Του Γεωργίου Ε. Σέκερη        

Η οικονομική μας κατολίσθηση και οι ανεπιτυχείς προσπάθειες ανακοπής της έχουν ως επικίνδυνη παρενέργεια – ίσως επικινδυνότερη και από την ίδια την οικονομική μας δοκιμασία – μια γενικευμένη στην ελληνική κοινή γνώμη σύγχυση γύρω από τις σχέσεις της χώρας μας με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ανεύθυνες δημαγωγικές φωνές σπείρουν φόβους για «απώλεια εθνικής κυριαρχίας», μετατροπή μας σε «προτεκτοράτο» των «Ευρωπαίων», κ.ο.κ. Πρόκειται για αποπροσανατολιστικούς ισχυρισμούς ασύμβατους με τη χάραξη σοβαρής εθνικής στρατηγικής. Και η επικράτηση των οποίων θα οδηγούσε την Ελλάδα κατά κρημνών.

Εντασσόμενοι στην ΕΟΚ και εν συνεχεία στην ΕΕ προσβλέψαμε στη συμμετοχή μας σε μια Κοινοτική Ευρώπη, οιστρηλατούμενη από το ομοσπονδιακό όραμα των προ του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, και, ιδίως, των αμέσως μεταπολεμικών θιασωτών της. Και, συνεπώς, ήμαστε έτοιμοι να αποδεχθούμε την εκχώρηση εκτεταμένων κρατικών κυριαρχικών δικαιωμάτων χάριν της ενσωμάτωσής μας σε μια συνεκτική ευρωπαϊκή κοινοπολιτεία ικανή να διασφαλίσει την οικονομική ευημερία και την εξωτερική ασφάλεια των μελών της.

Γνωρίζουμε σήμερα – ορισμένοι το είχαν διαπιστώσει εγκαιρότερα, αλλά αγνοήθηκαν – ότι οι σαγηνευτικοί, και θα μπορούσε κανείς βασίμως να υποστηρίξει και ιστορικώς αναγκαίοι, οραματισμοί αυτοί δεν ευδοκίμησαν. Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, ούτε δημιουργήθηκαν, ούτε πρόκειται να δημιουργηθούν στο ορατό μέλλον – εάν ποτέ. Μένει ωστόσο η «υπαρκτή Ευρώπη»: η διακρατική Ευρώπη, η Ευρώπη των συμπραττουσών εθνικών κυβερνήσεων. Αλλά και των αντιθετικών αντιλήψεων για τη μορφή της διευρωπαϊκής συνεργασίας. Με τη «βρετανική σχολή» να ευνοεί χαλαρούς δεσμούς μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών-εθνών, εστιασμένους κυρίως στην προώθηση των εμπορικών και ανταλλαγών και των χρηματιστηριακών δραστηριοτήτων. Και με τον «γαλλογερμανικό άξονα» να εμμένει στη θεσμοθέτηση μιας στενότερης, οργανικής, ευρέως φάσματος σχέσης, ειδικότερα στον οικονομικό και πολιτικό τομέα.

***

Επί δεκαετίες τώρα οι διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις έχουν ταχθεί σταθερά – και ορθότατα – υπέρ της δεύτερης αυτής επιλογής. Η οποία δεν μας παρέχει βέβαια τα πλεονεκτήματα της ομοσπονδιακής λύσης – ήτοι την εκτεταμένη, θεσμικώς κατοχυρωμένη αλληλεγγύη των εταίρων, της προστασίας των κοινών συνόρων συμπεριλαμβανομένης – πλην όμως συνεπάγεται προνομιακές σχέσεις της Αθήνας με μερικές από τις πιο προηγμένες χώρες του πλανήτη. Καθιστά δηλαδή την Ελλάδα μέλος μιας κλειστής λέσχης επιλέκτων, οι κατά της οποίας επικρίσεις Τούρκων, Ρώσων, ή άλλων θυμίζουν το αισώπειο «όμφακες εισίν». Και η  οποία μας προσφέρει γόνιμο πεδίο για να καλλιεργήσουμε τα ιδιαίτερα εθνικά μας συμφέροντα, συμβάλλοντας συγχρόνως και στην επίτευξη των ευρύτερων κοινών ευρωπαϊκών στόχων.

Είναι γεγονός ότι, αυτή τη στιγμή, η τύχη του όλου ευρωκοινοτικού εγχειρήματος εμφανίζεται επισφαλής. Οι τριγμοί της ευρωζώνης και η απειλή που συνιστούν για την επιβίωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως αξιόπιστου παράγοντος του διεθνούς βίου δικαιολογούν σοβαρότατες ανησυχίες. Τον αποφασιστικό, όμως, λόγο εν προκειμένω έχουν δυνάμεις που εκφεύγουν του εθνικού μας ελέγχου. Το μέλλον του ευρώ και της ΕΕ παίζεται πρωτίστως στο Βερολίνο, στο Παρίσι, και στη Ρώμη – και πάντως όχι στην Αθήνα. Εν αναμονή δε της έκβασης των διευρωπαϊκών διεργασιών, η χώρα μας οφείλει να αξιοποιεί στον μέγιστο δυνατόν βαθμό την παρουσία της στους κοινοτικούς κόλπους – ελπίζοντας, συγχρόνως, ότι  στις μεγάλες κοινοτικές πρωτεύουσες θα πρυτανεύσει η συναίσθηση των ιστορικών τους ευθυνών.  Κάτι που, έστω και αμυδρώς, διαφαίνεται ήδη.

***

Κατά τα λοιπά, είναι ανάγκη να συνειδητοποιήσουμε ότι τα όποια οφέλη από τη συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση συνοδεύονται από αναπόδραστες υποχρεώσεις. Αλλά και να  αντικρούσουμε τη μυθολογία για την δήθεν κατάλυση της εθνικής μας κυριαρχίας. Οι καλλιεργούντες την επικίνδυνη αυτή ψύχωση στην ελληνική κοινή γνώμη αποσιωπούν ότι, κατά κανόνα, η συμμετοχή σε σημαντικούς διεθνείς οργανισμούς συνεπάγεται για τα κράτη-μέλη τους αναγκαίους για την ευόδωση των κοινών επιδιώξεων περιορισμούς στην άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων τους. Και ότι, φυσικώ τω λόγω, τούτο ισχύει κατ’ εξοχήν για την ένταξη σε ένα αυξημένης συνοχής σχήμα όπως η ΕΕ.

Μια ένταξη που η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων επιμόνως επεδίωξε και ενθουσιωδώς χειροκρότησε. Και δικαίως. Καθώς δι’ αυτής μας προσφέρθηκαν και μας προσφέρονται πολύ περισσότερα από όσα εμείς ήμαστε ή είμεθα σε θέση να προσφέρουμε στο κοινοτικό σύνολο. Τούτο δε, τόσο σε επίπεδο οικονομίας και θεσμών, όσο και στον διεθνή χώρο. Στον οποίο, χάρις στην ευρωκοινοτική μας παρουσία, χωρίς βέβαια να διασφαλίζουμε ως δια μαγείας τα εθνικά μας συμφέροντα – η επίλυσή τους εξαρτάται πάντοτε από την εθνική μας πρωτίστως αυτενέργεια – επιτυγχάνουμε μια πολύτιμη προσαύξηση του ειδικού βάρους του Ελληνισμού, ελλαδικού και κυπριακού.

Σε ό,τι, τέλος, αφορά ειδικότερα στην οικονομική διάσταση της Κοινοτικής Ευρώπης και την ανάσχεση της ελληνικής οικονομικής κατάρρευσης: Με δεδομένη την παρούσα συγκρότηση της ΕΕ, ουδείς εκ των εταίρων – ούτε η Ελλάδα –  δέχεται να υποστεί θυσίες χάριν των λοιπών, χωρίς να εξασφαλίζει ένα μίνιμουμ ανταποδοτικών εγγυήσεων. Και άρα δεν πρέπει να εκπλήσσει ότι η κυρία Μέρκελ διαθέτει πόρους υπέρ τρίτων από το γερμανικό θησαυροφυλάκιο μόνο υπό όρους συμβατούς – κατά την κρίση της ιδίας, του κόμματός της και του κυβερνητικού της συνασπισμού, αλλά και κατά την κατά περίπτωση εκπεφρασμένη ή εικαζόμενη βούληση του γερμανικού εκλογικού σώματος –  με τα γερμανικά συμφέροντα. Και τους οποίους όρους, βέβαια, οι επιδιώκοντες τη γερμανική οικονομική στήριξη είμεθα ελεύθεροι να επιχειρήσουμε να βελτιώσουμε μέσω διαπραγματεύσεων. Ή και να απορρίψουμε – αποποιούμενοι φυσικά και τη συνδεδεμένη με αυτούς βοήθεια. Αυτό όμως που, μακράν του να προάγει, βλάπτει τα μέγιστα τις εθνικές μας στοχεύσεις και εικόνα, είναι η τριτοκοσμικής υφής δαιμονοποίηση όσων την αρωγή επιζητούμε.

Πηγή