είναι περισσότερο δημοκρατικές, αλλά κάνει τη διάκριση ανάμεσα στο σχήμα και στη ζωντάνια της δημοκρατίας.

Δεν ξέρω αν η νέα κυβέρνηση είναι παιδί του φόβου ή ώριμο τέκνο της ευθύνης, όπως λένε τα επίσημα χείλη. Ομως πλάι στον φόβο γεννιέται, και μάλιστα κάποτε γιγαντώνεται, το αντίθετό του: η ελπίδα για μια καλύτερη ζωή για όλους και όχι απλώς για την εξασφάλιση της ατομικής μας επιβίωσης. Οχι το τυφλό ξέσπασμα της οργής, αλλά η δίψα και ο αγώνας για μια δημοκρατία που δεν θα την έχει πλήξει μια νοερή βόμβα νετρονίου. Μια δημοκρατία που θα την τρέφουν η δημιουργικότητα, η τίμια εργασία, η φαντασία, ο στοχασμός και το τραγούδι των μέχρι χθες φοβισμένων.