Γράφει ο Γιώργος Καπόπουλος

Οσο ανησυχούν οι Ευρωπαίοι εταίροι της Γαλλίας για το ενδεχόμενο επικράτησης του Ολάντ στις επικείμενες προεδρικές εκλογές τόσο θα ενισχύεται το προβάδισμα του σοσιαλιστή υποψηφίου σε βάρος του απερχόμενου προέδρου Σαρκοζί.

Αν στο Βερολίνο κατάλαβαν ότι η παρουσία της Μέρκελ στην προεκλογική εκστρατεία του Σαρκοζί θα λειτουργούσε τελικά υπέρ του Ολάντ, με αποτέλεσμα να ματαιωθούν οι εμφανίσεις της, δεν μπορεί να συμβεί το ίδιο με τις ανησυχίες που εκφράζει το ετερόκλητο μέτωπο της καγκελαρίου, του πρωθυπουργού της Ισπανίας Ραχόι, του Ιταλού πρωθυπουργού Μόντι και του Βρετανού πρωθυπουργού Κάμερον.

Το «μέτωπο» που σύμφωνα με δημοσίευμα του Spiegel απεύχεται τη νίκη Ολάντ είναι τόσο ετερόκλητο ώστε να είναι προφανές ότι ο μόνος κοινός παρονομαστής του να μην είναι άλλος από το φόβο ενός συνολικού βραχυκυκλώματος στην Ε.Ε. και στην Ευρωζώνη, καθώς οι ενδο-ευρωπαϊκές αλλά και οι εσωτερικές εθνικές πολιτικές ισορροπίες βρίσκονται σε οριακό σημείο.

Ανεξάρτητα από τις πραγματικές του προθέσεις και δυνατότητές του ο Ολάντ ήδη δεσμεύεται από τη δυναμική της εκστρατείας του, κυρίως από τις ανησυχίες που προκαλεί εκτός συνόρων, σε μια επαναδιαπραγμάτευση όχι μόνο του Δημοσιονομικού Συμφώνου αλλά και της διαχείρισης της δημοσιονομικής κρίσης στην Ευρωζώνη συνολικά.

Με τις εσωτερικές πολιτικές ισορροπίες στη Γερμανία να καθιστούν δυσχερή ακόμη και την πιο προσεκτική στροφή, η πολύ πιθανή πλέον ήττα Σαρκοζί θα σημάνει ένα τέλος εποχής για το Βερολίνο: Με την αλλαγή φρουράς στο Μέγαρο των Ηλυσίων θα τερματισθούν οι αυταπάτες και οι ψευδαισθήσεις περί γερμανικής παντοδυναμίας που στηρίχθηκαν στη μοιραία απόφαση του Σαρκοζί στα μέσα του 2010 να επιλέξει την πρόσδεση στις επιλογές της Μέρκελ.

Καλώς εχόντων των πραγμάτων μια νίκη του Ολάντ θα έπρεπε όχι μόνο να μην ανησυχεί το Βερολίνο αλλά να γίνει δεκτή ως άλλοθι νομιμοποίησης μιας ρεαλιστικής προσαρμογής που δεν μπορεί να γίνει δεκτή ούτε τμηματικά, ούτε και με τους πιο αργούς ρυθμούς.

Με τα σημερινά δεδομένα είναι πολύ πιθανόν η πίεση για επαναδιαπραγμάτευση του Δημοσιονομικού Συμφώνου να πυροδοτήσει πολιτική κρίση στη Γερμανία: Αν η επικύρωση του πακέτου βοήθειας προς την Ελλάδα προκαλεί την απώλεια της κυβερνητικής πλειοψηφίας τότε είναι σαφές τι θα συμβεί σε περίπτωση συνολικής ευρωπαϊκής επαναδιαπραγμάτευσης.

Η θεολογική εμμονή του Βερολίνου στο Δημοσιονομικό Σύμφωνο βρίσκεται σε πλήρη αντίστιξη με τα πραγματικά δεδομένα της κρίσης αλλά και την πολιτική δυναμική στην πλειονότητα των χωρών της Ευρωζώνης.

Ετη φωτός μοιάζουν να μας χωρίζουν από τις αρχές Δεκεμβρίου του 2011 όταν η καταρχήν υιοθέτηση του Συμφώνου από τους «27» πλην Βρετανίας τότε έδινε την ψευδαίσθηση της πλήρους κυριαρχίας της Γερμανίας.

Με την απόσταση του χρόνου οι αυστηροί όροι του Δημοσιονομικού Συμφώνου στη σκιά της ντε φάκτο ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, της αναμενόμενης αύξησης του πλαφόν του Μόνιμου Μηχανισμού ESM αλλά και της αναπόφευκτης σε μερικούς μήνες έκδοσης ευρω-ομολόγου μοιάζουν να παραπέμπουν στο τέλος της εποχής Μπρέζνιεφ: Την ώρα που το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε χάσει κάθε επαφή με την κοινωνία και τη δυνατότητα αυτομεταρρύθμισης, κατοχυρωνόταν συνταγματικά ο ηγετικός του ρόλος!

Με δυο λόγια είναι σαφές ότι σε περίπτωση νίκης του Ολάντ η Γερμανία θα κληθεί να κάνει ξεκάθαρες επιλογές για το μέλλον της Ευρωζώνης για τις οποίες δεν έχουν ακόμη ωριμάσει οι πολιτικές προϋποθέσεις.