Toυ ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΡΤΑΛΗ

Σε νέα κλιμάκωση της έντασης στην Ανατολική Μεσόγειο προσανατολίζεται η Αγκυρα, όπως ξεκάθαρα φαίνεται από την πρόσφατη ανακοίνωση του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, όπου ούτε λίγο ούτε πολύ εκφράζεται η απειλή ενός θερμού επεισοδίου σε περίπτωση που προχωρήσουν οι νέες έρευνες για την ανακάλυψη κοιτασμάτων φυσικού αερίου στη θαλάσσια περιοχή νοτίως της Κύπρου.

Προφανές είναι ότι οι πολεμικές αυτές ιαχές αποσκοπούν κυρίως στο να αποτρέψουν τις ξένες εταιρείες να συμμετάσχουν στον διαγωνισμό και έτσι να «παγώσει» η όλη διαδικασία ώσπου να λυθεί το Κυπριακό και να αντιμετωπιστούν τα, κατά τη γνώμη των Τούρκων, δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων.  Δεν είναι μάλιστα τυχαίο ότι η ανακοίνωση αυτή συνέπεσε με την επίσκεψη στη Λευκωσία του ισραηλινού πρωθυπουργού Βενιαμίν Νετανιάχου, ο οποίος είχε συνομιλίες για συνεργασία με την Κυπριακή Δημοκρατία στον τομέα της εκμετάλλευσης και της εξαγωγής του φυσικού αερίου μέσω Κύπρου στην Ευρώπη. Με τον τρόπο αυτόν η Τουρκία για μία ακόμη φορά αμφισβητεί ευθέως και διεκδικεί ως «τουρκική υφαλοκρηπίδα» περιοχές της κυπριακής ΑΟΖ που εκτείνονται δυτικώς και νοτιοδυτικώς της Κύπρου.

Οι απειλές αυτές έρχονται σε συνέχεια νέων τουρκικών προκλήσεων στο Αιγαίο με επανάληψη των υπερπτήσεων πάνω από το Αγαθονήσι. Σε μια στιγμή που στο εσωτερικό της Τουρκίας πληθαίνουν τα ερωτήματα για την πορεία της υγείας του πρωθυπουργού Ταγίπ Ερντογάν, δημιουργούνται πρόσθετα ερωτήματα για την επικράτηση και πάλι της γνωστής από το παρελθόν σκληρής γραμμής.

Ολα αυτά συνέπεσαν μάλιστα με τη συμπλήρωση 60 χρόνων από την είσοδο της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, γεγονός που έδωσε την ευκαιρία στον έλληνα υπουργό Εξωτερικών να επισημάνει ότι, λόγω της τουρκικής απειλής και της στάσης που τήρησε όλα αυτά τα χρόνια η Συμμαχία σε αυτό το θέμα το ΝΑΤΟ δεν κατόρθωσε να απαντήσει στη σημαντική για τον ελληνικό λαό απειλή ασφαλείας. Και βέβαια κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει τη στάση του ΝΑΤΟ κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, γεγονός που υποχρέωσε τότε την Ελλάδα να αποχωρήσει από το στρατιωτικό σκέλος της Συμμαχίας.

Εν μέσω λοιπόν της οξύτατης οικονομικής κρίσης η Ελλάδα συνεχίζει να αντιμετωπίζει και τα γνωστά ανοιχτά εθνικά της θέματα, χωρίς προς το παρόν να υπάρχει προοπτική για την επίλυσή τους. Αντίθετα, μάλιστα, διαγράφεται και πάλι στον ορίζοντα το ενδεχόμενο μιας νέας έντασης. Γι΄ αυτό είναι περισσότερο αναγκαίο παρά ποτέ να αναθερμανθεί ο ελληνοτουρκικός διάλογος, ο οποίος έχει «παγώσει» από την περασμένη άνοιξη. Διότι, όταν δεν υπάρχουν επαφές, τότε ο κίνδυνος να οδηγηθούν τα πράγματα εκτός ορίων αυξάνεται. Και αυτό δείχνει η εντεινόμενη σκλήρυνση της τουρκικής στάσης απέναντι στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Δεν πρέπει ιδιαίτερα να εγκαταλειφθεί η όποια, έστω και μικρή, πρόοδος είχε σημειωθεί στον τομέα των διερευνητικών επαφών για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, για να κλείσει επιτέλους ένα ζήτημα που ταλαιπωρεί τις ελληνοτουρκικές σχέσεις εδώ και 40 χρόνια. Υπό το πρίσμα αυτό ενθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι οι γενικοί γραμματείς των υπουργείων Εξωτερικών των δύο χωρών συμφώνησαν να συναντηθούν στην Τουρκία (εκτός απροόπτου εννοείται) στα τέλη Φεβρουαρίου. Ο φόβος όμως είναι ότι οι επικείμενες εκλογές δεν θα επιτρέψουν, στη φάση αυτή τουλάχιστον, να υπάρξει ουσιαστικός διάλογος.

ΒΗΜΑ