«Δεύτε ίδωμεν πιστοί, πού εγεννήθη ο Χριστός, ακολουθήσωμεν λοιπόν, ένθα οδεύει ο αστήρ». (Κάθ. Όρθρ. Χριστουγέννων).

Η ανά τα πέρατα της Οικουμένης Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Ορθόδοξος του Χριστού Εκκλησία εορτάζει σήμερον γεγονός υπερφυές και εξαίσιον, θαυμαστόν και σωτήριον. Εορτάζει και πανηγυρίζει το γεγονός της άκρας φιλανθρωπίας του Θεού, της αμετρήτου και ανεικάστου αγάπης Αυτού προς τον άνθρωπον.

Ποίον το γεγονός τούτο, δια το οποίον χαίρει και αγάλλεται η Εκκλησία; Είναι το γεγονός ότι ο Θεός επ’ εσχάτων των χρόνων, επί της βασιλείας του Ρωμαίου αυτοκράτορος Καίσαρος Οκταβιανού Αυγούστου, επεσκέφθη το πλάσμα του, τον άνθρωπον, με τρόπον πρωτοφανή, ανήκουστον και ανεπανάληπτον.

«Ιδών είδε την κάκωσιν» του ανθρώπου υπό του διαβόλου και της αμαρτίας και ευσπλαγχνισθείς ελάλησεν αυτώ ουχί ως πάλαι εν τοις προφήταις αλλ΄ εν Υιώ (Εβρ. 1, 1 -2), εν τω Υιώ Αυτού τω μονογενεί, τω προαιωνίως «όντι εν τοις κόλποις Αυτού», (Ιω.1, 18). Τούτον, «όντα ίσον τω Θεώ», (Φιλιππ. 2, 6), «εξαπέστειλε ο Θεός εις τον κόσμον, γενόμενον εκ γυναικός, γενόμενον υπό νόμον, ίνα τους υπό νόμον εξαγοράση, ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν», (Γαλ. 4, 5).

Ούτος άναρχος, άχρονος και ασώματος ων, έλαβεν αρχήν χρονικήν και εσωματώθη εκ Πνεύματος Αγίου και εκ των αγνών αιμάτων της Υπεραγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, ότε αύτη απεδέχθη τον ουράνιον ευαγγελισμόν δια στόματος του αρχαγγέλου Γαβριήλ εις την Ναζαρέτ, (Λουκ. 1, 38).

Ο Θεός «ούτως οίδεν, ούτως ηθέλησεν, ούτως ηυδόκησε», να σώση τον άνθρωπον δι’ ενανθρωπήσεως του Υιού αυτού. Τούτο είναι η δυναμική, ουχί δυναστική επέμβασις του Θεού εις την ζωήν και την ιστορίαν του ανθρώπου. Είναι το λεγόμενον υπό του θεοφόρου πατρός της Εκκλησίας Κυρίλλου Αλεξανδρείας, ότι «Θεός νοούμενος ο Χριστός, ε ι σ β έ β η κ ε ν εις την οικουμένην, μέρος κόσμου πεφηνώς ως άνθρωπος», ( Περί ορθής   πίστεως, PG 76, 1177) και ότι ο «Θεός κ α τ α- κ ι ρ ν ά τ α ι τη ανθρωπίνη φύσει, ίνα τω ύψει του Θεού συναπαρτισθή το   ανθρώπινον», (Κατά Ανθρωπομορφιστών, κεφ. ΚΑ΄, PG 76, 1152).

Το ευαγγελισθέν μυστικώς τη αειπαρθένω εις την Ναζαρέτ, εφανερώθη εκδηλώτερον τοις ανθρώποις εις την Βηθλεέμ. Εις την πόλιν ταύτην και εις το θεοδέγμον Σπήλαιον τούτο η Παρθένος, «ότε επλήσθησαν αι ημέραι του τεκείν αυτήν έτεκεν τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον και εσπαργάνωσεν αυτόν και ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη» (Λουκ. 2, 7).

Εις τον «άφθορον τόκον τούτον, εις την σαρκοφόρον εμφάνισιν του Θεού επί της γης και την συναστροφήν αυτού μετά των ανθρώπων», ο Θεός εκάλεσε μάρτυρας, «μάγους σοφούς εξ ανατολῶν», (Ματθ. 2, 1-2), τοις άστροις το πριν λατρεύοντας, και υπό αστέρος διδασκομένους νυν προσκυνείν τον Ήλιον της δικαιοσύνης.

Ωσαύτως εκάλεσε ανθρώπους απλοϊκούς, «ποιμένας αγραυλούντας επί την ποίμνην αυτών», (Λουκ. 2, 8). Τούτους εκάλεσε δι’ αγγέλων, πληρωσάντων τον ουρανόν με τον ηδύμολπον ύμνον: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία», (Λουκ. 2, 14).

Με τον ουράνιον αγγελικόν ύμνον τούτον ανηγγέλθη η μετά σαρκός επίσκεψις του μονογενούς Υιού του Θεού εις τον κόσμον ως «άρχοντος της ειρήνης», ως «καταλλαγής Θεού και ανθρώπων» (Β’Κορ. 5, 18).

Επί του θεμελίου λίθου τούτου, του προσώπου του Εναθρωπήσαντος και του μετά ταύτα έργου Αυτού, της ειρηνοποιού διδασκαλίας, των ευεργετικών δια τους ανθρώπους σημείων, του θυσιαστικού και λυτρωτικού σταυρού, της ζωοποιού Αναστάσεως και της ενδόξου Αναλήψεως Αυτού, εστηρίχθη το σώμα Αυτού, η Εκκλησία. Λαβούσα αύτη δύναμιν εξ ύψους παρά του Αγίου Πνεύματος του Χριστού, εκήρυξεν εκ του υπερώου άφεσιν αμαρτιών εις πάντα τα έθνη, ειρήνην τοις εγγύς και τοις μακράν.

Μετήγαγε τους ανθρώπους εκ του σκότους της αγνωσίας και της ειδωλολατρείας εις το φως της αληθούς γνώσεως και της εν Πνεύματι λατρείας. Η Εκκλησία τα των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησε.

Την διακονίαν ταύτην του ανθρώπου συνεχίζει ανά τα πέρατα της οικουμένης η Εκκλησία, πιστή εις την παραδοθείσαν αυτήν αλήθειαν άχρι της σήμερον. Ενεργώς και αθορύβως μετέχει η Εκκλησία ως ο Ιδρυτής αυτής εις την ανθρωπίνην ζωήν. Ακροάται μετά πλείστης ποιμαντικής φροντίδος και μερίμνης την ανθρωπίνην κραυγήν της αγωνίας και αβεβαιότητος, της ανεργίας και απελπισίας.

Συμπάσχει με τον πάσχοντα άνθρωπον και συμπαραστέκεται ως φιλόστοργος μήτηρ, επιτελούσα έργον αγιαστικόν δια των μυστηρίων εις τα μέλη αυτής, έργον συμφιλιωτικόν και συνδιαλλακτικόν αναμέσον των διαφιλονεικούντων εθνών, έργον φιλανθρωπικόν και κοινωνικόν εις τους ενδεείς, θύματα της απληστίας και της οικονομικής διαφθοράς.

Υψώνει φωνήν διαμαρτυρίας δια το ότι και σήμερον ακόμη εις τον εικοστόν πρώτον αιώνα, υπάρχουν άνθρωποι, θύματα της πολεμικής και τρομοκρατικής βίας, άνθρωποι διακινούμενοι ως εμπορεύματα και ποικίλην εκμετάλλευσιν υφιστάμενοι, στερούμενοι θείων αγαθών της ζωής, ύδατος, άρτου, του δικαιώματος της θρησκευτικής και εθνικής ελευθερίας και της προσβάσεως εις τας πατρογονικάς αυτών εστίας.

Το αγιαστικόν, φιλάνθρωπον, ειρηνευτικόν και πολιτιστικόν έργον τούτο σεμνύνεται να επιτελή η των Ιεροσολύμων Εκκλησία, εις τους τόπους της μετά σαρκός θείας εμφανείας, την εκκλησιαστικήν αυτής δικαιοδοσίαν, εις τα Πανάγια αυτής Προσκυνήματα, τους ιερούς ναούς και τα ευαγή αυτής καθιδρύματα, εστίας πνευματικού ανεφοδιασμού και οάσεις πνευματικής αναψυχής.

Οι Πατριάρχαι αυτής, κατ’ εξοχήν δε εκ τούτων ο άγιος Σωφρόνιος, απεδείχθησαν πρωτεργάται ειρήνης, κλάδον ελαίας κρατούντες και τείνοντες.

Αψευδής μάρτυς όλων τούτων, η ιερά αύτη Κωνσταντίνειος Βασιλική, η υπερβαίνουσα τη θεία δυνάμει τας διακυμάνσεις της ιστορίας, η συνάγουσα εις αυτήν λαούς και φυλάς της γης αδιακρίτως θρησκείας και χρώματος και αποτελούσα σήμερον την καρδίαν της Παλαιστινείου γης.

Εκ ταύτης της Βασιλικής και εκ του θεοδέγμονος τούτου Σπηλαίου απευθύνομεν χαιρετισμόν ειρήνης και Πατριαρχικής και Πατρικής ευχής και ευλογίας εν Χριστώ υπερφυώς εκ Παρθένου Τεχθέντι εις πάντα τα πνευματικά Ημών τέκνα εν τοις ορίοις της Αγίας Γης και οπουδήποτε γης, ως και εις πάντας τους αγαπώντας τας πύλας Σιών της Αγίας.

 

Εν τη Αγία Πόλει Βηθλεέμ, ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2011

Διάπυρος προς Κύριον ευχέτης,

ΘΕΟΦΙΛΟΣ Γ΄

Πατριάρχης Ιεροσολύμων.