Του Μάριου Ευρυβιάδη

Μπροστά στην πιο σημαντική στιγμή της πολιτικής του σταδιοδρομίας βρίσκεται ο Αντώνης Σαμαράς. Σύντομα θα αναλάβει την αρχηγία της χώρας. Πολύ θα ήθελε να ηγηθεί ως πρωθυπουργός μιας αυτόνομης κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Ωστόσο, αυτό θεωρείται απίθανο και μάλλον θα πρέπει να λειτουργήσει ως πρωθυπουργός μιας κυβέρνησης συνασπισμού. Μια τέτοια κυβέρνηση προερχόμενη από εκλογές θα σηματοδοτήσει εξάλλου και το πραγματικό τέλος  της μεταπολίτευσης και την απαρχή μιας νέας περιόδου στην πολιτική ιστορία της Ελλάδας. Η κυβέρνηση συνασπισμού του κ. Παπαδήμου δεν πρέπει να θεωρείται ως αρχή μιας νέας περιόδου, αλλά η συνέχισή της, διότι δεν προέκυψε από εκλογές αλλά από πολιτικό παρασκήνιο.

Ο τρόπος με τον οποίο θα λειτουργήσει ο Σαμαράς και οι αποφάσεις που θα πάρει, διότι αυτός θα έχει τον πρώτο λόγο, θα τον σημαδέψουν ως άνθρωπο, ως πολιτικό και ως ηγέτη. Θα τον στιγματίσουν θετικά ή αρνητικά  και έτσι θα περάσει στην ιστορία. Είτε θα περάσει στην ιστορία ως εκείνος ο πολιτικός ηγέτης που ανέστειλε την καθοδική πορεία του ελληνικού κράτους, που ορθοπόδησε την οικονομία και που έτσι έκανε δυνατή την ανάκτηση από τους Έλληνες της ελευθερίας τους και της χαμένης τους αξιοπρέπειας, ή θα περάσει και αυτός στην ιστορία ως ένας πολιτικάντης της σειράς της μεταπολίτευσης, που λειτούργησε και αυτός κομπραδόρικα και με μικροπολιτική ιδιοτέλεια,  προσφέροντας και αυτός οξυγόνο σε ένα κλεπτοκρατικό σύστημα διαπλοκής, αναξιοπρέπειας και δουλοπρέπειας έναντι των ισχυρών, ντόπιων και ξένων.

Οι οικονομικο-πολιτικές δεσμεύσεις του περιβόητου Μνημονίου σε συνυφασμό με τις δυσμενέστατες συνθήκες της παγκοσμιοποιημένης διεθνούς οικονομίας περιορίζουν δραστικά τις επιλογές του Σαμαρά. Θα πρέπει συνεπώς να αναζητηθούν εκείνες οι πλεονεκτικές περιστάσεις και συνθήκες οι οποίες περιστασιακά αλλά και μακροπρόθεσμα θα διευρύνουν και θα αυξήσουν τις επιλογές.

Στο κεντρικό μέτωπο εκείνο που επείγει είναι η αναστροφή της κατιούσας. Η Ελλάδα, η πιο ορθά το ελληνικό κράτος της ελληνικής επανάστασης, αντιμετωπίζει σήμερα πρόβλημα ύπαρξης. Σε αρκετούς από τους τομείς της αποκλειστικότητάς  του έχει ήδη καταρρεύσει. Αδυνατεί, για παράδειγμα, να παράσχει εσωτερική ασφάλεια σε αρκετές περιοχές των μεγάλων αστικών κέντρων, ενώ στο μείζον ζήτημα της εθνικής ασφάλειας επιτρέπει στους ισλαμοπασάδες της Άγκυρας να τρομοκρατούν,  κατά το δοκούν, τους κατοίκους των ακριτικών περιοχών κυρίως με υπερπτήσεις κατοικημένων περιοχών.

Μέσα, ωστόσο, στο ζοφερό αυτό για την Ελλάδα και τους Έλληνες κλίμα, μια αναπάντεχη γεωπολιτική συγκυρία προσφέρει δυνατότητες και μια μοναδική , ίσως,  ευκαιρία για την Ελλάδα να ξεφύγει από τον φαινομενικά πολιτικό οικονομικό φαύλο κύκλο στον οποίο έχει περιέλθει.

Αναφέρομαι σε δυο εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο που μας είναι βέβαια γνωστές. Την διάρρηξη των παραδοσιακών σχέσεων Ισραήλ –Τουρκίας που στη διάρκειά τους έκαναν σχεδόν αδύνατη την όποια ελληνική πρωτοβουλία στην Ανατολική Μεσόγειο, και την εντόπιση πλούσιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου με πολύ καλές πιθανότητες τα κοιτάσματα αυτά να επεκτείνονται μέχρι και πέρας της Κρήτης.

Τα δυο αυτά γεγονότα επιτρέπουν στην Ελλάδα, για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, να αναπτύξει αυτόνομες πρωτοβουλίες σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής που θα της παράσχουν τη δυνατότητα να καταστεί παίκτης και όχι όπως λειτουργεί μέχρι τώρα ως παθητικό υποκείμενο στη διεθνή πολιτική σκακιέρα. Μόνο εάν η Ελλάδα αποκτήσει αυτονομία στην εξωτερική της πολιτική που να περιορίζεται μόνο από το διεθνές δίκαιο  και  διεθνείς υποχρεώσεις, θα μπορέσει να θέσει τις βάσεις για την οικονομική της ανόρθωση και κατά συνέπεια την επανάκτηση της κυριαρχίας της και την χαμένη αξιοπρέπεια στην πολιτική της.

Εδώ βέβαια υπεισέρχεται και η Κύπρος, ή πιο ορθά το κυπριακό κράτος, η Κυπριακή Δημοκρατία.

Ο Αντώνης Σαμαράς πρέπει να γνωρίζει, και γνωρίζει, ότι μαζί με το ελληνικό κράτος έτσι και το κυπριακό αντιμετωπίζει πρόβλημα ύπαρξης. Μάλιστα το υπαρξιακό πρόβλημα του κυπριακού κράτους είναι άμεσο. Η λεγόμενη Διεθνής Κοινότητα – International Community ή αλλιώς INTCOM,  επείγεται πριν την 1η Ιουλίου (για να προκαταλάβει την ανάληψη της Προεδρίας της ΕΕ από την Κυπριακή Δημοκρατία, ικανοποιώντας έτσι πάγιο αίτημα της Άγκυρας) να συγκαλέσει  διεθνή ή πολυμερή διάσκεψη. Δεν πρέπει να έχει κανείς αμφιβολία σε Αθήνα και Λευκωσία ποιο θα είναι το αντικείμενο μιας τέτοιας συνάντησης. Θα είναι η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, του κυπριακού κράτους του 1960 και η υποκατάστασή του με ένα πολιτικό μόρφωμα, το ίδιο ή χειρότερο από αυτό που προέβλεπε το Σχέδιο Ανάν του 2004. Έτσι η Κύπρος θα χάσει την αυτονομία της και θα μετατραπεί ουσιαστικά σε μια σατραπεία που θα λογοδοτεί μέσω μιας σειράς από αναχρονιστικής και αποικιακής μορφής διεθνών συνθηκών, στο φιλόδοξο ηγεμόνα της περιοχής την Τουρκία των ισλαμιστών και των πασάδων. Αυτή υπήρξε πάντοτε  η επιδίωξη της λεγόμενης Διεθνούς Κοινότητας , της INTCOM, που στην περίπτωση της Κύπρου συναποτελούν  οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Τουρκία και η Γενική Γραμματεία του ΟΗΕ που στη συγκεκριμένη περίπτωση λειτουργεί ως ανδρόποδό τους.

Με αυτόν τον τρόπο, με την κατάλυση δηλαδή του κυπριακού κράτους, η Κύπρος θα χάσει την αυτονομία της, θα παύσει να είναι παίκτης στην Ανατολική Μεσόγειο και, ταυτόχρονα, θα κάνει δυνατή τη στρατηγική ΗΠΑ-Βρετανίας – Τουρκίας που θέλουν την περιοχή κάτω από την ηγεμονία της Άγκυρας.

Ποια θα είναι η πολιτική μιας κυβέρνησης Σαμαρά έναντι του καλέσματος της INTCOM για μια διεθνή διάσκεψη; Θα ακολουθήσει την πεπατημένη; Θα δεχθεί να συμμετάσχει, όπως ασμένουσα δέχτηκε  η κυβέρνηση Σημίτη η οποία δεν πρόλαβε αλλά πέρασε τη «ζεστή πατάτα» στον Κώστα Καραμανλή το 2004; Υπενθυμίζω ουσιαστικά ότι ο Κώστας Καραμανλής σύρθηκε απροετοίμαστος σε μια τέτοια διάσκεψη στο Μπούτεσμπεργκ της Ελβετίας το 2004. Και θα είχε αναγκαστεί να δεχθεί παθητικά την διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας εάν ο αείμνηστος Τάσσος Παπαδόπουλος δεν όρθωνε μαζί με τον κυπριακό λαό το ανάστημά του απέναντι στην INTCOM;

Η Ελλάδα υπό μια κυβέρνηση Σαμαρά θα πρέπει να αρνηθεί να συμμετάσχει σε μια τέτοια συνάντηση. Αλλιώς η συμμετοχή  της θα κάνει δυνατή, με την «βούλα» της Ελλάδας, τη νομιμοποίηση της κατάλυσης του κυπριακού κράτους και την εσαεί απεμπόληση των δημοκρατικών δικαιωμάτων  σχεδόν ενός εκατομμυρίου Ελλήνων της Κύπρου. Ο Αντώνης Σαμαράς ακόμα και σήμερα ως αντιπολίτευση αλλά και αυριανός κυβερνήτης, θα πρέπει  να γνωστοποιήσει σε εχθρούς και φίλους και σίγουρα στη Λευκωσία ότι δεν θα λειτουργήσει ως φύλο συκής της INTCOM για την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Αυτό πρέπει να το πράξει για το εθνικό συμφέρον της Ελλάδας αλλά και του ελληνισμού. Η Ελλάδα δεν μπορεί να γίνει παίκτης στην Ανατολική Μεσόγειο, να αυτονομηθεί πολιτικά και οικονομικά και να αφήσει επιτέλους πίσω της τον Ψυχρό Πόλεμο (που τελείωσε εδώ και δυο δεκαετίες) χωρίς μια πραγματικά αυτόνομη και ανεξάρτητη Κύπρο. Χωρίς μια ανεξάρτητη και αυτόνομη Κύπρο καμία συνεκμετάλλευση υδρογονανθράκων και καμία συνεργασία με την Ελλάδα και με άλλους δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Και σίγουρα δυνητικοί σύμμαχοι του ελληνισμού όπως το Ισραήλ αλλά και άλλα κράτη δεν μπορούν να πάρουν στα σοβαρά  την Ελλάδα και την Κύπρο κάτω από τέτοιες συνθήκες.