Του Α. ΛΥΚΑΥΓΗ

ΗΤΟ απολύτως προβλεπτόν. Ότι, δηλαδή, μετά την ελλαδική ολίσθηση θα ερχόταν και η σειρά της Κύπρου ως του έτερου κρατικού πυλώνος του Ελληνισμού. Και ήλθε με τη μορφή της κρίσεως όχι μόνο για το κυπριακό τραπεζικό τοπίο αλλά και για την οικονομική ζωή γενικότερα.

Με τη μορφή -προς το παρόν- της καθυποβαθμίσεώς της στο επίπεδο των junks (σκουπιδιών δηλαδή), πράγμα που ανακόπτει την έξοδο της Λευκωσίας στις αγορές! Οπότε και έπονται χειρότερα, όταν οι κυπριακοί τραπεζικοί οργανισμοί θα υποστούν με όρους πραγματικού «κουρέματος» το κουτσούρεμα των ελληνικών ομολόγων. Και όσο κι αν υπάρχουν καθησυχαστικές δηλώσεις, όλοι ξέρουμε ότι θα επενεργήσουν κρίσιμοι ανασχετικοί συντελεστές εις βάρος της Μεγαλονήσου. Και αυτό βεβαίως θα επιδράσει εξίσου αρνητικά στην Αθήνα, της οποίας τα κρίσιμα προβλήματα θα επιβαρυνθούν παραπέρα.

Δεν χρειάζονται ειδικές οικονομικές γνώσεις για να διαγνώσει κανείς είτε τις εγγενείς κυπριακές παθογένειες είτε τους εισαγόμενους κινδύνους που συνεπιδρούν αρνητικά στις καθ’ όλα εξαρτημένες κυπριακές προοπτικές. Εξαρτημένες και λόγω μεγεθών και λόγω συνθηκών. Με ό,τι αυτό σημαίνει.

Και μόνον η ανατασσόμενη κρίση στην ευρύτερη ευρωπαϊκή περιοχή (και κυρίως στον σκληρό πυρήνα της ΕΕ, στον οποίο είμαστε Κύπρος και Ελλάδα ενσωματωμένοι) προϊδεάζει για κρισιμότερες και αρνητικές υποτροπές. Κατ’ ακρίβειαν, προδικάζει ανάλογες συνέπειες. Όχι ενδεχομένως της ιδίας οξύτητος με αυτές που ταλανίζουν το ευρωπαϊκό «υπογάστριο». Δηλαδή, το νότιο τόξο της Κοινότητος. Και όχι σε βαθμό που να υπερβαίνει τα διακριτά όρια της εθνικής χρεοκοπίας, όπως συμβαίνει με την Ελλάδα. Την ευθύνη της καταρρεύσεως της οποίας υπέχουν συγκεκριμένες (και εν πολλοίς επώνυμες) παθογένειες. Κραυγαλέες όλα αυτά τα χρόνια. Πλην περιθωριοποιούμενες, αντί να προκαλούν διορθωτικές αποφάσεις και ανάλογες παρεμβάσεις και τομές. Οπότε και τα πράγματα οδηγήθηκαν με μαθηματική ακρίβεια στο προβλεπτό και δυνάμει αναπόδραστο, που μεταφράζεται σήμερα είτε σε ταπεινωτικές δανειακές υποθηκεύσεις είτε σε κάθετη τελικά υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών της χώρας. Αδελφών για μας πολιτών. Συνελλήνων.
Καθώς αποβαίνουν αναπόφευκτες οριζόντιες εισοδηματικές και άλλες περικοπές εις βάρος τους. Και καθώς εκδηλώνονται φυγόκεντρες δυναμικές όσον αφορά τον άδηλο πλούτο, που αφορολόγητος αποδρά προς άλλους προορισμούς, επιτείνοντας ακόμη περισσότερο το πρόβλημα και δημιουργώντας συνθήκες επιδεινούμενης εκτροπής.
Και τονίζουμε το κινούμενη με την έννοια της αδήλου προς το παρόν και επιδεινούμενης οπωσδήποτε αστάθειας. Ή, τουλάχιστον, αβεβαιότητος.

Γιατί δεν πρέπει να μας διαφεύγει και το γεγονός ότι οι Κύπριοι, συν τοις άλλοις, είμεθα υποχείριοι δικών μας ιδιαίτερων προβλημάτων που συνεπιδρούν και τυχόν υποτροπή τους θα συμπαρασύρει εκ των πραγμάτων και το μέτωπο της οικονομίας. Και εννοούμε το πολιτικό μας πρόβλημα (δηλαδή το Κυπριακό), που εξελίσσεται σε ασταθές περιβάλλον και προπαντός με παντελώς άδηλη προοπτική. Γιατί κρίση σε αυτό το επίπεδο (με αδυσώπητη οριστικοποίηση, δηλαδή, του αδιεξόδου) θα μετεξελιχθεί σε ακόμη πιο κακοήθη συντελεστή για την κατάσταση της οικονομίας. Και πρέπει εδώ να υπογραμμισθεί η αυτονοήτως αμφίδρομη αλληλεπίδραση των δύο αυτών όψεων του κυπριακού γίγνεσθαι:

Αφενός αδύναμη και κυρίως καταρρέουσα οικονομία υποβαθμίζει (και υποσκάπτει) τις ισχνές εκ των πραγμάτων στρατηγικές μας αντιστάσεις.

Αφετέρου κρίση στο Κυπριακό με μείζονες υποτροπές επιδρά τραυματικά στην οικονομία. Και αυτό δεν είναι αφελής απλούστευση. Αποτελεί δεδομένη διαλεκτική αναφορά, που ίσχυε πάντοτε, και που σήμερα παρά ποτέ ισχύει στη νιοστή. Για λόγους αυτόδηλους.

Κάποιες από τις συνέπειες της κρίσεως που ενσκήπτει στον ευρωπαϊκό νότο δεν θα μπορέσουμε να τις αποφύγουμε. Θα τις υποστούμε. Και ήδη αποβαίνουν αρκούντως αισθητές σε κάποιες περιοχές της κυπριακής ζωής.

Μπορούμε όμως -και επιβάλλεται- να προλάβουμε τα χειρότερα. Αν μη τι άλλο, να τα απαμβλύνουμε. Και με υπεύθυνους χειρισμούς. Και με αποφασιστικές παρεμβάσεις. Έστω κι αν αυτές δεν θα είναι καθόλου αρεστές σε πολλούς. Μάλλον σε όλους.

Και εδώ βρίσκεται ακριβώς η ευθύνη των θεσμικών διαχειριστών του τόπου. Αλλά και όσων συγκροτούν το πολιτικό μας σύστημα. Κάτι που σημαίνει ουσιαστικά συλλογικότητα και προβληματισμών και διαχειρίσεως των πραγμάτων. Προνοώντας και όχι κασσανδρολογώντας. Με δραστικές πολιτικές και όχι με αφορισμούς.

Κυρίως όμως με ειλικρινή συνεννόηση με την Αθήνα. Γιατί την πίεση αυτών των έως και βάναυσων υποτροπών τη δεχόμεθα ως σύνολος Ελληνισμός. Και δεν μπορεί τα δεινά του ενός να αφήνουν ανεπηρέαστο τον άλλο. Αντιθέτως. Πρέπει -χωρίς εθνικισμούς και λαϊκισμούς- να συμπαραταχθούμε. Και να δώσουμε από κοινού τη μάχη προκειμένου να υπάρξουν υπερβάσεις με αμφίδρομες εθνικές δυναμικές. Κύπρος και Ελλάδα βρίσκονται στο ίδιο ανάχωμα, έστω κι αν τα προβλήματα της καθεμιάς έχουν τις ιδιαιτερότητές τους. Η συμπαράταξη, όμως, είναι αναγκαία και πρέπει να μεταφρασθεί σε συγκεκριμένες εθνικές στρατηγικές.