Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Οταν ο Σωκράτης, στην «Πολιτεία», φτάνει στο σημείο να τακτοποιήσει την οργάνωση της ιδανικής του πόλης, ο συνομιλητής του τον ρωτάει με ποιον τρόπο θα πεισθούν οι πολίτες της να τηρήσουν την ιεραρχία που έχει ορίσει, χωρίς την οποία, πάντα κατά τον Πλάτωνα εννοείται, η δικαιοσύνη δεν είναι εφικτή. Και τότε ο Σωκράτης απαντάει ότι θα πρέπει να ειπωθεί ένα «γενναίο ψεύδος» το οποίο να είναι πιστευτό από όλους.
Το περί ου ο λόγος «ψεύδος» έχει δύο σκέλη.

Το πρώτο είναι πως όλοι οι πολίτες γεννήθηκαν από την ίδια μητέρα, από τη γη, πως είναι δηλαδή αυτόχθονες, το δεύτερο είναι πως τη θέση τους μέσα στην πόλη την όρισαν οι θεοί.
Αλήθεια, είναι περίεργο να ακούς κάποιον σαν τον Σωκράτη, ο οποίος θυσίασε τη ζωή του για την αλήθεια, να θεμελιώνει την ιδανική του πολιτεία σε ένα ψεύδος, έστω γενναίο. Οχι και τόσο περίεργο όμως αν κοιτάξεις το τοπίο της Ιστορίας για να διαπιστώσεις πως καμιά κοινωνία δεν μπόρεσε ποτέ να συγκροτηθεί χωρίς την κοινή πίστη σε κάποιο «γενναίο ψεύδος» – αυτό που οι μεταμοντέρνοι θα ονόμαζαν «αφήγηση».
Η Γαλλική Επανάσταση είχε το δικό της, πως όλοι οι άνθρωποι έχουν ίσα δικαιώματα, η Ρωσική το δικό της, πως οι τάξεις θα καταργηθούν. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός στηρίζεται στο γενναίο ψεύδος μιας αγοράς που αυτορυθμίζεται και οδηγεί το παγκόσμιο πάρτι των συναλλαγών στον δρόμο της ευημερίας. Αυτά για την Ιστορία, λίγο σύντομα και σίγουρα άκρως σχηματικά.

Γιατί το πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική κοινωνία είναι ακριβώς ότι το ψεύδος που τη συγκροτεί από γενναίο έχει γίνει αγενές, κοινώς ψεματάκι, σχεδόν πρωταπριλιάτικο αστειάκι. Κι αν η πολιτική ζωή τσαλαβουτάει στα λασπόνερα της αναξιοπιστίας, αυτό το οφείλει στην ποιότητα του ψεύδους που τη στηρίζει. Από το μνημειώδες «λεφτά υπάρχουν», στην κρίση που θα έχει ξεπεραστεί μέσα σε δύο χρόνια και θα επιστρέψουμε στις αγορές, ώς την επαναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου που παραμένει αδιαπραγμάτευτο, το «δουλειά περισσότερη δουλειά» για να γλιτώσουμε, χωρίς να σου λέει πού θα τη βρεις τη δουλειά, ώς την ατίθαση Αριστερά που λέει «όχι» σε όλα, χωρίς να λέει «ναι» σε τίποτα. Εχεις την εντύπωση πως σου λένε το πρώτο ψεματάκι που τους έρχεται στο μυαλό για να γλιτώσουν από το μικρόφωνο, χωρίς να το πιστεύουν ούτε οι ίδιοι. Εκτός πια κι αν το πιστεύουν, οπότε τα πράγματα μοιάζουν ακόμη πιο δυσοίωνα.

Ψάχνουν το «γενναίο ψεύδος» οι άνθρωποι;
Γενναίο ψεύδος δεν ήταν η Μεγάλη Ιδέα που λανσάρισε κάποτε ο Ιωάννης Κωλέττης και είδαμε ώς πού μας έφτασε; Γενναίο ψεύδος δεν ήταν και το περίφημο κοινωνικό κράτος που θα φρόντιζε για τα πάντα, από το παρατεταμένο συνάχι, την αποζημίωση των αυθαιρέτων που πλημμύρισαν στη ρεματιά, ώς τις μεταθανάτιες συντάξεις, και γι’ αυτό χρειαζόταν έμψυχο υλικό, υπαλλήλους, όλο και περισσότερους υπαλλήλους;
Θα μου πείτε, οι καιροί δεν προσφέρονται για Μεγάλες Ιδέες, εδώ μας λείπουν κι οι μικρές, όσο για το κοινωνικό κράτος αυτό έχει μείνει πια μόνον με το χρέος του και τους υπαλλήλους του και ψάχνει τρόπους για να τους ξεφορτωθεί.
Επειδή δε, ασχέτως της  Πρωταπριλιάς, η πολιτική μας τάξη δεν δείχνει και μεγάλη διάθεση να αλλάξει τις απόψεις της περί ψεύδους, θα μπορούσε, ενδεχομένως, να κάνει μια προσπάθεια προς την πλευρά της γενναιότητας.