Γράφει ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, Σπύρος Κουβέλης

Το Εθνικό Συμβούλιο του ΠΑΣΟΚ ήταν μια απογοητευτική υπόθεση. Τίποτε από όσα έγιναν εκεί το περασμένο Σαββατοκύριακο δεν έχει χρησιμότητα για την Ελλάδα.

Αυτό που σήμερα χρειάζεται είναι μια ξεκάθαρη πολιτική συζήτηση για την κατεύθυνση και την ιδεολογία που το ΠΑΣΟΚ θέλει να υπηρετήσει, την Ελλάδα που θέλει να φτιάξει για να βγει από την κρίση.

Είναι τραγικό ετούτη τη στιγμή να δίνουμε στους Έλληνες το μήνυμα ότι το πολιτικό σύστημα ενδιαφέρεται μόνο να αναπαράγεται μαζί με όλη την παθολογία και την απαξίωση του.

Αν τα κόμματα – γιατί δεν αφορά μόνο το ΠΑΣΟΚ αυτό – συνεχίσουν στο δρόμο της απαξίωσης της πολιτικής, οι ενεργοί πολίτες δεν πρόκειται να απομακρυνθούν από την πολιτική, από τα κόμματα θα απομακρυνθούν.  Θα συνεχίσουν όμως να έχουν άποψη και παρέμβαση.

Ωριμάζει πλέον στην Ελλάδα ο χρόνος για διαφορετικούς τρόπους οργάνωσης και έκφρασης των πολιτών, και της πολιτικής και κοινωνικής ζωής.

Την ώρα που χρειάζεται να ξαναχτίσουμε μια χώρα, με νέο όραμα, αξιοπρεπή θέση στον κόσμο και προοπτική για την κοινωνία μας, αυτό που μετράει είναι το αποτέλεσμα, και προσωπικά εκεί θέλω να βρίσκομαι και να συνεισφέρω.

Δεν βρέθηκα στην πολιτική ως αποτέλεσμα εξέλιξης μέσα σε κάποιο κομματικό μηχανισμό.  Η απόφαση μου να αφήσω τη δουλειά μου για το περιβάλλον στα Ηνωμένα Έθνη και να δεχτώ την πρόσκληση που μου απευθύνθηκε το 2007, ήταν για να προσπαθήσω να κάνω πράξη πράγματα για τα οποία έχω αγωνιστεί όλη μου τη ζωή – ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης, να λαμβάνουμε το περιβάλλον και την αξία των δημόσιων αγαθών υπόψη μας όταν σχεδιάζουμε, ένα διαφορετικό μέλλον για την Ελλάδα, την Ευρώπη και τον κόσμο.

Ίσως γι αυτό δυσκολεύομαι να βρω τη λογική πίσω από τις σημερινές καταστάσεις. Ονοματολογία και συζητήσεις για την ηγεσία και την εξουσία, χωρίς όμως να γίνεται καμιά συζήτηση επί της ουσίας για το τι θέλει να πετύχει η πολιτική. Πέρα από το να διεκδικήσει την εξουσία.

 Είναι αδιανόητο να βλέπει κανείς πολιτικούς που σπεύδουν να πάρουν αποστάσεις από το έργο κυβερνήσεων στις οποίες συμμετείχαν και συμμετέχουν, ώστε να μπορέσουν να διεκδικήσουν ξανά την εξουσία. Αν έλεγαν με ειλικρίνεια «έκανα ότι καλύτερο μπορούσα» ίσως να ήταν πιο πειστικοί. Αν το είχαν κάνει φυσικά.

Η κρίση του πολιτικού συστήματος

 Έχω κάνει πολλές φορές λόγο στη Βουλή για εμπόλεμη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα. Σε αυτή την πολύ κρίσιμη περίοδο, μια από τις κρισιμότερες που βρέθηκε ποτέ η χώρα μας, φοβάμαι ότι και πάλι χάνουμε το δάσος για να κοιτάξουμε το δέντρο: Το ποιο θα είναι το άτομο, το όνομα, το κόμμα είναι, τώρα πια, δευτερεύοντα.

Το σημαντικό είναι ποια κατεύθυνση θα δώσουμε στην Ελλάδα, ώστε να μπορέσει να αντέξει τις επιθέσεις και τις επιβουλές όσων προσπαθούν να εκμεταλλευτούν αυτή την περίοδο αδυναμίας. Το σημαντικό είναι πώς θα δώσουμε όραμα και ελπίδα στους Έλληνες ώστε να μην αποστασιοποιούνται από την πολιτική, αλλά να συνταχθούν με το όραμα που χρειάζεται να τους προτείνει. Αυτό δεν περνάει μέσα από ονόματα και άτομα, αλλά από το τι εφικτό, αληθινό και ουσιαστικό θα περιέχει η πρόταση αυτή, ώστε να κινηθούμε όλοι μαζί προς την ίδια κατεύθυνση.

Η εποχή του λαϊκισμού, του Μαυρογιαλούρου, τελειώνει: δεν αρκεί να τα λέμε στους πολίτες όπως τους αρέσει να τα ακούν –ως εκτόνωση, ως καταγγελία, ως θεωρητικό όραμα. Οι πολίτες που ζουν στις σημερινές συνθήκες αμφισβητούν πλέον τα πάντα, ξεκινώντας από την παραδοχή πως αυτό που τους λένε οι πολιτικοί είτε δεν είναι αλήθεια, είτε θα ανατραπεί, είτε θα καταρρεύσει σύντομα.

 Το πολιτικό σύστημα έχει αποτύχει εντελώς να τους πείσει περί του αντιθέτου, ακριβώς γιατί λειτούργησε στα πλαίσια του λαϊκισμού, της κούφιας υπόσχεσης, και – σε αγαστή συνέργεια με τα ΜΜΕ – της επικοινωνιακής διαχείρισης των πάντων.

Ιδιαίτερα όμως γι’ αυτό το τελευταίο, σήμερα που ο πραγματικός χρόνος (όχι ο πολιτικός – αυτός ενδιαφέρει τους πολιτικούς, όχι τους πολίτες) έχει συρρικνωθεί, οι αλήθειες ξεσπάνε πριν καν προλάβει να οργανωθεί η επικοινωνιακή διαχείριση των εξελίξεων (το spin όπως λέγεται στην πολιτική). Το πολιτικό σύστημα του παρελθόντος ξεγυμνώνεται πολύ γρήγορα.

Τι μπορεί να γίνει;

Αυτό που είναι κρίσιμης σημασίας σήμερα, είναι να αποφασίσει όλη μαζί η Ελλάδα αν και με ποιο τρόπο θέλει να χτίσει πάνω σε ότι έχει μείνει, μετά την κρίση, και μετά από δεκαετίες χείριστης εκμετάλλευσης – όχι αξιοποίησης – όλου του τεράστιου πλούτου της.

Χρειάζεται τώρα να θέσουμε τα βασικά ερωτήματα και να αποφασίσουμε, μιλώντας ειλικρινά σαν Έλληνες προς Έλληνες:

Να αποφασίσουμε τι θέλουμε να γίνει ο εθνικός πλούτος και η δημόσια περιουσία. Αλλά να εξηγήσουμε κατ’ αρχήν ότι δημόσια περιουσία δεν είναι μόνο αυτό που πολλοί πολιτικοί έλεγαν και λένε ακόμα, ότι εθνικός πλούτος είναι δήθεν το κρατικό real estate, και πρέπει τώρα να το εκποιήσουμε. Οι αληθινές αξίες της Ελλάδας είναι πολύ μεγαλύτερες και σημαντικότερες – είναι όλες οι αξίες που ανήκουν σε όλους τους Έλληνες, και μαζί το δικαίωμα της χρήσης τους.

Πρέπει να συζητήσουμε – δημόσια και ανοιχτά – τρόπους ώστε να αξιοποιήσουμε όλον αυτό τον αληθινό εθνικό πλούτο – το παραγωγικό δυναμικό, την ξεχωριστή θέση της Ελλάδας (ενδεικτικά μερικά από αυτά – υπάρχουν πολλά ακόμη):

  • ως προορισμό για τουρισμό (όχι μόνο το καλοκαίρι, και όχι μόνο για τη θάλασσα και τον ήλιο),
  • το ενεργειακό δυναμικό (αιολικό, ηλιακό, γεωθερμικό και όλα τα άλλα),
  • την ξεχωριστή θέση της Ελληνικής διατροφής και των προϊόντων μας στη συνείδηση ολόκληρου του κόσμου,
  • το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι παγκόσμια γνωστή για την ιστορία και τον πολιτισμό της.

Να αποφασίσουμε αν πραγματικά θέλουμε να τα πουλήσουμε όλα αυτά, τα αγαθά τις αξίες, και τον πλούτο, ή να διαθέσουμε άδειες συνεκμετάλλευσης σε επενδυτές, ώστε η Ελλάδα να βάλει την πρώτη ύλη, τα προϊόντα, το χώρο, τις υποδομές, τις ιδέες και τη δημιουργικότητα, και να καλέσουμε τα κεφάλαια να επενδύσουν, όχι να αγοράσουν.

Είναι ο μόνος τρόπος να κερδίσουμε τη μάχη με τις αγορές, που μαζί με τις επιλογές ανεπαρκών πολιτικών, που μιλούν για ανάπτυξη χωρίς να ξέρουν καν τι εννοούν, κρατούν την Ελλάδα εγκλωβισμένη στο παιχνίδι των χρηματοπιστωτικών υποχρεώσεων, και μας φέρνουν πιο κοντά στο να ξεπουληθούν όλα για ψίχουλα.

Είναι και πολλά ακόμα ερωτήματα – θέματα αρχής και πολιτικής απόφασης που πρέπει να συμφωνήσουμε.

  • Η λογοδοσία και η απόδοση ευθύνης στις πολιτικές ηγεσίες και τη διοίκηση,
  • Το ξερίζωμα της πελατειακής σχέσης και του ρουσφετιού,
  • Η παιδεία για πολίτες με μόρφωση και κρίση,
  • Η θέση της Ελλάδας στον κόσμο, και το όνομα (brand) που θέλει να έχει,
  • Η μετανάστευση και η λαθρομετανάστευση,
  • Το κράτος πρόνοιας (και όχι σπατάλης),
  • Το περιβάλλον και η βιώσιμη ανάπτυξη.

(Για όλα αυτά υπάρχουν πιο αναλυτικά σχόλια σε παράρτημα, στο τέλος αυτού του κειμένου.)

Αυτά δεν έρχονται σε αντίθεση και δεν αναιρούν τις προσπάθειες της σημερινής κυβέρνησης. Θέτουν ένα μέτρο κοινωνικής πολιτικής και ανάπτυξης, που μπορεί να ορίσει το πλαίσιο λειτουργίας και βιωσιμότητας της χώρας, και να υποστηρίξει την προσπάθεια εξόδου από την κρίση.

Η Ελλάδα χρειάζεται στην πολιτική σκηνή προτάσεις που να την οδηγήσουν σε μια νέα εποχή, δεν φτάνει η διαχείριση της καθημερινότητας.

Όλα αυτά[1] και πολλά ακόμη, θα πρέπει να εξηγήσει πως θα κάνει πραγματικότητα κάποιος που επιθυμεί να διεκδικήσει πολιτικό ή και ηγετικό ρόλο. Τότε μόνο θα δικαιούται να καλέσει πολίτες και κομματικές βάσεις να μιλήσουν, να πουν αν αυτό θέλουν να είναι το σχέδιο και ιδεολογικό στίγμα.

Θα πρέπει να μιλήσει ανοιχτά, να εκτεθεί, να πείσει και να δεσμευτεί.

Αυτή η διεργασία χρειάζεται να γίνει μέσα στον ελάχιστο χρόνο που απομένει μέχρι να κληθούν οι Έλληνες να απαντήσουν στο αληθινό ερώτημα, ποιο θα είναι το μέλλον της χώρας. Όχι το ερώτημα που είναι κενό και ανούσιο, εφόσον λείπουν όλα αυτά, ποιο άτομο και ποιο κόμμα θα τους διοικεί.

Η Ελλάδα στον κόσμο.

Ολόκληρος ο κόσμος βρίσκεται σήμερα σε μια κρίσιμη καμπή: οι παραδοσιακές πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις, είτε μιλάμε για χώρες, είτε μιλάμε για αγορές και κεφάλαια, αντιμετωπίζουν μια νέα πραγματικότητα.

Αναδυόμενες δυνάμεις σε όλα τα μέρη της γης, προβλέψιμες  ή απρόβλεπτες ανατροπές, αναστάτωση στην παγκόσμια ενεργειακή αγορά και αυξανόμενο κόστος ενέργειας, κινήματα που προμηνύουν αυξημένες απαιτήσεις για δικαιώματα στην εργασία, την παιδεία, την περίθαλψη, και άρα μεγαλύτερο (και δικαιότερο) κόστος εργασίας, δημογραφικές εξελίξεις και αυξημένη μετανάστευση, περιβαλλοντικές προκλήσεις που όσο κι αν κάποιες  δυνάμεις κάνουν ότι δεν τις βλέπουν, θα αναγκαστούν, από το κόστος και τις επιπτώσεις τους, να τις λάβουν υπόψη.

Μοιάζει με φάρσα, ή με εφιάλτη, ότι μέσα σε αυτή την γέννηση της νέας παγκόσμιας πραγματικότητας η Ελλάδα βρέθηκε στην κεντρικότερη θέση που υπήρξε χώρα του κόσμου τα τελευταία δυο χρόνια.  Είναι αυτό καλό η κακό?

Είναι σίγουρα κακό όσο η Ελλάδα παραμένει μια χώρα χωρίς προσανατολισμό και στίγμα – είναι η εμφανής και εύκολη λεία, ο πρώτος στόχος, το πειραματόζωο.

Μπορεί όμως να είναι και ανέλπιστα καλό – πραγματικό δώρο – αν η Ελλάδα και οι Έλληνες αποφασίσουν πάνω σε όλα όσα περιγράψαμε, και βγουν να τα πουν στον κόσμο, όχι ως υποσχέσεις, προθέσεις, και όνειρα, αλλά ως ένα αληθινό πρόγραμμα εργασίας, με στόχους, με χρονοδιαγράμματα, με ρήτρες των πολιτικών απέναντι στους πολίτες, και της Ελλάδας απέναντι στον κόσμο. Ιδίως αν κάτι τέτοιο επισφραγίζεται από την νομιμοποίηση της λαϊκής ετυμηγορίας.

Η Ελλάδα είναι ακόμα σε θέση να πει στον κόσμο now that I have your attention…” και να παρουσιάσει ένα πρόσωπο που θα ανατάξει την χαμένη αξιοπιστία της.

Αυτό όμως δε γίνεται με πολιτικές διαχείρισης και μετριότητας.

Αλλαγή εποχής στο πολιτικό σκηνικό

Πρόκειται για αλλαγή εποχής. Συμβαίνει σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Συμβαίνει και στην Ελλάδα. Είμαστε πολύ χαμένοι μέσα στην κρίση, την αγωνία του αύριο, και την πολιτικό-κοινωνική θύελλα που έχει καλύψει τα πάντα, κι έτσι μειώνεται κρίσιμα η ορατότητα για να το δούμε, είναι όμως η πραγματικότητα.

Η αλλαγή εποχής φέρνει μάλλον και το (άδοξο, δυστυχώς, γιατί συνοδεύεται από την διάψευση των προσδοκιών μιας ολόκληρης χώρας) τέλος της γενιάς του πολυτεχνείου, που μετέτρεψε  την υπόσχεση της μεταπολίτευσης σε εξουσιολαγνεία, λαϊκισμό, και πολιτικό πλουτισμό, έχοντας καταβροχθίσει ότι καλό στοιχείο υπήρχε. Μένει να ελπίζουμε ότι η επόμενη γενιά της πολιτικής να έμαθε τα μαθήματα, και όχι τα κόλπα…

Τα κόμματα είναι χαμένα στο θολό τοπίο. Δεν μπορούν να προφτάσουν τις κοινωνικές εξελίξεις, χειρίζονται αδέξια, με νοοτροπίες και γλώσσα του παρελθόντος τα νέα ζητήματα και τις σύγχρονες προκλήσεις, ψάχνουν μέσα από παρωχημένες δομές και σχηματισμούς να συνεχίσουν να συσπειρώνουν πολίτες και να τους μεταλλάσσουν σε ψηφοφόρους.

Η ευκαιριακή και επικίνδυνη άνοδος της ακροδεξιάς, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλη την Ευρώπη, επιβεβαιώνει την αδυναμία του πολιτικού συστήματος. Η ακροδεξιά είχε πάντα εξαιρετικά αντανακλαστικά τυχοδιωκτικής εκμετάλλευσης της αστάθειας και του φόβου, και η σημερινή περίοδος δεν αποτελεί εξαίρεση.

Όμως στη σημερινή εποχή της δικτύωσης είναι απίθανο η παρωχημένη στάση των κομμάτων να καταφέρει να παρασύρει τους (ενημερωμένους και σκεπτόμενους, τουλάχιστον) πολίτες. Κάτι τέτοιο δείχνουν και οι δημοσκοπήσεις, ως γενικές τάσεις – τις λεπτομέρειες δεν τις πιστεύω ούτε και τις αξιολογώ.

Σήμερα, απέναντι σε όλα αυτά χτίζεται σιωπηλά, χωρίς κεντρική οργάνωση, αλλά με συλλογική συνειδητοποίηση, ένα κίνημα νέων μορφών κοινωνικής και πολιτικής δράσης. Γεννιέται ένας πολύ-πολικός ιστός ομάδων (γεωγραφικών και θεματικών) με χαλαρή οργάνωση μεταξύ τους, που όμως συνδέονται από βασικές αξίες (π.χ. δημοκρατικότητα, συμμετοχικότητα, διαφάνεια, αξιοποίηση κοινών αγαθών για κοινή ωφέλεια, κοινωνική αλληλεγγύη, δημιουργικότητα).

Ουσιαστικά η Ελλάδα μπαίνει σε μια περίοδο που στη διεθνή ορολογία θα περιγραφόταν ως Grassroots politics (πολιτική έκφραση όχι από ηγεσίες, αλλά στο χαμηλότερο επίπεδο της πυραμίδας). Κάτι τέτοιο πήγε να εμφανιστεί με το «κίνημα» των αγανακτισμένων, αλλά χωρίς στόχευση, αιτήματα, οργάνωση. Ακριβώς επειδή του έλειπαν τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά και είχε μόνο χαρακτήρα αντίδρασης, δεν έκανε κανένα βήμα παραπέρα.

Η ανεπάρκεια όμως της σημερινής πολιτικής ζωής και των κομμάτων είναι ο λόγος που ένα κίνημα Grassroots (όχι αγανακτισμένων) δεν θα εξαφανιστεί, αλλά κατά πάσα πιθανότητα θα επανέλθει, με τα συστατικά που θα το αναδείξουν σε εναλλακτική πολιτική έκφραση. 

Πολιτική και πολιτικοί

Γιατί να θέλει κανείς να είναι σήμερα εκλεγμένος πολιτικός;

Ίσως γιατί θεωρεί ότι τα πράγματα και η πολιτική ζωή δεν πάνε στην προοπτική που εδώ περιγράφουμε, και ότι θα συνεχιστεί το κομματικό business as usual. Ίσως γιατί ξέρει μόνο αυτό να κάνει. Ίσως – για να μην είμαστε άδικοι – γιατί πραγματικά πιστεύει ότι μπορεί να προσφέρει κάτι μέσα από το υπάρχον σύστημα (υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που το βλέπουν έτσι, και αξίζουν την εκτίμηση των πολιτών).

Ο τελευταίος είναι και ο μόνος λόγος που θα έπρεπε να κάνει κάποιον να επιθυμεί να είναι εκλεγμένος πολιτικός σήμερα: να μπορέσει να υλοποιήσει τα οράματα του για τον τόπο, μέσα από το νομοθετικό ή το κυβερνητικό έργο.

Αν όμως αυτά τα οράματα δεν εκφράζονται από το πολιτικό κόμμα με το οποίο εκλέγεται, υποχρεωτικά, βάσει του Συντάγματος, αφού δεν μπορεί κανείς να εκλεγεί ανεξάρτητος, πρέπει να συμβιβαστεί με τα κομματικά πλαίσια.

Αυτή η συνταγματικά κατοχυρωμένη συναλλαγή μεταξύ κομμάτων, υποψηφίων και πολιτών (αλλά και αυτά που τη συνοδεύουν έξω από το Σύνταγμα και την ηθική νομιμοποίηση – σχέσεις συναλλαγής με ΜΜΕ, πολιτικό χρήμα, πελατειακές σχέσεις) έχουν έχει οδηγήσει το πολιτικό σύστημα και τον κοινοβουλευτισμό σε σοβαρή απαξίωση, επικίνδυνη για τη δημοκρατία.

Αυτή είναι και μια από τις βασικότερες μεταρρυθμίσεις που θα πρέπει να γίνουν το συντομότερο στο πολιτικό σύστημα της Ελλάδας: Να μπορούν οι πολίτες να έχουν στην πολιτική εκπροσώπους που επιλέγουν άμεσα οι ίδιοι και όχι τα κόμματα.

Ίσως έτσι μπορεί να σπάσει η παθολογία της διαπλοκής μεταξύ κομμάτων, ΜΜΕ και άλλων συμφερόντων. Ίσως έτσι μπορέσουμε να περάσουμε σε μια εποχή που οι κομματάρχες δεν θα θεωρούνται ημίθεοι με μαγικές ιδιότητες από τους απαίδευτους οπαδούς. Οι πολιτικοί θα κρίνονται ως άνθρωποι με βάση το όραμα, το έργο και τις ικανότητες τους. Ίσως έτσι οι επερχόμενες κυβερνήσεις συνεργασίας να στελεχώνονται από ικανούς ανθρώπους και όχι κομματικά στελέχη επιλεγμένα από τον εκάστοτε κομματάρχη.

***

Σχεδόν πέντε χρόνια μετά την πρώτη μου εκλογή το 2007, την επαφή μου με τον κόσμο, την τεράστια τιμή που μου έκαναν 20.000 Αθηναίοι να με εμπιστευτούν και να με αναδείξουν βουλευτή Α’ Αθήνας το 2009, τη συμμετοχή μου σε μια κυβέρνηση, και επειδή δεν με ενδιαφέρουν τα πρόσωπα, αλλά οι πολιτικές και οι δεσμεύσεις για το χτίσιμο μιας βιώσιμης Ελλάδας, και επειδή αρνούμαι την πολιτική με ποδοσφαιρικούς όρους και όρους προσωπολατρίας, έχω φτάσει σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι:

Αν το ΠΑΣΟΚ μέσα από τις σημερινές διεργασίες του δεν φανεί προετοιμασμένο, μέσα από ανοιχτό και ειλικρινή διάλογο με τους πολίτες, όχι τους κομματικούς μηχανισμούς, να ασκήσει αληθινή αυτοκριτική για την ιστορική του πορεία όλα αυτά τα χρόνια ως κυβέρνηση και ως αξιωματική αντιπολίτευση, να ετοιμάσει και να παρουσιάσει ένα ξεκάθαρο πολιτικό, όχι κομματικό, στίγμα, τις θεμελιώδεις αρχές του και τις προτάσεις για την αντιμετώπιση των σημερινών και μελλοντικών προκλήσεων, αλλά αντίθετα συλλογικά επιλέγει να κινείται σε ένα πλαίσιο στείρας διεκδίκησης κυβερνητικής και εσωκομματικής εξουσίας, πως συνδυάζεται αυτό με τις προσωπικές μου αρχές και οράματα για την πολιτική;

Φυσικά το ίδιο θα ίσχυε και για οποιοδήποτε άλλο κόμμα, για να προλάβω τυχόν ερωτήσεις.

Πιστεύω ότι κάθε πολιτικά υγιές στέλεχος του ΠΑΣΟΚ ή άλλου κόμματος, και κάθε σημερινός ή υποψήφιος βουλευτής που θέλει να αλλάξουν τα πράγματα στο πολιτικό σύστημα οφείλει να θέσει ένα τέτοιο ερώτημα, ώστε να μην δώσει με τη συμμετοχή του νομιμοποίηση στην αναπαραγωγή ενός πολιτικού συστήματος που δεν θα είναι αύριο σε θέση να υπερασπιστεί.

Η προσωπική μου επιλογή είναι, μέχρι τις εκλογές να αγωνιστώ όπως και όσο μπορώ, με στόχο να επηρεάσω μερικές πολιτικές συνειδήσεις, ώστε αυτά τα χαρακτηριστικά να μπορέσει να τα αποκτήσει το ΠΑΣΟΚ στο χρόνο που απομένει, και πάνω σε αυτή τη βάση να αποφασίσω τις επόμενες κινήσεις μου.

Δεν είναι ανέφικτο, αλλά ξέρω ότι δεν θα είναι εύκολο, παρά μόνο αν βρει το ΠΑΣΟΚ το κουράγιο να απορρίψει όλο τον κακό του εαυτό και να ανά-δημιουργηθεί, ως ένα σύγχρονο, καθαρό κόμμα, με ιδεολογικό προσδιορισμό και πρόγραμμα, που βάζει πρώτα αυτά τα χαρακτηριστικά και στη συνέχεια το χαρακτηρισμό «κόμμα εξουσίας».

Σπύρος Κουβέλης

Ιανουάριος 2012

Παράρτημα:

Σημαντικές αρχές και πολιτικές αποφάσεις για το μέλλον της Ελλαδας.

[1] Βλ. Παράρτημα

  • Χρειάζεται να πούμε ξεκάθαρα, και να δεσμευτούμε γι αυτό, ότι εκείνοι που θέλουν να συνεχίσουν την πρακτική των περασμένων δεκαετιών, να συσσωρεύουν κεφαλαία και δύναμη σε βάρος της αξιοποίησης του εθνικού πλούτου για την Ελλάδα και για όλους τους Έλληνες, θα εξοστρακιστούν από την πολιτική ζωή, μαζί με αυτούς που τους ανοίγουν πρόθυμα την πόρτα.
  • Χρειάζεται να καταργήσουμε το νόμο περί ευθύνης υπουργών, και να προβλέπεται οριστική παύση από οποιαδήποτε ανάμιξη στα κοινά και από κάθε συναλλαγή με το δημόσιο όσων αποδεικνύεται ότι εκμεταλλεύτηκαν πολιτικά αξιώματα για προσωπικά οφέλη. Αν ήταν πάντα δύσκολο αυτό να γίνει στην Ελλάδα – λόγω της δεσπόζουσας θέσης που τα συμφέροντα είχαν – σήμερα ίσως είναι μια μοναδική ευκαιρία. Οι Έλληνες θα στηρίξουν όποιον το κάνει στην πράξη, όχι στα λόγια.
  • Χρειάζεται τώρα να συμφωνήσουμε ότι το ρουσφέτι αποτελεί κοινωνικό στίγμα και για τον πολιτικό, και για τον επωφελούμενο.
  • Χρειάζεται τώρα να αποφασίσουμε αν θέλουμε ένα σύστημα που παρέχει αληθινή παιδεία στους Έλληνες, ώστε να τους δίνει εφόδια για να σκεφτούν και να δημιουργήσουν, να αποκτήσουν τις βάσεις μαζί με την κριτική σκέψη που θα τους βοηθήσει να γίνουν αύριο υπεύθυνοι πολίτες, που θα βάζουν τις πραγματικές αξίες πάνω από τις αγοραίες.
  • Να μην φοβάται πια το πολιτικό σύστημα ότι πολίτες με παιδεία είναι δυσκολότερο να γίνουν οπαδοί που θα τρέχουν άκριτα πίσω από κόμματα και ρουσφέτια, αλλά να το επιδιώξουμε, αν θέλουμε τη εξυγίανση της χώρας και της πολιτικής ζωής. Να πάρουμε αυτές τις αποφάσεις και να βάλουμε ένα πρόγραμμα παιδείας, με εθνικό σχεδιασμό, που να βγάζει εγγράμματους ανθρώπους με γνώση και κρίση, με συμμέτοχη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας να στηρίζει την έρευνα. Να ξεριζώσουμε τη συντεχνιακή και κομματική εκμετάλλευση της παιδείας.
  • Χρειάζεται τώρα να αποφασίσουμε τι ρόλο επιδιώκει η Ελλάδα στον κόσμο και την γεωπολιτική της γειτονιά. Θέλουμε να είναι ο φτωχός συγγενής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Νοτιοανατολική Ευρώπη, τα Βαλκάνια, την Ανατολική Μεσόγειο; Ή μήπως θα πρέπει να αξιοποιήσει το τεράστιο πλεονέκτημα της γεωγραφικής της θέσης, ώστε να γίνει σημείο αναφοράς στην περιοχή; Να αποφασίσουμε ότι οι διπλωματικές αποστολές βάζουν σαν κεντρικό τους στόχο την προώθηση της Ελληνικής επιχειρηματικότητας και των Ελληνικών προϊόντων, και ότι θα λειτουργούν με σχέδιο, στόχους, και εκπαίδευση γι’ αυτό.
  • Χρειάζεται να αποφασίσουμε τώρα αν θέλουμε να είμαστε μια χώρα – εξωτερικό σύνορο της Ευρώπης, με υψηλά τείχη και σκληρότητα απέναντι στην μετανάστευση, γνωρίζοντας όμως ότι κάτι τέτοιο  προϋποθέτει σοβαρές  εκπτώσεις στο ανθρωπιστικό και δημοκρατικό προφίλ της χώρας. Να αξιολογήσουμε πόσο αυτό ταιριάζει με την εικόνα που θέλουμε να έχει ο κόσμος για την Ελλάδα ως λίκνο πολιτισμού και δημοκρατίας.
  • Να σκεφτούμε μήπως χρειαζόμαστε μια πολιτική πιο έξυπνη από τη μονολιθική προσέγγιση της ξενοφοβίας που να περιλαμβάνει σοβαρό έλεγχο στα σύνορα, εφαρμόσιμες συμφωνίες επαναπροώθησης, μηδενική ανοχή στην παραβατικότητα και την εγκληματικότητα, όχι μόνο των μεταναστών, αλλά και αυτών που τους εκμεταλλεύονται. Αλλά και ένταξη των νόμιμων μεταναστών και των παιδιών τους  στην Ελληνική κοινωνία, τα Ελληνικά γράμματα, την παραγωγή και την οικονομία, ώστε να γίνουν μέρος της ανοικοδόμησης της νέας Ελλάδας.
  • Να αποφασίσουμε αν θέλουμε να δημιουργήσουμε ένα αδιαπραγμάτευτο κατώφλι προστασίας για κοινωνικές ομάδες που πραγματικά το χρειάζονται, και για όλους τους υπόλοιπους τις δίκαιες και όχι σπάταλες παροχές, αποδεχόμενοι όλοι μας ότι τελείωσε  η εποχή της εκμετάλλευσης των ταμείων από τα συστήματα και τους ασφαλισμένους μαζί. Να δώσουμε στην ιδιωτική πρωτοβουλία το χώρο που δικαιούται στην υγεία – όχι αυτόν που πιθανόν θα ήθελε – για όσους το επιθυμούν .
  • Να ξεκαθαρίσουμε αν θεωρούμε το περιβάλλον πρόσκομμα στην ανάπτυξη, ή αν τελικά μπορούμε να κατανοήσουμε ότι για την Ελλάδα η φυσική ομορφιά, τα τοπία, τα είδη της χλωρίδας και της πανίδας, το νερό, ο αέρας, είναι κεφάλαιο που άλλες χώρες ποτέ δεν είχαν, και να το κάνουμε σημείο αναφοράς για την ανάπτυξη που σχεδιάζουμε. Και να μην είμαστε έτοιμοι να το υποβαθμίσουμε, να το ξεπουλήσουμε, να το αλλοιώσουμε, στην πρώτη απαίτηση κάθε επενδυτή
  •