Γράφει η Φαννούλα Αργυρού, 

Απεβίωσε στις 01.17 του Σαββάτου 19 Νοεμβρίου 2011 μετά από μεγάλη πάλη με την ασθένεια ο ακούραστος μαχητής της Γνώσης Δρ. Νεοκλής Σαρρής.  Η νεκρώσιμη ακολουθία του θα τελεστεί τη Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011 και ώρα 15.00 στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.

Τον μεγάλο  αυτό καθηγητή συνάντησα για πρώτη φορά  πριν πολλά χρόνια, αρχές της δεκαετίας του 1990 και η πρώτη μας συνάντηση ήταν στη Πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα.

Είχε μάθει ότι ετοιμαζόταν το δεύτερο μου βιβλίο « Έτσι Κατέστρεψαν την Κύπρο» από την εφημερίδα Σημερινή (Συγκρότημα ΔΙΑΣ) στην Κύπρο. Είχαμε μάλιστα μιλήσει και για να έγραφε το πρόλογο του βιβλίου, κάτι που δεν έγινε δυνατό εφόσον ενδιαφέρθηκε τότε τόσο ζεστά ο Μακαριότατος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ.κ. Χρυσόστομος ο Α’.

Πολλές φορές συζητήσαμε και ανταλλάξαμε απόψεις για τα βρετανικά έγγραφα και την τουρκική πολιτική που πάντα ήταν και το κύριο θέμα των συναντήσεών μας. ΄Ηταν μια πηγή σπάνιας γνώσης και αντίληψης, λεπτομερειών που ελάχιστοι εντοπίζουν. Όπου κρύβονται και τα σοβαρότερα στοιχεία στις εξωτερικές πολιτικές άλλων χωρών (εκτός των δικών μας δυστυχώς),

Το Μάρτιο του 2004 ως Κίνηση Κυπρίων Πολιτών στο Λονδίνο εναντίον του καταστροφικού «Σχεδίου Ανάν» καλέσαμε τον Καθηγητή Ν. Σαρρή ως κύριο ομιλητή σε εκδήλωση στα πλαίσια της εκστρατείας μας εναντίον του σχεδίου αυτού.

Η εκδήλωση έλαβε χώρα τη Δευτέρα, 29 Μαρτίου 2004, στις 8.00 μ.μ. στο οίκημα της Ελληνικής Κυπριακής Αδελφότητας Λονδίνου (Britannia Road, North Finchley, London N12).

Και είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε σε βάθος. Συμφωνούσε απόλυτα μαζί μου ότι για να καταλάβεις καλύτερα τον αντίπαλό σου πρέπει να γνωρίζεις τη γλώσσα του. ‘Οπως και ο ίδιος και  εγώ (λόγω Μικρασιατικής καταγωγής της οικογένειας του πατέρα μου) γνωρίζαμε τη τουρκική και τη μιλούσαμε μεταξύ μας.

Η γλώσσα είναι το σπουδαιότερο  εργαλείο που σε οδηγεί να εμβαθύνεις στο τρόπο σκέψης και εκτίμησης του αντιπάλου. Κάτι δυστυχώς που δεν εκτίμησε ούτε η ελλαδική ούτε και η ελληνοκυπριακή πλευρά και ας το είχε για δεκαετίες και φορτικά τονίσει και ένας άλλος ιδίας γνωστικής εμβέλειας ο μ. Δρ. Κώστας Κύρρης. Τον οποίο βεβαίως αγνόησαν όλες οι μέχρι σήμερα αλαζονικές και ανίκανες κυπριακές κυβερνήσεις. Οι «αγάνωτοι τενεκέδες» όπως τους χαρακτήριζε συχνά ο Δρ. Κύρρης…Εξού και το αξιοθρήνητο κατάντημα του Κυπριακού σήμερα.

Αιωνία να είναι η Μνήμη, ναι και αυτού του πραγματικού Έλληνα και ίσως κάποιοι στις επόμενες γενιές του Ελληνισμού φανούν πιο άξιοι τιμητές από τους σημερινούς Έλληνες στο να αξιολογήσουν πολύ καλύτερα και καταγράψουν με όλη τη πρέπουσα αξιοπρέπεια και ευγνωμοσύνη τον ιστορικό πλούτο και ΓΝΩΣΗ που μας άφησε κληρονομιά. Ευχή μόνο να μην είναι πολύ αργά για την ελληνική μας Κύπρο…

Με τα βαθιά μου συλλυπητήρια στην οικογένειά του. 

1)   Παραθέτω πιο κάτω το σημερινό σημείωμα εις Μνήμη του Δρ. Νεοκλή Σαρρή, από τον Καθηγητή Παναγιώτη ΄Ηφαιστο από την κατεχόμενη Κερύνεια.

2)   Ένα ιστορικό άρθρο του Δρ. Σαρρή για την πολιτική που ακολουθεί η Τουρκία στο Κυπριακό και  που σκιαγραφεί με αναμφισβήτητο ιστορικό τρόπο σε ποια τουρκική επιδίωξη στοχεύει η κατάπτυστη συμφωνία Χριστόφια/Ταλάτ της 23 Μαίου 2008. Φ.Α.

Του Παναγιώτη Ήφαιστου

Νεοκλής Σαρρής: Η αποβίωση ενός μεγάλου ανθρώπου

Τον Νεοκλή θα τον θρηνήσει η οικογένειά του και θα λείψει στο αμούστακο παιδί του. Θα λείψει και σε όσους από εμάς έτυχε να τον γνωρίσουμε από κοντά και νοιώσαμε την ανθρωπολογική του βαθύτητα, τη δύναμη του πνεύματός του και τον τίμιο και ακέραιο χαρακτήρα του. Θα λείψει όμως και από όσους τον γνώρισαν σαν πανεπιστημιακό δάσκαλο, σαν πνευματική μορφή και σαν μοναδικά εμβριθή γνώστη της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής σε δύσκολα πεδία όπου η γνώση σπανίζει και οι γνώμες κυριαρχούν. Όλοι όσοι τον γνωρίσαμε θα θυμόμαστε αυτό που συνολικά ήταν: Μια μεγάλη ανθρώπινη μορφή και ένα σπανίζων είδος προικισμένου φορέα της μακραίωνης ελληνικότητας.

Δύο λόγια  μόνο θα πω όπως τον γνώρισα ως ακαδημαϊκό, ως άνθρωπο και ως φίλο. Συναντηθήκαμε πριν δύο περίπου δεκαετίες, όταν εντάχθηκα στο Πάντειον Πανεπιστήμιο όπου και αυτός δίδασκε. Ακαριαία με εντυπωσίασε η ευθύτητά του, η ειλικρίνειά του, η καλοσύνη του και η βαθιά πρωτογενής και βιωματική συνάμα και ακαδημαϊκή γνώση της Τουρκίας. Επίσης ο μετριοπαθής του χαρακτήρας και η μετριοφροσύνη του. Συνδυασμός προτερημάτων που δεν συναντάς εύκολα. Περισσότερο με εντυπωσίασε το γεγονός ότι ακόμη και γι’ αυτούς που του επιτίθονταν ανελέητα και άδικα δεν ένοιωθε μίσος. Λίγη πίκρα μόνο, συμπάθεια για την κατάντια τους και ετοιμότητα να συζητήσει μαζί με όλους και για όλα.

Πιο καλά, αν όχι πολύ καλά, τον γνώρισα όταν έκανε την επιμέλεια του βιβλίου του Αχμέτ Νταβούτογλου, Στρατηγικό Βάθος. Η διεθνής θέση της Τουρκίας το οποίο εγώ μεν πρότεινα να κυκλοφορήσει στην ελληνική γλώσσα, πλην τη μετάφρασή του ο Νεοκλής επιθυμούσε διακαώς. Πέραν της γνωστής θέσης «να γνωρίσουμε τον αντίπαλό μας» οι λόγοι είναι βαθύτεροι. Πρωτίστως ήθελε οι συμπατριώτες του να ακούσουν από έναν κορυφαίο τούρκο ηγέτη και ακαδημαϊκό αναλυτή τα ίδια πράγματα που ο ίδιος επί δεκαετίες τους έλεγε, όταν ανάλυε την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας.

Ο Νεοκλής Σαρρής εδώ και πολλές δεκαετίες πρόσφερε στους νεοέλληνες κάτι ανεκτίμητο: Μια βαθιά, μοναδικά εξειδικευμένη και απίστευτα ακριβής γνώση της διαδρομής, της συγκρότησης, του χαρακτήρα, της φυσιογνωμίας και του τρόπου σκέψης των Τούρκων. Λαό που όχι μόνο δεν μισούσε αλλά και που ένοιωθε πως, αν και βαθύτατα Έλληνας, ο ίδιος υπήρξε γέννημα θρέμμα της ταραχώδους, αντιφατικής και τραγικής πορείας του νεοτουρκικού κράτους. Μαζί τους μεγάλωσε, βίωσε την τουρκική κοινωνία και τις αντιθέσεις της και μελέτησε επιστημονικά τη συγκρότησή της και την εξέλιξή της. Τελικά, όπως οι  περισσότεροι Έλληνες της Ανατολής ξεριζώθηκε και βρέθηκε στο νεοελληνικό κράτος. Είχε την πνευματική και ηθική δύναμη, εν τούτοις, να μην βλέπει εχθρικά τον τουρκικό λαό. Παρέμεινε φίλος με όσους τούρκους γνώριζε και επικοινωνούσε συχνά μαζί τους. Ο Σαρρής ουσιαστικά βίωσε απέραντα την αντιφατική συγκρότηση του νεοτουρκικού κράτους, την επικινδυνότητά του, την ποικιλόμορφη ανθρωπολογική σύνθεση της κοινωνίας του και τις τραγικές αντιθέσεις της αλλά και τις συγγένειες μαζί μας. Αναμφίβολα, ο Νεοκλής Σαρρής όσο κανείς άλλος ήταν σπάνιος γνώστης της διαφοροποιημένης ανθρωπολογικής δομής του λαού του νεοτουρκικού κράτους και των ιδιομορφιών της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.

Τα δύο τελευταία χρόνια και κυρίως στη φάση της επιμέλειας του Στρατηγικού Βάθους είχαμε πολύωρες συζητήσεις, οπότε και τον κατάλαβα βαθύτερα και πλατύτερα. Ο Νεοκλής Σαρρής, συνθέτοντας με μοναδικό και απαράμιλλο τρόπο βιωματική γνώση και ακαδημαϊκή γνώση, πολλές φορές μου εξιστορούσε τη διαδρομή των προπάππων του, της οικογένειάς του, των φίλων του στη Μικρά Ασία μέχρι και τον ξεριζωμό τους. Μεταξύ σοβαρού και αστείου του πρότεινα να του πάρω συνέντευξη για να γράψω την προσωπική και πολιτική βιογραφία του. Θα άξιζε τον κόπο γιατί ο Νεοκλής Σαρρής, πνευματικά, βιωματικά και γνωστικά, κυριολεκτικά ενσάρκωνε τη νεότερη ιστορία των νεοελλήνων.

Ο Νεοκλής μιλούσε πάντοτε ισορροπημένα, δίκαια, σωστά και με ακρίβεια που τσάκιζε κόκκαλα. Έλαχε να βρεθώ μαζί του με τούρκους φίλους του και συναδέλφους του. Με άφησε άφωνο ο σεβασμός των Τούρκων για τον Σαρρή. Τον θεωρούσαν τον καλύτερο τουρκολόγο. Αυτό όμως ήταν και το πρόβλημα στην προσωπική και ακαδημαϊκή παρουσία του στο νεοελληνικό κράτος. Τα εγχώρια καθωσπρέπει τρωκτικά, τα ίδια που τελικά κατέστρεψαν το νεοελληνικό κράτος, τον κτυπούσαν ασταμάτητα και ανελέητα. Μιλούμε για τα γνωστά σε όλους μας τρωκτικά στα ποικίλα πεδία της πολιτικής, της επικοινωνίας και της δήθεν επιστήμης που δεν ήθελαν μια τέτοια φωνή να ακούγεται. Το εγχώριο ξενοκρατικό σύστημα που υιοθετούσε μια καταστροφική κατευναστική στάση απέναντι στην Άγκυρα, δεν ήθελε να ακούγεται η φωνή του Σαρρή. Ανθρώπους όπως τον Σαρρή η συμβατική σοφία επιχειρεί πάντοτε να τους κλείσει το στόμα. Είναι όμως σαν να προσπαθεί  κανείς να δέσει έναν γίγαντα με κλωστές. Δεν κατάφεραν να τον καταδικάσουν σε σιωπή. Μόνο δολοφονούσαν τον χαρακτήρα του νυχθημερόν και είναι αλήθεια μερικές φορές τον εκνεύριζαν. Ο Νεοκλής παρέμεινε πάντα ο ίδιος: Ένας εγγενώς ήπιος άνθρωπος, γεμάτος καλοσύνη για όλους, ταυτόχρονα δυνατός, αδέκαστος και ακλόνητος, κύρια έγνοια του οποίου ήταν να διατυπώνει απερίφραστα εδραία και αληθή επιχειρήματα και να μην αδικεί κανέναν.

Μεγάλες ανθρώπινες μορφές όπως ο Νεοκλής Σαρρής, όταν αποχωρούν από τον γήινο κόσμο, συνεχίζουν να είναι μαζί μας με το πνεύμα τους, την πανίσχυρη προσωπικότητά τους και τις βαθυστόχαστες αναλύσεις τους. Η επιβλητική παρουσία του Νεοκλή Σαρρή ήταν πάντα ζωντανή και δυνατή και έτσι θα συνεχίσει να είναι. Ο Νεοκλης Σαρρής θα είναι πάντα μαζί μας.

Καλό ταξίδι Νεοκλή.

Η ΑΧΙΛΛΕΙΟΣ ΠΤΕΡΝΑ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ

Tου ΝΕΟΚΛΗ ΣΑΡΡΗ*
ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ 33 ΧΡΟΝΙΑ

Δύο χρόνια μετά την εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο, η Άγκυρα πίστευε ότι είχε «λύσει» το κυπριακό πρόβλημα και πως ήταν ζήτημα χρόνου η ελληνική πλευρά να το «χωνέψει». Σειρά είχαν το πλέγμα των υπολοίπων ζητημάτων που θεωρούσαν ότι ήταν σε εκκρεμότητα, δίδοντας άμεση προτεραιότητα στο Αιγαίο, για το οποίο κάτω από το πρόσχημα της χάραξης της υφαλοκρηπίδας του (στο οποίο με τον χρόνο προστέθηκαν και οι θεωρίες των «γκρίζων» ζωνών) υπέβοσκε η ίδια με την Κύπρο στοχοθεσία: μια ιδιότυπη ελληνοτουρκική συγκυριαρχία με βαρύνουσα σ’ αυτήν την τουρκική επικυριαρχία επί του συνόλου, κατά τον τύπο «τα δικά μου δικά μου και τα δικά σου δικά μας». 

Ουσιαστικά επρόκειτο για έκδηλη αναβίωση της οθωμανικής θέασης των σχέσεων που προκύπτουν από τη δομή εξουσίας του ιστορικού αυτού τύπου, ο οποίος, όπως θα εξηγήσουμε στη συνέχεια, έμεινε όπως φαίνεται αμετάβλητος όχι μόνο σε επίπεδο πολιτικό, αλλά και σε επίπεδο κοινωνικών αναπαραστάσεων των Τούρκων, εθνικών στερεοτύπων και συγκρότησης της βασικής ή θεμελιακής προσωπικότητάς τους, για να χρησιμοποιήσω όρους Κοινωνικής Ψυχολογίας, προκειμένου να με κατανοήσει, πιστεύω, και η κ. Θάλεια Δραγώνα ως ειδική!

Το απογοητευτικό αυτό τοπίο είχε όμως ένα δυο αχίλλειες πτέρνες, τις οποίες μπορούσε να διακρίνει ένα προσεκτικό μάτι και οι οποίες φαίνονταν έμμεσα αλλά σαφώς από τις ίδιες τις ίδιες τις τουρκικές πηγές από τις οποίες προέκυπτε ο όλος σχεδιασμός. Ο Τουράν Γκιουνές ειδικά, πέραν των όσων ανέφερα, μου εξήγησε διά μακρών τους λόγους για τους οποίους η Τουρκία φοβάται και προσπαθεί όπως αποφύγει τη διχοτόμηση στην Κύπρο. Είχε μάλιστα, με τη θυμοσοφία που τον χαρακτήριζε, σχεδιάσει και τι μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση διαμελισμού της Μεγαλονήσου. Στο τμήμα το οποίο θα περιερχόταν στην Ελλάδα θα ήταν δυνατόν να εγκατασταθούν, για παράδειγμα, βαλλιστικά οπλικά συστήματα τα οποία να απειλούσαν και την κεντρική ακόμη Μικρά Ασία (εάν κανείς μελετήσει το περισπούδαστο σύγγραμμα του σημερινού υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου «Στρατηγική σε Βάθος», θα διαπιστώσει τον φόβο που προκάλεσε στην Άγκυρα η πιθανότητα εγκατάστασης των πυραύλων S300 στην Κύπρο (ανάλογη ενέργεια προς εκείνη του Μακαρίου που απετράπη το 1964, γεγονός που τον είχε κάνει γνωστό ως «Κάστρο της Μεσογείου»). 

Έτσι η Τουρκία, κατά τον Γκιουνές, «στοχεύει στον έλεγχο ολοκλήρου της Κύπρου». Η πρόθεσή της αυτή δεν έχει άμεση σχέση με την ύπαρξη των Τουρκοκυπρίων, αλλά σχετίζεται με τα ευρύτερα συμφέροντά της στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Άλλωστε και ο Νταβούτογλου σήμερα, στο ίδιο σύγγραμμά του, προκλητικά αναφέρει πως «και αν δεν υπήρχαν Τούρκοι στην Κύπρο», η πολιτική της Τουρκίας έναντι αυτής θα ήταν η ίδια, δεδομένου ότι διακυβεύονται (τα ηγεμονικά της) συμφέροντα στην ευρύτερη γεωστρατηγική περιοχή και προς επίρρωση του ισχυρισμού του τονίζει ότι το ίδιο συμβαίνει με τα νησιά του Αιγαίου τα οποία «κατέχει η Ελλάδα», όπως είναι η Δωδεκάνησος, στην οποία, αν και δεν διαβιούν πλέον ενάριθμοι Τούρκοι, η Τουρκία επιδεικνύει (ή πρέπει να επιδείξει) το ανάλογο προς την Κύπρο ενδιαφέρον. Με βάση τα παραπάνω στόχος της Τουρκίας είναι ο έλεγχος της Κυπριακής Δημοκρατίας, δηλαδή η μετατροπή της σε ελεεινό ανδρείκελο της Άγκυρας. Πώς όμως μπορεί λοιπόν να συμβεί αυτό; 

Το πλεονέκτημα της διεθνούς προσωπικότητας

Αναμφίβολα η σημερινή κατάσταση στην Κύπρο είναι άμεσο αποτέλεσμα των επονείδιστων συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου, όταν η τότε ελληνική ηγεσία υπέκυψε στον εκβιασμό του υποστηριζόμενου από τη Μεγάλη Βρετανία (και τις ΗΠΑ) τουρκικού συνταγματικού σχεδίου. Ωστόσο οι συμφωνίες αυτές έδιναν ένα προτέρημα στην Ελλάδα το οποίο ταυτόχρονα λειτουργούσε ως τροχοπέδη για την Τουρκία. Όπως είχε επισημάνει ο Ισμέτ Ίνονου κατά την αγόρευσή του στη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας, υπό την ιδιότητα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κατά τη συζήτηση επί της κυρώσεως των συμφωνιών της Ζυρίχης, αφού απηύθυνε τα συγχαρητήριά του προς την τότε κυβέρνηση Μεντερές για την αδόκητη διπλωματική της επιτυχία, παρατήρησε ότι τα κέρδη που αποκομίζει απ’ αυτές η Τουρκία τα εξανεμίζει η νομική ή διεθνής προσωπικότητα που θα κέκτηται του λοιπού η Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία θα είναι μέλος του ΟΗΕ και άλλων διεθνών Οργανισμών και θα έχει τύχει διεθνούς αναγνώρισης. Συνεπώς στο μέλλον κανείς δεν προδικάζει την πολιτική που θα ακολουθήσει η χώρα αυτή. Προς αποτροπή ακριβώς αυτού του ενδεχομένου, όπως είχε αποκαλύψει λίγους μήνες πριν από την εισβολή, το 1974, ο Νουρεττίν Βεργκίν, πρεσβευτής κατά την εποχή των συνομιλιών Ζυρίχης – Λονδίνου, στις οποίες συμμετείχε, η τουρκική πλευρά είχε επιτύχει τη Συνθήκη Εγγύησης και τη βάσει αυτής αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων. Μάλιστα, κατά τον τούρκο διπλωμάτη, η ελληνική πλευρά τότε το είχε αντιληφθεί, αλλά φαίνεται πως δεν κατόρθωσε να εξαλείψει αυτή την «Κερκόπορτα». 

Οι οθωμανικές δομές των συμφωνιών  Ζυρίχης – Λονδίνου

Συμπερασματικά από τα λεγόμενα του Γκιουνές προέκυπτε η αναδιοργάνωση επί νέων βάσεων του κράτους στην Κύπρο, στο οποίο η διπεριφειακή (και διζωνική) ομοσπονδιακή βάση (στην αρχή του συνεταιρισμού στη βάση 50% και 50% των δύο μερών) ήταν αναπόφευκτη. Οποιαδήποτε όμως λύση δεν θα προέβλεπε την επιστροφή των προσφύγων στις εστίες τους. Οι Έλληνες θα έπρεπε να το έπαιρναν απόφαση, δηλαδή να το χώνευαν. Το διαζύγιο ήταν οριστικό και αμετάκλητο. Προκειμένου να νοηματοδοτήσει τις τουρκικές προθέσεις θα πρέπει να ανατρέξει στις σχετικές εκφράσεις που χρησιμοποιούνται στα τουρκικά και οι οποίες δηλώνουν τις μορφές συνύπαρξης. Η πρώτη από αυτές είναι το ic – ice (ιτς – ιστέ) που σημαίνει «ο ένας εντός του άλλου», δηλαδή σε κατάσταση ανάμειξης. Ο δεύτερος είναι yan – yana (ο ένας δίπλα στον άλλο), δηλαδή μαζί και χώρια και ο τρίτος το ayrι – ayrι (αϊρί – αϊρί), που σημαίνει απολύτως χωριστά. Ο όρος που χρησιμοποιούσε ο συνομιλητής μου ήταν ο τελευταίος. Αυτή η τουρκική στοχοθεσία όμως δεν είναι δυνατό να κατανοηθεί δίχως μια επιβεβλημένη εμβάθυνση στον τρόπο διαβίωσης των διαφόρων εθνικοθρησκευτικών κοινοτήτων κατά την οσμανική περίοδο με βάση τη δομή που ανέφερα προηγουμένως. Επί αιώνες οι μη μουσουλμανικές κοινότητες (cemmaatι gayrι muslimin) διαβίωναν στις πόλεις (αλλά και σε χωριά) σε ξεχωριστές συνοικίες (σε κάποιες πόλεις μάλιστα, όπως στο Φανάρι στην Κωνσταντινούπολη, περιβάλλονταν από τείχη των οποίων η πύλη έκλεινε τη νύχτα). Αυτό όσον αφορά τους τόπους διαμονής και κατοικίας (και λέμε διαμονής, γιατί απαγορευόταν η έστω και διαφορετικού θρησκευτικού δόγματος, ομοθρήσκου ή «ομοεθνούς» διαμονή, όπως γραικού καθολικού χριστιανού (φράγκου), (Τηνιακού λόγου χάριν ή Σαντορινιού, σε οικία ορθοδόξου γραικού (Ρωμιού) με κίνδυνο αφορισμού του φιλοξενούντος ή εκμισθωτή).
Η μόνη κοινή για όλες τις κοινότητες περιοχή ήταν η έκταση που περιέκλειε την αγορά (το «παζάρι») και τα κτίρια της διοίκησης. Αυτός είναι ο τρόπος του «μαζί και χώρια» και ανταποκρίνεται σ’ έναν κοινωνικό τύπο όπως της οσμανικής κοινωνίας που είναι παραδοσιακός. Με άλλη έκφραση ως παραδοσιακή κοινωνία το μόρφωμα, η γκετοποίηση, όπως θα λέγαμε σήμερα, ήταν λειτουργική, όπως λειτουργικές ήταν και οι εθικοθρησκευτικές (φυλετικές) διακρίσεις (η υποχρέωση των μη μουσουλμάνων να φέρουν ενδύματα από υφάσματα κατώτερης ποιότητας απ’ ό,τι οι μουσουλμάνοι ή εν πάση περιπτώσει διαφορετικού χρώματος, όπως και η υποχρέωση να φέρουν αναλόγου προς το θρήσκευμά τους χρώματος υποδήματα). Επίσης και η υποχρέωσή τους να σκύβουν γονυπετείς όταν περνούσε από μπροστά τους μουσουλμάνος (συνήθεια που επέζησε μέχρι πρόσφατα σε χωριά της Μικράς Ασίας από φανατικές μουσουλμάνες που έπρατταν το ίδιο στη θέα ανδρών – σε ένδειξη σεβασμού και υπακοής προς αυτούς). Ακόμη τα σπίτια των μη μουσουλμάνων δεν μπορούσαν να είναι βαμμένα άσπρα (αλλά να είναι σκούρου χρώματος) και σαφώς χαμηλότερα του ύψους των μη μουσουλμανικών σπιτιών. Όλα αυτά ήταν αποτέλεσμα της αρχής κατά την οποία ο πρώτος τη τάξει των μη μουσουλμάνων ακολουθούσε τον τελευταίο στην τάξη μουσουλμάνο. Αρχή από την οποία προκύπτει και το διπλό κριτήριο το οποίο εφαρμόζουν οι Τούρκοι στις σχέσεις τους με την Ελλάδα (αλλά συνήθως και με τους Έλληνες σε μακροχρόνια διαβίωση μ’ αυτούς). Το διπλό αυτό κριτήριο είναι ακριβώς εκδηλωτικό της δομής εξουσίας η οποία διέπει τις σχέσεις της Τουρκίας με βάση την κάθετη αντίληψη των σχέσεών της με τρίτους τους οποίους θεωρούν ως υποκείμενους, ως ασθενέστερους, στη δική της εξουσία. Σχετικά κάποτε, σε φιλική συζήτηση με τον συνάδελφο, πολύ γνωστό και καλό καθηγητή Ιστορίας Ζαφέρ Τοπράκ του Πανεπιστημίου του Βοσπόρου (και μαθητή και αυτού του κοινού μας δασκάλου Ταρίκ Ζαφέρ Τούναγια), συμφώνησε στην παρατήρησή μου ότι «δεν γίνεται τίποτε, Ζαφέρ, γιατί οι Τούρκοι αντιλαμβάνονται τις σχέσεις τους με τους άλλους κάθετα, όχι οριζόντια», σηκώθηκε όρθιος και μου είπε «να σε φιλήσω, εσύ ακτινογράφησες την ψυχή των Τούρκων» (sen Turklerin ruhunu rontgen etmissin). 

Παρενθετικά θα πρέπει να τονίσουμε ότι τα παραπάνω δεν είναι άσχετα και με την Κύπρο, αλλά και με όλο το πλέγμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Στην Κύπρο, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η γενεσιουργός της Κυπριακής Δημοκρατίας Συνθήκη του Λονδίνου στηρίχτηκε στην οσμανική αρχή των εθνικοθρησκευτικών κοινοτήτων και μάλιστα πολύ χονδροειδώς, γιατί την εξέλαβε με βάση τον διαχωρισμό μουσουλμάνων – μη μουσουλμάνων. Απόδειξη αυτού είναι ότι οι κοινότητες Αρμενίων, Μαρωνιτών και Λατίνων της Μεγαλόνησου υπολογίστηκαν (και υπολογίζονται) στο ποσοστό των Ρωμιών (όπως αποκαλούν τους Ελληνοκυπρίους οι Τούρκοι και η Τουρκία, που σημαίνει ορθόδοξοι χριστιανοί – με αντίστοιχο για την άλλη πλευρά το μουσουλμάνοι και όχι Τούρκοι). Αυτή η παρατήρηση έχει εξαιρετική σημασία, στην περίπτωση της κ. Δραγώνα (και όλου του «σιναφιού της» – η έκφραση δεν είναι καθόλου προσβλητική δεδομένου σημαίνει κατά την οσμανική προέλευσή της «συντεχνία»: sιnιf = επαγγελματική τάξη, ενικός, esnaf πληθ., hirfet το ίδιο και ως συντεχνία, τα «ρουσφέτια» στα ελληνικά). Και έχει σημασία γιατί καταβλήθηκε προσπάθεια σε εμβριθές κείμενο προ ετών αναστηλωθέν από συνάδελφο της κυρίας και ατυχώς και δικό μου στην Πάντειο να καταδειχθεί ότι οι Κυπριοι «έγιναν Έλληνες από το 1912 και εδώ» (όπως και μια άλλη συνάδελφος στο ίδιο πανεπιστήμιο από προχθεσινή της ανακοίνωση σε συνέδριο που οργανώθηκε από το Ιστορικό/Αρχαιολογικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών εξήγησε πώς οι Ρωμιοί της Μικράς Ασίας έγιναν Έλληνες). 

Το τρίτο σχήμα της συμβίωσης και η Κύπρος


Το τρίτο σχήμα της συμβίωσης Ελλήνων και Τούρκων που προβλέπει ανάμεικτους τους πληθυσμούς υπήρξε αποτέλεσμα των εκδυτικιστικών προσπαθειών του οσμανικού κράτους από το 1838, από την αγγλοτουρκική οικονομική συμφωνία, που βεβαιώνονται από δειλά βήματα (όχι τόσο στις διακηρύξεις όσο στην εφαρμογή τους) με τη Διακήρυξη του Τανζιμάτ τον επόμενο χρόνο. Αυτό δεν σημαίνει ότι εξέλιπαν στις πόλεις οι διάφορες συνοικίες (μαχαλάδες), όπως ο ρωμαίικος, ο αρμενομαχαλάς, ο εβραιομαχαλάς, ο φραγκομαχαλάς και οι τουρκομαχαλάδες. Απλούστατα κάμφθηκε το άτεγκτο του κανόνα και ιδιαίτερα οι «ευρωπαΐζοντες» οσμανοί μετοικούσαν σε «ευρωπαϊκές συνοικίες», όπου αρχικά είχαν αναμειχθεί οι μη μουσουλμάνοι με τους Ευρωπαίους (το κυριότερο παράδειγμα είναι το Σταυροδρόμι/Πέραν της Κωνσταντινούπολης, όπου ήταν οι ξένες πρεσβείες και το συνακόλουθο εμπορικό κέντρο). Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι αυτό το σχήμα, που ανταποκρίνεται στον τύπο της σύγχρονης τεχνοκρατούμενης (και συνακόλουθα ανοιχτής) κοινωνίας, προϋποθέτει την εξ ορισμού πολιτική ισότητα των πολιτών, που γι’ αυτόν τον λόγο παύουν να είναι υπήκοοι και με μέρισμα στην ενάσκηση της πολιτικής εξουσίας τουλάχιστον στο μέτρο της οικονομικής τους ισχύος (είτε ως κεφάλαιο, είτε ως εργασία και προπάντων στον πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή τομέα της οικονομίας). 

Ένα βασικό μειονέκτημα του οσμανικού συστήματος ήταν ότι ο κοινωνικός του εκσυγχρονισμός (γενόμενος υπό τη μορφή του εκδυτικισμού ή εξευρωπαϊσμού) είχε διαφορετικούς ρυθμούς στις διάφορες εθνικοθρησκευτικές κοινότητες. Και κοινωνικός εκσυγχρονισμός στην προκειμένη περίπτωση σημαίνει αποδοχή πολύ βαθιών τομών στη νοοτροπία, που αρχίζει από την οικονομία και καταλήγει στη διαμόρφωση μιας άγνωστης μέχρι τότε κοινωνικής συνείδησης, εντελώς αντίθετης προς εκείνη που υπαγόρευαν οι οιονεί «φεουδαρχικές» οσμανικές δομές. Πρωτοπόροι υπήρξαν οι Ρωμιοί, οι Αρμένιοι και βέβαια οι Λατίνοι υπήκοοι ενώ οι Εβραίοι καθυστέρησαν, όντας αποκομμένοι από τους υπόλοιπους ομόφυλούς τους στην Ευρώπη, που είχαν κάνει στο μεταξύ άλματα, γι’ αυτό και στη συνέχεια θέλησαν να συνεργαστούν με τους Τούρκους που είχαν καθυστερήσει και αυτοί στην ανάπτυξή τους. (Σχετικά εκείνοι που τελευταίοι αποβάλλουν τις σχέσεις που αναφέραμε και εκσυγχρονίζονται με γοργούς ρυθμούς τα τελευταία σαράντα χρόνια, με τη δοθείσα έννοια, είναι οι Κούρδοι.) 

Το παραπάνω μειονέκτημα σε σχέση προς την οσμανική δομή και τη συνακόλουθη νοοτροπία εξουσίας που κυριαρχεί στους Τούρκους/μουσουλμάνους κατέληξε έτσι ώστε όχι μόνο να μη δοθεί ποτέ ουσιαστικό πολιτικό μέρισμα στους μη μουσουλμάνους, και ευκαιρίας δοθείσης (1912 – 1922) να εκδιωχθούν παντοιοτρόπως από τη χώρα με παράλληλο σφετερισμό της οικονομίας που ήλεγχαν σε ασύγκριτα μεγαλύτερο βαθμό από την πληθυσμιακή τους αναλογία. Αυτό μεταφράζεται σε γενοκτονία και υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών. Έτσι πλέον μπορούσε (κατά τις τουρκικές προδιαγραφές) να λειτουργήσει η «ανοικτή κοινωνία» που θα ενσάρκωνε τον περιπόθητο εκσυγχρονισμό. Αντίγραφο αυτής ακριβώς της κοινωνικής διαδικασίας (με την ορθότερη έκφραση «πρόβασης») εξελίχθηκε και τείνει να επισημοποιηθεί με την επί θύραις συμφωνία στην Κύπρο. 

Από τα παραπάνω λοιπόν είναι ολοφάνερο ότι η βασική πρόθεση της Τουρκίας για τη Μεγαλόνησο εξαρχής ήταν η διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως νομικού προσώπου, ως διεθνούς προσωπικότητας και η επιβολή όχι μιας διχοτόμησης, αλλά ενός ιδιότυπου «συνομοσπονδιακού» κράτους όπου η μειονότητα του 18%, η οποία με την πάροδο του χρόνου διά των εποίκων ή μετακινουμένων ελευθέρως λόγω Ευρωπαϊκής Ένωσης πληθυσμών από την Τουρκία θα γίνει πλειοψηφία, θα είναι σε θέση να ελέγχει απολύτως όλη την έκταση του κράτους της Κύπρου (σε επίρρωση άλλωστε της παρατήρησης του «πατέρα» της Ζυρίχης Νιχάτ Ερίμ, που έγινε στην έκθεσή του προς την τουρκική κυβέρνηση το 1956 παρακαλώ, ότι «η πλειοψηφία των Ρωμιών στην Κύπρο είναι περιστασιακή και μπορεί σε βάθος χρόνου να ανατραπεί»). Σκόπιμα αναφέρω «κράτος της Κύπρου» και όχι «Κυπριακή Δημοκρατία». Ακριβώς το Σχέδιο Ανάν προέβλεπε τη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την υποκατάστασή της από νέο κράτος που θα πληρούσε τις προδιαγραφές που ήθελε η Τουρκία (και του οποίου ένθερμοι θιασώτες ήταν σχεδόν σύσσωμος ο ελληνικός πολιτικός κόσμος και οι «καθωσπρέπει», δηλαδή όχι οι «φαιδροί» ή «γραφικοί», διαμορφωτές της κοινής γνώμης και «σοβαροί» ακαδημαϊκοί δάσκαλοι, όπως η κ. Θ. Δραγώνα και ο Νίκος Μουζέλης – είναι όντως συγκινητικό, αλλά από τότε φαίνεται χρονολογείται και το αμοιβαίο αίσθημα το οποίο και τους ένωσε αργότερα). Το επάρατο αυτό σχέδιο στην Κύπρο, που έτυχε υποστήριξης από τον εσμό των χρηματοδοτούμενων, όπως αποκαλύφθηκε στη συνέχεια, από ξένα κέντρα κεκρακτών ή ελεεινών ψιττακίσκων της δοτής άνωθεν προς αυτούς εντολής. Αλλά κατά τα φαινόμενα και το κυοφορούμενο από τις συνεχιζόμενες επί του Κυπριακού διαπραγματεύσεις της Τουρκίας (που χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο του Ταλάτ) με τον Πρόεδρο Χριστόφια κατατείνει και αυτό ωσαύτως στη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ήλθε φαίνεται ο χρόνος για να «χωνέψουν» (κατά την έκφραση του Γκιουνές το 1976) οι Έλληνες σε Ελλάδα και Κύπρο τα τετελεσμένα του 1974. Κοντός ψαλμός αλληλούια!