Γράφει ο ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ

Υπάρχει μια καναδέζικη ταινία («Last night», 1998) που περιγράφει την τελευταία μέρα του κόσμου σε ένα μικρό χωριό στον βόρειο Καναδά. Όλοι γνωρίζουν ότι η Γη θα καταστραφεί κατά τη σύγκρουσή της με ένα ουράνιο σώμα. Η μέρα αυτή ξημέρωσε και οι άνθρωποι κάνουν τον απολογισμό τους. Ορισμένοι, δε, ανίκανοι να απαλλαγούν από την αίσθηση του καθήκοντος, πηγαίνουν ως και στη δουλειά τους. Δύο γέροι συζητούν. Και λένε ότι είναι βλακεία να λυπάσαι τη νιότη όταν πεθαίνει. Ο γέρος, λέει, έχει εκτιμήσει περισσότερο τη ζωή και ξέρει τι χάνει. Συμφωνώ, αν και δεν είμαι γέρος. Και τώρα που ειμαστε σε αυτόν τον καταραμένο μήνα, στον μήνα των γιορτών, βγάζω τα εσώψυχά μου κατά των παιδιών.

Παιδικές ψυχές, φωνούλες, καρδιές. Μακριά από δω. Υπάρχει μεγαλύτερο ψέμα από αυτό για την παιδική ψυχή; Όχι. Τα παιδιά είναι τόσο σκληρά, που κανένας γέρος δεν μπορεί να τα ανταγωνιστεί. Είναι τόσο απαιτητικά, που τυλίγουν τα χέρια τους με ενοχές και έρχονται να σε πνίξουν. Και επίσης έχουν την ιδιότητα να ξεχνούν γρήγορα. Η αγνωμοσύνη είναι μια από τις χαρακτηριστικές τους ιδιότητες. Θα μου πείτε ότι δεν γίνεται αλλιώς, είναι επιταγή της φύσης. Τα παιδιά είναι σκληρά επειδή χρειάζεται να επιβιώσουν. Δεν διαφωνώ, τις βλακείες μόνο δεν αντέχω να ακούω. Διότι πια έχω μεγαλώσει και ξέρω.

Όσο μεγαλώνω ζηλεύω περισσότερο. Αυτό, για να είμαι ειλικρινής, πίστευα ότι δεν επρόκειτο να μου συμβεί. Έλεγα πως ο χρόνος ανταλλάσσει με σοφία τη ζωή που σου παίρνει κι έτσι μπορείς να διαχειριστείς καλύτερα την οδύνη του γήρατος, το άγγιγμα του θανάτου. Δεν είναι έτσι. Ο χρόνος συχνά σε καλεί να γυρίζεις το κεφάλι προς τα πίσω και να βλέπεις τα λάθη σου. Εκεί είναι, πατημασιές στην άμμο που δεν τις σβήνει κανένα κύμα. Η λήθη σαν θάλασσα τις σκεπάζει, αλλά μόλις αποτραβηχτεί είναι εκεί, περιμένουν το δικό σου πόδι όπως το γοβάκι τη Σταχτοπούτα του.

Είμαι, που λέτε, σε μια περίοδο της ζωής μου που αρχίζω να ζηλεύω πολύ. Θα έλεγα πως κακιώνω, τα βάζω με τους άλλους και με τον εαυτό μου. Ζηλεύω τους επιτυχημένους και μισώ τον εαυτό μου για όσα δεν έκανε. Σκέφτομαι πως, όταν είμαι καλός, είναι επειδή δειλιάζω να ακούσω το ένστικτο που με καλεί να προχωρήσω. Μπορεί πάλι να γίνομαι καλός επειδή θρέφομαι από την αυταρέσκεια που προκαλεί η αποδοχή. Κατά βάθος αισθάνομαι ότι μισώ τα πάντα. Αλλά αυτά τα έχει πει ο Καμί, τι στο διάολο να πω εγώ και γιατί να με προσέξετε; Θα σας εξηγήσω.

Η κρίση είναι μια περίοδος ανασύνταξης και απολογισμού. Θα έλεγα, δε, πως δεν πρόκειται ακριβώς για ανασύνταξη, αλλά για θέση μάχης στα χαρακώματα. Στην κρίση η ηθική κάνει μεγαλύτερες εκπτώσεις και από τον Κωτσόβολο. Στην κρίση μπορεί να αξιολογήσεις το σχολείο του παιδιού σου περισσότερο και από το σπίτι κάποιου άλλου. Επίσης σε μια τέτοια περίοδο γίνεσαι κι εσύ κυνικός. Κατά τη γνώμη μου, η ευθυκρισία σου οξύνεται σαν τρυπάνι, ικανό να τρυπήσει τα πάντα. Και τότε, γαμώτο, πιάνεις τον εαυτό σου και τον μαστιγώνεις αλύπητα. Τον τιμωρείς επειδή δεν τόλμησε, επειδή δείλιασε, επειδή επέδειξε καλούς τρόπους.

Στην κρίση, αγάπη μου, δεν πεθαίνει απλώς η αγνότητα, αφορίζεται κιόλας. Είναι η στιγμή που δεν μαθαίνεις απλώς να γίνεσαι κακός, αλλά τιμωρείσαι επειδή ήσουν καλός, τουλάχιστον έτσι όπως αντιλαμβάνεσαι εσύ την καλοσύνη. Και έτσι, λοιπόν, φτάνεις να ζηλεύεις και να μισείς τους άλλους όχι από ταξικό μένος, αλλά από ψυχολογικό πρόβλημα. Και αν κοιτάξεις πίσω σου, θα δεις χιλιάδες άλλους να μισούν εσένα.

Θα μου πεις ότι υπάρχουν και χειρότερα. Πάντα υπάρχουν. Ξέρω άνθρωπο που είναι άνεργος, ΠΑΣΟΚ και μόλις χώρισε. Κάθεται μόνος σε ένα άδειο σπίτι, γεμάτος χρέη, χωρίς αγάπη. Αν είχε λεφτά, δεν θα είχε χρέη και θα είχε αγάπη. Πάντα εκεί καταλήγεις, στην αγάπη. Το τραγούδησαν και οι Beatles: Το μόνο που χρειάζεσαι είναι αγάπη. Καλό να το λες, ιδιαίτερα αν έχεις και ένα δισ. δολάρια στην τράπεζα.
Ξέφυγα, αλλά δεν πειράζει. Ευρισκόμενος, λοιπόν, σε κατάσταση πολιορκίας από πρωτόγνωρα συναισθήματα που τρυπούν το προστατευτικό μου κέλυφος –το τσόφλι, ρε παιδί μου– κάθομαι και παρακολουθώ, φορτισμένος, είναι η αλήθεια, την περίφημη επόμενη μέρα στο ΠΑΣΟΚ. Και εννοείται ότι τους μισώ περισσότερο. Ασφαλώς και οι άνθρωποι καλά κάνουν. Τρέχουν να πάρουν θέσεις, να εξασφαλίσουν συμμαχίες, φράγκα, υποστήριξη, οπαδούς. Μπορεί ακόμα να πιστεύουν ότι αυτοί έχουν τη γνώση, τη λύση, την ικανότητα, τη μαγεία, την καύλα, ρε παιδί μου, να σώσουν τη χώρα.

Όμως, ξέρεις, αν το δεις εντελώς ψυχρά, αν βάλεις δίπλα τους τη δική σου κατάσταση, αρχίζεις και τα βλέπεις ελαφρώς διαφορετικά. Βλέπεις βουλιμικούς για την εξουσία, να βγάζουν νύχια, να ακονίζουν δόντια και να ετοιμάζονται να διεκδικήσουν την εξουσία, την εκπλήρωση του πεπρωμένου τους. Φαντάσου, ας πούμε, ότι ένας τύπος σαν τον Λοβέρδο ή την Άννα πιστεύει μέσα του ότι το πεπρωμένο του είναι να πάρει την τύχη σου στα χέρια του. Και μετά σε χαλάει η Μέρκελ; Κακομοίρη μου…

Πείτε μου έναν λόγο για να δεις τον Χρυσοχοΐδη πρωθυπουργό. Εντάξει, το κίνητρο για μετανάστευση. Άλλο έχετε; Όχι. Πείτε μου γιατί να πάρεις στα σοβαρά τον θλιβερό Σκανδαλίδη, που πλασάρεται στη γραμμή της κούρσας για να κερδίσει κάτι μετά. Πώς να σε εμπνεύσει ο Λοβέρδος όταν τον έχεις ικανό να φάει τις ίδιες του τις σάρκες; Βλέπεις έστω και μία σταγόνα ανθρωπιάς στο βλέμμα της Άννας ή του Ραγκούση; Αν είναι δυνατόν, ο Ραγκούσης πρωθυπουργός! Να είναι η χώρα υπό γερμανική εποπτεία κι εμείς να εκλέξουμε ξανθό πρωθυπουργό. Για τον Βαγγέλη δεν το συζητώ. Μόνη λύση είναι το Βατοπέδι. Μοναχός. Να του εξηγεί ο Εφραίμ το μυστικό της επιτυχίας

Φυσικά και μου φαίνονται όλοι ανεπαρκείς. Και επαγγελματίες ψεύτες, επίσης. Πάρτε μόνο όσα είπαν στις προγραμματικές τους δηλώσεις και συγκρίνετέ τα με αυτά που έκαναν λίγο αργότερα ως υπουργοί. Στοιχειώδης αίσθηση εντιμότητας σε οδηγεί σε παραίτηση. Εδώ, όμως, αυτά θεωρούνται αυτονόητα. Αν ζούσαμε σε μια άλλη εποχή, όπου το σύνθημα μπορούσε να οδηγήσει και σε καμιά καλή ιδέα, μπορεί και να κατάπινα αυτούς τους υποψήφιους πρωθυπουργούς. Έλα όμως που το κουτόχορτο σώθηκε και η κοινωνική δικτύωση έφτιαξε μέσα που τους ξεγυμνώνουν…