Του ΝΙΚΟΥ ΜΕΛΕΤΗ

Η απόφαση του Δικαστηρίου της Χάγης δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη διαδικασία των συνομιλιών για την εξεύρεση λύσης στο θέμα της ονομασίας, είναι το μήνυμα που έστειλαν χθες στα Σκόπια όχι μόνο η Αθήνα, αλλά και ανώτατοι αξιωματούχοι του ΝΑΤΟ, της ΕΕ, των ΗΠΑ και του ΟΗΕ.

Με μια ομοβροντία δηλώσεων επιχειρήθηκε χθες να προσγειωθούν τα Σκόπια στην πραγματικότητα, η οποία δεν ανατρέπεται από την αρνητική για την Ελλάδα απόφαση του Δικαστηρίου της Χάγης που εκδόθηκε χθες.

Ξεκάθαρο όμως ήταν και το μήνυμα της ελληνικής κυβέρνησης, καθώς ο πρωθυπουργός Λ. Παπαδήμος εκφράζοντας την ετοιμότητα της Ελλάδας για συνέχιση των διαπραγματεύσεων, με δήλωσή του επισημαίνει ότι η Ελλάδα παραμένει απόλυτα σταθερή στη θέση της, ότι η επίλυση της διαφοράς της ονομασίας erga omnes μέσω της διαδικασίας των Ηνωμένων Εθνών είναι προϋπόθεση για την εξομάλυνση των διμερών σχέσεων (η απουσία αναφοράς σε σύνθετη ονομασία πρέπει προφανώς να αποδοθεί στην υποχρέωση ικανοποίησης της θέσης του ΛΑΟΣ που απορρίπτει τη χρήση του όρου «Μακεδονία»). Ο κ. Παπαδήμος επέκρινε τα Σκόπια για τις πρόσφατες προκλήσεις και επανέλαβε τη βούληση της Αθήνας για εδραίωση σχέσεων καλής γειτονίας με την ΠΓΔΜ, υπενθυμίζοντας ότι η Ελλάδα έχει στηρίξει την ευρωπαϊκή πορεία των Σκοπίων σε πολλές περιπτώσεις.

Η πρώτη σημαντική διεθνής αντίδραση ήρθε από τον γ.γ. του ΝΑΤΟ Α. Φ. Ράσμουσεν που δήλωσε ότι η απόφαση του Δικαστηρίου αφορά ένα «διμερές θέμα» μεταξύ της Ελλάδας και της ΠΓΔΜ και επεσήμανε ότι:

«Η απόφαση δεν επηρεάζει την απόφαση που λήφθηκε από τους συμμάχους του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι το 2008. Συμφωνήσαμε ότι η πρόσκληση (για ένταξη) θα επεκταθεί και στην ΠΓΔΜ, όταν εξευρεθεί μια κοινά αποδεκτή λύση στο θέμα της ονομασίας».

Ο μεσολαβητής Μ. Νίμιτς σε δήλωσή του επισημαίνει ότι είναι σε επαφή με τις δύο κυβερνήσεις και τις καλεί να «αντιμετωπίσουν την απόφαση ως ευκαιρία για να δουν εποικοδομητικά τις σχέσεις τους και να σκεφθούν μια ανανεωμένη πρωτοβουλία για την επίτευξη μιας τελικής λύσης στο θέμα της ονομασίας», για την οποία ο ίδιος δηλώνει έτοιμος.

Και η Κομισιόν με δήλωση του εκπροσώπου του επιτρόπου Φούλε, αποφεύγοντας να σχολιάσει την απόφαση, κάλεσε τις δύο πλευρές να επαναρχίσουν τις διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα του ΟΗΕ για την εξεύρεση αμοιβαίας αποδεκτής λύσης στο θέμα της ονομασίας.

Ο Αμερικανός πρεσβευτής στα Σκόπια, Πολ Γουόλερς, στο ίδιο μήκος κύματος δήλωσε ότι οι δύο κυβερνήσεις πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειες για εξεύρεση λύσης και εκφράζοντας την υποστήριξη της Ουάσιγκτον στη διαδικασία Νίμιτς, επαναβεβαίωσε τη θέση του ΝΑΤΟ ότι η «Μακεδονία» θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, όταν επιλυθεί το θέμα της ονομασίας.

Στα Σκόπια όταν έγινε γνωστή η απόφαση, πραγματοποιήθηκε σύσκεψη υπό τον πρόεδρο Γ. Ιβανοφ και τη συμμετοχή του πρωθυπουργού Ν. Γκρούεφσκι και του προέδρου της Βουλής Τράικο Βελιανόφσκι.

Ο κ. Ιβανοφ ζήτησε από την Ελλάδα να συμμορφωθεί με την απόφαση και να υποστηρίξει την ενσωμάτωση της «Μακεδονίας» σε διεθνείς οργανισμούς. Ο κ. Γκρούεφσκι δεν απέφυγε τον πειρασμό της δικής του ερμηνείας της απόφασης, δηλώνοντας ότι πλέον η Ελλάδα πρέπει να σταματήσει να εμποδίζει την ένταξη της «Μακεδονίας» στο ΝΑΤΟ ή σε άλλους οργανισμούς και εξέφρασε την εκτίμηση ότι η απόφαση αναγνωρίζει το δικαίωμα της «Μακεδονίας» να χρησιμοποιεί το συνταγματικό όνομά της σε οργανισμούς, όταν αναφέρεται στον «εαυτό» της.

Η προσφυγή της ΠΓΔΜ

Δικαίωση μόνο στο πρώτο σκέλος

Το Δικαστήριο, όπως ήταν αναμενόμενο, δικαίωσε την προσφυγή της ΠΓΔΜ στο πρώτο σκέλος της, διαπιστώνοντας ότι η Ελλάδα παραβίασε το άρθρο 11 παρ. 1 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας εμποδίζοντας την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ στη Σύνοδο Κορυφής του Βουκουρεστίου.

Το Δικαστήριο απέρριψε την ελληνική επιχειρηματολογία περί προηγούμενων παραβιάσεων της Ενδιάμεσης Συμφωνίας από τα Σκόπια (εκτός της περίπτωσης της σημαίας το 2004) και δεν δέχθηκε το ελληνικό επιχείρημα ότι τα Σκόπια ζητώντας να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας» δεν παραβιάζουν την παράγραφο 2 του άρθρου 11 (που προβλέπει η ένταξη να γίνει με το προσωρινό όνομα). Η θέση του Δικαστηρίου είναι προβληματική για την Ελλάδα καθώς πρακτικά αναγνωρίζει ότι η ΠΓΔΜ έχει δικαίωμα εντός ή σε σχέση με διεθνείς οργανισμούς να αναφέρεται στον «εαυτό» της με το Συνταγματικό Ονομα.

Το Δικαστήριο απέρριψε όμως το άλλο σκέλος της προσφυγής με το οποίο τα Σκόπια ζητούσαν να επιβληθεί στην Ελλάδα η αποφυγή της έγερσης εμποδίων στη μελλοντική ένταξη της ΠΓΔΜ σε διεθνείς οργανισμούς.

Οι αντιδράσεις των κομμάτων

Εξεύρεση κοινά αποδεκτής erga omnes ονομασίας

Οι αντιδράσεις των κομμάτων στην Αθήνα συνέκλιναν, πάντως, στη βασική αρχή της εξεύρεσης κοινά αποδεκτής erga omnes ονομασίας.

«Η κυβέρνηση και τα κόμματα που τη στηρίζουν μπορούν και πρέπει να αναζητήσουν την ευρύτερη συναίνεση γύρω από το θέμα της ονομασίας. Αυτό επιτάσσει το εθνικό συμφέρον», επισημαίνει ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Γ. Παπανδρέου. Προσθέτει πως «η σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, που θα ισχύει έναντι όλων (erga omnes), αποτελεί την καλύτερη δυνατή βάση για την εξεύρεση ενός έντιμου συμβιβασμού». Ο αρμόδιος τομεάρχης της ΝΔ Π. Παναγιωτόπουλος δήλωσε ότι η απόφαση είναι σεβαστή, η Ελλάδα όμως δεν πρέπει να μετακινηθεί από τις κόκκινες γραμμές που περιλαμβάνουν την erga omnes ονομασία.

Ο ΛΑΟΣ εξέφρασε ικανοποίηση για τον χειρισμό της υπόθεσης από τον κ. Παπαδήμο, αλλά η δήλωση του κ. Καρατζαφέρη στη Βουλή για μονομερή καταγγελία της Ενδιάμεσης Συμφωνίας τώρα, μάλλον θα δημιουργούσε προβλήματα συνοχής στην κυβέρνηση.

Το ΚΚΕ με ανακοίνωσή του κάνει λόγο για επιβεβαίωση της αδιέξοδης τακτικής της ονοματολογίας που διαχρονικά υπερασπίστηκαν οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ-ΝΔ, αλλά επισημαίνει ότι η Μακεδονία είναι ένας «μεγάλος γεωγραφικός χώρος που διαμελίστηκε με τους βαλκανικούς πολέμους και κανένας δεν μπορεί να έχει αποκλειστική χρήση του ονόματος και των παραγώγων του» και έτσι τάσσεται υπέρ της ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό.

Ο ΣΥΝ επανέλαβε ότι τα θέματα της ονομασίας και των διμερών σχέσεων πρέπει να στηρίζονται σε μια ολοκληρωμένη απόφαση στο πλαίσιο του ΟΗΕ, βασισμένη σε μια αμοιβαία αποδεκτή ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό.

Η ΔΗΜ.ΑΡ. κάνει λόγο για την ανάγκη οι δύο κυβερνήσεις να παραμερίσουν και να καταδικάσουν τις επικίνδυνες εθνικιστικές και λυτρωτικές εξάρσεις από όπου κι αν προέρχονται.

ΕΘΝΟΣ