Του Κώστα Ράπτη
Η υπερψήφιση μετά την Γαλλική Εθνοσυνέλευση και από την Γαλλική Γερουσία του νόμου με τον οποίο ποινικοποιείται η άρνηση της γενοκτονίας των Αρμενίων (1915-1923) αποδίδεται από πολλούς σε εσωτερικούς υπολογισμούς του Nicholas Sarkozy ενόψει των γαλλικών προεδρικών εκλογών του Απριλίου. Ωστόσο, προεκλογική ήταν και το 2007 η περίοδος κατά την οποία αντίστοιχη νομοθετική προσπάθεια δεν μπόρεσε (κατόπιν ενεργειών και του Sarkozy) να βρει το δρόμο από την Εθνοσυνέλευση στη Γερουσία. Στην πραγματικότητα, οι τωρινές πρωτοβουλίες των Γάλλων νομοθετών δεν αποτελούν την αιτία αλλά το σύμπτωμα της συνολικής επιδείνωσης των γαλλοτουρκικών σχέσεων. Μιας επιδείνωσης η οποία έχει να κάνει με την προσπάθεια της Γαλλίας να διατηρήσει το status της ηγέτιδας δύναμης εντός της Ε.Ε. και στον μεσογειακό χώρο. Οι δεδομένες αντιρρήσεις του Παρισιού στην πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε., αλλά και οι κατηγορίες που αντάλλαξαν οι δύο χώρες κατά την έναρξη της κρίσης της Λιβύης, όταν ο Erdogan υποστήριζε ότι η Γαλλία παροξύνει την ένταση για ιδιοτελείς σκοπούς, εικονογραφούν χαρακτηριστικά αυτή την τάση – όπως άλλωστε και το γεγονός ότι σε όλη τη διάρκεια της θητείας του ο Sarkozy πραγματοποίησε μόνο μία, και αυτήν ολιγόωρη, επίσκεψη στην Τουρκία.
Την αντίδρασή της προς το γαλλικό νομοσχέδιο η Τουρκία την εγγράφει, ευφυώς, στη ρητορική της υπεράσπισης της ελευθερίας της έκφρασης και των οικουμενικών αξιών, επισημαίνοντας τον προφανή παραλογισμό της ποινικοποίησης απόψεων σχετικά με την Ιστορία. Διαθέτει ωστόσο πολύ μικρό «ηθικό κεφάλαιο» για κάτι τέτοιο, δεδομένου του ότι μέχρι πρότινος η ίδια διέπρεπε στην κινητοποίηση κατασταλτικών μηχανισμών απέναντι στην ελευθερία της έκφρασης: προτού ο τουρκοαρμένιος εκδότης Hrant Dink πέσει νεκρός από το χέρι παρακρατικού δολοφόνου είχε και αυτός διωχθεί με βάση το διαβόητο άρθρο 301 του Τουρκικού Ποινικού Κώδικα περί «προσβολής του τουρκισμού», επειδή είχε δηλώσει το γνωστό τοις πάσι: ότι στα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συντελέσθηκε γενοκτονία.
Βέβαια, είναι πολύ δύσκολο για την Τουρκική Δημοκρατία (ιδίως σε εποχές που «συνομιλεί» πολύ πιο άνετα με το οθωμανικό της παρελθόν) να αναγνωρίσει το «γενέθλιο αμάρτημά» της: ότι δηλαδή διέπραξαν γενοκτονία οι Νεότουρκοι οι οποίοι και αποτελούν τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην παλαιά πολυεθνική αυτοκρατορία και το σύγχρονο τουρκικό εθνικό κράτος.
Ωστόσο, σε επίπεδο realpolitik, η Άγκυρα αντιμετωπίζει ένα ακόμη μεγαλύτερο μειονέκτημα, το ότι δηλ. η Γαλλία αποτελεί μέλος των «27» τους οποίους μπορεί να συνασπίζει εκόντες άκοντες απέναντι σε οποιονδήποτε επιχειρεί να την εκφοβίσει. Οποιοδήποτε μποϊκοτάζ εναντίον γαλλικών εταιρειών και προϊόντων, όπως αυτά που εξαγγέλλει η «κοινωνία των πολιτών» στην Τουρκία, δεν είναι δυνατόν να οδηγήσει τους Γάλλους κοινοβουλευτικούς σε ανάκληση της ψήφου τους (εξ ού και η τελευταία ελπίδα για εκτόνωση της κρίσης εναπόκειται στην ακύρωση του νομοσχεδίου από το Γαλλικό Συνταγματικό Δικαστήριο). Αντίθετα κινδυνεύει να αποτελέσει σοβαρή παραβίαση των κανονισμών του ευρωπαϊκού κλαμπ στο οποίο η Τουρκία φιλοδοξεί να ενταχθεί – αν δεν απειλεί να επιδεινώσει (μέσω της έξωσης γαλλικών εξαγωγικών εταιρειών εγκατεστημένων στην γειτονική χώρα) και το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει στην παρούσα φάση η κυβέρνηση Erdogan: το χαώδες έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.