Κοίταζε με κρυμμένη αηδία τον κοντόχοντρο ανθρωπάκο με τα γκρίζα κοντοκουρεμένα μαλλιά και το ψεύτικο χαμόγελο, σαν να είχε μπροστά του όχι άνθρωπο, μα ένα σακκούλι γιομάτο βδέλλες.

– Ποιανού ιδέα ήταν; ρώτησε με δήθεν απορημένη φωνή. Ήξερε πως δεν ήταν απλώς ιδέα κάποιου, μα συλλογική απόφαση.

Ο Γιάννος Βατάτζης ποτέ δεν υπήρξε αυτό που λέμε στη καθομιλουμένη “το συνετό παιδί”. Το παιδί δηλαδή που από μικρός έδειχνε οτι θα πήγαινε πολύ ψηλά. Η μάνα του – θεός σχωρέστην – κάθε τρείς και λίγο έπαιρνε σβάρνα τις αλάνες της Νέας Ερυθραίας για να τον μαζέψει απ’ τα ποδόσφαιρα και τα κυνηγητά με τους άλλους “μπόμπιρες”, μη τυχόν και τον ξαναφέρουν πάλι πίσω με κανένα σπασμένο κεφάλι ή γόνατο. Ανυπάκουος, επαναστάτης, πνεύμα αντιλογίας και ανήσυχος απο πιτσιρίκος, πολλές φορές ένοιωθε πως δεν τον χώραγε ο τόπος.

Τα βράδια, σαν γύρναγε λαχανιασμένος και “κόκκινος” απ’ τη τρεχάλα και το παιχνίδι, έτρωγε με βουλιμία το – συνήθες – όσπριο που τού βαζε η μάνα του, έλεγε κανα δυό βιαστικές κουβέντες και μετά κλεινότανε στη κάμαρά του και στα βιβλία του. Ενα μυστήριο πράγμα! μόνο καταπονημένος σωματικά μπόραγε να αφομοιώσει ό,τι διάβαζε. Οι δάσκαλοί του στο σχολείο είχαν να το λένε, η μάνα του το ίδιο. Ο πατέρας; Ο πατέρας, ο κυρ-Δημητρός ο δάσκαλος, είχε φύγει δυστυχώς πολύ νωρίς. Ανένταχτος αριστερός (“αναρχοκομμουνιστή” τον είχαν αναφέρει στο φάκελλό του οι ασφαλίτες), πνεύμα λέυτερο, έσβησε μια νύχτα τ΄Αυγούστου, πνιγμένος στο πυρετό, στο κελλί 45 της Γυάρου προτού κάν ακόμη μάθει πως η γυναίκα του είχε φέρει στον κόσμο τον Γιάννο του, τον γιό του. Αγρια χρόνια, απάνθρωπα…

Ο θάνατος του κυρ-Δημητρού είχε για τα καλά στοιχειώσει μέσα στη ψυχή και στο νού του Γιάννου. Η μάνα του δε του είχε πεί μια και καλή τις λεπτομέρειες, μα σιγά-σιγά, με τα χρόνια. Καθώς ο Γιάννος της μεγάλωνε, κάθε τόσο του αποκάλυπτε και νέες λεπτομέρειες για τον “γέρο” του και τη δράση του. Στον πόλεμο, στη Κατοχή, στην Αντίσταση, στους διωγμούς, στις φυλακές και τις εξορίες. Ετσι λάτρεψε με τόσο πάθος την Ιστορία ο Γιάννος. Απ τις διηγήσεις της μάνας του.

Χρόνια την “έψηνε” τη φουκαριάρα να του πάρει με δόσεις την Ιστορία του Ελληνικού Εθνους του Παπαρρηγόπουλου κι εκείνη, παρά τις δυσκολίες,  δε του χάλασε το χατήρι. Με χίλιες – δυό στερήσεις και απο γνωστό της πλανώδιο πωλητή βιβλίων, τα κατάφερε και του την έκανε δώρο στα δέκατα πέμπτα γενέθλιά του, κάνοντάς τον τον πιο ευτυχισμένο γιό της γής! Η Ιστορία του Παπαρρηγόπουλου σταμάταγε λίγο μετά την επανάσταση του 21 και με τις νέες προσθήκες έφτανε μέχρις τα 1922, μα δεν είχε σημασία.
– Την υπόλοιπη μάνα, μια μέρα θα τη γράψω εγώ, μέσα απ τα μάτια του πατέρα μου…

Ετσι της είπε κι έτσι λογάριαζε να κάνει. Μα μέχρι τα τώρα, δε τα είχε καταφέρει. Θες η σκληρή δουλειά, οι υποχρεώσεις, οι σπουδές, η Αμερική, οι θυελλώδεις ερωτές του, οι ευθύνες της εδρας του καθηγητή Οικονομικής Ιστορίας και Οικονομολογίας στο Καίμπριτζ, οι μετέπειτα πολιτικοί αγώνες του με τους σοσιαλιστές, η έδρα του βουλευτή και αργότερα του υπουργού, πού χρόνος. Μα αυτό ήταν κάτι σαν τάμα. Ενα τάμα στον πατέρα του, στον εαυτό του και στην ίδια τη πατρίδα…

– Τίνος ιδέα ήταν; ξαναρώτησε με πιο αυστηρή φωνή τον κοντόχοντρο ανθρωπάκο.

– Πάντως όχι δική μου, μη βαράς, έκανε χαμογελώντας ο “ανθρωπάκος”. Εγώ δεν θα σε χαράμιζα έτσι εύκολα. Όμως, όπως ξέρεις, όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί σε εκτιμούν. Είσαι – αυτό που λέμε – “υπεράνω”. Παλιά καραβάνα στη δική μας πιάτσα και Οικονομολόγος απο τους λίγους. Και το κυριότερο…

Σταμάτησε και έβγαλε ένα πακέτο με τσιγάρα απ τη τσέπη του και κάνει να ανάψει ένα.

– Σε πειράζει;

Ο Γιάννος γνέφει αρνητικά.

– …και το κυριότερο, “δικός μας” άνθρωπος, ολοκλήρωσε, φυσώντας με δύναμη τον καπνό. Αυτή η χιτλερική πουτάνα κι ο άλλος ο μουσιού χλεχλές δεν έχουν καμμιά αντίρρηση, μιας κι ο προηγούμενος, ο “δικός τους”, τα θαλάσσωσε. Μα ήταν δυνατόν βρε Γιάννο να προχωρούσε; Οχι σε ρωτάω, ήταν; Εγώ τους το φώναζα απο τη πρώτη στιγμή! Ε, ύστερα απο δυό μήνες, να τα αποτελέσματα. Επρεπε να καεί το Σύνταγμα και πάλι για να το καταλάβουν.

Ο Γιάννος άναψε κι αυτός τσιγάρο. Για κανένα δύλεπτο, επικρατούσε βουβαμάρα. Μόνο οι συρτοί ήχοι απ το κάπνισμα σπάγανε τη σιωπή. Ο Γιάννος έσπευσε προς το παράθυρο και το άνοιξε. Ο παγωμένος αγέρας του Φλεβάρη του χάιδεψε το πρόσωπο. Κορναρίσματα και οχλοβοή γέμισαν τα αυτιά του. Αναστέναξε.

– Γιατί εγώ Γρηγόρη; Το ξέρεις οτι δεν είμαι κι ούτε ποτέ θα γίνω …”δικός σας”. Οπότε παράτα τις τσιριμόνιες και μίλα καθαρά. Πάνε πολλά χρόνια απο τότε που τραγουδούσαμε μαζί το “Καλημέρα Ηλιε” κι απ τους δυό μας, ο μόνος που το εννοούσε ήμουν εγώ. Μέχρι πριν απο δέκα χρόνια, σχεδόν όλη η κομματική επιτροπή ήθελε την κεφαλή μου επι πίνακι και το κατάφερε. Κι ένας απο αυτούς ήσουν κι εσύ. Γιατί λοιπόν τώρα εγώ; Τίνος το παιχνίδι θα παίξω; Το δικό σας; Της χιτλερικής πουτάνας; Του μουσιού; Του ΔΝΤ; Των τραπεζών; Ποιανού; Και προπάντων, γιατί διάλεξαν εσένα να μου το πείς;

Ο “ανθρωπάκος” εξακολουθεί να χαμογελάει μ’ αυτό το αηδιαστικό χαμόγελο, σε βαθμό που σού’ ρχεται να του σπάσεις τα μούτρα.

– Γιάννο, ΕΙΣΑΙ δικός μας. Ο,τι κι αν έγινε τότε, ό,τι κι αν έκανες τότε, είσαι και θα εξακολουθείς να είσαι ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ. Το ξέραμε όλοι μας οτι παρήστανες τότε τον δόν Κιχώτη όταν και κυνήγαγες τους άλλους για διαφθορά. Το μόνο που δε ξέραμε ήταν για τα συμφέροντα τίνος το έκανες. Ωσπου καταλάβαμε πως δεν ήταν τίποτε άλλο απο το ξερό σου το κεφάλι. Δεν ήξερες ότι θα σε βάζανε τότε οι άλλοι στο ψυγείο; Υπουργός μια ολόκληρη τετραετία ήσουν ρε αδερφέ! Και κατάφερες το ακατόρθωτο! Να κάνεις τους πάντες εχθρούς σου! Απ΄τα κανάλια μέχρι τον πρόεδρο! Το οτι σε κρατούσαν οι άλλοι στο κόμμα, ήταν γιατί είχες έρισμα στο κόσμο. Σε προόριζε η βάση για αρχηγό! Ε, ό,τι ακολούθησε ήταν επόμενο! Βαρούσες γροθιά στο μαχαίρι κι αυτό δεν άρεσε σε κανέναν! Απορώ αδερφέ μου, με τέτοια μυαλά, πως μπήκες στη πολιτική! Δε τό ξερες οτι μια μέρα θα σε σταύρωναν; … Αλλά τι τα θέλουμε πια όλα αυτά και τα θυμόμαστε, τι σημασία έχουν πλέον. Εδώ σου παρουσιάζεται μια τρομερή ευκαιρία. Θα ηγηθείς εσύ της μεταβατικής κυβέρνησης που θα πάει τη χώρα σε εκλογές και είσαι το μόνο πρόσωπο απο τον πολιτικό κόσμο που είσαι αποδεκτός από το λαό. Είμαστε στα πρόθυρα εμφυλίου κι εσύ αυτή τη στιγμή είσαι ο μόνος που μπορεί να εγγυηθεί την ομαλότητα για αδιάβλητες εκλογές.

– Ο μόνος;

– Ναί, γιατί απορείς. Φυσικά ο μόνος. Αποδέξου την ευκαιρία, κάνε το καθήκον σου και μετά φύγε. Ενα σωρό πανεπιστήμια σε ζητάνε, ενα σωρό ιδρύματα απ όλο τον κόσμο. Κι εσύ, εδώ και δέκα χρόνια, σαπίζεις εδώ μέσα θαρρείς και είσαι μούμια. Δε λέω, στο πανεπιστήμιο το δικό μας είσαι, αλλά διάολε, αξίζεις για πολύ πιο πάνω!

– Δηλαδή, εν ολίγοις, μου ζητάς να γίνω η σανίδα σωτηρία σας; Αυτό είναι;

– Μη λές ανοησίες. Δεν πρόκειται να γίνεις η σανίδα σωτηρίας κανενός. Απλά, επειδή πολλά λέγονται και ψιθυρίζονται, εσύ απλώς θα είσαι η εγγύηση. Τίποτε λιγότερο η περισσότερο. Ο τόπος χρειάζεται ενότητα Γιάννο και μιας και τό’ φερε έτσι η τύχη κι ο κλήρος έπεσε σε σένα, σε συμβουλεύω να το δεχτείς. Για το δικό σου καλό.

– Και για το δικό σας, τον έκοψε με μιας ο Γιάννος.

Ο άλλος έσβησε το τσιγάρο του χωρίς να μιλήσει και προχώρησε προς τη πόρτα. Κοντοστάθηκε και γύρισε προς το μέρος του Γιάννου.
– Στις τρείς σε περιμένουν οι πολιτικοί αρχηγοί με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Να είσαι στην ώρα σου. Έτσι κι αλλιώς, είναι δυό βήματα από δω, ούτε αυτοκίνητο δε θα χρειαστείς.

Χαμογέλασε και πάλι με κείνο το σπαστικό χαμόγελο.

– Αλήθεια, δε σε ρώτησα ποτέ μου. Αληθεύουν αυτές οι φήμες που κυκλοφορούσαν τότε πως κατάγεσαι απο βυζαντινή γενιά; Ποτέ δεν τις επιβεβαίωσες.

Ο Γιάννος κρατήθηκε δύσκολα για να μην του ορμήξει. Ένοιωσε τις παλάμες του να ιδρώνουν μες τις τσέπες του. Πέταξε μόνο ένα ξερό “θα είμαι στην ώρα μου” και του γύρισε τη πλάτη καθώς ο άλλος έφευγε.

Ξαφνικά ένοιωσε έναν αφόρητο πόνο στα μηνίγγια. Έκλεισε για λίγο τα μάτια του, έχωσε το πρόσωπό του στις ιδρωμένες παλάμες του κι ακούμπησε στον τοίχο. Τι παιχνίδι παίζουν; Γιατί αυτόν; Είναι παγίδα, σίγουρα είναι παγίδα, γιατί όμως; Οχι, δεν μπορεί να είναι ο λόγος οι εκλογές, κάτι άλλο παίζει. Κάτι άλλο, που θέλουν να του το φορτώσουν στις πλάτες και μετά να τον ρίξουν βορά στο μανιασμένο πλήθος για να τον ξεσκίσει. Δεν μπορεί έτσι, από το πουθενά, να τον θυμήθηκαν όλοι, ακόμη και η χιτλερική καριόλα. Ο κόσμος είναι ευκολόπιστος και σήμερα, ακόμα χειρότερα, είναι και μπερδεμένος. Εδώ πολλοί έχουν φτάσει στο σημείο να μνημονεύουν ακόμα και την ίδια τη …χούντα! Να βγαίνει – αν είναι δυνατόν(!) – αυτό το τέρας δικαιωμένο για τις…πράξεις του! Αυτά τα ψυχοπαθή καθάρματα, έφτασαν στο σημείο, κοντά σαράντα χρόνια μετά, να θεωρούνται…δικαιωμένοι! Γιατί αυτοί που τους διαδέχτηκαν, αποδείχτηκαν ίσως πολύ χειρότεροι απο δαύτους!

“Είμαι κι εγώ άραγε μέσα σ΄αυτούς;” μονολόγησε. Ενα κρύο ρεύμα διαπέρασε τη σπονδυλική του στήλη. “Οχι, εγώ κάποτε φώναξα, ούρλιαξα, αλλά ήμουν μόνος. Τι μπορούσα να κάνω παραπάνω απ αυτό που έκανα;”

Ο κόσμος γύρω του άρχισε να στροβιλίζει επικίνδυνα. Στηρίχτηκε πιο δυνατά στον τοίχο για να μην πέσει. Οχι, τώρα πρέπει να συμμαζέψει το νού του. Εχει δίκιο αυτό το κάθαρμα, είναι η ευκαιρία του. Είναι η ώρα η δική του.  Αλλά όχι όπως το νομίζει αυτός και οι άλλοι. Απλά, είναι η ώρα της πατρίδας. Και κάποιοι, του την πρόσφεραν στο πιάτο.

Το δροσερό μαγιάτικο αεράκι που ρχότανε απ τον Κεράτιο τον έκανε να ανατριχιάσει. Κρύωνε; Η απλώς ήταν άλλου είδους ανατριχίλα;  Ολα εδώ μοιάζαν μαγικά. Ακόμη και η εκνευριστική μουσική που έβγαζε το τουμπερλέκι του πιτσιρικά λίγα μέτρα πιο πέρα, που ξεκούφαινε τους περαστικούς, απαιτώντας μ΄αυτόν τον τρόπο να τον προσέξουν και να του ρίξουν καμμιά δεκάρα για τον βραδυνό του πατσά. Ολα εδώ μοιάζαν μαγικά. Οι γλάροι που κράζαν ευτυχισμένοι έχοντας καταπιεί ήδη κάποιο φουκαριάρικο ψαράκι, οι μαούνες που μπαινόβγαιναν ασθμαίνοντας στη μικρή και στενή αυτή λουρίδα θάλασσας, ακόμη και τούτος εδώ ο Μεχμέτ, με τα πατομπούκαλα γυαλιά που φόραγε και τη στραβή “οθωμανική” μύτη. Ολα μοιάζαν μαγικά. Γύρισε το βλέμμα του προς τα πίσω και κοίταξε για χιλιοστή φορά το θεοδοσιανό τείχος που ορθόνοντας, αγέρωχο, μέσα στις χιλάδες μερόνυχτα ζωής που είχε. Λαβωμένο απο τις μπαρουτιές των πυροβόλων του Ουρβανού και το ανελέητο μαστίγωμα του αμείλικτου χρονου, αλλά πάντα όρθιο κι αγέρωχο. Περιμένοντας κι αυτό, όπως κι η μεγάλη Εκκλησιά, εκείνον που ταξε ο Θεός στη μπαιλτισμένη απ’ το κλάμα Παναγιά τότες,  τη φοβερή εκείνη μέρα της φωτιάς, σαν σήμερα.  Περιμένοντας Εκείνον, που θα ανάσταινε το Γένος, ύστερα απο χρόνια και καιρούς. Το Γένος, που θα ξέπλενε με τα δεινά της τιμωρίας του απ τις ορδές των βαρβάρων, τις αμαρτίες αιώνων. Εκείνον, που τραγουδήθηκε σαν θρύλος αιώνες τώρα. Εκείνον, που έμεινε τραγουδισμένος ως “Μαρμαρωμένος Βασιλιάς”.

Η τούρκικη ρακή και το πικάντικο σουτζούκ στα κάρβουνα του καίγανε τα σωθικά. Δεν έχουν το θεό τους τουτοι δώ οι σκυφτογλύφτηδες τουρκαλάδες, πουλιούνται κυριολεκτικά ακόμη και σ΄έναν “οχτρό” τους για μια χιλιάδα δραχμές ή για ένα δεκαδόλλαρο. Τους κοίταζε χαιρέκακα, που σκοτώνονταν να ικανοποιήσουν την κάθε απαίτησή του, που έσκυβαν το κεφάλι και μυξόκλαιγαν υποκριτικές “συγνώμες” στην κάθε του παρατήρηση που ‘βγαινε απ το στόμα του σε άπταιστα τουρκικά. Μέχρις κι ο ίδιος ο ιδιοκτήτης, ενας μαυριδερός ασιάτης με δυο χαλασμένα μπροστινά δόντια ήρθε να ρωτήσει αν είναι ευχαριστημένος απο το…servic! “Hizmet efendim memnun musunuz?” και άλλα τέτοια υποκριτικά που σού ‘ρχεται να τον κλωτσήσεις απο αηδία.

Ο Μεχμέτ κατέβασε μονορούφι τη ρακή απ το ποτήρι του και το κοπάνησε πάνω στο τραπέζι. Ητανε φανερό πως είχε ξεπεράσει εδώ και ώρα τα όρια του επιτρεπτού για το αλκοόλ. Τα μάτια του είχα ώρα που είχαν γίνει κόκκινα, τα χέρια του ψιλοτρέμανε, όχι απ το αγέρι, μα απ το δυνατό ποτό που είχε γίνει ένα με το αίμα του.

– Σείς οι τωρινοί Γιουνάνοι είστε μπουνταλά ασκέρ. Δεν πιστεύετε. Δε τιμάτε τις παραδόσεις σας. Ξεφτύσατε. Μα ο Αλλάχ σας αγαπάει. Δε ξέρω γιατί, μα σας αγαπάει. Τη δική σας φάρα θέλει να βασιλέψετε, όχι τη δική μας… Εμείς θα χαθούμε μια μέρα!…

Ξαναβάζει ποτό στο ποτήρι του και τραβάει μια γρήγορη γουλια. Ενας ξερόβηχας τον πνίγει απ το ποτό που απότομα καθώς κύλησε μέσα του, του καψε το λάρυγγα.

– Για εσάς φυλάει τη καλή ρακή. Δε το πιστεύεις ε;

Σκύβει κοντά στον άλλον, σε σημειο να νοιώθει την γεμάτη πιοτίλα ανασεμιά του.

– Είδα τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά, λέει και μια υποψία απο δάκρια λαμπιρίζει στα μάτια του. Οχι στον ύπνο μου, στον ξύπνιο μου ηλίθιε Γιουνάνη!

“Παίζει μαζί μου το τσογλάνι, δεν εξηγείται αλλοιώς! Εχει μεθύσει και παίζει μαζί μου! Κατάλαβε τις σκέψεις μου και θέλει να με ξεφτυλίσει. Αλλη μια κουβέντα να πεί θα του σπάσω τα μούτρα”

– Τον είδα γαμώτο μου! Μου τον έδειξε ο θείος μου προτού πεθάνει! Ήξερε το μέρος! Ήξερε που βρίσκεται!

“Κόφτο γαμημένο κοπρόσκυλο, βούλωστο!”

– Θες να μου δώσεις μια στη μούρη ε; Κάνε το, αλλά εγώ τον είδα!… Θα σου πω μιαν ιστορία… Την ιστορία μου… Αυτή που δε σου είπα ποτέ…

“Πού το πάει ο τουρκαλάς, μεθυσμένος σκνίπα είναι ή τον παριστάνει;”

– Πάνε δέκα χρόνια απο τότε… Ο θείος μου ήταν Αρχαιολόγος απο τους λίγους. Τον έτρωγε πολλά χρόνια η παράδοση αυτή. Σαν να έψαχνε κάποιος δικός σας το Αγιο Δισκοπότηρο! Ζήτησε και πήρε την επιμέλεια και τη συντήρηση της ΑγιαΣοφιάς και των τειχών ενα γύρω. Διάβαζε και επεξεργαζόταν χιλιάδες χριστιανικά κείμενα που αφορούσαν το πράγμα. Έσκαβε κρυφά τα βράδια, ώσπου βρήκε ένα λαγούμι, ενα πηγάδι, πέντε μέτρα κάτω απ την Αγιά Σοφιά. Το κατέβηκε μόνος του. Δε ξέρω τι είδε. Την άλλη μέρα ήρθε στο σπίτι να μας δεί. Ήταν κάτωχρος. Άσπρος σαν το πανί. Ζήτησε απ το πατέρα μου το αμάξι του και δυο κάσες τρόφιμα. Εξαφανίστηκε για κάνα δυό μήνες. Κανένας δεν ήξερε που ήταν. Ενα βράδυ γύρισε. Ηρθε σπίτι. Ήμουνα μόνος. Οι γονείς μου είχαν πάει σε ένα γάμο και ξενύχτησαν εκεί. Μου είπε “Μπορείς να κρατήσεις ένα μυστικό; Εγώ δε θα ζήσω για πολύ ακόμα. Είμαι άρρωστος. Και θέλω να το περάσω σε σένα. Μπορείς; Έχεις το κουράγιο;” “Μπορώ”, του λέω εγώ. Μπήκαμε στο αμάξι. Οδηγούσε με τρεμάμενα χέρια. Φτάσαμε στο Σουλτάν Αχμέτ. Αφήσαμε το αμάξι και προχωρήσαμε με τα πόδια. Με πήγε απο πίσω, απο ένα πέρασμα που κανείς δεν ήξερε και βγήκαμε στα πίσω της μεγάλης εκκλησιάς. Εκεί, με κατέβασε μπροστά σε μια μικρή σιδερόφραχτη πορτούλα, την άνοιξε με ειδικό κλειδί και κατεβήκαμε σε ένα πέρασμα. Ετρεμα απ το φόβο μου. Ολο τον ρώταγα τι θα δούμε και τι θα δούμε και συνέχει μου βούλωνε το στόμα. Ο αγέρας μύριζε μούχλα και σαπίλα. Ύστερα απο ώρα, βρέθηκα μπροστά σε ένα πηγάδι τόσο στενό, που ίσα χώρα γα να μπώ στη τρύπα. Με έσπρωξε κι ακολούθησε κι αυτός. Δε ξέρω πόση ώρα κατεβαίναμε. Γλίστρησα σε μια στιγμή και χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα στον πάτο. Και τότε τον είδα. Τον είδα σου λέω! Ηταν ξαπλωμένος, πάνω σε μια κατάλευκη μαρμάρινη σαρκοφάγο. Τρόμαξα. Το σκούντηγμα του θείου μου με συνέφερε. Εριξε όλο το φώς του φανού πάνω στο εύρημα. “Τί είναι αυτό;”, τον ρώτησα τρέμοντας. “Αυτό είναι το Αγιο Δισκοπότηρο των Γραικών”, μου είπε. “Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς! Ελα να δείς, προχώρα πιο κοντά. Βλέπεις το δέρμα του; Εχει αρχίσει να ροδίζει. Δεν είναι πια πέτρα. Κοίτα το σπαθί του. Το μισό έχει βγεί απ το θηκάρι. Ο θρύλος λέει πως αν το σπαθί βγεί ολόκληρο απ τη θήκη, οι Γραικοί θα ξαναπάρουν τη Πόλη και μείς θα αφανιστούμε! Τ’ άκουσες;” Αρχισε να με ταρακουνάει. Μου μίλαγε θαρρείς και ήταν απόκοσμος. Η φωνή του ακουγόταν σαν απο φάντασμα. Ωγράντισα! Αρχισα να τρέχω κι ανέβαινα με ορμή το πηγάδι. Ετρεχα να φύγω με όση δύναμη μου έμεινε. Ετρεχα, έτρεχα… Κι ακόμα τρέχω…

Εβαλε τα κλάμματα. Παράτησε το ποτήρι και σήκωσε το μπουκάλι. Η ρακή έτρεχε απ τα χείλη του μουσκεύοντας το πουκάμισό του.

– Απο τότε δεν ξαναείδα το θείο μου. Σκοτώθηκε την άλλη μέρα. Στούκαρε πάνω σ’ ένα φορτηγό, στα περίχωρα, πέρα απ το Γαλάτα. Ούτε το σώμα του δε βρήκαν για να θάψουν. Μόνο μια μάζα αίματα και σάρκες. Εγώ μόνο ξέρω. Κανείς άλλος. Γι αυτό σου είπα να έρθεις. Γι αυτό έπιασα φιλίες μαζί σου στο πανεπιστήμιο. Για να ‘ρθει μια μέρα να στο πώ. Κι αυτή η μέρα είναι σήμερα…. Πριν έρθεις, πήγα να βρώ εκείνη τη πορτούλα τη σιδερένια που οδηγούσε στο πέρασμα. Την είχαν κλείσει με τσιμέντο και σίδερο. Δεν έχω αποδείξεις γι αυτά που είδα και γι αυτά που σου είπα. Στα είπα όμως γιατί έπρεπε. Και γιατί δε ξέρω αν κι εγώ θα έχω τη τύχη του θείου μου. Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς άρχισε το θανατικό με εκείνον. Μπορεί να είμαι εγώ ο επόμενος…

“Εντάξει. Είναι τύφλα στο μεθύσι, δε ξέρει τι λέει και είναι του θανατά πληγωμένος που τον παράτησε η Οσκάλ.”

– Παραήπιες Μεχμέτ. Ελα, θα σε πάω σπίτι προτού σωριαστείς εδώ απογεματιάτικα.

Ο Μεχμέτ χαμογέλασε και τσίτωσε το βλέμμα του πάνω στο βλέμμα του άλλου.

– Δε με πιστεύεις, ε; είπε και κατέβασε άλλες δυό γουλιές ρακή απ το μπουκάλι.

Ο ήλιος πέρα στο Γαλατά είχε για τα καλά κρυφτεί. Μόνο οι χρυσοκόκκινες ακτίδες του σκορπούσαν μια πανδαισία χρωμάτων πέρα στον ορίζοντα. Ο αγέρας έγινε πιο κρύος.

– Κάποιοι στη σχολή μου πέταξαν οτι κρατάς απο βυζαντινή γενιά. Αν είναι αλήθεια αυτό, καλά θα κάνεις να πιστέψεις! Οι παππούδες σου θα ντρέπονται για σένα και για την ηλιθιότητά σου, που έμαθες την αλήθεια απο μένα κι όχι απο μόνος σου και το χειρότερο, δε τη πίστεψες κιόλας!

Ολοι τον κοίταζαν με σκεπτικισμό αλλά και μια δόση περιέργειας. Προηγουμένως είχε ιδιαίτερες συναντήσεις με όλους. Η ίδια πάντα διαβεβαίωση. “Είσαι αυτή τη στιγμή η μοναδική μορφή ενότητας για να οδηγηθούμε με ομαλότητα στις εκλογές”.

Υποκρισία.

Ενα παραμυθάκι που πλασάρουν όλοι μαζί, λέγοντας το ίδιο ακριβώς μότο παίζοντας το παιχνίδι τους πάνω στις πλάτες του. Καμμία ενότητα δε παίζει. Το παιχνίδι τέλειωσε. Οι υπογραφές είχαν πέσει, τα χαρτιά και τα μνημόνια είχαν υπογραφεί εδώ κι ένα μήνα. Η Ελλάδα είχε ήδη ξεπουληθεί. Οι τοκογλύφοι ήδη μοίραζαν φιλέτα, έκαναν υπολογισμούς, τσακώνονταν μεταξύ τους ποιός και τί θα πρωτοπάρει. Και τούτοι δώ, απλά προσπαθούσαν να διαφυλάξουν το μέλλον τους. Να εξασφαλίσουν το μισθό και τις θέσεις τους. Να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Τι γύρευε με όλους αυτούς εδώ; Ενοιωθε σαν τη μύγα μεσ΄το γάλα. Σε μια στιγμή ζαλίστηκε. Σαν ο αέρας μέσα στο Μέγαρο να ήταν μολυσμένος. Τον συνέφερε η φωνή του Προέδρου.

– Οι πολιτικοί αρχηγοί συμφωνούν να σας παραδώσουν την πρωθυπουργία κύριε Βατάτζη. Εσείς τι πιστεύετε, θα τα καταφέρετε;

Ο Γιάννος πήρε βαθιά ανάσα και σηκώθηκε όρθιος.

– Πιστεύω πως ναί κύριε Πρόεδρε. Αλλωστε, δεν θα είναι μακρύ το διάστημα, όπως συζητήσαμε. Το έργο που θα επιτελέσει η κυβέρνησή μου είναι μικρό και συγκεκριμένο. Υπηρεσιακή κυβέρνηση και ομαλή διεξαγωγή των εκλογών. Θα προσπαθήσω για το καλύτερο,  να είστε βέβαιος.

Ο Ρωμανός τον κάρφωσε με ένα δηλητηριώδες χαμόγελο.

– Ξεχάσατε να μας πείτε “ευχαριστώ” κύριε Βατάτζη!

– Για ποιό πράγμα κύριε Ρωμανέ;

– Για την τιμή που σας κάναμε ασφαλώς! Ουτε κάν τον Πρόεδρο δεν ευχαριστήσατε! Δεν είναι και μικρό πράγμα να γίνεσαι πρωθυπουργός απ τη μιά στιγμή στην άλλη, έστω και υπηρεσιακός, έτσι δεν είναι;

– Επιτρέψτε μου να σας ευχαριστήσω στο τέλος της …θητείας μου κύριε πρόεδρε του Σοσιαλιστικού Κινήματος, να είστε απολύτως βέβαιος γι’ αυτό! Άλλωστε, δεν σας παρακάλεσα εγώ για κάτι τέτοιο, ως τα χτές σείς προσωπικά αγνοούσατε και την ύπαρξη μου! Αλλοι με πρότειναν κι εσείς απλώς συναινέσατε, σωστά; Το να σας ευχαριστήσω απο τώρα, δε νομίζω οτι έχει και πολλή σημασία. Σημασία έχει το αποτέλεσμα. Ελπίζω να είναι θετικό, μιας και μου παραχωρήσατε τη δυνατότητα να σχηματίσω κυβέρνηση με άτομα της απολύτου εμπιστοσύνης μου.

– Κι εμείς το ελπίζουμε κύριε Βατάτζη, είπε με τρεμάμενη φωνή ο Πρόεδρος. Θα ήθελα λοιπόν να μου παραδώσετε τα ονόματα των μελών της κυβέρνησής σας το συντομότερο δυνατόν καθώς επίσης και το προεδρικό διάταγμα.

Ο Βατάτζης κατάλαβε πού το πήγαινε το γεροντάκι αυτό που είχε απέναντί του και έσπευσε να τον καθησυχάσει.

– Μείνετε ήσυχος κύριε Πρόεδρε. Ολα θα γίνουν όπως προβλέπονται απο το Σύνταγμα. Και τώρα, παρακαλώ να μου επιτρέψετε, πρέπει να πάω στο γραφείο μου και να γίνουν οι σχετικές δηλώσεις στον Τύπο.

Οι τρείς πολιτικοί αρχηγοί αντάλλαξαν βλέμματα ηρεμίας. Δεν είχαν λόγους να ανησυχούν για οτιδήποτε.

‘Η μήπως είχαν;

Ο Δημήτρης Στρατάκης δεν ήξερε καν γιατί πήγε σε αυτό το …ραντεβού. Και το πλέον χειρότερο ήταν οτι δεν μπορούσε να αρνηθεί. Εδώ οι ασφαλίτες τον πήραν σχεδόν “σηκωτό” μπροστά απο το μικρόφωνο, μεσούσης της ραδιοφωνικής εκπομπής του. Αρον-άρον που λέμε. Για αρνήσεις ήταν τώρα; Τον κοίταζε κανένα πεντάλεπτο χωρίς να μιλάει, που δούλευε πάνω στα χαρτιά του και στον υπολογιστή. “Μηνύματα θα στέλνει”, σκέφτηκε. “Αλλόκοτος τύπος, μ’ έχει στημένο εδώ και πέντε λεπτά κι ούτε μπήκε στο κόπο να μου απευθύνει το λόγο. Τι σόι παιχνίδι παίζει άραγε;”

Κάποια στιγμή, ο Βατάτζης σηκώνεται όρθιος. Ο Στρατάκης τον κοιτάξε περίεργα. Ο Γιάννος τον προλαβαίνει.

– Είναι πιο άνετα εκεί, στις πολυθρόνες, δε νομίζετε κύριε Στρατάκη;

Ο Βατάτζης δεν περιμένει απάντηση και με σταθερό βήμα κατευθύνεται προς το σαλονάκι του πρωθυπουργικού γραφείου. Ο άλλος τον ακολουθεί με την περιέργεια να του σπάεί ήδη τα νεύρα.

– Ακόμα προσπαθώ να μαντέψω το λόγο για τον οποίο με κουβαλήσατε ώς εδώ κύριε πρωθυπουργέ αλλά δε τα καταφέρνω. Θα με βοηθούσατε πολύ αν μου λέγατε ανοιχτά το λόγο για τον οποίο βρίσκομαι εδώ.

– Μα είναι απλό κύριε Στρατάκη. Σας ακούω καθημερινά στο ραδιόφωνο και μάλιστα μια φορά έτυχε να έρθω κι εγώ σε μια απο τις συγκεντρώσεις σας. Είστε απο τους καλύτερους οικονομολόγους και άριστος γνώστης της ελληνικής πραγματικότητας. Θέλω να πιστεύω οτι είστε κι έντιμος κι οτι δεν κατευθύνεστε απο κάποια κέντρα. Θα ήθελα λοιπόν να κάνουμε μια κουβέντα έντιμη. Να συζητήσουμε σε συμβουλευτική βάση. Να πείτε και σε μένα, αυτά που λέτε στον κόσμο έξω απο το ραδιόφωνο και το διαδύκτιο.

Ταυτόχρονα, στο χέρι του Στρατάκη βρισκόταν ένα κομμάτι χαρτί που του έδωσε ο Βατάτζης την ώρα που μιλούσε.

“Μπορώ να σε εμπιστευτώ κύριε Στρατάκη;”

Ο Στρατάκης τον κοίταξε με βλέμμα απεγνωσμένης απορίας και περιέργειας.

 

 

Ο Ιούλιος Β΄ έβγαλε τσαντισμένος τα ακουστικά του. Μουρμούρισε μια βρισιά και άπλωσε το χέρι του να πάρει τη ταμπακέρα του, δώρο της γυναίκας του στη γιορτή του. Απαγορευόταν – υποτίθεται – το κάπνισμα εκεί κάτω στον 3ο υπόγειο όροφο αλλά ποιός το κράταγε. Το άγχος και το στρές περίσσευε σε όλους όσους είχαν πρόσβαση στα υπόγεια, ποιός είχε το κουράγιο να κόψει και το κάπνισμα! Σιγά τα ωά. Βρε δε παν να λέγαν οι γαλονάδες…

Εστριψε ένα τσιγαράκι, το άναψε και ξεφύσηξε σαν μανιασμένη φάλαινα τον καπνό. “Ρε που μπλέξαμε! Αντε τώρα να βρείς και άκρη!”

Ο Μάρκος 13 μπήκε φουριόζος και τον κατατρόμαξε!

– Ελα ρε μαλάκα, μου κοψες τη χολή! Πως μπαίνεις έτσι; Πες “μπαίνω”, “εγώ είμαι” ή χτύπα πρώτα!

– Πολύ τσιτωμένος είσαι παλικάρι μου, χαλάρωσε! Σ’ έκοψα απο τίποτα;

– Δε μας παρατάς κι εσύ; Λέγε, τι θες!

– Ο Διανομέας θέλει αναφορά! Τι γίνεται, τι λέγοντ…

– Μας κατάλαβε, μη κάνεις το κόπο! τον έκοψε ο Ιούλιος Β’. Είναι γάτος, ξέρει που πατάει. Κάνανε κουβεντούλα περι ανέμων και υδάτων! Μόνο για τον καιρό δε μιλήσανε!

– Μην είσαι ηλίθιος, τίποτε δε κατάλαβε. Τα μέτρα του παίρνει το παλικάρι και καλά κάνει, δεν είναι χτεσινός. Οι δικοί σου τι κάνουν, τον προσέχουν;

– Ρε συ Μάρκο, εκπαίδευση μου κάνεις; Δε πας να πιείς κανα καφέ να στανιάρεις; Αντε αγόρι μου κι έχω τις τσαντίλες μου! Πες στο Διανομέα οτι θα ανέβω εγώ πάνω να του τα πώ. Σε κανα μισάωρο θα είμαι εκεί. Ασε με τώρα!

– Καλάαα! εκανε ο Μάρκος 13 και έκανε μεταβολή να φύγει. Ανοιξε τη πόρτα και κοντοστάθηκε. Τον κοιταξε για μερικά δευτερόλεπτα και του είπε:

– Κοίτα, όσο κι αν αυτό σε χαλάει, εγώ είμαι πλέον ο προιστάμενός σου, εδώ και ενα μήνα! Καλά θα κάνεις το λοιπόν να το χωνέψεις! Μπορεί να ήσουν κάποτε το κομματικό χαιδεμένο πεκινουά κάποιων, αλλά τώρα τα πράγματα αλλάξανε. Η διορία που σού χω δώσει σιωπηλά δε θα κρατήσει για πολύ. Αυτά για να τα έχεις υπόψη σου! Ξηγηθήκαμε;

Ο Ιούλιος Β΄ τον κοίταξε περιφρονητικά. Ο Μάρκος 13 φεύγει και κλείνει τη πόρτα πίσω του με βρόντο. “Δε πας στο διάολο τσατσόνι”, μουρμούρισε και σβήνει το τσιγάρο του με λύσσα.

Ο Δημήτρης Στρατάκης κοίταξε για πέμπτη φορά το ρολόι του. Πέντε παρά πέντε. Είπανε στις τέσσερις, αλλά το στήσιμο κοντεύει να γίνει …χτιστό! “Λές να με δούλευε;” σκεφτόταν ανήσυχα. “Οχι δε νομίζω, αλλά ποτέ δε ξέρεις. Εγώ ο μαλάκας φταίω που μπλέχτηκα σ’ αυτό το παιχνίδι χωρίς καν να το καταλάβω”. Το παγκάκι στο Λυκαβηττό ήταν μισοβρεγμένο και με το κρύο, η υγρασία περνούσε στα κόκκαλα. Μπορεί να τά χε τα κιλάκια του κι απο λίπος να φαν κι οι κόττες που λένε, αλλά το κρύο του Φλεβάρη δεν αντέχεται με τίποτα. Ιδίως αν αυτός ο κουτσο-Φλέβαρος έχει τις τσαντίλες του. Ξανακοιτάζει το ρολόι. Πέντε και δέκα. “Θα σηκωθώ να φύγω και δε θα με ξαναδεί” Δε πρόλαβε όμως να αποσώσει τη σκέψη του και μια γνώριμη φωνή πίσω του τον έκανε να τιναχτεί.

– Χίλια συγνώμη για τη ταλαιπωρία!…

Γυρνάει απότομα και το παχουλό κορμί του ζορίστηκε. Το χαμόγελο του Βατάτζη τον μαλακώνει. 

– …και το στήσιμο! Αλλά δε γινόταν αλλοιώς. Επρεπε να ρίξω πίσω μου αρκετούς τόνους μελάνι. Ελα πάμε, έχω το αμάξι πιο κάτω. Εχουμε να πούμε πολλά. Αυτά που ΔΕΝ κουβεντάσαμε στο γραφείο, θα τα πούμε τώρα. Θα ‘ρθεις ή αποφάσισες πως το παγκάκι σε βολεύει καλύτερα;

Ο Στρατάκης σηκώθηκε και προχώρησε προς το μέρος του.

– Ευχομαι να αξίζει τον κόπο κύριε πρωθυπουργέ.

Ο Γιάννος του σκέπασε το στόμα με τη παλάμη του.

– Απο δώ και μπρός, για σένα είμαι σκέτος “Γιάννος”. Μόνο δημόσια είμαι αυτός που είπες. Και τα πουλιά έχουν αυτιά. Κατανοητό;

Ο Γιάννος προχωράει μπροστά κι ο Στρατάκης ακολουθεί, ένα βηματισμό πιο πίσω. Απομακρύνονται από τη πλατεία και χάνονται στα πεύκα μέσα στο δασάκι.

“Ε, τώρα είναι που δε καταλαβαίνω τίποτα! Τι διάολο ετοιμάζει τούτος εδώ; Συνωμοσία; Που στα κομμάτια πάει να με μπλέξει; Έχει γούστο να θέλει να μου φορτώσει κανένα τσουβάλι με σκουπίδια και μετά να ψάχνω εγώ τη χωματερή για να τα πετάξω! Στρατάκη, το νού σου αγόρι μου!”

Η Στέλλα Χένκελ δεν υπήρξε ποτέ στη ζωή της όμορφη. Κι αυτό το κουβάλαγε μέσα της πάρα πολλά χρόνια. Παρά το γεγονός οτι είχε γεννηθεί μέσα σε μια υπερ-συντηρητική οικογένεια, με έναν πατέρα Λουθηρανό πάστορα και μάνα αυστηρή δασκάλα εσώκλειστου σχολείου, η Στέλλα ποτέ δεν αποδέχτηκε συνειδητά οτι οι φίλες της θα είχαν στο μέλλον τον πρώτο λόγο σε αυτό που λέμε “γυναικεία προκλητικότητα” κι όχι αυτή.

Eπίσης, το γεγονός οτι μεγάλωσε σε μια κομμουνιστική χώρα, όπως ήταν η Ανατολική Γερμανία, ουδόλως επηρέασε την ιδεολογική της γαλουχία. Ακόμη και παρά το οτι υπήρξε, όπως σχεδόν η συντριπτική πλειονότητα των νέων άλλωστε, μέλος της Σοσιαλιστικής Γερμανικής Νεολαίας. Και πως θα μπορούσε άλλωστε να γίνει και διαφορετικά, όταν έχεις έναν πατέρα που σε εξανάγκαζε να ασκείς θρησκευτικά καθήκοντα και να σκέφτεσαι με βάση το λουθηρανικό τρόπο ζωής και δράσης. Προσευχή το πρωί που σηκώνεσαι, το μεσημέρι όταν τρώς, το βράδυ πρωτού κοιμηθείς, η διαφύλαξη ως κόρη οφθαλμού της παρθενίας, μη μιλήσεις, μη βγείς, μη, μη, μη, η Στέλλα δεν είχε άλλο δρόμο απο το να σκεπάσει τη ντροπή για τον εαυτό της με ένα σιδηρούν παραπέτασμα ψυχρότητας και συντηρητισμού. Κι έτσι, τον φυσικό γυναικείο ανταγωνισμό όσον αφορά τη θηλυκότητα και την προκλητικότητα, την αντικατέστησε με την επιδίωξη της ανάδειξης του εαυτού της μέσω της ανταγωνιστικότητας στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο και αργότερα στις επαγγελματικές επιλογές της, που γρήγορα αυτές έγιναν πολιτικές. Η πολιτική γι’ αυτήν ήταν ένα ισχυρότατο μέσο για να ικανοποιήσει τη ματαιοδοξία της. αυτήν τη ματαιοδοξία, που δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει σαν γυναίκα. Και ο γρήγορος γάμος της σε πολύ μικρή ηλικία, με το μόνο αγόρι που της την είχε πέσει στη ζωή της μέχρι τότε, μαρτυρά επίσης την στριφνή της προσύλωση στα υπερ-συντηρητικά ιδεώδη. Σήμερα, ούτε το όνομά του δεν θυμάται πλέον.

Αυτήν ακριβώς την υπέρμετρη στενοκεφαλιά της μισούσε πάνω απ όλα ο εκλεπτυσμένος και λάτρης της αβρότητας Ζοσουά Ζιβανσύ. Ωρες-ώρες, τον έπιανε η μανία να της χαρίσει την πιο βίαιη σαδομαζοχιστική βραδιά της ζωής της! Με εκείνον στον πρώτο ρόλο του μαστιγίου κι εκείνη κρεμασμένη από κάποιο ταβάνι με βαριές αλυσίδες και με τη πλάτη κατασχισμένη από τις δυνατές του βουρδουλιές! Τόσο άσχημα ήταν τα πράματα.

“Ω, Θεέ μου, τι κάθομαι και σκέφτομαι, σε ποιό ακραίο σημείο είναι ικανή να με φέρει τούτο το χιτλερικό απόβρασμα”!

Την άκουγε τόση ώρα που μίλαγε στους υπόλοιπους ηγέτες της G-20 και παρά το ότι έκανε υπεράνθρωπες προσπάθειες να κατευνάσει τα πιο άγρια ένστικτά του, εντούτοις αυτά επικρατούσαν με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση.

– Τι σκέφτεσαι; τον ρώτησε ενώ έβαζε με το πιρούνι της ένα μικρό κομμάτι ψητό βοδινό αλα κεσουάρ, παραδοσιακό φαγητό της βόρειας Νορμανδίας.

“Το πως να σε τεμαχίσω σε μικρά κομματάκια σαν το βοδινό κεσουάρ που χλαπακιάζεις γκιόσσα”

– Την Ελλάδα, είπε ξεψυχισμένα πίνοντας μια μικρή γουλιά απο το κόκκινο Σατώ Βιγιέ του ’83. Νομίζω πως η επιλογή αυτού του τύπου, του Βατάτζη, δεν ήταν και η πιο σοφή. Με προβληματίζει πολύ το παρελθόν του. Τίποτε δεν εγγυάται απο αυτό το μέλλον. Ακόμη και το πιο βραχυπρόθεσμο.

– Είσαι κουτός, του είπε καρφώνοντάς τον μ’ εκείνο το βλέμμα που θυμίζει Χάινριχ Χίμλερ. Απορώ πως οι Γάλλοι σε έκαναν πρόεδρό τους. Αν σκεφτόμουν, όπως εσύ, ακόμη θα ήμουν απλή γραμματέας του κόμματός μου.

Ήπιε κι εκείνη μια γουλιά κρασί και έγειρε πίσω στο άνετο κάθισμά της, εξακολουθώντας να τον καρφώνει με τα πράσινα, γεμάτα σκληράδα, μάτια της.

– Eντάξει, σ΄ ακούω. Πες μου. Γιατί έχεις τόσους ενδοιασμούς με τον Βατάτζη. Γιατί σε προβληματίζει το παρελθόν του. Εγώ απ ό,τι ξέρω – και το ξέρω καλά – είναι ότι ο άνθρωπος αυτός είναι καθ΄όλα έντιμος. Αρα, εκ προοιμίου αξιόπιστος συνομιλητής. Ύστερα…

– Κι απο πότε εμείς θέλουμε έντιμους συνομιλητές Στέλλα; την έκοψε ο Γάλλος.

– Βιάζεσαι Ζοσουά, έκανε με λίγο παραπάνω τόνο η Στέλλα. Κατ΄αρχάς, μεταβατικός πρωθυπουργός είναι ο άνθρωπος. Δεν έχει εντολή να κυβερνήσει. Απλά να πάει την Ελλάδα σε εκλογές. Επομένως, ο όρος “συνομιλητής” αυτοαναιρείται. Συνομιλητές μας είναι ο Σωζόπουλος κι ο Ρωμανός, αντε και ο Καρατζάς. Ο “καινούργιος” πάντως, όχι.

– Ο Καρατζάς δεν θα γίνει ποτέ “συνομιλητής” μου. Προτιμώ να πέσω στο Σηκουάνα παρά να συνομιλήσω μαζί του.

– Αυτό είναι το πρόβλημά σου; έκανε η Γερμανίδα και το συνόδεψε και με ένα πνιχτό γελάκι. Κι όμως, ό,τι και να είναι αυτός ο τύπος, δική του ιδέα ήταν ο Βατάτζης. Εγώ να σου πώ την αλήθεια, μετά την αποτυχία του Παπαδήμα τα χρειάστηκα. Τα χρειάστηκα πολύ. Ήρθε όμως η ιδέα του Βατάτζη από τον πιο τιποτένιο της παρέας και έσωσε τη κατάσταση. Απο κεί που δεν το περίμενες. Γι΄αυτό λέω πάντα οτι “μην υποτιμάς κανέναν στη ζωή σου, ακόμη και τον πιο ηλίθιο”. Ή μήπως σου διαφεύγει ο Ρωμανός; Απο αυτόν δεν κοντέψαμε να γίνουμε σεληνιακό τοπίο; Ο άνθρωπος είναι ο ορισμός του ηλίθιου!

– Μπορεί, αλλά στη τελική δε σου βγήκε και σε κακό η όλη κατάσταση, έτσι δεν είναι;’

“Ε, μα πια! Σου χρειαζόταν χιτλερικό γουρούνι”

Το βλέμμα της Στέλλας άστραψε απότομα. Άφησε κάτω το πιρούνι με θόρυβο, σχεδόν το κοπάνησε πάνω στο πιάτο.

– Άκου να σου πω! Ή θα κάνουμε κουβέντα σοβαρή ή θα σηκωθώ να φύγω εντάξει; Κομμένοι οι υπαινιγμοί, αν θες να τα πάμε καλά!

“Σκύλα! Δε θα ησυχάσω αν δε δώ το χοντρό κεφάλι σου πάνω σε ένα παλούκι”!

– Μπορείς να ηρεμήσεις σε παρακαλώ; Μια κουβέντα είπα, δε σου έφερα δα και το ΔΝΤ στη τσέπη σου!

Η Στέλλα χαλάρωσε τα χαρακτηριστικά του προσώπου της χωρίς να ελαττωθεί η ένταση του βλέμματός της. Γέρνει πίσω και πάλι στο κάθισμά της και κάνει ένα νεύμα με το χέρι της σε κάποιον “φουσκωτό” της προσωπικής της φρουράς που στεκόταν λίγα μέτρα πιο πέρα, στο βάθος της αίθουσας, ακίνητος και με τα χέρια σταυρωμένα στη κοιλιά. Εκείνος τσακίζεται και με δυο δρασκελιές βρίσκεται απο πάνω της. Κάτι γαυγίζουν και οι δυό στα γερμανικά κι ο άλλος φεύγει με τον ίδιο τρόπο που ήρθε. Η Στέλλα ξαναγυρίζει στη πρωτινή θέση της.
– Εχεις δίκιο, πρέπει να ηρεμήσουμε. Τόσο πρέσσιγνκ δεν έχω ξανανιώσει στη ζωή μου… Παίζονται τα κεφάλια μας Ζοσουά, δε ξέρω αν το χεις πάρει χαμπάρι. Άλλωστε, το θέμα της Ελλάδας έχει πάρει ήδη το δρόμο του. Ο,τι και να γίνει, εμείς είμαστε εξασφαλισμένοι. Το μόνο που μας μένει είναι απλά η διευθέτηση του ελληνικού θέματος και η εφαρμογή της δημιουργίας των οικονομικών ζωνών για να πάρει ο καθένας το κομμάτι του και να τελειώνουμε. Με το νόμισμα τι κάνουμε, αυτόν τον γρίφο πρέπει να λύσουμε. Ο Βατάτζης είναι το τελευταίο που θα με απασχολούσε αυτή τη στιγμή. Ο,τι και να κάνει πάντως, δεν μας επηρεάζει.

– Εγώ διαφωνώ, αλλά τέλος πάντων. Είναι νωρίς ακόμη για να πούμε οτιδήποτε. Πάντως, για το καλό μας, μακάρι να είχε δίκιο αυτό το γλοιώδες υποκείμενο με τη φαεινή του ιδέα. Αλλοιώς, θα παραγγείλω να μου τον φέρουν σουβλιστό για να τον ρίξω στα ντόπερμαν του εξοχικού μου να τον ξεσκίσουν!

“Οπως κι εσένα μαζί χοντροκώλα! Ω, Θεέ μου, πως κατάντισα έτσι να σκέφτομαι τέτοιες απαίσιες βαρβαρότητες…”

Το μικρό εξοχικό του Γιάννου Βατάτζη στον Κάλαμο, από προχτές, μοιάζει με απόρθητο φρούριο. Σχεδόν μια ντουζίνα σεκιουριτάδες, που τους προσέλαβε την τελευταία στιγμή με προσωπικά του έξοδα, το έχουν κάνει φύλλο και φτερό, ανιχνεύοντάς το με τα τελειότερα μηχανήματα που υπάρχουν στην αγορά για κοριούς και ηλεκτρονικές υποκλοπές. Ο Δημήτρης Στρατάκης παρακολουθεί από το τζάμι της πίσω μπαλκονόπορτας τη συνεχή κίνηση των ανδρών ανέκφραστα, καθώς ακόμη βουίζει το κεφάλι του με όλα όσα του είπε απόψε ο πρωθυπουργός.

Ο Γιάννος, ερχόμενος από τη μικρή κουζίνα, του πρόσφερε ένα ποτηράκι με τσίπουρο, φτιαγμένο στη Κρήτη από φημισμένο “τσιπουρά” της Ιεράπετρας και καλό του φίλο.

– Είναι απ τη πατρίδα σου. Νέκταρ του Μίνωα! Πιές το, θα σου κάνει καλό! Στην υγειά σου!

Ο Στρατάκης το πήρε με γρήγορη κίνηση και το άδειασε μονορούφι. Το κάψιμο του δυνατού ποτού στο λαιμό του τον έκανε να ξεροβήξει.

– Το χρειαζόμουν, έκανε χαμογελώντας.

– Το ξέρω, είπε ο Γιάννος, ανταποδίδοντας το χαμόγελο.

Εμειναν έτσι κάμποσα δευτερόλεπτα, σιωπηλοί, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον. Στο τέλος ο Γιάννος έσπασε τον πάγο.

– Λοιπόν; Σε ακούω. Πες μου.

Ο Στρατάκης χαμογέλασε σκύβοντας το κεφάλι.

– Εντάξει, το παραδέχομαι. Πρώτη μου φορά βρίσκομαι σε τέτοια θέση. Πιο αμήχανος κι απ το πιο ντροπαλό μαθητάκι που προσπαθεί να ζητήσει ραντεβού απο το αστέρι της τάξης του.

– Κι εγώ, αν πω το αντίθετο θα είμαι ψεύτης. Αλλά το ξεπερνάμε και πάμε στην ουσία. Οταν…

Ο Στρατάκης τον κόβει απότομα.

– Δεν ξέρω αν μπορώ να το κάνω.

Ο Γιάννος τον κοίταξε αιφνιδιασμένος. Αλλά το βλέμμα του εξακολουθούσε να είναι ζεστό και η υποψία χαμόγελου υπήρχε ακόμη στα χείλη του.

– Το καταλαβαίνω.

Ο Στρατάκης σηκώθηκε. Προχώρησε λίγα μέτρα πιο πέρα κι αναστέναξε.

– Είναι αντίθετο με τα πιστεύω μου. Οχι, όχι απλώς αντίθετο. Είναι ο χειρότερος εφιάλτης μου! Εγώ δε πιστεύω στη βίαιη ανατροπή της νομιμότητας κύριε πρόεδρε, έστω κι αν αυτό οδηγήσει σε καλό δρόμο… Δε…δε πιστεύω, δε δέχομαι τον αγιασμό του οποιουδήποτε μέσου. Δε δέχομαι να αποφασίζει κάποιος για τη τύχη ενός λαού, ερήμην του. Εστω κι αν αυτός έχει τις πιο μεγάλες αρετές…Γιάννο!

Δεν το ξεστόμισε το όνομα του άλλου τυχαία.

Τον έτρωγε συνεχώς, ήταν συνέχεια στα χείλη του. Πάλευε με λύσσα να κρατήσει το “κύριε πρόεδρε”, αλλά στο τέλος η συγκινησιακή φόρτιση τον λύγισε. 

Ηξερε, κατάλαβε οτι μπροστά του είχε έναν αυθεντικό πατριώτη, έναν συνετό και πολύ καλό άνθρωπο. Εναν σπάνιο άνθρωπο, είδος πραγματικά προς εξαφάνιση! Το ζεστό του βλέμμα τον πρόδιδε σε κάθε του λέξη, σε κάθε του κίνηση.

Αλλά απ την άλλη, είχε τα πιστεύω του.

Τα πιστεύω, που γι αυτά πάλευε όλη του τη ζωή με πάθος. Ο λαός, για κείνον, έπρεπε να είναι το αφεντικό της τύχης του. Αυτός πρέπει να ορίζει τη μοίρα του. Όποια κι αν είναι αυτή.

Είναι όμως τελικά έτσι; Μπροστά στον κίνδυνο, μπροστά στον αφανισμό, θα μπορούσε να είναι έτσι;

Ο Γιάννος πήγε προς το μέρος του και ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Στρατάκη.

– Σ΄ ευχαριστώ που τελικά πρόφερες το όνομά μου. Αυτό εν πρώτοις με τιμά ιδιαίτερα, μιας και τελικά αποδέχτηκες το ίσο μεταξύ μας. Δε θέλω να είμαι αρχηγός κανενός Δημήτρη, ούτε και να βάζω διαχωριστικές γραμμές μπροστά από κανέναν. Δε ξέρω καν αν είμαι άξιος για να είμαι σε αυτή τη θέση!… Δε ξέρω πως ήρθαν έτσι τα πράγματα… Δεν το επεδίωξα, δεν είπα κουβέντα σε κανέναν! Δεν έμαθα καν ακόμη ποιός τελικά είχε την ιδέα να πάρω εγώ αυτή τη θέση!

Ο Στρατάκης χαμογέλασε με έκπληξη και γύρισε προς το μέρος του.

– Σοβαρολογείς; Δε ξέρεις; Δεν έμαθες;

Σειρά του Βατάτζη να εκπλαγεί.

– Φυσικά και σοβαρολογώ! Άκουσα διάφορα, αλλά καμιά απάντηση δε με ικανοποίησε. Όλοι μου μιλούσαν για συλλογική ιδέα, αλλά για την πηγή της ιδέας κανείς δε μου είπε! Ξέρεις εσύ;

Ο Στρατάκης έβαλε τα γέλια.

– Η ζωή είναι τελικά τόσο απρόβλεπτη και τόσο απίστευτη, που δεν το χωράει ο νούς του ανθρώπου φίλε μου! Ναι, ξέρω! Και πολύ φοβάμαι πως θα στενοχωρηθείς πολύ άμα το μάθεις.

– Ποιός! έκανε με αγωνία ο Γιάννος, πιάνοντάς τον απ τους ώμους. Πες μου κι ας στενοχωρηθώ! Μόνο να μάθω ποιός!

Ο Στρατάκης χαμογέλασε.

– Ωραία λοιπόν, κρατήσου. Αυτός που έριξε την ιδέα για το πρόσωπό σου, αυτός που σε πρότεινε στη μεγάλη και κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίαση των πολιτικών αρχηγών τη περασμένη εβδομάδα, δεν ήταν άλλος από τον Ανδρέα Καρατζά!

Ο Βατάτζης έμεινε στήλη άλατος και τον κοίταζε με παντελώς χαζό βλέμμα.

– Ποιός; έκανε ξεψυχισμένα. Αστειεύεσαι!

– Καθόλου! Πάντως καλά το πήρες, στη θέση σου θα έπεφτα ξερός! Εγώ γιατί νομίζεις πως είχα έναν τόννο ενδιασμούς για το πρόσωπό σου! Εντάξει, ήξερα κάποια πράγματα για σένα, σε παρακολουθούσα, αλλά ποτέ δεν σε γνώρισα προσωπικά. Και μόλις έμαθα οτι ήσουν επιλογή του…Καρατζά, έ, όσο νά ‘ναι, δεν ένοιωσα και πολύ άνετα. Πίστεψα πως συμβιβάστηκες, πως πουλήθηκες, ε, δε θα σουνα δα και ο πρώτος ούτε κι ο τελευταίος! Εδώ μιλάμε για πολιτικούς Γιάννο!

(Παέι πλέον το “κύριε πρόεδρε” και μάλλον οριστικά) Για διαφορετική συνομοταξία ανθρώπων! Πού μπορείς να βρείς άκρη!

Ο Βατάτζης σωριάζεται στη πολυθρόνα, εκεί που καθόταν προηγουμένως.

– Ωστε γι αυτό λοιπόν…

– Τι θέλεις να πείς; Τι σημαίνει το “γι΄αυτό λοιπόν”; Υποψιάζεσαι τίποτα;

Ο Βατάτζης ένοιωθε το έδαφος να φεύγει απ τα πόδια του. Τώρα μπορεί να το πεί με ευθύτητα, με σιγουριά οτι του έστησαν παγίδα. Κι όλο αυτό ήταν δουλειά του Καρατζά! Αυτηνής της απαίσιας νυφίτσας!

Τις σκέψεις του διέκοψε η φωνή του Στρατάκη.

– Θα μου πείς;

Ο Βατάτζης τινάζεται όρθιος.

– Δεν έχουμε καιρό! Δημήτρη, σε παρακαλώ, ξανασκέψου το! Η πατρίδα είναι στην άκρη του γκρεμού! Οχι, όχι στην άκρη! Είναι ήδη στο γκρεμό και σε ελέυθερη πτώση! Μεταχειρίζομαι τα δικά σου λόγια, αυτά που είπες στη συνέντευξή σου πριν 20 μέρες στο ΜΙΝΩΣ TV! Δεν έχουμε καιρό φίλε μου! Ελα μαζί μου! Εσύ είσαι η εγγύηση για ό,τι γίνει! Μετά, θα εμπιστευτώ τις τύχες του τόπου σε σένα και στο κόσμο! Δεν έχω καμιά πρόθεση για τίποτε άλλο! Μας πούλησαν, καταλαβαίνεις; Εγώ απλά προορίζομαι να σύρω τη ταφόπλακα του μνήματος για το πτώμα της Ελλάδας! Δε θα το επιτρέψω, όχι! Οχι εγώ!

Ο άλλος τον ταρακουνάει με αγωνία.

– Τι ξέρεις! Πες μου!

– Δεν έχουμε καιρό… Αύριο κιόλας πρέπει να παρουσιάσω την επίσημη σύνθεση της κυβέρνησης! Πρέπει να είσαι μέσα ακούς; Πρέπει! Αν πείς όχι, αν αρνηθείς τώρα, δεν θα πάω ούτε εγώ! Απλά αντί για τη βουλή, θα πάω στον κατευθείαν στον πρόεδρο και θα του υποβάλω τη παραίτησή μου!

Ο Στρατάκης τον κοίταξε με το στόμα ανοιχτό!

“Είναι όντως τρελός αυτός ο άνθρωπος! Θα το κάνει!”

– Τι με κοιτάς έτσι! Θαρρείς πως αστειεύομαι; Καλύτερα να μη μου το έλεγες ποτέ! Εγώ Δημήτρη δε πρόκειται ποτέ να παίξω αυτό το παιχνίδι! Προτιμώ να πεθάνω! Η έρχεσαι λοιπόν μαζί μου ή όλα τελειώνουν εδώ! Ή η πατρίδα ή τα “πιστεύω” σου! Διάλεξε!

 

 


Η αίθουσα του κοινοβουλίου ήταν ασφυκτικά γεμάτη. Σχεδόν όλοι οι βουλευτές (πλήν ελαχίστων εξαιρέσεων) ήσαν παρόντες καθώς και τα μέλη του νέου υπουργικού συμβουλίου. Στα πάνω διαζώματα, κοινό και δημοσιογράφοι συνωστισμένοι, περίμεναν με περιέργεια την ομιλία του νέου πρωθυπουργού Γιάννου Βατάτζη σε αυτήν την έκτακτη πρό ημερησίας διάταξης συνεδρίαση, όπου η λεγόμενη υπηρεσιακή κυβέρνηση θα αναλάμβανε το δύσκολο – ομολογουμένως – έργο της μετάβασης της χώρας σε εκλογές και στην τήρηση των συμπεφωνημένων, μετά την έκων άκων παραίτηση της προηγούμενης, επίσης έκτακτης ανάγκης κυβέρνησης Παπαδήμα, η οποία και είχε ως κατάληξη τον γενικό ξεσηκωμό της 21ης Γενάρη και τα αιματηρότατα επεισόδια που έληξαν υπο το βάρος των 22 νεκρών και της πλήρους καταστροφής του κέντρου της πρωτεύουσας.

 

Ο Γιάννος Βατάτζης κάθονταν στο έδρανο του πρωθυπουργού, με φανερή την ένταση στο πρόσωπό του. Ηξερε οτι απόψε, τούτη την ώρα, θα έπαιζε σε μια ζαριά όλη του τη ζωή και ίσως και τη ζωή της πατρίδας. Κανείς δεν ήξερε εκτός απο αυτόν τι θα επακολουθούσε. Τι στ’ αλήθεια θα επακολουθούσε. Ούτε καν ο Δημήτρης Στρατάκης, ο νέος υπουργός Οικονομικών, που καθόταν λίγα έδρανα πιο πέρα απο αυτόν και τον κοιτούσε επίμονα και με την αγωνία να του σκεπάζει το πρόσωπο. Κάθε λίγο και λιγάκι, έβγαζε τα γυαλιά του και τα καθάριζε με το μαντήλι, μιας και η άχνη που έβγαζε το μέτωπό του θόλωνε τα τζάμια σε χρόνο μηδέν!

Το μικρό εκκλησάκι του Αι Δημήτρη του Λουμπαρδιάρη, έσταζε ακόμα απο τη φλεβαριάτικη πρωινή δροσιά. Είναι απίστευτο, πόσους χειμώνες και πόσα καλοκαίρια πέρασε τούτη η μικρή, μα πανέμορφη εκκλησίτσα. Και πόσα δεν είχε δεί και νοιώσει, μέσα σ’ αυτή την απεραντοσύνη των αιώνων ζωής της. Ακόμη αχνίζει η λουμπάρδα του τούρκου Γιουσούφ Αγά που ανατινάχτηκε απο θεία παρέμβαση – πολλοί λένε πως ήταν θαύμα του Αι Δημήτρη ο κεραυνός που είχε πέσει πάνω της σκοτώνοντας τον τούρκο μαζί με με πολλούς συντρόφους του. Είχε βλέπεις σχεδιάσει τον αφανισμό όσων χριστιανών πήγαιναν ανήμερα της γιαρτής του Αγίου για να προσκυνήσουν. Ανήμερα θεριά οι αγαρηνοί, δε σεβόντουσαν τίποτα κι ήταν ολημερίς κι ολονυχτίς έτοιμοι για σφαγές και σκοτωμούς.

Ο πατερ-Γρηγόρης, ο εφημέριος της εκκλησίτσας, ήξερε τα πάντα γι αυτήν. Ο,τι κι αν τον ρώταγες για το εκκλησάκι και την πορεία του μέσα στους αιώνες σου έδινε την απάντηση στο λεπτό! Αγιος άνθρωπος, μοναχός χρόνια στ’ Αγιον Ορός, ήρθε εδώ στα στερνά του να αναλάβει την εφημερία της εκκλησίτσας τούτης, που ήταν γι’ αυτόν ένα ολοζώντανο κειμήλιο όχι μόνο της Ορθοδοξίας, μα και όλου του Ελληνισμού. Μόνο που το σημερινό πρωινό παραήταν αλλόκοτο γι αυτόν. Τον είχαν ξυπνήσει μέσα στα βαθιά χαράματα οι ασφαλίτες να ανοίξει το εκκλησάκι γιατί, λέει, κάποιος σημαντικός πολιτικός ήθελε να προσκυνήσει και να προσευχηθεί!

– Αλλο πάλι και τούτο, μουρμούραγε καθώς έσερνε το βήμα του στο δρομάκι, οδεύοντας προς τον μικρό ναό. Μέγας είσαι Κύριε! Ποιός μπορεί να ξέρει τα σχέδιά Σου…

Φτάνοντας μπροστά στη βαριά ξύλινη πόρτα του ναού, έβγαλε το παλιό βαρύ κλειδί και το έχωσε στη κλειδαριά. Το γύρισε κι ένας δυνατός, βαρύς μεταλλικός ήχος αντήχησε που ξύπνησε μερικά σπουργίτια, καθώς ήταν λουφαγμένα στο μικρό καμπαναριό. Η πόρτα υποχώρησε κι ο γέροντας μπήκε μέσα. Γύρισε τον μικρό διακόπτη κι ένα αχνό φώς πλημμύρισε το εκκλησάκι. Το βαρύ καντηλέρι μπροστά στην εικόνα του Αι-Δημήτρη κόντευε να σβήσει και τζιτζίριζε. Εκανε να πάρει το μπουκαλάκι με το αγγουρόλαδο για να συμπληρώσει με λάδι το φυτίλι, μα ξάφνου τινάχτηκε απο το άγγιγμα του Γιάννου Βατάτζη.

– Καλή σου μέρα γέροντα, έκανε ο Βατάτζης κι ένα ζεστό χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο στα χείλη του. Συμπάθα με που σε τρόμαξα, δε τό θελα. Συμπάθα με και για τη ταλαιπωρία τη πρωινή που σ΄ έβαλα σε φασαρίες!

– Καλη μέρα γιέ μου, έκανε ο παππούλης και σταυροκοπήθηκε. Δε σε άκουσα που μπήκες, ούτε και άκουσα αχό απο κανένα αυτοκίνητο. Εχω βλέπεις και κείνα τα προβλήματα με τη βαρυκοία… Εσύ είσαι ο…

– Ναί, εγώ παπούλη, τον έκοψε ο Βατάτζης. Και χίλα ευχαριστώ που με δέχτηκες. Σε τούτην εδώ την εκκλησίτσα με βάφτησε η μάνα μου, εδώ ερχόμουν τακτικά τις Κυριακές όταν ήμουν μικρός… Σήμερα είναι μεγάλη μέρα για μένα και θα θελα να…

– Ναί παιδί μου, καταλαβαίνω! Μη στενοχωριέσαι, κάτσε λιγάκι να βάλω λίγο λαδάκι στο καντηλέρι και θα πάω πίσω να ετοιμαστώ για τον όρθρο. Αναψε το κεράκι σου εσύ με την ησυχία σου, δε θα αργήσω…

– Παππούλη, δε θέλω να φύγεις… είπε ο Βατάτζης με σιγανή φωνή που τρεμόπαιξε για λίγο καθώς είχε απλώσει το χέρι και του βάστηξε τον ώμο. Θέλω να… Θέλω να με εξομολογησεις κι αν έχεις και λίγη κοινωνία, δώσε μου. Δεν έχω νηστέψει, μα έχω ανάγκη τον Θεό σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε. Μπορείς;

Ο πατερ-Γρηγόρης τά χασε. Τον κοίταζε με ορθάνοιχτο βλέμμα, σαν να έβλεπε μπροστά του κάποιον άγιο ή κανέναν αρχάγγελο!
– Ποιός είσαι γιέ μου, μουρμούρισε.

Ο Βατάτζης προσπέρασε γρήγορα την έκλπηξη του γέροντα και συνέχισε πιο επτακτικά, αλλά στον ίδιο, παρακλητικό λόγο.

– Μπορείς γέροντα; Σε παρακαλώ! Ξέρω πως έπρεπε να πάω σε εξομολογητή, μα ο Θεός θαρρώ βλέπει. Και σε Εκείνον θα απευθυνθώ. Μην έχεις κρίμα το λοιπόν αν δεν έχεις τέτοια άδεια.

Ο γέροντας τον αγκάλιασε και τον φίλησε σταυρωτά. Ο Βατάτζης δεν είδε στο μισοσκόταδο ένα δάκρυ που είχε κυλήσει απο τα μάτια του γέροντα.

– Ας είναι δοξασμένο το όνομα του Κυρίου! αναφώνησε με στεντόρια φωνή. Ελα γιέ μου, πάμε στο Ιερό. Στο όνομα του Ενός και Αληθινού Θεού!

Ο γέροντας σταυροκοπήθηκε γι άλλη μια φορά και έπιασε απο το χέρι τον Βατάτζη, οδηγώντας τον στο εσωτερικό της εκκλησίτσας. Η μικρή φλογίτσα στο καντηλέρι, ξαφνικά φούντωσε και φώτισε δυνατά την εικόνα του Αι-Δημήτρη.

Ο πρόεδρος του Σοσιαλιστικού Κινήματος Γιώργος Ρωμανός , φανερά ανήσυχος, κοιταξε για τέταρτη φορά τα email του απο το ακριβό BlackBerry κινητό του και μουρμούρισε μια βρισιά στα αμερικάνικα. Ποτές του άλλωστε δεν είχε αποδεχτεί ως μητρική του γλώσσα τα ελληνικά, δε τα χώνευε αλλα ούτε κι αυτά φαίνεται να εκαναν το αντίθετο σ΄εκείνον. Κάθε φορά που πήγαινε να ξεσπάσει κάπου, οι πρώτες λέξεις που του έρχονταν στο στόμα ήταν αγγλικές. Κι αυτό, όσο νάναι, ξένιζε τους άλλους συνομιλητές του. Ακόμα και τη γυναίκα του.

– Ακόμα; είπε η Αννέτα Διαμαντή, επίσης “αμερικανοποιημένη” και δεξί του χέρι, πρώην υπουργίνα του όταν ήταν πρωθυπουργός.

– Ακόμα, έκανε ξερά ο Ρωμάνός. Κάτι ετοιμάζει αυτός κι αν οι φόβοι μου επαληθευτούν, την έχουμε άσχημα.

– Δε καταλαβαίνω, σαν τι δηλαδή να ετοιμάζει! Νομίζω οτι γινόμαστε παρανοικοί πρόεδρε. Κι ο Αντωνιάδης της ΕΥΠ άκομα πιο παρανοικός. Για να μην πω ανόητος.

– Ανόητος; Τι θέλεις να πείς; εκανε με αγωνία ο Ρωμανός. Δυο-τρείς βουλευτές που καθόταν πιο πέρα στο φουαγιέ γύρισαν και κοίταξαν προς το μέρος τους. Τόσο δυνατή ήταν η φωνή του Ρωμανού.

– Πρόεδρε, νομίζω οτι έχεις εκνευριστεί παραπάνω απ ό,τι πρέπει, τον καθησύχασε η Αννέτα. Και μας κοιτάνε απο κεί πέρα. Οπου νάναι θα αρχίσει την ομιλία του ο Βατάτζης, δεν πάμε μέσα σιγά-σιγά; Δεν είναι και τόσο ευγενικό να λείπεις εσύ απο το ξεκίνημα και τον χαιρετισμό.

Ξάφνου, το μάτι του Ρωμάνού πήρε κάποιον “φουσκωτό”¨της Ασφάλειας να περνά απο το διάδρομο και να χάνεται. Κάποιον, που κανονικά δεν θάπρεπε να βρίσκεται εδώ σήμερα.

– Τι γυρεύει αυτός εδώ! έκανε απορημένος και με μια δρασκελιά βρέθηκε να κοιτάει τον άδειο διάδρομο. Η Αννέτα τον ακολούθησε ξεφυσώντας.

– Ποιός ήταν; Ποιόν είδες; ρώτησε με βλέμμα που φανέρωνε τον εκνευρισμό της για τη συμπεριφορά του. Ο Ρωμανός στριφογύρισε τα μάτια του δεξιά – αριστερά.

– Κάποιος που ΔΕΝ ΕΠΡΕΠΕ να ήταν εδώ, αλλά κάπου ΑΛΛΟΥ! Τι γύρεύει εδώ τώρα;

Η Αννέτα του έσφιξε το μπράτσο και τον κοίταξε με ήρεμο, καθησυχαστικό βλέμμα.

– Δε ξέρω ποιόν είδες, αλλά πρέπει να ηρεμήσεις. Κι αν συμβαίνει κάτι, πρέπει να μου το πείς. Εχεις τόσο πολύ εκνευριστεί, που αρχίζεις να βλέπεις γύρω σου φαντάσματα. Μπορείς να ηρεμίσεις; Θα έχουμε πρόβλημα αν σε δούν οι άλλοι – και προπαντός ο Σωζόπουλος – με αυτά τα μούτρα. Ελα, πιές το τσάι σου και πάμε.

Ο Ρωμανός ξεφύσηξε και γύρισε πίσω στο μέρος που καθόταν. Σήκωσε το φλυτζάνι και κατέβασε μονορούφι το τσάι του. Οι τρείς βουλευτές απο απένταντι κάτι μουρμούρισαν μεταξύ τους και η Αννέτα τους κάρφωσε με βλέμμα διόλου φιλικό.

– Ο πρωθυπουργός κύριος Βατάτζης, έχει το λόγο, αναφώνησε ο Πρόεδρος της Βουλής μέσα απο το μικρόφωνό του. Γύρισε προς το μέρος του Βατάτζη και τον κάλεσε για άλλη μια φορά. Κύριε πρόεδρε, ελάτε παρακαλώ στο βήμα.

Ο Βατάτζης σηκώθηκε αργά-αργά απο το έδρανό του, κάτω απο το επίμονο βλέμμα του Στρατάκη που κόντευε να φάει τις παλάμες του, καθώς τις έτριβε εδώ και ώρα πάνω στο παντελόνι του. Μάζεψε τα χαρτιά του που είχε απλωμένα πάνω στο έδρανο, αλλά τα παράτησε κάτω. Κούμπωσε το σακκάκι του και με αργό, αλλά σταθερό βήμα, προχώρησε προς το βήμα. Ξεροκατάπιε, μα η γεύση απο το κρασί της κοινωνίας έμενε αναλλοίωτη μέσα στο στόμα του κι άς είχε πιεί στο μεταξύ ενα κάρο καφέδες.

“Αν εννοείς, αν πιστεύεις πραγματικά αυτά που μας αράδιασες πρίν από λίγο, είμαστε μαζί σου! Όλοι μας! Αποφασισμένοι για ζωή και για θάνατο! Αν όμως κάνεις πίσω, δε θα ζήσεις ούτε μια στιγμή! Αυτό το ορκίζομαι μπροστά σε όλους!”

Τα λόγια του στρατηγού Καλαρίτη βούιζαν στ’ αυτιά του σαν δαιμονισμένα. Κοίταζε τους πάντες μέσα στην τεράστια αίθουσα, που κάποτε πριν πολλά χρόνια, ήταν η αίθουσα του θρόνου του Οθωνα και στον καθένα έβλεπε ένα βλέμμα αδιαφορίας, βαριεστημάρας αλλά και τυχοδιωκτισμού συνάμα. “Θεέ μου, βοήθα με!” Δεν ήταν η πρώτη φορά πού είχε τέτοιο κοινό απέναντί του. Τους αντιμετώπισε κι άλλες φορές, πολλές φορές στο παρελθόν. Μπορεί πολλές απ’ τις παλιές φάτσες να εκλείπουν απόψε, αλλά ο παρονομαστής ήταν κοινός. “Προδότες, μικρόψυχοι, τιποτένιοι”.

– Κύριε πρόεδρε, ακούστηκε η φωνή του Προέδρου της Βουλής. Ο Βατάτζης τινάχτηκε και γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος του, με βλέμμα απλανές. Αισθάνεστε καλά; Να σας φέρουν ένα ποτήρι νερό;

Ο Βατάτζης τον κοίταζε με το ίδιο χαμένο βλέμμα. Ένοιωθε τη γλώσσα του να είναι δεμένη σφιχτά, όπως καμμία φορά νοιώθουμε όλοι μας όταν βλέπουμε κάποιον εφιάλτη. Και μέσα στο άσχημο όνειρο να μην μπορούμε να αρθρώσουμε λέξη.

– Ναι, καλά είμαι, ψέλλισε. Ενα ποτήρι νερό, ναί, σας ευχαριστώ…

Δεν πρόλαβε να αποσώσει και αμέσως ο κλητήρας είχε τοποθετήσει μπροστά του το ποτήρι με το νερό. Ο Βατάτζης το σήκωσε αμέσως και κατάπιε με βουλιμία όλο το δροσερό νερό σαν διψασμένος. Αμέσως, ένοιωσε το κορμί του δυνατό, σαν κάτι να τον άγγιξε με μαγικό ραβδάκι. Καθάρισε τον λαιμό του, έβγαλε τα πρεσβυωπικά γυαλιά του, τα δίπλωσε προσεκτικά και τα έχωσε στο σακάκι του.

– Κύριε Πρόεδρε, κύριοι βουλευτές, κύριοι υπουργοί. Φαντάζομαι πως δεν σας είμαι άγνωστος. Μέχρι πρίν από δέκα χρόνια, ίσως περισσότερα, ίσως δώδεκα ή δεκατέσσερα, ΄βρισκόμουν κι εγώ σε κάποιο από τα έδρανα τα οποία κάθεστε εσείς ή σε κάποιο υπουργικό έδρανο (γυρνώντας στους υπουργούς) που εσείς τώρα κάθεστε, επωμιζόμενοι τη βαριά θέση και ευθύνη, ενός υπουργείου. Όταν παραιτήθηκα και στη συνέχεια διαγράφηκα από την παράταξη στην οποία είχα ταχθεί από τον καιρό της μεταπολίτευσης, κατείχα κι εγώ την ίδια θέση. Τη θέση του υπουργού. Ένοιωθα… ένοιωθα βαριά την ευθύνη, να πέφτει στους ώμους μου… Ήξερα πως με κάθε μου υπογραφή, με κάθε μου νομοσχέδιο, με κάθε μου κουβέντα ή ενέργεια, επηρέαζα τη ζωή χιλιάδων συμπατριωτών μου, επηρέαζα ίσως το μέλλον τους, τη ζωή τους, τη ζωή των παιδιών τους… το ίδιο φαντάζομαι πως νοιώθατε κι εσείς, όσοι από εσάς διατελέσατε υπουργοί ή σε κάποια άλλη κυβερνητική θέση. Έτσι θέλω να πιστέψω τουλάχιστον. Είναι όμως έτσι στην πραγματικότητα; Υπήρχε αυτή η ευθύνη, το βάρος, στους ώμους σας; … Η Ιστορία, η νεώτερη ελληνική Ιστορία, θα μπορούσε μόνο να το βεβαιώσει.

Όμως, εγώ που βρίσκομαι απόψε μπροστά σας και σας μιλώ, δεν είμαι ο ιστορικός που θα αποτανθεί με ειλικρίνεια και δικαιοσύνη πάνω σε αυτό το θέμα, όπως και σε πολλά άλλα θέματα και καταστάσεις που ζήσαμε εδώ και μια τριακονταετία τώρα, από τότε που η χούντα των προδοτών και των επίορκων είχε πέσει. Δεν είμαι, γιατί κι εγώ υπήρξα κάποτε, ένα μέρος αυτής της Ιστορίας. Και κατ’ επέκταση, δεν θα μπορούσα να είμαι δίκαιος, αμερόληπτος, με καθαρή κρίση. Γιατί θα έπρεπε να κρίνω και τον ίδιο μου τον εαυτό, μιας κι εγώ συμμετείχα στην όποια στραβή πορεία πήρε η πατρίδα μας κι ο λαός της. Και φοβάμαι. Φοβάμαι πως ίσως η ετυμηγορία γι αυτό να είναι αρνητική. Και δε θα το άντεχα….

Κυρίες και κύριοι βουλευτές, εδώ και δύο χρόνια έχει ξεσπάσει στον τόπο μας μια απίστευτη θύελλα. Ένα απίστευτα μεγάλο κακό, που το έβαλε πείσμα να μας εξαφανίσει ως Έθνος απο το χάρτη των εθνών. Μια τρομερή οικονομική κατρακύλα, που ξαφνικά και μέσα σε μια στιγμή, μετέτρεψε νοικοκυραίους σε επαίτες, μαγαζάτορες κι επιχειρηματίες σε ζητιάνους, απλούς εργαζόμενους σε οικονομικούς σκλάβους. Μέσα σε μια στιγμή, θαρρείς και η κατάρα του Θεού έπεσε πάνω μας και μας σκέπασε! Τι έγινε λοιπόν και βρεθήκαμε όλοι μας σε αυτή θέση; Τι συνέβη και ξαφνικά άνοιξαν οι ουρανοί και έβρεξε φωτιά και θειάφι και κατέκαψε τα πάντα; Ποιός ευθύνεται γι αυτό; Μήπως εμείς; Μήπως οι ξένοι, απο τους οποίους χρόνια ολόκληρα δανειζόμασταν; Μήπως οι μεγάλες δυνάμεις, που ξαφνικά συνωμότησαν όλες μαζί με σκοπό να μας αφανίσουν; Ή μήπως ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΙΔΙΟΙ, που αφήσαμε, ενώ ξέραμε, το κακό να μας καταποντίσει; Σας ρωτάω! Ρωτάω εσάς κύριε Ρωμανέ, που τα τελευταία δυό χρόνια ήσασταν στη κυβέρνηση! Ρωτάω κι εσάς κύριε Σωζόπουλε, που ήσασταν στην αντιπολίτευση! Ρωτάω κι εσάς κύριε Καρατζά! Που ήσασταν κι εσείς στην αντιπολίτευση! Κι εσάς κύριε Δεμίρη, τον εκπρόσωπο της λεγόμενης Αριστεράς και της Προόδου! Εσάς, που εκπροσωπείτε – υποτίθεται – τον εργαζόμενο, τον εργάτη, τον μισθοσυντήρητο! Σας ρωτάω όλους! ΓΙΑΤΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΑΣ ΒΡΕΘΗΚΕ ΣΕ ΤΟΥΤΗ ΤΗ ΘΕΣΗ ΚΥΡΙΟΙ;

Μουρμούρες και φασαρία διαδέχτηκαν τα τελευταία οργισμένα λόγια του Βατάτζη απο το ακροατήριο των βουλευτών και των αρχηγών των κομμάτων. Πετάχτηκαν απο τη θέση τους ο Καρατζάς κι ο Ρωμανός και αμέσως ακολούθησε ο Δεμίρης μαζί με τον Σωζόπουλο.

– Σας παρακαλώ κύριε Βατάτζη, φώναξε ο Σωζόπουλος, εδώ δεν είμαστε για να δεχτούμε τη κριτική σας, εδώ είμαστε για να σας ακούσουμε για το τι πρόκειται να κάνετε για να οδηγήσετε τον τόπο με ασφάλεια στις εκλογές. Δεν είναι η στιγμή για δημαγωγίες! Ο Ελληνικός λαός βρίσκεται ένα βήμα πρίν τη κάλπη για να αποφανθεί με τη ψήφο του για το ποιός έφταιξε και γιατί! Κι αν υπάρχουν κάποιοι που έφταιξαν, γι αυτό υπάρχουν τα αρμόδια όργανα της Βουλής για να τους παραπέμψουν στη δικαιοσύνη! Επι του θέματος σας παρακαλώ!

Ο Βατάτζης τον κοίταξε με βλέμμα που πέταγε σπίθες. Ανέπνευσε βαθιά δυο-τρείς φορές και ανάκτησε ένα μέρος απο τη χαμένη ψυχραιμία του.

– Κύριοι, κύριοι ησυχία! φώναξε ο Πρόεδρος της Βουλής χτυπώντας το καμπανάκι. Σας παρακαλώ κι εγώ κύριε πρόεδρε της κυβέρνησης, επί του θέματος, δεν δημαγωγούμε αυτή τη στιγμή. Ορίστε, συνεχίστε!

Ο Βατάτζης ένοιωσε ένα σφίξιμο στη καρδιά. “Τι πάω να κάνω Θεέ μου;” Ζήτησε ακόμη ένα ποτήρι νερό κι ο κλητήρας του το έδωσε. Το κατέβασε και πάλι με την ίδια ορμή, όπως και το πρώτο.

– Εχει χάσει τη ψυχραιμία του, μουρμούρισε ο Ρωμανός στην Αννέτα που καθόταν δίπλα του. Σε λίγο να τον δεις που θα καταρρεύσει!

Ο Αρχηγός ΓΕΣ, υποστράτηγος Δημήτρης Καλαρίτης, βρισκόταν στον θάλαμο γενικών επιχειρήσεων κάτω στα υπόγεια του Πενταγώνου, σκυμμένος πάνω σε ένα μόνιτορ υπολογιστή που απεικόνισε διάφορα στοιχεία και εικόνες με σημαδάκια. Ο ασύρματος που είχε δίπλα του έβγαζε παράσιτα. Σήκωσε το μικρόφωνο και είπε:

– Απόλλων 9, Απόλλων 9 ακούει; Τέλος!

Ενα δευτερόλεπτο μια νεανική φωνή ακούγεται από το μεγάφωνο.

– Απόλλων 9 έτοιμος, αναμένω! Τέλος!

– Πού βρίσκεστε Απόλλων 9;  Τέλος!

– Έχουμε ήδη καταλάβει το προαύλιο και έχουμε ακινητοποιήσει όλο τον κόσμο, αναμένω! Τέλος!

Ο Καλαρίτης ρούφηξε μια τζούρα από το τσιγάρο του που σιγοκαιγε δίπλα στο τασάκι και φύσηξε με δύναμη τον καπνό.

– Εντάξει. Με τη λήψη του μηνύματος στα κινητά σας, προχωρείτε στη φάση Β’ Απόλλων 9, κατανοητό; Μόνο μετά τη λήψη του μηνύματος! Αναμένω! Τέλος!

– Ελήφθη Ζεύ 13! Τέλος!

Ο Καλαρίτης έκλεισε το μικρόφωνο με φανερή την αγωνία να έχει κυριέψει το πρόσωπό του.

– Είστε μαζί μας; Σας ρωτάω Αρχηγέ, είστε μαζί μας;

Ο Γεράσιμος Σκαρλάτος, κοίταξε το πάτωμα σουφρώνοντας τα χείλη του. Δεν ήταν και η πιο εύκολη νύχτα που περνούσε κι αυτό το ήξερε. Δεν ήταν αυτό που λέμε “παλιοσειρά” ή “καραβανάς”. Αστυνομικός καριέρας ήταν, που με τη βοήθεια του κόμματος που πρόσκειντο είχε ανεβεί την ιεραρχία με μεγάλη ταχύτητα και ήξερε τώρα ότι θα ερχόταν πρόσωπο με πρόσωπο με αυτούς που τον βοήθησαν. Μα το πράγμα είχε πια ξεφύγει από κάθε έλεγχο. ‘Η θα έπρεπε να πάει μαζί τους ή θα έμπαινε σε περιπέτειες. Αλλά σε περιπέτειες θα έμπαινε ούτως ή άλλως, είτε μείνει απ έξω είτε μπει μέσα.

– Τι πιθανότητες υπάρχουν, έκανε ξεψυχισμένα στο τέλος.

– Οι μεγαλύτερες δυνατές. Δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο, ή τώρα ή ποτέ Σκαρλάτε! Αλλιώς, η επόμενη μέρα θα σε βρεί να προσκυνάς ξένες ποδιές και να βαράς γεροντάκια και ανάπηρους που θα φωνάζουν στους δρόμους για ένα κομμάτι ψωμί!

Ο Καλαρίτης τον πιάνει απ τον ώμο και μ’ ένα δυνατό τράβηγμα τον γύρισε προς το μέρος του.

– Θα το βάσταγε αυτό η καρδιά σου μωρέ; Θα σήκωνες το χέρι να χτυπήσεις τον παππού σου ή τον αδελφό σου, τη στιγμή που θα σε σημάδευε ένα όπλο Γερμανού ή Αμερικάνου; Λέγε θα το βάσταγε;

Ο Σκαρλάτος πέταξε το χέρι του άλλου και τραβήχτηκε πέρα.

– Σταμάτα ακούς; Φτάνει! … Τις συνέπειες ζυγιάζω! Την αποτυχία!

– Δεν θα αποτύχουμε, αν δράσουμε έξυπνα και συλλογικά! Ο Βατάτζης είναι ο μόνος που μπορούμε να εμπιστευτούμε αυτή τη στιγμή! Σου τα λέω εδώ και δυο μερόνυχτα, όσο πιο αναλυτικά μπορώ! Καρδιά χρειάζεται, όχι σκέψη! Το λοιπόν, για να τελειώνουμε! Είσαι μαζί μας, ναί ή όχι!

Ο Σκαρλάτος τον κοίταξε με σφιγμένα χείλη. “Εχει δίκιο ο καραβανάς, που να τον πάρει ο διάολος βραδιάτικα”.

– Πρέπει να στείλω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου στον αδερφό μου, στο χωριό… Να τους κρατήσω μακρυά από…

Ο Καλαρίτης έσκασε ένα αχνό χαμόγελο. Η καρδιά του σκίρτησε και το αριστερό του χέρι έκανε ένα μικρό σπασμό.

– Εχεις 48 ώρες καιρό για κάτι τέτοιο. Στο μεταξύ οργάνωσε τους δικούς σου κατά πως είπαμε. Κράτα με ενήμερο. Οχι τηλέφωνα! Μόνο email. Και με τους κωδικούς που έδωσα.

Εκανε να φύγει, αλλά κοντοστάθηκε. Γύρισε και τον κοίταξε γι άλλη μια φορά.

– Είναι μεγάλες οι στιγμές που ζούμε Γεράσιμε. Πολύ μεγάλες. Καληνύχτα.

Ο Καλαρίτης τράβηξε προς τη πόρτα, την άνοιξε και βγήκε. Ο Σκαρλάτος αναστέναξε βαθιά και κατέβασε μονορούφι το ουίσκι του που είχε γίνει πια ένα με το νερό απ τα λιωμένα παγάκια.

 

 

Ο Ιούλιος Β’ κοίταξε την κάννη του περιστρόφου του Μάρκου 13 και κέρωσε. Ούτε στα πιό φρικτά του όνειρα δεν φανταζόταν ότι θα ζούσε ένα τέτοιο σκηνικό. Και δεν ήταν κάποιο…πρακτοράκι της σειράς ο Ιούλιος Β΄, το αντίθετο μάλιστα. Δύο φορές ειδική αποστολή στο Ντιγιάρμπακίρ της Τουρκίας, βοηθώντας τον Μαρτίφ Καραντάι, έναν διαβόητο Κούρδο αξιωματικό του Εργατικού Κουρδικού Κόμματος και μία στην Άγκυρα, απ όπου θα έκλεβε χάρτες και κωδικοποιημένα σχέδια πτήσης της Τουρκικής Αεροπορίας. Και στις τρεις, πλήρης επιτυχία.

Στην Τουρκία υπήρξε από τους νούμερο 1 στόχους της ΜΙΤ και μάλιστα κρυβόταν για αρκετό καιρό στα πιό σκοτεινά υπόγεια της ΕΥΠ. Τώρα θα μου πείτε, πως βρέθηκε από πράκτορας έμπειρος και μάχιμος, στις – “κόβω τις φλέβες μου” – παρακολουθήσεις “πολιτικών προσώπων”. Αυτό είναι μια άλλη και πολύ πικραμένη ιστορία. Που η μισή αναλίσκεται στην κομματοκρατία και η άλλη μισή στα…πρακτορικά πισωμαχαιρώματα. “Αν δεν προλάβεις να με πατήσεις, θα σε πατήσω εγώ”. Αυτό ήταν το μότο που επικρατούσε στην ΕΥΠ χρόνια ολόκληρα και μάλιστα με τις…απαραίτητες διευκολύνσεις των εκάστοτε “κομματικών” αρχηγών. Ο Ιούλιος Β’ δεν είχε υποταχτεί ποτέ του. Αυτό το καμάρωνε. Αλλά ταυτόχρονα το πλήρωνε κιόλας. Ακριβά πολλές φορές.

– Θα σε ρωτήσω μόνο μια φορά και θα πάρω μια μόνο απάντηση. Με ποιους είσαι, με τη δημοκρατία ή με τους προδότες!

Ο Ιούλιος Β’ τον κοίταξε με το πιό φαρμακερό βλέμμα που η αγανάκτηση και ο θυμός του μπορούσαν να γεννήσουν εκείνη τη στιγμή.

– Τι είπες ρε τομάρι; Ρε κομματόσκυλο του κερατά, εμένα τολμάς να απειλήσεις; Ρε κνώδαλο του Ρωμανού, τολμάς να μου μιλήσεις για προδοσία; Εμένα ρε καθίκι;

Ο Μάρκος 13 δεν κουνήθηκε ούτε ίντσα από τη θέση του ούτε το όπλο του έχασε ούτε πόντο από το στόχο, που ήταν το μέτωπο του άλλου.

– Αν τολμήσεις και κουνηθείς έστω κι ένα χιλιοστό, το κεφάλι σου θα σκορπίσει σ’ όλο το δωμάτιο.

– Έλα λοιπόν, κάν’ το ρε αλήτη! Για το καλό σου, πυροβόλησε! Γιατί αν δεν το κάνεις τώρα, θα σε σκοτώσω εγώ ο ίδιος!

– Το ξέρεις ότι αυτά σε μένα δεν περνάνε, τον έκοψε ο Μάρκος 13. Όλη η υπηρεσία είναι στο πόδι, επάνω πέφτουν πυροβολισμοί, το καταλαβαίνεις; Έχω διαταγή να σε σκοτώσω μαλάκα αν δε μου πείς τώρα!

– Τι λες μωρέ, είσαι στα καλά σου; Ποιοί πυροβολισμοί, τι συμβαίνει; Πας να με τρελάνεις πρωινιάτικα;

Ο Μάρκος 13 τον άρπαξε από το γιακά και τον ανάγκασε να σηκωθεί.

– Μάζεψε το ρημάδι σου γιατί θα στο σπάσω ακούς; έκανε ο Ιούλιος Β’, αλλά ο άλλος τον είχε ήδη γραπώσει γερά και στο μεταξύ είχε κολλήσει το ρέμινγκτον στο κρόταφό του.

– Προχώρα! τον διέταξε. Άνοιξε τη πόρτα και προχώρα! Κουνήσου λέμε!

Ο Ιούλιος Β έβγαλε έναν αναστεναγμό δυσαρέσκειας και προχώρησε προς τη πόρτα. Τα λόγια του Μάρκου 13 τον έριξαν σε πλήρη σύγχυση. Δεν ήξερε ούτε τι συνέβαινε, ούτε τι τον είχε πιάσει τούτον εδώ τον σκερβελέ. Η πόρτα άνοιξε και βγήκαν και οι δυό στο διάδρομο. Δεν ακουγόταν το παραμικρό.

– Δεν ακούω τίποτα, λέγε τι συμβαίνει γιατί θα σκοτωθούμε! Και κατέβασε το όπλο σου γαμώτο!

– Σκασμός! Βούλωσ’ το! έκανε σχεδόν ψιθυριστά ο Μάρκος 13 και αντί να κατεβάσει το όπλο του, το κόλλησε με περισσότερη δύναμη στο κεφάλι του άλλου. Η ανάσα του έπεφτε καυτή πάνω στο σβέρκο του Ιούλιου Β’, ενώ μερικές σταγόνες ιδρώτα άρχισαν να λαμπυρίζουν στο μέτωπό του. Είχαν κολλήσει και οι δυό στο τοίχο, ενώ απόλυτη ησυχία επικρατούσε στα υπόγεια του κτιρίου.

– Άκου δώ, είπε με πιο ήρεμη φωνή ο Ιούλιος Β’, έχοντας αρχίσει να καταλαβαίνει ότι όντως κάτι σοβαρό συνέβαινε. Δεν είμαι με το μέρος κανενός. Δεν ξέρω καν τι τρέχει και θέλω προτού πεθάνω να το μάθω. Λέγε λοιπόν με δυό κουβέντες. Δε θα κουνηθώ απ τη θέση μου αν δε μου πεις!

Ο άλλος ήταν ανένδοτος.

– Προχώρα απ τις σκάλες. Εσύ μπροστά κι εγώ πίσω σου. Αν πάς να το σκάσεις, σε έχω ξαπλώσει με τη μία! Πάμε στο γραφείο της Μάτα Χάρι. Είναι άδειο και δε θα μας αναζητήσει κανείς εκεί. Κουνήσου! Κολλητά στο τοίχο!

Ο Ιούλιος Β’ προχώρησε ένα-δυό βήματα και κοντοστάθηκε.

– Είπες ότι έχεις διαταγή να με σκοτώσεις! Από ποιόν! Απ τον Διανομέα;

– Ναί! έκανε ξερά ο Μάρκος 13. Προχώρα!

– Και πού είναι τώρα ο Διανομέας;

– Δε ξέρω! Δε ξέρω τίποτα! Προχώρα σου λέω!

Την προσταγή του την έκοψαν δυο-τρεις ρυπές από οπλοπολυβόλο. Ακούστηκαν από τους ορόφους του ισογείου ή πιό ψηλά. Κοιτάχτηκαν και οι δυό τους τρομαγμένοι.

– Προχώρα, του είπε ο Μάρκος 13. Πάμε γρήγορα στο γραφείο αυτηνής της σκύλας. Εκεί θα προσπαθήσουμε να επικοινωνήσουμε με τον Διανομέα ή τον Τσαγκάρη. Έγινε πραξικόπημα μαλάκα, καταλαβαίνεις;

Ο Ιούλιος Β’ πάγωσε, μένοντας ακίνητος στη θέση του. “Πραξικόπημα; Τι λέει αυτός ρε, είναι στα καλά του;”

– Προχώρα λέμε! Και σταμάτα να παριστάνεις τον ανήξερο! Εσύ τα άκουσες όλα!

– Δεν άκουσα τίποτα ηλίθιε! Αν είναι αλήθεια αυτές οι μαλακίες που μου λές, μας έπιασαν όλους στον ύπνο!
Ακούστηκε ο ήχος ενός από τα ασανσέρ που κατέβαινε.

– Σούς! έκανε ο Μάρκος 13. Εμάς ψάχνουν μάλλον! Πάμε εκεί που είπα! Γρήγορα!
Με γοργά βήματα, σχεδόν τρέχοντας αλλά αθόρυβα, ανέβηκαν τη σκάλα κι έτρεξαν στο βάθος του επάνω διαδρόμου. Στο τέρμα, έκαναν αριστερά και βρέθηκαν μπροστά στη δεύτερη μεγάλη πόρτα γραφείου. Ο Μάρκος 13 έκανε να βγάλει τη κάρτα του αλλά ο άλλος τον σταμάτησε.

– Περίμενε! Αν βάλεις τη κάρτα σου κι έχουν ανιχνευτή θα μας εντοπίσουν αμέσως!

Τράβηξε απο τη τσέπη του το πορτοφόλι του κι από μέσα έβγαλε μια κάρτα πλαστή MasterCard. Ήταν κλειδί για όλες τις ηλεκτρονικές πόρτες, με το που την πέρναγε κάποιος από το διπύρηνο έσπαγε τους κωδικούς σε κλάσμα νανοδευτερολέπτου. Ο Ιούλιος Β’ την πέρασε και αμέσως άναψε ένα πράσινο φωτάκι. Η πόρτα υποχώρησε και χώθηκαν και οι δύο στο άδειο δωμάτιο.

Ο Ιούλιος Β’ πήγε να ανάψει φώς, αλλά ο άλλος τον έκοψε.

– Οχι φώτα! Βγάλε τον αναπτήρα σου αν θές! Μας αρκεί το μισοσκόταδο, σε βλέπω μια χαρά! Και όχι κουταμάρες, δε ξέρω πώς θα αντιδράσω! Κατάλαβες;

Ο Μάρκος 13 πάλευε μέσα του να εμπιστευτεί τον Ιούλιο Β’, μα κάτι τον κρατούσε ακόμα. Τον φοβόταν τον Ιούλιο Β’, ήταν όντως πιο ικανός από αυτόν και πολύ πιο έμπειρος. Έπρεπε ακόμη να περιμένει, να δεί και τις πιο αδιάφορες κινήσεις του. Εξακολουθούσε να λοιπόν να έχει το όπλο πάνω στον άλλον, χωρίς να του δείχνει την παραμικρή εμπιστοσύνη.

Ο Ιούλιος Β’ έβγαλε τον αναπτήρα του από τη τσέπη του τζιν που φόραγε και τον άναψε. Στο βάθος λαμπύρισε η οθόνη μιας μικρής τηλεόρασης.

– Πάω να ανοίξω τη τηλεόραση, να δούμε τι λένε.

– Σβήσε εντελώς τον ήχο πρώτα, έκανε ο Μάρκος 13.

Ο Ιούλιος Β’ άναψε τη συσκευή και πριν αυτή φορτώσει, αμέσως πάτησε το κουμπί του ήχου και τον έσβησε τελείως. Η οθόνη άνοιξε, αλλά με παράσιτα και “χιόνι”. Πάτησε δεύτερο κουμπί και άλλαξε κανάλι. Το ίδιο. Τρίτο κουμπί, τέταρτο, πέμπτο, έκτο. Όλα στο ίδιο μοτίβο. Λευκή οθόνη, παράσιτα και “χιόνι”. Γύρισε και κοίταξε τον Μάρκο 13.

– Δε παίζει τίποτα.

– Έκλεισαν τους πομπούς παντού, είπε ο Μάρκος 13 και κάθισε χάμω, ακουμπώντας στον τοίχο. Πρέπει να βγούμε απ το κτίριο το συντομότερο δυνατό. Αν μας πάρουν χαμπάρι, θα μας εκτελέσουν.

– Ο Διανομέας ήξερε, έκανε ο Ιούλιος Β’. Γι’ αυτό με είχε βάλει επικεφαλή της παρακολούθησης του Βατάτζη.

– Οχι, κανείς δεν ήξερε. Απλά είχε εντολή να τον παρακολουθούν. Και τα αποτελέσματα φεύγανε κατ’ ευθείαν στην αμερικάνικη πρεσβεία και στη γερμανική. Κανείς δε περίμενε κάτι τέτοιο από αυτόν. Και κανείς δε ξέρει για λογαριασμό τίνος το έκανε.

Ο Ιούλιος Β’ δεν έδειχνε να εκπλησσόταν. Ο άλλος το παρατήρησε, μα δε μίλησε. Σήκωσε μόνο το όπλο και τον σημάδεψε και πάλι.

– Μπορώ τελικά να σε εμπιστευτώ; του είπε και τον κοίταξε με το ίδιο βλέμμα, όταν και τον σημάδεψε για πρώτη φορά, πρίν από λίγο. Βαρέθηκα να σε σημαδεύω. Η θα σε εμπιστευτώ ή θα σε σκοτώσω.

Ο Ιούλιος Β’ τον κοίταξε ατάραχος. Κατάλαβε ότι το είχε κερδίσει πλέον το παιχνίδι και τούτο δω το κομματόσκυλο ήταν τώρα του χεριού του.

– Δεν έχεις άλλη επιλογή, του είπε ο Ιούλιος Β’. Αν θες να βγεις απο δω μέσα ζωντανός, πρέπει να μ’ εμπιστευτείς. Εγώ μόνο μπορώ να μας βγάλω από δώ, εσύ όχι.

– Πώς; έκανε ο άλλος χαζά. Θα διακτινιστούμε; ‘Η θα ανέβουμε τις σκάλες σαν κύριοι και θα φύγουμε απο το ισόγειο;

– Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι εκτός από αυτούς. Εσύ φυσικά, πού να τους ξέρεις, ούτε καν τη βασική εκπαίδευση δε πέρασες.

– Κόφτο.

Ο Ιούλιος Β’ προχωράει προς το μέρος του και κάθεται δίπλα του.

– Εκτός αυτού, αν πράγματι το ήθελα, θα ήσουν νεκρός εδώ και ώρα. Μπορούσα να σε σκοτώσω ανά πάσα στιγμή. Δεν το έκανα.

Λέγοντας αυτά, αφήνει να κυλήσει από το μανίκι του ένα μικροσκοπικό ρεβόλβερ, που κατέληξε στο δεξί του χέρι. Ο άλλος το κοίταξε σαν χαμένος.

– Ούτε που σου πέρασε απ’ το μυαλό, ε; Σταμάτα λοιπόν να με σημαδεύεις, γιατί και η υπομονή έχει τα όριά της. Το τρίτο όπλο μου θα είναι και το τελευταίο πράγμα που θα δείς στη ζωή σου. Άραξε λοιπόν για λίγο μέχρι να βρω τον τρόπο να φύγουμε από δώ. Τον Διανομέα ξέχνα τον. Αν είναι ζωντανός, ή θα είναι μ’ αυτούς ή θα τον έχουν ρίξει σε κάνα μπουντρούμι. Να έχει ξεφύγει αποκλείεται. Μαζί θα το σκάσουμε κι όπου μας βγάλει. Θα πάμε πρώτα απο το “σπίτι” μου, έχω λεφτά φυλαγμένα, όπλα και διαβατήρια. Μετά θα δούμε. Κατάλαβες;

Ο Μάρκος 13 κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. “Τούτος εδώ είναι πράγματι επικίνδυνος, εγώ ο μαλάκας τον υποτίμησα, ως συνήθως”.

Ο Γιάννος Βατάτζης κοίταξε έναν-έναν τους πολιτικούς αρχηγούς και προσπαθούσε να βρεί έστω και έναν λόγο στο να αναβάλει αυτό που ήδη βρισκόταν σε εξέλιξη. Δεν μπόρεσε να βρεί κανέναν. Ο Γιώργος Ρωμανός, ας πούμε. Αμερικανοθρεμμένος, γιός του αείμνηστου Ανδρέα Ρωμανού, ιδρυτή του Σοσιαλιστικού Κινήματος στην Ελλάδα και πρωθυπουργού που έμελε να αλλάξει την νεώτερη πολιτική ιστορία της, αποδείχτηκε οτι δεν ήταν παρά ένα απλό πιόνι των ξένων καθ όλη τη διάρκεια της πολιτικής του καριέρας. Ατάλαντος, χωρίς ούτε ένα εργατικό ένσημο στη ζωή του, ποτέ του δεν νοιάστηκε, ούτε έδωσε καμμιά σημασία για τη πρόοδο της πατρίδας του. Κατέλαβε την εξουσία με χοντρά ψέμματα και υποσχέσεις που τις ξέχασε την επόμενη μέρα και με τη μεταστροφή του αυτή, απέδειξε με τον πιο σκανδαλώδη τρόπο το ποιοί στην πραγματικότητα ήταν οπι σκοποί του και τίνος τα συμφέροντα εξυπηρετούσε. Ασε που εδώ κι ένα χρόνο, οι αποκαλύψεις του βουλευτή Νίκου Σερέτη περί συμμετοχής της οικογένειάς του σε εταιρείες διακίνησης κεφαλαίων τον φέρνουν ως αποκλειστικό υπέυθυνο για την απότομη οικονομική κατρακύλα της χώρας. Υπάρχουν επίσης και οι κατάφωρες παραβιάσεις του Συντάγματος με τα περίφημα νομοσχέδια των δανειακών συμβάσεων που απαιτούσαν παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας και που τον καθιστούσαν, αυτόν και τον Υπουργό των Οικονομικών του, ως ενόχους για την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας!

Ο Σωζόπουλος μετά. Τα ίδια και χειρότερα. Ασε που υπήρξε και συμμαθητής και φίλος του Ρωμανού για χρόνια. Κάποτε μάλιστα είχε αποσχιστεί απο το κόμμα του, ιδρύοντας δικό του κόμμα, επειδή αυτοί που τον στήριζαν του είχαν φουσκώσει και τα μυαλά οτι θα ήταν ο …επόμενος μεγάλος ηγέτης! Πάντως, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, τα κατάφερε και επανεντάχτηκε στο κόμμα του και έφτασε να πάρει μέχρι και την αρχηγία των Συντηρητικών! Ζούσε μέχρι τώρα το όνειρο στο να γίνει ο επόμενος πρωθυπουργός, με κάθε κόστος. Και ίσως και να έβαλε μεγάλες “υποθήκες” για να το καταφέρει. Μέχρι στιγμής δεν το κατάφερε.

Ο Ανδρέας Καρατζάς; Ας μη το κουβεντιάσουμε καλύτερα. Αισχρό υποκείμενο, απο όπου κι αν τον πιάσεις, λερώνεσαι. Δημοσιογράφος, απο αυτούς που θα πούλαγαν την ίδια τους τη μάνα προκειμένου να αποκτήσουν πλούτο και δύναμη, στήριξε (με το αζημίωτο φυσικά) την συντηρητική παράταξη, κάνοντας πόλεμο στον τότε πρωθυπουργό Ανδρέα Ρωμανό, εξευτελίζοντάς τον δημοσιεύοντας κρυφές πτυχές της ιδιωτικής του ζωής και δημοσιεύοντας γυμνές φωτογραφίες της τότε – και κατα πολύ νεώτερής του – συζύγου του, βρομίζοντας την ελληνική δημοσιογραφία και την δημόσια ζωή. Φανατικός υπέρμαχος ακροδεξιών και αντιδημοκρατικών ιδεών, προσπάθησε να προσεταιριστεί μέσω των εφημερίδων που εξέδιδε, ό,τι χειρότερο είχε γεννήσει ο ιδεολογικός χάρτης της Ελλάδας, απο φασίστες, βασιλικούς, συνεργάτες της χούντας κλπ και που είτε ανήκαν στο περιθώριο είτε είχαν ενταχτεί στους συντηρητικούς.  Οι δέ σπόνσορές του, τον βοήθησαν μέχρι και τηλεοπτικό κανάλι να ιδρύσει μόνος του και μέσα απο αυτό, να μπεί και στη πολιτική με τη σημαία – ασφαλώς – των συντηρητικών. Πολύ γρήγορα όμως οι εκάστοτε αρχηγοί του κόμματος κατάλαβαν τους σκοπούς του και τον απομόνωσαν. Κι αυτός, αντί να το βάλει κάτω, ιδρύει δικό του κόμμα με τη …σημαία της Ορθοδοξίας (μέχρι εκεί είχε φτάσει αυτό το απίστευτο μούτρο) και ξαφνικά – και λόγω ασφαλώς και της σταδιακής καθόδου της ποιότητας της πολιτικής ζωής – να βρεθεί με ένα ποσοστό που τον…έβαλε και στην βουλή! Και σήμερα, να το παίζει ακόμη και ρυθμιστής των πραγμάτων! Αντί να βρίσκεται σε κάποιο ανήλιαγο κελλί, βρίσκεται με κόμμα και δύναμη στα πολιτικά πράγματα… Αν αυτό δεν είναι κατάντια για τον τόπο, τότε τί μπορεί να είναι;

Υστερα ο Δεμίρης. Εντάξει, καλό παιδί, αλλά μέχρι εκεί. Αριστερός, όχι απο παλικαριά αλλά απο συμβιβασμό, ποτέ του δεν είχε το ανάστημα να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Εγινε όμως αρχηγός ενός ιστορικού κόμματος, επειδή ακριβώς όλοι οι άλλοι ήταν κατα πολύ χειρότεροί του. Σαν να λέμε, ο μονόφθαλμος που βασίλευε στους τυφλούς. Ηταν ακριβώς η περίπτωση του “αριστερού επαναστάτη”, ο οποίος θα πήγαινε το πρωί στη διαδήλωση, θα φώναζε, θα γκάριζε, θα έκανε τη βολτούλα του στο Σύνταγμα με τους …άλλους “θυμωμένους” και μετά, όλοι μαζί, θα κατέληγαν σε κάποιο μεζεδάδικο του Κολωνακίου για κανένα ουζάκι μετά…αριστερίστικης συζητήσεως για την άτιμη, την κακούργα τη …μπουρζουαζία!

Οσο για τους βουλευτές, ένθεν κα κείθεν, ανάξιοι ακόμη και σχολιασμού. Βολεψάκηδες οι περισσότεροι, κυρίως αυτοί των μεγάλων κομμάτων, η μόνη δουλειά που ξέρανε να κάνουν ήταν το…ψέμμα και το παραμύθι στους ψηφοφόρους τους. Πρόβατα στην υπηρεσία του εκάστοτε αρχηγού τους, έτρεχαν σαν τσανακογλύφτες να του γλύψουν τα πόδια και τη ποδιά για ένα οφφίτσιο ή μια καρέκλα που θα τους εξασφάλιζε το…παχυλό μεροκάματο του πολιτικού. Α, κι αν περίσσευε και λίγος χρόνος, θα έριχναν και μια ματιά στις ανάγκες του κοσμάκη που τους ψήφισε. Κι αν αυτές ήταν μέσα στα πλαίσια των συμφωνιών των κομμάτων με τους σπόνσορές τους, έχει καλώς. Αν όχι… Ερμαια στις ορέξεις των εκάστοτε συμφερόντων, δεν δίστασαν να ξεπουλήσουν την ίδια τη πατρίδα τους, ψηφίζοντας νόμους του Ρωμανού και του Παπαδήμα – κατ’ εντολήν των εκβιαστών δανειστών – που την έδεναν χειροπόδαρα και έριχναν τον λαό της στους πιο τρομαχτικούς εφιάλτες του. Εφτασαν ακόμη και στο σημείο, ενώ ο λαός πεινούσε κυριολεκτικά, να …διεκδικήσουν αυξήσεις και επιδόματα εκατομμυρίων, που αποτελούσαν μέγιστο σκάνδαλο για τον δοκιμαζόμενο κόσμο.

“Αυτούς τους ανθρώπους αξίζει άραγε η πατρίδα μου; Αυτούς θα ήθελαν ο πατέρας μου και οι σύντροφοί του, όταν πολεμούσαν τους φασίστες στη Πίνδο και στα οχυρά; Αυτή την Ελλάδα θα ήθελαν, όπως την κατάντισαν τούτα τα πολιτικά ανδρείκελα;”

“Τώρα δεν έχω το δικαίωμα να κάνω πίσω”!

“Οχι, δεν είμαι σωτήρας, δεν παριστάνω τον σωτήρα, απλώς θα ανοίξω το δρόμο για να πάρει λαός τις τύχες στα χέρια του. Απο αυτόν θα ξεπηδήσουν οι αυριανοί ηγέτες του, να κυβερνήσουν μια Ελλάδα καθαρή από βρόμικα υποκείμενα και νταβατζήδες. Εγώ δεν έχω θέση ανάμεσα στους καθαρούς, γιατί κι εγώ μέσα απο αυτή τη βρομιά προέρχομαι κι ας μη το επιδίωξα. Δεν είμαι άξιος…”

“Το δίκιο, όταν δεν έχει άλλη διέξοδο, θριαμβέυει μόνο με τη βία!”

– Με συγχωρείτε που, μέσα απο αυτές τις κουβέντες μου κύριε Σωζόπουλε, σας έφερα σε δύσκολη θέση και διαμαρτυρηθήκατε. Κι εσάς κύριε Ρωμανέ. Κι εσάς κύριε Καρατζά και κύριε Δεμίρη. Ομως είναι η αλήθεια. Κι ας φωνάξετε όσο θέλετε. Είστε υπέυθυνοι, αποκλειστικοί υπεύθυνοι για το κατάντημα της χώρας. Της χώρας ΜΟΥ! Κυβερνήσατε τη χώρα ΜΟΥ και τη φέρατε σε αυτό το σημείο, να βρίσκεται δεμένη πισθάγκωνα και να σύρεται στα σκλαβοπάζαρα της ανυποληψίας και του επαιτισμού!  Αυτή τη χώρα, που γέννησε έναν Μεγαλέξανδρο, έναν Περικλή, έναν Μιλτιάδη, έναν σωκράτη, έναν Ομηρο! Αυτή τη χώρα, που γέννησε έναν Ηράκλειο, έναν Παλαιολόγο, έναν Κολοκοτρώνη, έναν Καραισκάκη, μια Μπουμπουλίνα και μια Μαντώ! Αυτή τη χώρα των γενναίων, τη σύρατε μέσα στη βρομιά και τη δυσωδία!

Οι φωνές άρχισαν να πληθαίνουν. Οι βουλευτές είχαν σηκωθεί όρθιοι και χειρονομούσαν φωνάζοντας. Ο Ρωμανός με τον Σωζόπουλο, χτυπούσαν τα χέρια τους στά έδρανα, απαιτώντας να σταματήσει ο Βατάτζης την ομιλία του και να ζητήσει συγνώμη!

Και μέσα σε αυτή τη φασαρία, κανείς δεν άκουσε το κινητό του που βάραγε μανιασμένα. Μόνο ο Ρωμανός, που το ένοιωσε να δονείται μέσα στη τσέπη του σακκακιού του εδώ και ώρα. Άφησε τους άλλους να διαμαρτύρονται και το άνοιξε. Ενα μήνυμα αναβόσβηνε, με την ένδειξη “Κατεπείγον”. Οχι πάντως απο αυτόν, που διακαώς ανέμενε απάντησή του. Σούφρωσε το μέτωπό του και πάτησε “Ανάγνωση”. Ξαφνικά κέρωσε. Σηκώθηκε απο θέση του και κοίταζε δεξιά-αριστερά σαν χαμένος. το μήνυμα ήταν από την ιδιαιτέρα της γυναίκας του. “Γίνεται πραξικόπημα. Φύγε τώρα όσο μπορείς. Θα σε σκοτώσουν”. Το μήνυμα είχε έρθει εδώ και μισή ώρα. Γιατί τώρα που το κοίταζε αυτός, η ένδειξη του σήματος ήταν νεκρή. Γύρισε αμέσως προς την Ανέττα.

– Κοίταξε το κινητό σου, έχει σήμα;

– Γιατί, τι συμβαίνει; έκανε εκείνη.

– Εγώ δεν έχω, για δες κι εσύ! Γρήγορα!

Η Ανέττα έβγαλε το iphone της απο τη τσάντα της και το άνοιξε. Η ένδειξη “Εκτός δυκτίου” αναβόσβηνε.

– Και το δικό μου δεν έχει, είπε με αγωνία. Συμβαίνει κάτι;

– Την έχουμε άσχημα, είπε ο Ρωμανός τρέμοντας. Διάβασε!

Της δίνει το τηλέφωνό του να διαβάσει το μήνυμα. Σειρά της Ανέττας να παγώσει.

– Οσο και να φωνάζετε κύριοι, απλώς δυσχερένετε τη θέση σας! φώναξε αυτή τη φορά ο Βατάτζης. Οι πρώτες σταγόνες ιδρώτα άρχιζαν να λαμπιρίζουν στο μέτωπό του. Είστε προδότες, πατριδοκάπηλοι
και …

“…επίορκοι! Είστε υπέυθυνοι για το αιματοκύλισμα της 21ης Ιανουαρίου! Εσείς σκοτώσατε 22 ανθρώπους, που το μόνο τους έγκλημα ήταν να φωνάξουν και να διαμαρτυρηθούν για το κατάντημα του τόπου! Σας κατηγορώ όλους για ΕΣΧΑΤΗ ΠΡΟΔΟΣΙΑ!”

Η βουλή ολόκληρη, μέσα απο το μόνιτορ που παρακολουθούσε ο Καλαρίτης, είχε μετατραπεί σε οχλαγωγία. Φωνές και διαμαρτυρίες παντού, ενώ ο πρόεδρος της Βουλής προσπαθούσε να επιβάλει τη τάξη, χτυπώντας μανιασμένα το κουδούνι του.

Ο Καλαρίτης δεν περίμενε να αποσώσει ο Βατάτζης το “κατηγορώ” του καί πληκτρολόγησε ένα μήνυμα στο κινητό του. Ηταν σε ειδική συχνότητα, που μόνο τα κινητά όσων ήθελε εκείνος, μπορούσαν να το λάβουν, συντονισμένα απο ειδικό πομπό, μιας και καμία άλλη συχνότητα δεν λειτουργούσε απο καμία εταιρεία τηλεφωνίας.

Το μήνυμα έγραφε “ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ”

– Δουλεύουν ρε παιδιά τα κινητά σας; έκανε ο διευθυντής της METRICON στους υπόλοιπους μετέχοντες της σύσκεψης. εμένα εδώ και μισή ώρα είναι νεκρό! Θα το πετάξω μου φαίνεται σε κανα κάδο σκουπιδιών το ρημάδι.

Κοίταξαν και οι άλλοι τις δικές τους συσκευές. Νεκρές όλες.

– Τι συμβαίνει πάλι, χτυπήθηκαν όλοι ομαδικώς απο χάκερ; Κανένα δε δουλεύει;

– Οχι κύριε Γενικέ, έκανε μια ξανθιά κουκλάρα, που παρίστανε την ιδιαιτέρα του.

Ο διευθυντής στράβωσε το μούτρο του.

– Πολύ παράξενο.

Οι φωνές και η οχλοβοή σταμάτησαν απότομα, όταν οι πόρτες της αίθουσας ανοίγουν με βρόντο και ορμή. Δυό ντουζίνες φαντάροι πεζοναύτες, ορμούν μέσα, έχοντας τα οπλοπολυβόλα τους προτεταμένα εναντίον όλων.

– Ακίνητοι όλοι! ΑΚΙΝΗΤΟΙ!

Τα πρόσωπα όλων πάνιασαν, εκτός του Βατάτζη και του Στρατάκη, που παρακολουθούσε την όλη διαδικασία με μια έκφραση προσώπου σαν να είχε αφόρητους πόνους στο στομάχι.

Οι φωνές τώρα ακούγονταν απο τα διαζώματα. Γυναικείες κυρίως, που τρόμαξαν και έπαθαν σόκ βλέποντας αυτό το σκηνικό του τρόμου.
– ΣΚΑΣΜΟΣ!!! ούρλιαξε ένας υπολοχαγός πυροβολώντας με το περίστροφό του στον αέρα. ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΝ ΟΙ ΦΩΝΕΣ ΤΩΡΑ!

Μέσα σε μια στιγμή, απλώθηκε νεκρική σιωπή στην αίθουσα συνεδριάσεων της Βουλής. Ο νεαρός υπολοχαγός που πυροβόλησε πριν λίγο, κατευθύνθηκε προς το βήμα της βουλής και πλησίασε τον Βατάτζη. Στάθηκε απέναντί του σε στάση προσοχής και χαιρέτησε στρατιωτικά.
– Αναμένουμε εντολές κύριε πρόεδρε, είπε κοφτά και κατέβασε το χέρι του.

Ο Βατάτζης κοίταξε και πάλι τους πάντες, βουλευτές και αρχηγούς κομμάτων κι ένας αναστεναγμός πίκρας και θυμού βγήκε απο το στήθος του.

– Να συλληφθούν όλοι και να οδηγηθούν σε ασφαλές μέρος, είπε με σιγανή, αλλά σταθερή φωνή. Θα σε κατατοπίσει ο Διοικητής σου.

– Μάλιστα κύριε! έκανε και πάλι χαιρετώντας ο υπολοχαγός. Μετά στράφηκε προς τον λοχία του που στέκονταν απέναντι, έχοντας το ντουφέκι του στραμμένο προς όλους.

– Να συλληφθούν όλοι! ούρλιαξε. Λοχία, είσαι υπεύθυνος. Να οδηγηθούν στο υπόγειο κι απο κεί να αναμένεις διαταγές μου! Εμπρός! Τώρα!

Οι ανάσες ολονών δεν ακούγονταν καν. Κοιτούσαν όλοι έντρομοι τους στρατιώτες να τους πλησιάζουν και να τους φοράνε χειροπέδες και δεν έβγαζαν μιλιά. Η σκιά του τρόμου είχε γεμίσει την αίθουσα, μια σκιά που θα τους ακολουθούσε σε όλη τη μετέπειτα ζωή τους.

Ο Βατάτζης γύρισε και κοίταξε τον Πρόεδρο, καθώς ένας στρατιώτης του περνούσε χειροπέδες. Οι ματιές τους συναντήθηκαν. Ο Πρόεδρος τον κατακεραύνωσε με βλέμμα που πετούσε φωτιές.

– Θα πληρώσεις γι’ αυτό Βατάτζη, έκανε με μίσος. Δε θα σταθείς ούτε μιά μέρα, να το ξέρεις. Τα βαλες με δυνάμεις που δεν μπορείς να ελέγξεις. Θα κρεμαστείς γι΄ αυτό!

Ο φαντάρος τον έσπρωξε βίαια κι ο Πρόεδρος χάθηκε πίσω απο τη μαύρη πόρτα που οδηγούσε έξω απο την αίθουσα.

“Κάθε έγκλημα έχει και τη τιμωρία του…” Αυτή ήταν η στερνή σκέψη του Βατάτζη, που αναστέναξε καθώς γινόταν μάρτυρας και θύτης ενός γεγονότος, που ίσως και να άλλαζε για πάντα τη πορεία της πατρίδας του.

(Συνεχίζεται)