Tης Χριστινας Κοψινη
Οι ακρότητες στον νέο κανονισμό για τον προσδιορισμό του ποσοστού αναπηρίας, που είδαν το φως της δημοσιότητας, αποδεικνύουν ότι, επιτέλους, κάπου πρέπει να υπάρξει ένα όριο σε αυτήν την απλουστευτική οριζόντια κατανομή βαρών της κρίσης σε όλους και σε όλα. Και το όριο αυτό δεν μπορεί να είναι άλλο από την οικονομική δυσπραγία των αναπήρων.
Εάν αυτά τα δραστικά μέτρα -γιατί μείωση του ποσοστού αναπηρίας σε σοβαρές ασθένειες συνεπάγεται όχι μόνο διακοπή της σύνταξης, αλλά και μείωση παροχών, ακόμη και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης- λαμβάνονται για να πιαστούν στη φάκα οι 50.000 συντάξεις-μαϊμού, ας μας πει η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας γιατί δεν προχωρεί σε μία ομαδική επαναξιολόγηση, να τελειώνουμε και με αυτούς τους μύθους που μας στοιχειώνουν. Διότι υπερτονίζοντας τις ψευδοαναπηρικές συντάξεις -που κανείς δεν γνωρίζει και δεν έχει καταμετρήσει- και επιβάλλοντας αδιακρίτως οριζόντια μέτρα στις παροχές των ανθρώπων με αναπηρίες, τους στερούμε και το έλασσον, την οικονομική βοήθεια με την οποία χρόνια τώρα εξαγοράζουμε τη σιωπή τους για την περιθωριοποίηση που υφίστανται.
Η Ελλάδα παραμένει χώρα βαθιά ρατσιστική απέναντι στους αναπήρους, ανεξαρτήτως εθνικότητας. Και αυτό δεν είναι θέμα ενός υπουργείου. Χώρα με έντονες διακρίσεις όχι μόνο απέναντι στους πάσχοντες από εμφανείς αναπηρίες (τους οποίους πετάξαμε έξω από την αγορά εργασίας, με ένα επίδομα και δωρεάν τέλη σε αυτοκίνητα υψηλού κυβισμού), αλλά και σε μη εμφανή προβλήματα. Για παράδειγμα, πόσοι λαμβάνουν υπόψη ότι μια γυναίκα με μαστεκτομή δεν μπορεί να εργάζεται με τους ίδιους όρους που ίσχυαν πριν από την επέμβαση;
Τουλάχιστον σε αυτά τα θέματα ας μιμηθούμε, ας αντιγράψουμε κατά γράμμα, τις πολιτικές πρόνοιας των Γερμανών. Η κοινωνική πολιτική τους στα θέματα αναπηρίας είναι σχεδόν αταξική, πραγματικά κοινωνική.