Γράφει ο Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος
Αυξημένη κινητικότητα για τον τερματισμό της έκρυθμης κατάστασης στη Συρία επιδεικνύει η τουρκική διπλωματία το τελευταίο διάστημα. Η προσπάθεια κινητοποίησης της διεθνούς κοινότητας εναντίον του καθεστώτος αλ-Άσαντ, που καταβάλει η ισλαμική κυβέρνηση ΑΚΡ, επιβεβαιώνει την αδυναμία της να αναλάβει μονομερή δράση. 

Η απροθυμία του καθεστώτος αλ-Άσαντ να κάνει συμβιβασμούς και να ηγηθεί μιας δημοκρατικής μεταρρύθμισης στη Συρία, έτσι ώστε να αποφευχθεί η εμφύλια σύρραξη, έχει στρέψει το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας στη Δαμασκό. Η επιτακτική ανάγκη τερματισμού των αιματηρών συγκρούσεων στη Συρία έχει φέρει στο προσκήνιο τις χώρες της περιοχής, όπως η Τουρκία και τα αραβικά κράτη του κόλπου, η στάση των οποίων θα αποβεί καθοριστική για το μέλλον του καθεστώτος αλ-Άσαντ.

Η κορύφωση της έντασης στη Συρία απασχόλησε ιδιαιτέρως την κυβέρνηση ΑΚΡ το τελευταίο διάστημα, καθώς η αστάθεια στο εσωτερικό της αραβικής αυτής χώρας έχει άμεσο αντίκτυπο στην οικονομία και την ασφάλεια της Τουρκίας. Μετά την πρόσφατη τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ Ερντογάν και Μεντβέντεβ για την εξεύρεση μιας λύσης στη συριακή κρίση, η τουρκική διπλωματία αποφάσισε να αναπτύξει περαιτέρω δραστηριότητα για να κινητοποιήσει το μέγιστο δυνατό αριθμό μελών της διεθνούς κοινότητας. Έτσι, το θέμα της Συρίας επικράτησε στη συνάντηση που είχε ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Αχμέτ Νταβούτογλου, με την αμερικανίδα ομόλογό του, Χίλαρι Κλίντον, πριν από λίγες μέρες στην Ουάσιγκτον. Τα δύο μέρη φάνηκε να συμφωνούν στο ότι η κατάσταση στη Συρία έχει ξεφύγει από τον έλεγχο του καθεστώτος και ότι προτεραιότητα έχει η αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας στους αμάχους. Δεδομένης της στήριξης που παρέχει στη Δαμασκό η Μόσχα και το Πεκίνο στο πλαίσιο του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, η αμερικανίδα υπουργός Εξωτερικών συμφώνησε ότι η λύση θα πρέπει να προέλθει από τους κόλπους της περιοχής. Έτσι η Χ. Κλίντον δήλωσε ότι η Ουάσιγκτον είναι έτοιμη να παρέχει τη στήριξή της στην προσπάθεια ομαλοποίησης της κατάστασης στη Συρία, συμμετέχοντας στη διεθνή σύνοδο που ετοιμάζεται σε λίγες μέρες στην Τυνησία με στόχο την παράκαμψη των δυσχερειών που έχουν αντιμετωπιστεί στα πλαίσια του ΟΗΕ. Στη διοργάνωση του διεθνούς συνεδρίου, που θα φέρει τον τίτλο «Οι Φίλοι της Συρίας», πρωτοστατεί ο Αραβικός Σύνδεσμος και η Τουρκία και η αμερικανίδα υπουργός Εξωτερικών φάνηκε να συμφωνεί με την άποψη που θέλει την Άγκυρα να κατέχει τη θέση του συμπροέδρου. Το σίγουρο είναι ότι στην εν λόγω σύνοδο θα ληφθούν σημαντικές αποφάσεις που θα καθορίσουν το μέλλον του συριακού λαού είτε με ειρηνικά μέσα είτε με τη βία.

Η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση ΑΚΡ προσπάθησε να αποτρέψει τη ρήξη με τη Συρία, καθώς το καθεστώς αλ-Άσαντ της παρείχε ένα κατάλληλο πρότυπο πολιτικής και οικονομικής συνεργασίας με τις γειτονικές χώρες. Από τον περασμένο Μάιο, όμως, οι σχέσεις της Άγκυρας με τη Δαμασκό έχουν εισέλθει σε μία φάση έντασης, καθώς η κυβέρνηση ΑΚΡ έστρεψε τα νώτα στον αλ-Άσαντ, τασσόμενη φανερά υπέρ των εξεγερθέντων. Η στροφή αυτή των 180ο είχε ως επακόλουθο η κυβέρνηση ΑΚΡ να δέχεται έμμεσες παροτρύνσεις από το διεθνή παράγοντα, αλλά και τη συριακή αντιπολίτευση, για να εισβάλλει στη Συρία και να δημιουργήσει μία «ελεύθερη» ζώνη για τον άμαχο πληθυσμό υπό τον έλεγχό της. Το ενδεχόμενο μιας μονομερούς στρατιωτικής παρέμβασης της Τουρκίας στη Συρία, ωστόσο, αποτελεί δύσκολο εγχείρημα το οποίο δε φαίνεται διατεθειμένη να επωμιστεί μόνη η ηγεσία του ΑΚΡ. Στην πρόσφατη επίσκεψή του στις ΗΠΑ, ο Α. Νταβούτογλου, δεν απέκλεισε κανένα ενδεχόμενο, όπως αρμόζει σε έναν ικανό διπλωμάτη. Συγκεκριμένα δήλωσε ότι η Άγκυρα εξετάζει κάθε σενάριο και γι’ αυτό επεξεργάζεται σχέδια αντιμετώπισης κυμάτων προσφύγων, καθώς και τη δημιουργία μιας «ελεύθερης» ζώνης («Ζαμάν», 15/2/2012). Από τη μεριά του, ο ισλαμιστής Πρόεδρος Α. Γκιούλ τόνισε τις αρνητικές συνέπειες που μπορεί να έχει μια στρατιωτική επέμβαση στη Συρία κυρίως από χώρες εκτός της περιοχής, τηρώντας έτσι μια πιο θετική στάση στο ενδεχόμενο συλλογικής επέμβασης στη Συρία εκ μέρους των αραβο-ισλαμικών κρατών και πιθανής συμμετοχής σε αυτήν της Τουρκίας.

Η διεθνής σύνοδος στην Τυνησία φαίνεται ότι θα απαλλάξει την κυβέρνηση ΑΚΡ από το αφόρητο βάρος μιας μονομερούς επέμβασης στη Συρία. Άλλωστε, η Άγκυρα είχε πολλούς λόγους να τηρεί μια επιφυλακτική στάση μπροστά σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ας σημειωθεί καταρχάς η αντίσταση που θα προέβαλλαν στον τουρκικό στρατό οι δυνάμεις που παραμένουν πιστές στο καθεστώς αλ-Άσαντ. Μία έστω και περιορισμένη ένοπλη αντιπαράθεση μεταξύ των δύο χωρών θα προκαλούσε ασφαλώς σοβαρές απώλειες και στον τουρκικό στρατό. Κατά δεύτερον, μια τέτοια κίνηση θα είχε σοβαρό πολιτικό κόστος τόσο στην εσωτερική πολιτική σκηνή όσο και στη διεθνή. Πέραν των απωλειών που θα είχε ο τουρκικός στρατός, ο οποίος δοκιμάζεται σχεδόν καθημερινά στη ΝΑ Μικρά Ασία μαχόμενος τους κούρδους αγωνιστές, η κυβέρνηση ΑΚΡ θα είχε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της αύξησης του ρόλου και της ισχύος του στρατού στα πολιτικά πράγματα της χώρας, που με τόσο κόπο προσπαθεί να περιορίσει τα τελευταία χρόνια. Το πολιτικό κόστος δεν περιορίζεται, βέβαια, στις σχέσεις στρατού-ΑΚΡ. Μία ενδεχόμενη εισβολή της Τουρκίας στη Συρία θα είχε ενισχύσει και το παρακράτος, η δράση του οποίου μόλις ξεκίνησε να εξετάζεται σε «βάθος» από την τουρκική δικαιοσύνη. Τέλος, θα είχε τονώσει σε ανυπέρβλητο βαθμό τον τουρκικό εθνικισμό, όπως είχε συμβεί και στο παρελθόν με την εισβολή στην Κύπρο το 1974 και τη σύλληψη του Οτζαλάν το 1999, θέτοντας τέλος στην πρωτοκαθεδρία του ΑΚΡ στην τουρκική πολιτική σκηνή. Όσον αφορά τη διεθνή διάσταση, η κυβέρνηση ΑΚΡ θα ήταν εξαιρετικά επιφυλακτική να κινηθεί μόνη για να μην προκαλέσει επιπλέον προβλήματα στη διεθνή εικόνα της. Μια εισβολή θα έφερνε στη θύμηση πολλών την εισβολή και την παράνομη κατοχή εδαφών στην Κύπρο, θέτοντας σε κίνδυνο σχέδια «επίλυσης» που έχουν δρομολογηθεί πρόσφατα στο Green Tree και ευνοούν φανερά τις τουρκικές θέσεις. Η Άγκυρα θα κινδύνευε να βρεθεί, δηλαδή, στην επικαιρότητα όχι τόσο ως μαχητής των δημοκρατικών θεσμών και ελευθεριών, για τα οποία μάχεται ο συριακός λαός, αλλά ως εισβολέας και καταπατητής της διεθνούς έννομης τάξης. Η κυβέρνηση ΑΚΡ θα είχε να αντιμετωπίσει επίσης τους ισχυρούς συμμάχους της Συρίας, όπως η Ρωσία, η Κίνα και το Ιράν, ορισμένοι εκ των οποίων είναι και γείτονές της. Τέλος, θα είχε ξυπνήσει, αναπόφευκτα, μνήμες που άφησε στο πέρασμά της η οθωμανική εξουσία στην περιοχή, δημιουργώντας ανησυχίες στις τάξεις του αραβικού κόσμου.

Εν κατακλείδι, η πρόκληση ανάληψης μονομερούς στρατιωτικής δράσης στο Συριακό έδαφος εκ μέρους της Τουρκίας σήμερα ενέχει πολλαπλάσιους κινδύνους απ’ ό,τι τα οφέλη που μπορεί να προσφέρει η ιδέα κατοχής εδαφών, ενδεχόμενο που ίσως να μην απέρριπτε η Άγκυρα υπό διαφορετικές συνθήκες, όπως διδάσκει η περίπτωση της Αλεξανδρέττας (1939) και της Βόρειας Κύπρου (1974). Έτσι, η ισλαμική κυβέρνηση ΑΚΡ μάλλον θα προτιμήσει τη σιγουριά που παρέχει η συλλογική επέμβαση εκ μέρους των αραβο-ισλαμικών κρατών, επιχειρώντας να κινήσει -στο μέτρο του δυνατού- τα νήματα από το παρασκήνιο.