Κύριο άρθρο του Εθνικού Κήρυκα
Οκτώ χρόνια έχουν ήδη περάσει από την ημέρα που ο κυπριακός Ελληνισμός είχε κληθεί σε δημοψήφισμα έχοντας «το πιστόλι στον κρόταφο»: Να αποδεχθεί ή να απορρίψει το σχέδιο Ανάν, με ένα «ναι» ή ένα «όχι». Η ετυμηγορία της 24ης Απριλίου 2004, είναι γνωστή. Το 76% των Ελληνοκυπρίων, δηλαδή η συντριπτική πλειοψηφία, είπε «όχι», θεωρώντας το συγκεκριμένο σχέδιο λύσης ως άδικο και ετεροβαρές.

Να θυμίσουμε πως η συγκεκριμένη πρόταση λύσης είχε τεθεί κατά τρόπο εκβιαστικό ενώπιον του κυπριακού λαού, από τους αρχιτέκτονες εκείνου του σχεδίου, που βρίσκονταν πίσω από τον τότε ΓΓ του ΟΗΕ Κόφι Ανάν. Ηταν οι συνήθως ύποπτοι Αγγλοαμερικανοί, οι οποίοι είχαν όμως στενή συνεργασία και με τις Βρυξέλλες, καθώς μια εβδομάδα μετά η Κύπρος θα καθίστατο πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης και σημερινοί σήμερα εταίροι μας δεν ήθελαν στις τάξεις τους μια Κύπρο διχοτομημένη. Το δίλημμα ουσιαστικά της 24ης Απριλίου 2004, ήταν: ‘Η αποδέχεστε αυτό το ετεροβαρές για σας σχέδιο και στην Ευρωπαϊκή Ενωση μπαίνει το νέο διζωνικό κράτος που θα προκύψει υπό την επωνυμία «Ενωμένη Ομόσπονδη Κύπρος» ή εισέρχεστε σαν Κυπριακή Δημοκρατία αλλά διαιρεμένοι, αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο μονιμοποίησης των τετελεσμένων, την επιβολή, δηλαδή, μιας ντε φάκτο «ευρωδιχοτόμησης». Μέση οδός, αυτό που λέμε ναι σε μια δίκαιη και βιώσιμη λύση, δεν υπήρχε.

Αρα, ουδείς μπορεί να ερμηνεύει εκείνο το «όχι» της τεράστιας πλειοψηφίας των Ελληνοκυπρίων ως απόρριψη της λύσης του Κυπριακού. Οι περισσότεροι ψήφισαν «όχι» στη συγκεκριμένη πρόταση λύσης που εμπεριείχε το ρίσκο της διάλυσης, προσβλέποντας στη δημιουργία ευνοϊκότερων συνθηκών με την ένταξη στην ΕΕ για την επίτευξη μιας σωστής και λειτουργικής λύσης.

Οκτώ χρόνια μετά, όμως, η «ευρωδιχοτόμηση» παραμένει ένα υπαρκτό γεγονός και ο κίνδυνος τουρκοποίησης των κατεχομένων είναι περισσότερο από ποτέ ορατός, χωρίς η ΕΕ στην οποία η Κύπρος ανήκει ως ένα κυρίαρχο κράτος με όλη την επικράτειά της, να μπορεί να κάνει κάτι για να πιέσει την Τουρκία ώστε να συγκατατεθεί σε μια βιώσιμη λύση. Και ο λόγος είναι γιατί η Τουρκία έχει αποδείξει ότι δεν μπορεί να «εξευρωπαϊστεί», δεν συνετίζεται και έπαψε να θεωρείται καταλύτης για μια σωστή λύση. Η ενταξιακή της πορεία παραμένει προβληματική, με ελάχιστους στις Βρυξέλλες να πιστεύουν πλέον ότι μπορεί να φτάσει μέχρι το τέρμα και η χώρα αυτή να καταστεί τμήμα της ενωμένης Ευρώπης.

Στη βάση αυτών των νέων πραγματικοτήτων, η ε/κ πλευρά έχει λανθασμένα αποδεχθεί να εμπλακεί σε συνομιλίες, με τους ίδιους ουσιαστικά όρους, που παραπέμπουν ξανά σε μια λύση τύπου Ανάν. Ούτε οι τουρκικές εγγυήσεις, ούτε η εκ περιτροπής προεδρία έχουν φύγει από το τραπέζι, κανένας Τούρκος στρατιώτης δεν αποχώρησε, ενώ η Αγκυρα συνεχίζει τις απειλές, με αφορμή τούτη τη φορά τον εντοπισμό των υδρογονανθράκων στην κυπριακή ΑΟΖ. Το ζητούμενο, συνεπώς, στην παρούσα φάση, είναι η χάραξη και υλοποίηση μιας νέας στρατηγικής, που θα απεγκλωβίσει την Κύπρο από την τουρκική ομηρία και θα απομακρύνει το ενδεχόμενο να ξαναβρεθούν οι Ελληνοκύπριοι ενώπιον εκβιαστικών διλημμάτων.