Της Δέσποινας Συριοπούλου
Μακρά, επίπονη ύφεση, απόσυρση κεφαλαίων από τις περιφερειακές ευρωπαϊκές χώρες και απώλεια εμπιστοσύνης των επενδυτών στο ευρωπαϊκό σύστημα, αλλά όχι κατάρρευση της ΕΕ και της Ευρωζώνης το 2012 βλέπει το ινστιτούτο αναλύσεων Stratfor, με την Γερμανία να χρησιμοποιεί την ηγετική της φυσιογνωμία και θέση σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο, -εκμεταλλευόμενη την οικονομική κρίση-, σε μια προσπάθεια ουσιαστικά ελέγχου των κρατών, μέσω της επιβολής μιας σφιχτότερης δημοσιονομικής πολιτικής. Μια γερμανική προσπάθεια, η οποία θα διαρκέσει ολόκληρο το 2012 και προβλέπει, σύμφωνα –πάντα- με τους συντάκτες της έκθεσης, περιπτωσιολογικά και την απόσυρση μέτρων στήριξης, ως μορφή πίεσης προς τις κυβερνήσεις για την εφαρμογή αυστηρότερων μέτρων λιτότητας, γεγονός που θα εντείνει ακόμα περισσότερο τους φόβους για το μέλλον της οικονομίας, οδηγώντας την ίδια στιγμή σε ένα υπερβολικά ασταθές κοινωνικό περιβάλλον. Μια προσπάθεια εκ μέρους της Γερμανίας, η οποία αναμένεται σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ισχυρού αμερικανικού ινστιτούτου να καταλήξει σε αποτυχία, δεδομένου ότι «η παραχώρηση της οικονομικής ανεξαρτησίας μιας χώρας σε άλλη δύναμη (σ.σ. Γερμανία) θα συναντήσει την σθεναρή αντίδραση των περισσότερων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων».
Ωστόσο, στην παρούσα φάση η Γερμανία, όπως χαρακτηριστικά σημειώνουν οι συντάκτες της έκθεσης, διαθέτει έξι βασικά πλεονεκτήματα, με πρώτο το γεγονός των προγραμματισμένων εκλογικών διαδικασιών σε χώρες της ευρωζώνης (Γαλλία-Σλοβενία-Σλοβακία), διαδικασίες, οι οποίες ουσιαστικά θα απορροφήσουν όλο το εσωτερικό ενδιαφέρον, αφαιρώντας πολύ από το χώρο της ενημέρωσης για τις εξελίξεις στο επίπεδο της ζώνης του ευρώ. Ακόμα και για την Γαλλία, η Γερμανία διατηρεί το πλεονεκτήματα του άξονα Βερολίνου- Παρισίων, στην προώθηση του σχεδίου της, μια συνεργασία που αναγκαστικά ή μη –παρά το γεγονός των εκλογών- θα συνεχιστεί και το 2012. Σύμφωνα με την εκτίμηση του Stratfor, , η γαλλο-γερμανική συνεργασία αποτελεί το βασικό πυρήνα του ευρωπαϊκού συστήματος, και η οποιαδήποτε παραβίαση των συμφωνηθέντων μεταξύ των δυο, θα σήμαινε και το τέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το δεύτερο, επίσης σημαντικό πλεονέκτημα για την προώθηση του γερμανικού σχεδίου έχει να κάνει με τον αριθμό των μελών, που απαιτούνται για την έγκρισή του, από τα 17 μέλη της ευρωζώνης, και όχι τα 27 της ΕΕ, ενώ –ως τρίτο πλεονέκτημα- έστω και αν στην πορεία εγκαταλειφθούν κάποιες από τις πτυχές του γερμανικού σχεδίου, ο χρόνος που απαιτείται για την επικύρωση της συνθήκης θεωρείται αρκετός και σημαντικός ταυτόχρονα, προσδιορίζοντας ως βασικό σκόπελο την ανάγκη τροποποίησης των εθνικών συνταγμάτων προς ικανοποίηση της γερμανικής επιθυμίας, κάτι που ωστόσο μπορεί να καθυστερήσει ακόμη περισσότερο.
Τέταρτο, η αποφασιστικότητα της Γερμανίας να ασκήσει μεγαλύτερη πίεση σε κράτη-μέλη, με βασικότερο επιχείρημα-όπλο την γερμανική αγορά ως ο κυριότερος προορισμός των εξαγωγών των κρατών μελών. Μια κίνηση που δοκιμάστηκε το 2011, όπως χαρακτηριστικά γίνεται λόγος στην εν λόγω έκθεση. Η Γερμανία χρησιμοποίησε την οικονομική της υπεροχή, «διευκολύνοντας» την έξοδο των εκλεγμένων κυβερνήσεων της Ελλάδας και της Ιταλίας, και εγκαθιστώντας πρώην τεχνοκράτες της ΕΕ, οι οποίοι ουσιαστικά εργάζονται για την εφαρμογή ορισμένων πτυχών του γερμανικού σχεδίου. Αντίστοιχη πίεση, εκτιμάται ότι είναι ενδεχόμενο να δούμε και σε άλλα κράτη το 2012.
Το πέμπτο γερμανικό πλεονέκτημα έχει να κάνει με την γενικότερη ατμόσφαιρα που επικρατεί στην Ευρώπη περί ενδεχόμενης οικονομικής κατάρρευσης. Ο φόβος των ευρωπαίων για μεγαλύτερη ύφεση μπορεί να οδηγήσει στην εφαρμογή μέτρων λιτότητας ή στην επικύρωση συνθηκών, ακόμη και στην περίπτωση που δεν συμφωνούν. Από την άλλη, η επί της αρχής συμφωνία προκειμένου να θυσιαστεί η εθνική κυριαρχία για την διατήρηση του ευρωπαϊκού συστήματος, θα φανεί ως ένας λογικός συμβιβασμός. Η πραγματική πολιτική κρίση δεν θα έρθει ωσότου η «θυσία» αυτή περάσει από την θεωρητική της φάση στην πράξη. Ωστόσο όχι εντός του 2012. Από πολλές απόψεις, η πολιτική ευκαμψία που επιδεικνύουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις είναι για να κερδίσουν χρόνο, αποτρέποντας μια οικονομική καταστροφή, έστω και για μια ακόμη μέρα. Το έκτο –και τελευταίο- γερμανικό πλεονέκτημα εστιάζεται στον ρόλο που παίζει η ΕΚΤ, ως προς την λήψη μέτρων για την στήριξη της οικονομίας, αποφεύγοντας την οικονομική κατάρρευση το 2012. Μέτρα που ωστόσο υποβαθμίζουν πολύ την ανταγωνιστικότητα και την αποδοτικότητα, αλλά στην ουσία δίνουν την αίσθηση ότι η Γερμανία επιθυμεί να συμβιβαστεί κάπως στα θέματα της δημοσιονομικής πειθαρχίας σήμερα, προκειμένου όμως να πετύχει τους στόχους της για δημοσιονομικό έλεγχο αύριο.
Και ενώ οι Financial Times εντός της περασμένης εβδομάδες μετά τη Σύνοδο των Βρυξελλών έκαναν λόγο για «Νίκη της Μέρκελ» επισημαίνοντας ότι «25 από τις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπέγραψαν την γερμανικά εμπνευσμένη συνθήκη που καθιερώνει αυστηρότερους δημοσιονομικούς κανόνες, συμβάλλοντας την στήριξη του ευρώ, το Stratfor εκτιμά ότι η όλη διαδικασία θα δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα εχθρότητας χωρών-μελών της ΕΕ εναντίον της Γερμανίας και των Βρυξελλών, υπό το πρίσμα της αυξανόμενης –και σίγουρα ανεπιθύμητης- γερμανικής εισχώρησης στα εσωτερικά τους. Από την άλλη όμως –και ίσως αυτό είναι το πιο σημαντικό- σε εθνικό επίπεδο, η μεγάλη λιτότητα θα γενικεύσει το αίσθημα θυμού εναντίον των κυβερνήσεων, προς την κατεύθυνση της κοινωνικής αστάθειας. Όσο για το φιλόδοξο γερμανικό σχέδιο, οι αναλυτές του ινστιτούτου Stratfor θεωρούν ότι θα οδηγηθεί στο τέλος σε αποτυχία, η οποία όμως θα επιταχύνει δραματικά την κατάρρευση των πολιτικών δομών της ΕΕ.
ΥΣ: Είναι το ίδιο ινστιτούτο που τον Ιούνιο του 2008, επί κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή, -όταν τα σημάδια της κρίσης δεν ήταν καθόλου ορατά πέρα από όσους είχαν πρόσβαση στους αριθμούς- επεσήμανε την οικονομική δυστοκία της Ελλάδας, τις επερχόμενες μεγάλες δυσκολίες και την «έλευση των Αθηνών στην πόρτα του ΔΝΤ» για να ζητήσει βοήθεια. Όταν η πλειοψηφία των Ελλήνων αγνοούσε ακόμα και το τι είναι ΔΝΤ…
Και κάτι ακόμα… εκείνο που φαίνεται να αγνοούν –ηθελημένα ή όχι- οι αναλυτές του κατά τα άλλα έγκυρου Stratfor, είναι αυτό που ο ο γερμανός ιστορικός, καθηγητής στο London School of Economics, Άλμπρεχτ Ριτσλ, καταθέτει ως άποψη στη γαλλική εφημερίδα La croix: “το γερμανικό οικονομικό θαύμα μετά τον Πόλεμο, οφείλεται στη μη αποπληρωμή των χρεών της χώρας μετά από δύο Παγκοσμίους πολέμους”.