Του Σταύρου Λυγερού

 

Ένα από τα πρώτα άρθρα μου στα «Επίκαιρα», που έκαναν τότε τα πρώτα τους βήματα, ήταν στις αρχές του Νοεμβρίου του 2009, με τίτλο «Θα κλείσει ο Γιώργος την “κερκόπορτα” που άφησε ανοιχτή η Ντόρα;». Θέμα εκείνου του άρθρου ήταν η προσφυγή των Σκοπίων στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και «κερκόπορτα» ήταν το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις Καραμανλή και Παπανδρέου δεν αποσύρθηκαν από την Ενδιάμεση Συμφωνία, όπως είχαν δικαίωμα, με αποτέλεσμα τον κίνδυνο καταδίκης της Ελλάδας. Ένας κίνδυνος που τώρα πια είναι πραγματικότητα.

Υπενθυμίζουμε ότι στις αρχές του 2008 η Αθήνα διασύνδεσε την ένταξη της FYROM στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ με την επίλυση του προβλήματος της ονομασίας. Ήταν ένας τρόπος να υποχρεώσει τα Σκόπια σ’ ένα συμβιβασμό, δεδομένου ότι μέχρι τότε η σλαβομακεδονική ηγεσία τηρούσε ανελαστική στάση. Η πολιτική «πρώτα συμφωνία και μετά ένταξη» ήταν ένας αποτελεσματικός μοχλός στα χέρια της ελληνικής διπλωματίας. Βρισκόταν, όμως, σε αντίφαση με την Ενδιάμεση Συμφωνία (1995), η οποία απαγορεύει στην Ελλάδα να εμποδίσει την ένταξη της FYROM σε διεθνείς οργανισμούς. Ας σημειωθεί ότι η Ενδιάμεση Συμφωνία έληξε το 2002 και συνέχισε να ισχύει επειδή καμία από τις δύο πλευρές δεν έχει αποσυρθεί.

 

Εάν η Ελλάδα είχε αποσυρθεί από την Ενδιάμεση Συμφωνία, η προσφυγή των Σκοπίων στη Χάγη θα είχε ηθικο-πολιτικά ακυρωθεί. Υπογραμμίζουμε ότι η απόσυρση δεν θα είχε επιπτώσεις στις διαπραγματεύσεις για την ονομασία, δεδομένου ότι αυτές πραγματοποιούνται στη βάση της απόφασης του Συμβουλίου Ασφαλείας (1993). Επίσης, τα πρακτικά προβλήματα στις διμερείς σχέσεις θα διευθετούνταν, επειδή η μη διευθέτησή τους θα έβλαπτε πολύ περισσότερο τη FYROM απ’ ό,τι την Ελλάδα.

Πριν από τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, η Ελλάδα είχε πράγματι δηλώσει ότι θα ασκήσει βέτο. Τελικώς, όμως, δεν χρειάστηκε. Το γειτονικό κράτος έμεινε εκτός με συλλογική απόφαση της Συμμαχίας. Για εσωτερικούς λόγους, οι Καραμανλής και Μπακογιάννη δήλωσαν μετά τη Σύνοδο ότι η FYROM έμεινε εκτός λόγω ελληνικού βέτο. Το Διεθνές Δικαστήριο δεν είχε στα χέρια του τα πρακτικά της Συνόδου. Αποφάσισε με βάση το δημόσιο υλικό που προσκόμισαν οι δύο πλευρές, κι αυτό ήταν σε βάρος της Ελλάδας. Εξ ου και η καταδικαστική απόφαση με συντριπτική πλειοψηφία.

Η πολιτική «πρώτα συμφωνία και μετά ένταξη» έδωσε για πρώτη φορά στην Αθήνα το πλεονέκτημα. Οι Σλαβομακεδόνες είχαν πια λόγο να συμβιβαστούν. Δεν το έκαναν, επειδή είχαν τη βάσιμη ελπίδα ότι με την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης θα ξεφύγουν από τη μέγκενη. Η απόφαση του Δικαστηρίου τούς δίνει ένα ηθικο-πολιτικό πλεονέκτημα.

Απ’ όταν –Νοέμβριος του 2008– τα Σκόπια προσέφυγαν στη Χάγη, το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών δήλωνε ότι έχει ισχυρά επιχειρήματα, γι’ αυτό και δεν ανησυχούσε για την απόφαση. Γιατί, όμως, διακινδύνευσε, αποδεχόμενο τη μετατροπή μιας πολιτικής διένεξης σε νομική διαμάχη, όταν μπορούσε να το αποφύγει; Η Ελλάδα έπρεπε να αποσυρθεί από την ουσιαστικά ημιθανή Ενδιάμεση Συμφωνία, όταν υιοθέτησε την πολιτική «πρώτα λύση και μετά ένταξη».

 

Η Μπακογιάννη υπερηφανευόταν για την απόφαση του Βουκουρεστίου, αλλά ως αρμόδια υπουργός άφησε ανοιχτή μία «κερκόπορτα». Το γιατί αυτή και ο Καραμανλής άφησαν εκτεθειμένη την Ελλάδα στον κίνδυνο μίας επώδυνης καταδικαστικής απόφασης δεν μπορούμε να το απαντήσουμε με σιγουριά. Κάποιοι κύκλοι στην Ελλάδα ίσως επικαλεστούν αργότερα την καταδικαστική απόφαση για να κλείσουν όπως όπως το θέμα. Το επιχείρημα είναι σαν να το ακούω: «Δεν βλέπετε ότι μας καταδίκασε και το Διεθνές Δικαστήριο; Ας δεχτούμε την πρόταση Νίμιτς, γιατί μπορεί και να το μετανιώσει»!
Είναι ενδιαφέρον το ότι οι Παπανδρέου και Δρούτσας συνέχισαν την ίδια πολιτική. Απέφυγαν επιμελώς να κλείσουν την «κερκόπορτα» που είχαν αφήσει ανοιχτή οι προκάτοχοί τους. Στην πραγματικότητα, και οι δύο κυβερνήσεις διέπραξαν ένα διά παραλείψεως εθνικό έγκλημα. Ας σημειωθεί ότι για την ελληνική διπλωματία της Μεταπολίτευσης, λόγω Ελληνοτουρκικών, η Χάγη έχει αποκτήσει μεγάλο ειδικό βάρος, που καθιστά την ήττα πιο επώδυνη, παρά την προσπάθεια των μανδαρίνων του υπουργείου Εξωτερικών να καλύψουν με γενικολογίες τις βαριές ευθύνες τους.
Κατά πάσα πιθανότητα, τα Σκόπια θα επιχειρήσουν με βάση την απόφαση μία διπλωματική αντεπίθεση, γεγονός που θα υποχρεώσει την Ελλάδα να καταναλώσει πολιτικό κεφάλαιο. Το μόνο που θα λειτουργήσει υπέρ της είναι ο φόβος της Δύσης ότι μια εθνική ταπείνωση των Ελλήνων μπορεί να πυροδοτήσει τη –λόγω κρίσης– συσσωρευμένη κοινωνική οργή.