Τον περασμένο αιώνα, το μοντέλο της ανακατανομής του εισοδήματος περιόρισε τις κοινωνικές ανισότητες. Η επιλογή αυτή ήταν συνδεδεμένη με τη μνήμη των μεγάλων συλλογικών δοκιμασιών, και κυρίως των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, και με τον φόβο του κομμουνισμού, που ανάγκασε ακόμη και τα πιο συντηρητικά καθεστώτα να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις.

Σήμερα, αυτοί οι δύο παράγοντες δεν είναι πια τόσο ισχυροί. Το «κίνητρο» για την αλληλεγγύη έχει έτσι υποχωρήσει. Κι έχουν ενισχυθεί δύο κακά, ουσιαστικά οι δύο όψεις του νεοφιλελευθερισμού: οι ανισότητες κι ένας διαλυτικός ατομισμός.

Η νέα κυρίαρχη ιδεολογία είναι η λατρεία της αξιοκρατίας, λέει ο Πιερ Ροζανβαλόν, καθηγητής στο Collège de France, που το τελευταίο του βιβλίο τιτλοφορείται «Η κοινωνία των ίσων» (θα κυκλοφορήσει προσεχώς από τις Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ). Είναι αλήθεια ότι σε πολιτικό επίπεδο οι δημοκρατίες είναι σήμερα πιο ισχυρές απ’ ό,τι πριν από τριάντα χρόνια, τα αντίβαρα πιο οργανωμένα, η ενημέρωση πληρέστερη. Παρακμάζει όμως η δημοκρατία ως κοινωνικός σύνδεσμος που στηρίζεται στην ισότητα. Κι αυτό είναι πολύ επικίνδυνο. Μια δημοκρατία δεν μπορεί να συνεχίσει να αναπτύσσεται όταν λείπει από τα άτομα ή αίσθηση ότι ανήκουν σε μια ενιαία κοινωνία. Ερχεται τότε να γεμίσει το κενό ο λαϊκισμός, με μια εθνικιστική ιδεολογία που στηρίζεται στον αποκλεισμό, την ξενοφοβία και μια υποθετική ομοιογένεια.

Η έμφαση που δίνεται τα τελευταία τριάντα χρόνια στην αξιοκρατία και την ισότητα των ευκαιριών, λέει ο γάλλος καθηγητής σε συνέντευξή του στη «Ρεπούμπλικα», συνοδεύεται από μια σχεδόν ανθρωπολογική μεταμόρφωση του ατομισμού. Εχουμε την εντύπωση ότι διαθέτουμε μια επιπλέον εξουσία στη ζωή μας μόνο και μόνο επειδή είμαστε ενημερωμένοι καταναλωτές. Το ότι έχουμε να διαλέξουμε όμως ανάμεσα σε δέκα κινητά τηλέφωνα δεν μας κάνει υπεύθυνους πολίτες. Το ζητούμενο είναι η επεξεργασία μιας νέας φιλοσοφίας της ισότητας, που δεν θα στηρίζεται πια στην ομοιογένεια και την ισοπέδωση, αλλά θα λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες του καθενός. Μαζί μ’ αυτή την ισότητα «θέσεων» πρέπει να προωθηθεί και μια ισότητα «αμοιβαιότητας»: ο καθένας συνεισφέρει με ανάλογο τρόπο σε μια κοινωνία όπου η ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων είναι ίδια για όλους. Σ’ αυτήν ακριβώς την αμοιβαιότητα βασίζονται οι «αόρατοι θεσμοί» που ρυθμίζουν την κοινωνική ζωή: η εμπιστοσύνη, η νομιμότητα, ο σεβασμός της αρχής. Θεσμοί που δυσκολεύονται σήμερα να διατηρήσουν το κύρος τους και την αποτελεσματικότητά τους.

Να γιατί η ισότητα πρέπει να επιστρέψει στο κέντρο του κοινωνικού χώρου, καθιστώντας δυνατή την ισότητα «της συμμετοχής» που βρίσκεται στο κέντρο της πολιτικής και δημοκρατικής ζωής. Η προώθηση αυτού του είδους της ισότητας – δηλαδή μιας συμμετοχής στα κοινά που δεν θα εξαντλείται στην άσκηση του εκλογικού δικαιώματος – είναι προς το συμφέρον όλων. Ενας κόσμος της ανισότητας, εκτός του ότι αποτελεί προσβολή για τους πιο φτωχούς, είναι ένας κόσμος που κυριαρχείται από ανασφάλεια, βία και υψηλό κοινωνικό κόστος. Η κοινωνία της ανισότητας δεν είναι μόνο άδικη, συνιστά και οικουμενική απειλή.