Tις τελευταίες ημέρες οι αρμόδιοι για την οικονομία Ευρωπαίοι αξιωματούχοι κομπάζουν, και αυτό οφείλεται κυρίως στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και την παροχή ρευστότητας στις τράπεζες. Προσθέτοντας τη δεύτερη συμφωνία διάσωσης της Ελλάδας, τους σκληρούς νέους δημοσιονομικούς κανόνες της Ευρωζώνης και τις τολμηρές μεταρρυθμίσεις στην Ιταλία και την Ισπανία, έχουν ένα ισχυρό επιχείρημα. Πλέον είναι σαφές ότι οι Ευρωπαίοι το εννοούν πως θέλουν να λύσουν τα προβλήματά τους. Η επικείμενη εισαγωγή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), καθώς και μία αύξηση στους πόρους του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου σημαίνουν πως ένα συμπαγές προστατευτικό αντιπυρικό τείχος ανεγείρεται, ώστε να αναχαιτιστεί μία νέα πυρκαγιά.

Εξαιρουμένου του προγράμματος της ΕΚΤ, το οποίο παράσχει ρευστότητα τριετούς διάρκειας με το βασικό της επιτόκιο στις τράπεζες έναντι εγγυήσεων, το υπόλοιπο μέρος του επιχειρήματος είναι ισχνό.

Την Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου η ΕΚΤ ανακοίνωσε τη διάθεση επιπλέον 530 δισ. ευρώ, οπότε το συνολικό ποσό τους τελευταίους δύο μήνες υπερβαίνει το 1 τρισ. ευρώ. Δεδομένου ότι πάμπολλες μικρές τράπεζες άντλησαν κεφάλαια, αναθερμαίνονται οι ελπίδες ότι όσο επιβραδύνεται ο ρυθμός απομόχλευσης των τραπεζών και ενισχύονται οι αγορές χρέους, τόσο ενδέχεται η προαναφερθείσα ρευστότητα να παροτρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα να διαθέσουν δάνεια στην πραγματική οικονομία. Πιθανώς να συμβεί αυτό, αλλά υπάρχουν και παράπλευρες συνέπειες. Τα «γεράκια» στην ΕΚΤ ήδη ψελλίζουν για το πρόβλημα οι τράπεζες να εθιστούν στο φθηνό χρήμα της ΕΚΤ. Επιπλέον, παρακινώντας τις ιταλικές και τις ισπανικές τράπεζες να αγοράσουν τα δικά τους κρατικά ομόλογα, το πρόγραμμα εντείνει τη στενή διασύνδεση του δημοσίου χρέους των περιφερειακών οικονομιών με την υγεία των τραπεζών τους. Στην ουσία το πρόγραμμα της ΕΚΤ προσέφερε πίστωση χρόνου. Ωστόσο, αυτό που έχει σημασία είναι το πόσο καλά θα τον χρησιμοποιήσει η Ευρωζώνη. Οι ενδείξεις είναι αρνητικές, καθώς η υπερβολική και πεπλανημένη στόχευση των πολιτικών της στη δημοσιονομική λιτότητα αντιμετωπίζει διογκούμενες αντιδράσεις.

Ακόμα πιο ανησυχητική είναι η έλλειψη προόδου στην οικοδόμηση μόνιμου αμυντικού μηχανισμού έναντι της απώλειας εμπιστοσύνης σε ομόλογα άλλων χωρών. Πολλές προσδοκίες τρέφει η Ευρωζώνη για τον ESM, ο οποίος τίθεται σε λειτουργία την 1η Ιουλίου και με τα 500 δισ. ευρώ που θα διαθέτει είναι θεωρητικά ισχυρότερος από τον EFSF. Παρά τις γερμανικές αντιρρήσεις, οι περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης ευελπιστούν ότι οι δύο μηχανισμοί θα λειτουργούν παράλληλα, θεωρητικά με ένα κεφάλαιο 750 δισ. ευρώ. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι αυτά τα χρήματα δεν είναι άμεσα διαθέσιμα. Το EFSF θα αντλήσει πόρους από τις αγορές και χώρες με δυσκολίες ρευστότητας, όπως η Γαλλία, διστάζουν να καταβάλουν άμεσα κεφάλαια στον ΕSM. Η απροθυμία αυτή διακυβεύει το δεύτερο τμήμα του αντιπυρικού τείχους, τους πόρους του ΔΝΤ.

Η Ευρώπη χρειάζεται να γίνει τολμηρότερη, ώστε να ελέγξει ουσιαστικά το πρόβλημα του χρέους της. Μία πρόταση Γερμανών οικονομολόγων για ενοποίηση του δημοσίου χρέους όλων των χωρών της Ευρωζώνης όπου αυτό ξεπερνά το 60% του ΑΕΠ, με αυστηρούς κανόνες αποπληρωμής του σε 25 χρόνια, κερδίζει έδαφος. Η ίδια η Γερμανία αντιδρά σε ό,τι μυρίζει ευρωομόλογο, αλλά ο χρόνος περνά.